Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [1/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

To άρθρο της Larissa Berger (γεν. 1988), ερευνήτριας στο Forschungsinstitut für Philosophie του Αννοβέρου, «Περί του υποκειμενικού, του ωραίου και της τεχνητής νοημοσύνης: Μια καντιανή προσέγγιση», πρωτοδημοσιεύτηκε το 2022 στον τόμο Kant and Artificial Intelligence, που επιμελήθηκαν οι Hyeongjoo Kim και Dieter Schönecker (De Gruyter Verlag). Ορμώμενη από την αισθητική φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ, η Λαρίσσα Μπέργκερ διερευνά επισταμένα και συστηματικά  τη σχέση μεταξύ της τεχνητής νοημοσύνης και του συναισθήματος της ευχαρίστησης, το οποίο συνοδεύει την καλαισθητική εμπειρία, ως μια πτυχή του γενικότερου ζητήματος της σχέσης μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης και ανθρώπινης ύπαρξης.

Η φιλοσοφία του Καντ είναι ένας κλασσικός τόπος βαθιάς και συστηματικής πραγμάτευσης του ερωτήματος σε τι συνίσταται η ανθρωπινότητα. Ως γνωστόν, ο Καντ συνόψισε σε τρία καίρια ερωτήματα την αποστολή της φιλοσοφίας: «Τι μπορώ να γνωρίσω;», «Τι πρέπει να πράξω;» και «Σε τι μπορώ να ελπίσω;». Κάθε ένα από αυτά τα ερωτήματα καλύπτει μια διαφορετική περιοχή της φιλοσοφίας, όπως τη μεταφυσική, τη γνωσιοθεωρία και την ηθική, και μόνο η ενδελεχής απάντηση σε αυτά φέρνει σε πέρας την αποστολή της φιλοσοφίας. Όμως, ο Καντ  δήλωσε επίσης ότι αυτά τα τρία ερωτήματα μπορεί να θεωρηθούν πως υπάγονται και αναφέρονται σε ένα τέταρτο ερώτημα που τα συμπερικλείει, δηλαδή στο ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;». Κατ’ επέκταση, η ανθρωπολογία είναι η έκφανση εκείνη της φιλοσοφίας που συμπεριλαμβάνει όλες τις επιμέρους περιοχές. Την επικέντρωση αυτήν της καντιανής φιλοσοφίας γύρω από το ερώτημα  «Τι είναι ο άνθρωπος;» αποδίδει επιδέξια η πραγμάτευση της Λαρίσσα Μπέργκερ.

Η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια από τις πολλές πτυχές που απαντάει στο ανωτέρω ερώτημα, καθότι αυτή χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα της ευχαρίστησης, το οποίο βιώνει ο άνθρωπος μέσα από έναν συγκεκριμένο «φαινομενικό» χαρακτήρα – χαρακτήρα που καταδεικνύει με ενάργεια η καντιανή αισθητική φιλοσοφία. Οι υπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη, αποφαίνεται η Μπέργκερ, δεν δύνανται να έχουν συναισθήματα φαινομενικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί υποστηριχθεί ότι βιώνουν την εμπειρία της αισθητικής ευχαρίστησης, ανεξάρτητα από το πόσο μπορούν να προσιδιάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά – κάτι που λειτουργιστικές και αναγωγιστικές προσεγγίσεις σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη αποτυγχάνουν να δείξουν. Ακόμα κι αν μια τεχνητή νοημοσύνη παρουσιάσει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ακόμα κι εκείνα της συγκίνησης μπροστά στο ωραίο και μπροστά στην τέχνη, αυτό δεν αρκεί για να πούμε ότι έχουμε ενώπιόν μας ένα τεχνητό πλάσμα το οποίο απέκτησε πια συνείδηση. Έτσι, στα βήματα του John Searle, με το περίφημο «κινέζικο δωμάτιο» (1980), και του Frank Jackson, με το «δωμάτιο της Μαίρης, της υπερεπιστήμονος» (1982 & 1986), η Μπέργκερ προσπαθεί να φτάσει φαινομενολογικά στα μύχια της ιδιότυπα ανθρώπινης εμπειρίας. Σ’ αυτό το άρρητο πεδίο, εντοπίζει κάτι το αμιγώς ανθρώπινο, κάτι που δεν φαίνεται να μπορεί να το φτάσει η τεχνητή νοημοσύνη. Η φιλοσοφία του Καντ αναδεικνύει ότι η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια ιδιότυπα ανθρώπινη εμπειρία και ότι η καλαισθητική συγκίνηση που τη χαρακτηρίζει αποτελεί ένα οριακό σημείο – ένα σημείο όπου η μυχιότητα του ανθρώπινου υποκειμένου είναι θεμελιώδης, πάλλουσα και, προς το παρόν, μοναδική.

Υποθέτουμε ότι  η άνοδος των νευρωνικών δικτύων και η συνεχής βελτίωσή τους θα απαιτεί, στο άμεσο μέλλον, όλο και πιο ενδελεχή, και μάλιστα πυρετώδη, μελέτη τέτοιων ζητημάτων. Η εμφατική, πλέον, παρουσία της τεχνητής νοημοσύνης θα κάνει εκ των πραγμάτων όλο και περισσότερους στοχαστές να διερευνήσουν τα όρια της ανθρωπινότητας και τα ειδοποιά της γνωρίσματα, όσο αυτά μένουν απόρθητα.

~.~

της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ

Στα 1974, ο Τόμας Νέιτζελ εισήγαγε στη φιλοσοφία του νου το διάσημο ερώτημα «Πώς είναι να ’σαι Χ;». Ο Νέιτζελ υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα υποκειμενικό σημείο θέασης το οποίο είναι απρόσιτο από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών. Η ύπαρξη ενός υποκειμενικού σημείου θέασης, μαζί με τον φαινομενικό χαρακτήρα της εμπειρίας που το συνοδεύει, αποτελεί ένα δυνατό επιχείρημα ενάντια στη δυνατότητα κατασκευής μια ισχυρής τεχνητής νοημοσύνης: η τεχνητή νοημοσύνη δεν δύναται να κατέχει ένα υποκειμενικό σημείο θέασης, πόσο μάλλον το σημείο θέασης που προσιδιάζει στο ανθρώπινο γένος. Κάτι βασικό στο οποίο υπολείπεται η τεχνητή νοημοσύνη είναι η ικανότητα να περιέρχεται σε πνευματικές καταστάσεις με φαινομενικό χαρακτήρα – καταστάσεις θεμελιώδεις για τις ανθρώπινες εμπειρίες.

Ίσως να νομίσει κανείς πως όλα αυτά δεν έχουν και μεγάλη σχέση με τη φιλοσοφία του Καντ. Με μια πρώτη ματιά, ο Καντ δεν φαίνεται να νοιάζεται για ό,τι ο Νέιτζελ αποκάλεσε υποκειμενικό σημείο θέασης ή «να ’σαι κάπως» («what-it-is-likeness»). Μολαταύτα, θα δείξω ότι μια θέαση στην αισθητική του Καντ δείχνει ότι τουλάχιστον ένα κομμάτι της φιλοσοφίας του βασίζεται στο «να ’σαι κάπως» και εξαρτάται απ’ αυτό: Αναφέρομαι στην ανάλυσή του για το ωραίο. Πιο συγκεκριμένα, θα υποστηρίξω ότι η επιχειρηματολογία του Καντ στην Αναλυτική του Ωραίου εξαρτάται από τον φαινομενικό χαρακτήρα της ανιδιοτέλειας η οποία χαρακτηρίζει την αισθητική ευχαρίστηση. Εξ αυτού, θα υποστηρίξω ότι η επικράτεια του ωραίου, όπως κατανοείται με όρους καντιανούς, είναι απρόσιτη στην τεχνητή νοημοσύνη.

Θα κινηθώ ως ακολούθως: Πρώτον, θα σκιαγραφήσω την αντίληψη του Καντ περί του υποκειμενικού. Δεύτερον, θα εισαγάγω την κατά Νέιτζελ έννοια του υποκειμενικού, η οποία διαφέρει αρκετά από τον όρο στη φιλοσοφία του Καντ. Τρίτον, θα υποστηρίξω ότι, μολαταύτα, η αντίληψη του Καντ για την ευχαρίστηση γενικώς, αλλά και η αντίληψή του για την ειδική ευχαρίστηση η οποία αντλείται από το ωραίο, βασίζεται στον φαινομενικό χαρακτήρα της ευχαρίστησης τον οποίον ερευνά ο Νέιτζελ. Τέλος, θα επιχειρηματολογήσω ότι η κατά Καντ επικράτεια του ωραίου είναι απρόσιτη στην τεχνητή νοημοσύνη.

 

1. Η κατά Καντ έννοια του υποκειμενικού

Ο όρος «υποκειμενικό» έχει πλέον αποκτήσει μια κάποια γεύση σχετικισμού. Το υποκειμενικό φαίνεται δηλαδή έγκυρο απλώς και μόνο για το εκάστοτε ατομικό υποκείμενο και ορίζεται από το δικό του ιδιοσυγκρασιακό  σημείο θέασης. Είναι γεγονός ότι μια τέτοια άποψη βρίσκουμε και στον Καντ, όμως αυτός χρησιμοποιεί τον όρο με διάφορους τρόπους. Για τους σκοπούς του ανά χείρας άρθρου, θα διακρίνουμε τέσσερις διαφορετικές σημασίες του «υποκειμενικού»: προέλευση από το υποκείμενο (Υ1), εγκυρότητα απλώς και μόνο για το εκάστοτε άτομο (Υ2), εγκυρότητα για όλα τα κρίνοντα υποκείμενα (Υ3), και μη χρησιμότητα για τη γνωσιακή διαδικασία (Υ4).[1]

Με την πρώτη, και ευρύτερη, σημασία (Υ1), ο όρος «υποκειμενικό» αναφέρει ότι κάτι προέρχεται από το υποκείμενο ή σχετίζεται μαζί του. Επί παραδείγματι, ο Καντ λέει ότι το «απλώς υποκειμενικό στην παράσταση ενός αντικειμένου» είναι αυτό το οποίο «συνιστά τη σχέση του με το υποκείμενο» (KU, AA 05: 188). Κατά συνέπεια, «ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποκειμενικές μορφές της αισθητηριακής μας εποπτείας» (Progress, AA 20: 268).[2]

Υ1: Κάτι είναι υποκειμενικό αν και μόνο αν σχετίζεται με το υποκείμενο ή προέρχεται από αυτό.

Με τούτη την πλατιά σημασία, ο όρος «υποκειμενικός» αφορά υπερβατολογικές έννοιες, όπως ο χώρος και ο χρόνος, αλλά και εμπειρικές έννοιες, όπως οι αισθήσεις (Empfindungen).[3]

Μια δεύτερη σημασία του υποκειμενικού (Υ2) αναφέρεται στην εγκυρότητα των κρίσεων ή των παραστάσεων. Ενώ η αντικειμενική εγκυρότητα συμπίπτει με την καθολική εγκυρότητα –«η αντικειμενική εγκυρότητα και η αναγκαία καθολική εγκυρότητα (για όλους) είναι […] εναλλάξιμες μεταξύ των έννοιες» (Prol. AA 04: 209)–, η (απλώς) υποκειμενική εγκυρότητα αναφέρεται σε μια προσωπική εγκυρότητα.[4] Τούτη είναι η έποψη της καντιανής σκέψης για το υποκειμενικό που έρχεται πλησιέστερα στη σύγχρονή μας αντίληψη περί του αυθαιρέτου της κρίσης.

Υ2: Οι κρίσεις (ή οι παραστάσεις) είναι απλώς υποκειμενικώς έγκυρες αν και μόνο αν έχουν προσωπική εγκυρότητα.

Στα Προλεγόμενα ο Καντ εφαρμόζει τούτη την έννοια του «υποκειμενικού» σε κάποιες κρίσεις αντίληψης: «Οι εμπειρικές κρίσεις, στον βαθμό που έχουν κάποια αντικειμενική εγκυρότητα, είναι κρίσεις της εμπειρίας· εκείνες τις κρίσεις, όμως, που είναι μόνο υποκειμενικώς έγκυρες τις ονομάζω απλώς κρίσεις της πρόσληψης» (Prol., AA 04: 298). Οι κρίσεις της εμπειρίας είναι καθολικώς έγκυρες επειδή αναφέρονται στο εκάστοτε αντικείμενο ως ένα διυποκειμενικώς προσβάσιμο σημείο αναφοράς.[5] Αντιθέτως, οι κρίσεις οι οποίες έχουν σημείο αναφοράς εντός του κρίνοντος υποκειμένου είναι απλώς υποκειμενικώς έγκυρες, δηλαδή έχουν εγκυρότητα απλώς προσωπική. Βέβαια, ο Καντ εγκαταλείπει τούτο τον ισχυρισμό στην Τρίτη Κριτική, όπου εισάγει μια διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής και της υποκειμενικής καθολικότητας των κρίσεων.[6] Με την έννοια της υποκειμενικής καθολικότητας, θεμελιώνει τελικά μια τρίτη σημασία του «υποκειμενικού» (Υ3). Σε τούτο πια το πλαίσιο, η αντικειμενική καθολικότητα αφορά τη σφαίρα των προς κρίση αντικειμένων – οι αντικειμενικώς καθολικές κρίσεις έχουν τη μορφή «Όλα τα Α είναι Β». Αντίθετα, η υποκειμενική καθολικότητα αφορά τη «σφαίρα των κρινόντων» (KU, AA 05: 215) – οι υποκειμενικώς καθολικές κρίσεις είναι έγκυρες για κάθε κρίνον υποκείμενο (για κάθε άνθρωπο). Τούτη είναι η τρίτη έποψη του «υποκειμενικού» στη σκέψη του Καντ:

Υ3: Μια κρίση έχει υποκειμενική καθολικότητα αν και μόνο αν είναι έγκυρη για όλα τα κρίνοντα υποκείμενα.

Επισημαίνω ότι η Υ3 (η υποκειμενική καθολικότητα) είναι ασύμβατη με την Υ2 (την απλώς προσωπική εγκυρότητα). Κατά συνέπεια, τούτες οι δυο επόψεις του «υποκειμενικού» σηματοδοτούν μια μετατόπιση της σκέψης του Καντ που συνέβη από τα Προλεγόμενα  στην Τρίτη Κριτική.

Η Υ3 δεν είναι η μόνη έποψη του υποκειμενικού που βρίσκουμε στην Τρίτη Κριτική. Μάλιστα, σε αυτό το πόνημα, ο Καντ χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Επί παραδείγματι, ο Καντ χρησιμοποιεί τον όρο «υποκειμενικό» (Υ4) για να περιγράψει ότι κάτι «δεν χρησιμεύει σε κανενός είδους γνώση» (KU, AA 05: 206). Κατά συνέπεια, το συναίσθημα της ευχαρίστησης είναι απλώς υποκειμενικό, ενώ τα αισθητηριακά ερεθίσματα (Empfindungen), τα οποία προσφέρουν το υλικό για την γνώση, είναι «αντικειμενικές παραστάσεις των αισθήσεων» (KU, AA 05: 206).[7]

Υ4: Μια παράσταση είναι υποκειμενική αν και μόνο αν δεν μπορεί να χρησιμεύσει στην γνώση.[8]

Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τούτο τον ορισμό, το συναίσθημα της ευχαρίστησης και το συναίσθημα της αποστροφής, είναι οι μόνες υποκειμενικές παραστάσεις που συλλαμβάνει ο Καντ. Θέτει το πράγμα ως εξής: «η υποκειμενική πλευρά [dasjenige Subjektive] μιας παράστασης η οποία δεν μπορεί καθόλου να γίνει στοιχείο της γνώσης είναι η ευχαρίστηση ή η αποστροφή που συνδέεται με αυτήν· κι αυτό γιατί, μέσω αυτών, δεν γνωρίζω τίποτε περί του αντικειμένου της παράστασης, μόλο που μπορεί κάλλιστα αυτές να είναι το αποτέλεσμα μια κάποιας γνώσης (KU, AA 05: 189).

Το κοινό θεμέλιο των τεσσάρων εκδοχών του «υποκειμενικού» είναι ότι αυτό αναφέρεται στο υποκείμενο, δηλαδή, για την ακρίβεια, στο συγκεκριμένο ανθρώπινο ον. Τονίζω ότι ένα πράγμα μπορεί να είναι υποκειμενικό από μία έποψη και αντικειμενικό από μία άλλη. Παραδείγματος χάριν, οι a priori μορφές της εποπτείας είναι υποκειμενικές από την έποψη ότι προέρχονται από το υποκείμενο (Υ1) αλλά είναι αντικειμενικές από την έποψη ότι χρησιμεύουν στη γνώση των αντικειμένων (Υ4)· επίσης, διαθέτουν αντικειμενική εγκυρότητα (Υ2). Οι αισθήσεις είναι υποκειμενικές από την έποψη ότι διαθέτουν μόνο προσωπική εγκυρότητα (Υ2), αλλά είναι αντικειμενικές από την έποψη ότι χρησιμεύουν στη γνώση (Υ4). Για τον δικό μας σκοπό, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι καμιά από τις ιδέες περί του αντικειμενικού κατά Καντ δεν αναφέρεται ευθέως στον φαινομενικό χαρακτήρα της εμπειρίας.

 

2. Η κατά Νέιτζελ έννοια του υποκειμενικού

Μια βαρύνουσα, σύγχρονή μας σύλληψη του υποκειμενικού προτάθηκε, ως γνωστόν, από τον Τόμας Νέιτζελ στην εργασία του «Πώς είναι να ‘σαινυχτερίδα;». Πρόκειται για μια εκ βάθρων κριτική και του αναγωγισμού (στις διάφορες εκδοχές του) και του λειτουργισμού ή, έστω, πρόκειται για μια εργασία που καταδεικνύει τα όρια τούτων των προσεγγίσεων. Η επιχειρηματολογία του Νέιτζελ βασίζεται στην έννοια του «υποκειμενικού», την οποία αντιπαραθέτει στην έννοια του «αντικειμενικού» την ευρισκόμενη στην επικράτεια της φυσικής επιστήμης. Ο Νέιτζελ συνδέει το υποκειμενικό με την έννοια της εμπειρίας και ορίζει των «υποκειμενικό χαρακτήρα της εμπειρίας» (Nagel 1974, σελ. 436 & 441) με τον όρο του «να ‘σαι κάπως», δηλαδή του φαινομενικού χαρακτήρα:

«το ίδιο το γεγονός ότι ένας οργανισμός διαθέτει μια συνειδητή εμπειρία του κόσμου σημαίνει, βασικά, ότι το να είσαι αυτός ο οργανισμός είναι να ’σαι κάπως. […] Μα είναι θεμελιώδες ότι ένας οργανισμός έχει συνειδητές πνευματικές καταστάσεις αν και μόνο αν το να είσαι αυτός ο οργανισμός είναι να ’σαι κάπως – κάπως ως ο οργανισμός αυτός. Τούτο μπορούμε να το αποκαλέσουμε υποκειμενικό χαρακτήρα της εμπειρίας» (Nagel 1974, σελ. 436).

Η συνείδηση είναι αδιάσπαστα («αν και μόνο αν») συνδεδεμένο με ένα «να ‘σαι κάπως»: Δεν υφίσταται συνειδητή πνευματική κατάσταση δίχως το πως είναι να είσαι με έναν κάποιον τρόπο σε αυτή την κατάσταση και δεν υφίσταται «να ‘σαι κάπως» δίχως κάποιου είδους συνειδητό. Οι συνειδητές πνευματικές καταστάσεις προϋποθέτουν «να ‘σαι κάπως» και, ως εκ τούτου, είναι υποκειμενικές, δηλαδή, για να είμαστε ακριβέστεροι, το «να ’σαι κάπως» είναι απλούστατα ο «υποκειμενικός χαρακτήρας της εμπειρίας». Μολονότι ο Νέιτζελ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «qualia», εμείς μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε με την έννοια των «ενδοσκοπικώς προσβάσιμων, φαινομενικών επόψεων των πνευματικών μας ζωών» (Tye 2017, παρ. 1), προκειμένου να αναφερθούμε στο «να ’σαι κάπως».[9]

Ο Νέιτζελ υποστηρίζει ότι οι εμπειρίες με φαινομενικά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι εμπειρίες που βασίζονται στο «να ’σαι κάπως», συνδέονται με «ένα ενικό σημείο θέασης» (Nagel 1974, σελ. 437), ήτοι με ένα σημείο θέασης ειδικό για το εκάστοτε υποκείμενο. Για ό,τι είναι αντικειμενικό, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.[10] Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι μια αντικειμενική θεωρία του έξω κόσμου στέκεται ελεύθερη από κάθε πιθανό σημείο θέασης.  Ενώ, δηλαδή, ο υποκειμενικός χαρακτήρας μιας εμπειρίας είναι αλληλένδετος με την «έσω θέαση», με μια θέαση έσωθεν, ο αντικειμενικός χαρακτήρας συνδέεται με μια «έξω θέαση», με μια θέαση έξωθεν, ή αποσκοπεί σε μια τέτοια (Nagel 1979, σελ. 207). Τούτη η θέαση εκ των έξω συνίσταται σε μια υπέρβαση όλων των συγκεκριμένων σημείων θέασης (τόσο του ενός εκάστου ατόμου, όσο και του γένους) – είναι μια θέαση «από πουθενά συγκεκριμένα» (Nagel 1979, σελ. 208).

Θα σκεφτεί κάποιος ότι η υποκειμενική ή έσωθεν θέαση βρίσκεται στα μύχια του καθενός ατόμου και είναι, ως εκ τούτου, απρόσιτη στα άλλα άτομα. Και δείχνει εύλογο ότι η πρωταρχική μας σύλληψη του φαινομενικού χαρακτήρα της εμπειρίας είναι αλληλένδετη με την πρωτοπρόσωπη, ήγουν ατομική, θέαση. Για να ’χω κάποια ιδέα του πώς είναι να βλέπεις κάτι κόκκινο, πρέπει καταρχάς εγώ να έχω δει κι εγώ κάτι κόκκινο. Από τούτη την άποψη, υπάρχει μια κάποια προτεραιότητα του ατομικού σημείου θέασης. Ωστόσο, όταν αναφέρεται στο υποκειμενικό για να το διαφοροποιήσει από το αντικειμενικό, ο Νέιτζελ αναφέρει ως υποκειμενική την ευρύτερα ανθρώπινη θέαση, δηλαδή, γενικότερα, τα «σημεία θέασης που προσιδιάζουν στο γένος των ανθρώπων» (Nagel 1974, σελ. 444). Γράφει ο Νέιτζελ:

«Δεν αναφέρομαι στην υποτιθέμενη μυχιότητα της εκάστοτε εμπειρίας για τον εκάστοτε άνθρωπο. Το σημείο θέασης περί ου ο λόγος δεν είναι προσβάσιμο μόνο για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Πρόκειται για έναν τύπο.» (Nagel 1974, σελ. 441).

Κατά συνέπεια, το κατά Νέιτζελ υποκειμενικό σημείο θέασης είναι διυποκειμενικό (από την έποψη των μελών του ανθρώπινου γένους) και όχι αντικειμενικό. Τούτο απορρέει από το γεγονός πως ό,τι είναι αντικειμενικό πρέπει να είναι προσβάσιμο όχι μόνο στα μέλη ενός συγκεκριμένου γένους αλλά και προσβάσιμο από ένα σημείο θέασης πέραν των ορίων οποιουδήποτε γένους (δεδομένου ενός επαρκούς επιπέδου νοημοσύνης).[11] Για να το θέσουμε αρνητικά, το αντικειμενικό σημείο θέασης χαρακτηρίζεται από «εξωτερικότητα, δηλαδή αποστασιοποίηση» (Nagel 1979, σελ. 208).

Εξ αυτών ανακύπτει η ερώτηση σχετικά με το πώς ένα άτομο μπορεί να προσεγγίσει εκείνο σημείο θέασης που είναι ευρύτερα ανθρώπινο, ωστόσο υποκειμενικό. Δύο είναι οι προϋποθέσεις: Πρώτον, μπορεί κανείς να προσεγγίσει το σημείο θέασης πλασμάτων αρκούντως παρεμφερών με τον ίδιο. Για να αντιληφθεί κάποιος πώς είναι για τους ανθρώπους να βλέπω κάτι κόκκινο, πρέπει να διαθέτει το οπτικό σύστημα των ανθρώπων ή, τουλάχιστον, ένα οπτικό σύστημα αρκούντως παρεμφερές.[12] Αντίστροφα, δεν δύναμαι να προσεγγίσω το σημείο θέασης κάποιου του οποίου το οπτικό σύστημα δεν είναι αρκούντως παρεμφερές με το δικό μου (πχ ενός κωφού και τυφλού).[13] Η δεύτερη προϋπόθεση για να προσεγγίσει κανείς το ευρύτερη σημείο θέασης του ανθρώπινου γένους είναι η φαντασία (imagination). Φανταζόμενη πώς είναι για τους άλλους ανθρώπους να βλέπουν το κόκκινο χρώμα, αφήνω ξοπίσω μου το ατομικό μου σημείο θέασης για χάρη ενός ευρύτερα ανθρώπινου σημείου θέασης, το οποίο όμως παραμένει βασισμένο στην εμπειρία (experiential). Η τέτοια άσκηση της φαντασίας (imagining) μπορεί να γίνει με τους εξής δύο τρόπους:[14]

Για να φανταστούμε κάτι προσληπτικά, θέτουμε εαυτόν σε μια συνειδησιακή κατάσταση που μοιάζει με εκείνη στην οποία θα βρισκόμασταν αν όντως προσλαμβάναμε αυτό το κάτι με τις αισθήσεις μας. Για να φανταστούμε κάτι ενσυναισθητικά (sympathetically), θέτουμε εαυτόν σε μια συνειδησιακή κατάσταση που μοιάζει με αυτό. (Τούτη η [δεύτερη] μέθοδος χρησιμοποιείται μόνο για να φανταζόμαστε ψυχικά γεγονότα και καταστάσεις – δικά μας ή άλλων.) (Nagel 1974, σελ. 446 υποσημ. 11)

Έχουμε τη δυνατότητα να φανταστούμε πώς είναι να προσλαμβάνεις εμπειρίες και πώς είναι να νιώθεις στη θέση κάποιου άλλου. Και στις δύο περιπτώσεις, «οι δικές μας εμπειρίες παρέχουν το βασικό υλικό στη φαντασία μας» (Nagel 1974, σελ. 439). Τούτο έρχεται εις επίρρωσιν της παρατήρησής μας περί προτεραιότητας του ατομικού σημείου θέασης. Ας επισημανθεί επιπλέον ότι η υποκειμενική θέαση κείται «πέραν των ανθρώπινων εννοιών» (Nagel 1974, σελ. 441). Δεν μπορεί να αρθρωθεί ρητά κατά τρόπο που δύναται να επαληθευτεί ή να διαψευστεί.[15] Κατά συνέπεια, η υποκειμενική θέαση δεν μπορεί να προσεγγιστεί με την εφαρμογή κανόνων αλλά με τη δύναμη της φαντασίας μας.

Να αποσαφηνίσουμε δυο πράγματα. Πρώτον, η κατά Νέιτζελ διάκριση μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού σημείου θέασης ίσως οδηγήσει στην ιδέα ότι πρόκειται για δυο κατηγορίες σαφώς διακριτές. Ωστόσο, οι δυο τους βρίσκονται μέσα σε ένα συνεχές, στο ένα άκρο του οποίου βρίσκεται το ατομικό σημείο θέασης και στο άλλο η «θέαση από πουθενά συγκεκριμένα».[16] Δεύτερον, ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι, στην ανάλυση του Νέιτζελ, το πρωτοπρόσωπο σημείο θέασης ενός εκάστου ατόμου είναι κάτι που δεν αναπτύσσεται επαρκώς. ΄Όπως οι Κρίγκελ και Ζάχαβι έχουν υπογραμμίσει  «το να ’σαι κάπως είναι, για την ακρίβεια, το να ’σαι κάπως για εμενα» (what-it-is-like-ness & what-it-is-like-for-me-ness) (Zahavi & Kriegel 2016, σελ. 36). Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, «το εμπειρικό “στα δικά μου μάτια” είναι […] ένα εμπειρικό χαρακτηριστικό όλων των φαινομενικών συμβάντων το οποίο παραμένει σταθερό σε όλα και συγκροτεί την υποκειμενικότητα της εμπειρίας» (Zahavi & Kriegel 2016, σελ. 39).[17] Καταπώς το βλέπω εγώ, ο Νέιτζελ δεν αρνείται ούτε ένα τέτοιο «στα δικά μου μάτια» ούτε την όποια συγκροτητική του λειτουργεία για την εμπειρία. Δεν εστιάζει σε αυτό το θέμα.

Τώρα μπορούμε να διατυπώσουμε την κατά Νέιτζελ έννοια του υποκειμενικού (ΥΝ) ως εξής:

ΥΝ : Μια πνευματική κατάσταση είναι υποκειμενική αν και μόνο αν έχει φαινομενικό χαρακτήρα («να ’σαι κάπως») και αν και μόνο αν είναι δεμένη με ένα συγκεκριμένο σημείο θέασης (είτε αυτό είναι ατομικό είτε προσιδιάζει σε ένα γένος).

Τούτη η διατύπωση φαίνεται να λέει ότι το «να ‘χεις φαινομενικό χαρακτήρα» και το «δέσιμο με ένα συγκεκριμένο σημείο θέασης» αποτελούν ανεξάρτητους όρους. Ο Νέιτζελ γράφει ότι «κάθε υποκειμενικό φαινόμενο συνδέεται ουσιωδώς με ένα κάποιο ενικό σημείο θέασης» (Nagel 1974, σελ. 437, έμφαση δική μου). Άρα, το «να ‘χεις φαινομενικό χαρακτήρα», αν μη τι άλλο, υποδεικνύει ένα «δέσιμο σε ένα ενικό σημείο θέασης». Άραγε, υπάρχει ακριβέστερη διευκρίνιση τούτης της σχέσης; Ας δούμε το παρακάτω:

«οι έννοιες και οι ιδέες που χρησιμοποιούμε όταν σκεπτόμαστε τον εξωτερικό μας κόσμο αρχικά εφαρμόζονται από ένα σημείο θέασης στο οποίο εμπλέκεται ο δικός μας προσληπτικός μηχανισμός, χρησιμοποιούνται από εμάς προκειμένου να αναφερθούμε σε πράγματα πέρα από αυτά καθεαυτά – ενώπιον των οποίων, έχουμε το φαινομενικό σημείο θέασης.» (Nagel 1974, σελ. 444)

Μια πρώτη εκδοχή είναι να κατανοήσουμε το υποκειμενικό σημείο θέασης μεσ’ από την ανθρώπινη βάση των διάφορων φαινομενικών εμπειριών, δηλαδή μεσ’ από τις προσληπτικές ικανότητες τις προσιδιάζουσες ευρύτερα στην ανθρωπότητα. Κι αυτό γιατί, όπως λέει ο Νέιτζελ, στο προσιδιάζον στην ανθρωπότητα «σημείο θέασης […] εμπλέκεται ο δικός μας προσληπτικός μηχανισμός». Μια δεύτερη εκδοχή είναι πως το υποκειμενικό σημείο θέασης δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των εμπειριών φαινομενικού χαρακτήρα. Εξ αυτού –έτσι μπορεί κανείς να υποστηρίξει– προέρχεται ο επιθετικός προσδιορισμός του Νέιτζελ «φαινομενικό σημείο θέασης». Μ’ άλλα λόγια, τούτη η ερμηνεία μάς λέει ότι το σημείο θέασης που προσιδιάζει στο (ανθρώπινο) γένος αποτελεί τον «φαινομενικό κόσμο» του γένους αυτού (Nagel 1974, σελ. 443). Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή. Σε τούτην, το υποκειμενικό σημείο θέασης αποτελεί κάτι τι περισσότερο από τον φαινομενικό χαρακτήρα – ήτοι, για παράδειγμα, «το περιορισμένο εύρος της ανθρώπινης κλίμακας του χώρου, του χρόνου και της ποσότητας» (Nagel 1979, σελ. 206), των διυποκειμενικών αξιών κ.λπ. Τοιουτοτρόπως, το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο ανθρώπινο γένος αφορά οτιδήποτε απλώνεται στο πεδίο της διυποκειμενικότητας, αλλά δεν μπορεί να επεκταθεί σε άλλα είδη. Δεν είμαι σίγουρη ποια από αυτές τις τρεις εικόνες συλλαμβάνει καλύτερα την άποψη του Νέιτζελ περί του υποκειμενικού σημείου θέασης, μιας και οι διατυπώσεις του είναι αμφίσημες. Στο επόμενο μέρος, θα διερευνήσω ξεχωριστά το κατά πόσον οι κατά Καντ εννοιολογήσεις του ωραίου και της ευχαρίστησης αναφέρονται σε έναν κάποιο φαινομενικό χαρακτήρα και στο υποκειμενικό σημείο θέασης. Φαίνεται πως για τον Νέιτζελ τα δυο τους απολήγουν στο ίδιο πράγμα ή είναι αλληλένδετα – ωστόσο, αυτό δεν ισχύει απαραίτητα στην περίπτωση του Καντ.

|| συνεχίζεται ||

[1] Βέβαια, υπάρχουν κι άλλες επόψεις της σημασίας του «υποκειμενικού». Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της Τρίτης Κριτικής, μπορεί κανείς να σκεφτεί την υποκειμενική αρχή της αναστοχαστικής κρίσης. Στο πλαίσιο της ηθικής, έρχεται στο μυαλό μας το «κίνητρο [Triebfeder]» μέσω του οποίου «κατανοείται η υποκειμενική βάση η ορίζουσα τη βούληση» (KpV, ΑΑ 05: 72), αλλά και η άποψη ότι τα αξιώματα είναι «η υποκειμενική αρχή της θέλησης» (GMS, AA 04: 400 fn.) και «η υποκειμενική αρχή των πράξεων» (GMS, AA 04: 420 fn.).
[2] Βλ. και Progress, ΑΑ 20: 267· KU, AA 05: 188 f.
[3] Βλ.: «Η αίσθηση (εν προκειμένω, εξωτερική) εκφράζει την απλώς υποκειμενική έποψη των αναπαραστάσεων των πραγμάτων των εξωτερικών σε μας» (KU, AA 05: 189).
[4] Βλ. για παράδειγμα: KrV: Α820/B 849· KU, AA 05: 217 & 338. Βλ. και τις παρατηρήσεις του Καντ στο Περί της Γνώμης, της Γνώσης και της Πίστης, για παράδειγμα: «Η υποκειμενική επάρκεια λέγεται πεποίθηση (για εμένα)· η αντικειμενική επάρκεια, βεβαιότητα (για όλους)» (KrV: A 822/B850).
[5] Βλ.: «γιατί δεν θα υπήρχε λόγος να συμφωνούν κατ’ ανάγκη οι άλλες κρίσεις με τη δική μου, αν δεν υπήρχε η ενότητα του αντικειμένου – ενός αντικειμένου στο οποίο να αναφέρονται όλες, ενόψει του οποίου όλες να έρχονται σε συμφωνία, και, για τον λόγο αυτό, να πρέπει επίσης να εναρμονίζονται η μία με την άλλη» (Prol., AA 04: 298).
[6] Βλ. KU, AA 05: 214 f.
[7] Στο έργο του «Ποια πραγματική πρόοδο έχει κάνει η Μεταφυσική στη Γερμανία από τον καιρό του Leibniz και του Wolff;», ο Καντ χρησιμοποιεί μια ευρύτερη σημασία του υποκειμενικού. Στο συγκεκριμένο έργο, είναι υποκειμενικό οτιδήποτε «δεν μπορεί να παράσχει κάποια γνώση του αντικειμένου» και «δεν μπορεί διόλου να θεωρηθεί ως κάποια γνώση αντικειμένων» (Progress, AA 20: 268 f.). Μιας και οι αισθήσεις «π.χ. κάποιων σωμάτων στο φώς ως χρώμα, στον ήχο ως τόνος ή στη γεύση ως ξινών» δεν μπορούν από μόνες τους να συγκροτήσουμε κάποια γνώση του αντικειμένου, «παραμένουν απλώς υποκειμενικές» (Progress, AA 20: 268 f.).
[8] Τούτη η σημασία  του υποκειμενικού περιέχεται και στην έννοια του Καντ της υποκειμενικής προσδιορίζουσας βάσης της αισθητικής κρίσης (βλ. KU, AA 05: 203 f.).
[9] Βλ. και τον Τσάλμερς: «Ένας αριθμός εναλλακτικών όρων και φράσεων αγγίζουν στο περίπου την ίδια τάξη φαινομένων όπως η “συνείδηση” υπό την πιο κεντρική της σημασία. Τούτοι οι όροι περιλαμβάνουν την “εμπειρία”, τα “qualia”, τη “φαινομενολογία”, το “φαινομενικό”, την “υποκειμενική εμπειρία” και το “να ‘σαι κάπως”» (Chalmers, 1996, σελ. 6). Ο ίδιος ο Νέιτζελ χρησιμοποιεί διάφορους όρους για να αναφερθεί στο «να ‘σαι κάπως», περιλαμβανομένου του «φαινομενολογικά γεγονότα» (Nagel 1974, σελ. 442), του «φαινομενικά χαρακτηριστικά της εμπειρίας» (Nagel 1974, σελ. 437) και του «ποιότητα» της «εμπειρίας» (Nagel 1974, σελ. 442).
[10] Ο Νέιτζελ λέει: «κάθε υποκειμενικό φαινόμενο είναι ουσιωδώς συνδεδεμένο με ένα μοναδιαίο [η ενικό που εγραψα πιο πανω][single] σημείο θέασης και φαίνεται αναπόφευκτο ότι μια αντικειμενική θεωρία των φυσικών επιστημών εγκαταλείπει αυτό το σημείο θέασης» (Nagel 1974, σελ. 437).
[11] Βλ. το εξής παράδειγμα: «Ένας επιστήμονας από τον Άρη ο οποίος δεν κατανοεί την οπτική πρόσληψη του κόσμου θα μπορούσε να κατανοήσει το ουράνιο τόξο, τον κεραυνό και τα σύννεφα ως φυσικά φαινόμενα, μολονότι ποτέ δεν θα μπορούσε να κατανοήσει τις ανθρώπινες έννοιες του ουράνιου τόξου, του κεραυνού και των συννέφων ούτε τις θέσεις που όλα αυτά καταλαμβάνουν στον φαινομενικό μας κόσμο (Nagel 1974, 443).
[12] Βλ. Nagel 1974, σελ 442 & Nagel 1979, σελ. 207
[13] Βλ. Nagel 1979, σελ. 440.
[14] Ο Νέιτζελ αναφέρει κι ένα τρίτο είδος φαντασίας, τη «συμβολική φαντασία» (Nagel 1974, σελ. 446 fn. 11) αλλά δεν επεκτείνεται περαιτέρω.
[15] Βλ. Nagel 1974, σελ. 441. Βλ. επίσης Walter 2006, σελ. 13 fn. 4.
[16] Βλ. Nagel 1974, σελ. 442 f. & Nagel 1979, σελ. 206.
[17] Για μια παρόμοια θέση, βλ. την Rinofner-Kreidl 2003. Η Ρίνοφνερ-Κράιντλ αναφέρεται σε δύο είδη υποκειμενικότητας: την υποκειμενικότητα υπό την έννοια της φαινομενικής, πρωτοπρόσωπης προοπτικής, η οποία είναι συγκροτητική για την εμπειρία, και την υποκειμενικότητα υπό την έννοια μιας συγκεκριμένης προοπτικής πάνω σε κάποια περιεχόμενα ή αντικείμενα. Μόνον η δεύτερη μπορεί να ξεπεραστεί, προκειμένου κανείς να φτάσει την περισσότερο αντικειμενική οπτική των φυσικών επιστημών· η πρώτη είναι κατ’ αρχήν ανίκητη.

///

*

*

*