*
Με βάση κάποιες συγκεκριμένες αφορμές οι κόσμοι θ’ αναποδογυρίσουνε. Τουλάχιστον αυτό θα πρέπει να συμβεί. Δεν έχει τόση σημασία ο χρόνος που θα γίνει, όσο το αποτέλεσμά του.
Καθώς ο φλοιός της γης είναι σώμα κι όπως παθαίνει κορεσμό, σαν εκείνους που συμβαίνουν στ’ άμαθα στομάχια των ανθρώπων επιφέροντας τον εμετό του ξαλαφρώματος, χρειάζεται να έρθουν τα πάνω κάτω ή τα μέσα έξω. Με όποια σειρά το θέλετε εσείς, δεν επιμένω τόσο σε αυτό. Σ’ αυτό όμως που θα επιμείνω είναι ο τρόπος.
Ένα παράδειγμα τα πανηγύρια, που παλιότερα ήταν συγκέντρωση ανθρώπων. Ξενιτεμένων, κάτοικων, μόνιμων σε μια περιοχή και συγγενών. Στηνόταν το πανηγύρι υπαίθριο, πάντοτε, γιατί βόλευε και την μουσική που θα εξαπλωνόταν μες στο δάσος που θα γίνει, ημερήσιο καθώς σε έβγαζε κι απ’ τις κακοτοπιές, γιατί φανταστείτε να πίνατε έως πνιγμού κρασιά και άλλα αμαρτωλά οινοπνεύματα και να μην βλέπατε τον δρόμο που σας γυρνάει στο σπίτι, πράγμα φριχτό και λιγάκι χλευαστικό, δεν νομίζετε; Γιατί εγώ, που σας παρατηρώ, γελάω αληθινά όταν ο ένας προσπαθεί πάνω στη σούρα του να συγκρατήσει τον διπλανό, ενώ στο τέλος, και οι δυο σας κουτρουβαλάτε στα χαντάκια. Όχι δεν μιλώ για σας. Τούτο ήταν η αρχή, για φτάσω εκεί που θέλω∙ περάστε κι εσείς μαζί μου σαν αερικά, αδιάφορα αν και λίγο φιλοπερίεργα, ανάμεσα κόκκινων παρειών κι άδειων μποτιλιών με μπύρα∙ εδώ ο τόπος είναι ζεστός, γεμάτος κυπαρίσσια.
Και θέλω να ρωτήσω κάτι προτού θα συνεχίσουμε: γιατί τα κυπαρίσσια φυτρώνουν πιο συχνά από τα άλλα δέντρα, ας πούμε πεύκα ή έλατα, δρύες ή και πλατάνια; Και αφού φυτρώνουν εκεί που φύτρωσαν, γιατί οι άνθρωποι στήνουν τα πανηγύρια ανάμεσά τους με μικρόφωνα, πλανόδιους τραγουδιστές, ηχεία, τραπέζια πλαστικά και καρέκλες οι οποίες τρίζουνε με τα τέσσερα ποδάρια τους, καθώς και τα καρφώνουνε στο χώμα; Είναι ένα σημάδι θεϊκό, συμπαντικό ή μήπως θέμα τύχης; Αν και δεν ρώτησα ποτέ αυτούς που τραγουδάνε, μήπως και σ’ άλλες περιοχές συνάντησαν το ίδιο, δεν το πολυπιστεύω, θεωρώ πως την τιμητική την έχει αυτό το πανηγύρι. Ευτυχώς που σας έκοψε και τραβήξατε τα λιόπανα καταμεσής και δεν θα μας κάψει ο ήλιος, γιατί κανείς δεν θα μπορέσει να σκεφτεί για ό,τι θα πω πιο κάτω.
Ρωτάω αυτόν που αντάμωσα μπροστά μου, τι μέρος είν’ αυτό κι αυτό το πανηγύρι, έφυγε δίχως να με κοιτάξει. Ρωτάω τον επόμενο που έφερνε γυροβολιές, υπό την υποψία κλαρίνου, στο κέντρο που έσερναν τον κυκλικό χορό, νομίζω ήτανε συρτός, ναι! Συρτός στα τρία. Όχι ένας οποιοσδήποτε συρτός, παρά αρχοντικός και για τους ξεμέθυστους που και θα τον χορέψουν. Ούτε κι αυτός μου απάντησε. Ίσως να μην με άκουσε, μάλλον και το μεράκι του να ήταν πιο πάνω απ’ την φωνή μου. Αν δε μου απαντούσε κι αυτός που έβλεπα να έρχεται πίσω από κει που εγώ ανέβαινα, αληθινά, θα τα ’χα παρατήσει. Μου είπε να ακολουθήσω προς στα κει και θα τα μάθω όλα. Τον άκουσα. Ελάτε κι εσείς μαζί μου.
Κουράστηκα ωσότου ν’ ανεβώ. Και εκεί το είδα. Ήταν ένα εκκλησάκι που σκάρτα θα ’μπαιναν μέσα δυο ή τέσσερα ποδάρια. Έσκυψα το κεφάλι μου και μπήκα. Ώστε γι’ αυτό το εκκλησάκι όλος αυτός ο σαματάς, αυτό το πανηγύρι με τις φωνές, τα πιόματα και τους συρτούς στα τρία; Δεν ήταν κάτι φοβερό, ή μάλλον η αναμονή για να το δω άξιζε πιότερο απ΄την στιγμή που το ’δα. Είμαι λίγο απογοητευμένη και να με συγχωρείτε, αλλά όταν το καλοκοίταξα, εντάξει ας το παραδεχτώ, είχε μιαν απόκοσμη γλυκάδα, έπρεπε να του το αναγνωρίσεις πως είχε ταπεραμέντο σοβαρό να στήνουνε για χάρη του οι άνθρωποι υπαίθρια κι ημερήσια πανηγύρια. Στάθηκα στο κέντρο και με παραξένεψε το γεγονός πως κανείς δεν περνούσε μέσα. Κοίταξα τριγύρω και κανένας δεν φαινότανε εκεί μαζί μου κι όμως, είχα δει πολλούς ν’ ανεβαίνουν σαν κι εμένα αλλά πιο πίσω. Ούτε ένα κερί αναμμένο – και σκέφτηκα: «καλά, ούτε κάποιος να φτάσει, ούτε κερί γι’ αυτή την εκκλησιά που παρακάτω την γλεντάνε και πίνουν προς τιμήν της;» Και κοίταξα ψηλά.
Το ταβάνι της εκκλησιάς γαλάζιο, μα σκοτεινό γιατί το φως δεν έμπαινε καλά από τα δυο μοναδικά παράθυρα∙ ενώ, ήταν τόσες οι αγιογραφίες στον τοίχο σκορπισμένες που κι αυτές έπρατταν τα δέοντα στο φώς για να μην μπαίνει, μόνο φως ερχόταν απ’ το γαλάζιο πάνω μου, ενώ εκεί ακριβώς οπού στεκόμουν ήταν πάνω μου ή αγιογραφία του Παντοκράτορα. Άκουσα φωνές – και κοίταξα στο αριστερό μου παράθυρο – και είδα ανθρώπους να περνούν τριγύρω και να φεύγουν, κοίταξα ξανά επάνω ενώ έπαιρνα την απόφαση να τους ακολουθήσω. Καμία επιφοίτηση, κανένα φως δεν κατέβηκε από ψηλά, καταστροφικά διαυγές για να με ξεκουνήσει, άρα όπως καταλαβαίνετε δεν είμαι καν προφήτης. Είμαι ένας άνθρωπος περίεργος, που αναζητώ που πάνε όλοι κι ακολουθώντας πάω κι εγώ. Και θέλει μεγάλη τόλμη να δεχτείς και να το πεις πως τελικά κανένα για σένα πανηγύρι δεν ξανοίγεται για να το καταλάβεις από την αρχή, την τύχη αυτή την είχαν άλλοι, εγώ είχα μόνο απορία. Κάπου κάπου κι αυτό σημαντικό.
Εκεί λοιπόν που ακολουθούσα αυτούς που προχωρούσαν νιώθω ένα χέρι να με ακουμπά ψηλά εκεί που ξεκινάει το χέρι μου για να φυτρώσει κάτω. Αναπήδησα και είδα μια γυναίκα που ανέβαινε με βήμα πιο γοργό απ’ το δικό μου, την άκουσα να με ρωτά:
«Ποιον έχεις αγαπημένο;»
Αν και με ξάφνιασε η ερώτηση, της είπα: «Έχω τους μισούς απ’ όσους φαντάζεσαι ότι μπορώ να έχω.»
«Όχι», μου λέει, «εδώ, ποιόν έχεις αγαπημένο;»
«Γιατί εδώ έχει διαφορά; Οι αγαπημένοι σου δεν είναι παντού το ίδιο;» της είπα κάπως νευρικά γιατί με είχε λίγο πολύ ενοχλήσει.
«Εδώ είναι το νεκροταφείο της μονής. Της μονής των συγγενών, τώρα θα το δεις μόλις θα στρίψεις. Όλοι εκεί πάνω θα ’ναι.»
«Μονή των συγγενών γιατί; Τι όνομα παράξενο είναι τούτο;»
«Γιατί λένε πως έχτισαν το εκκλησάκι δυο τρεις οικογένειες συγγενικές πριν χρόνια. Για τί άλλο;»
Την άφησα και άνοιξα το βήμα μου πιο πολύ από κείνη. Με είχε εκνευρίσει η απλότητα στο σύνθετο που σκεφτόμουν. Δεν είμαι βέβαια προφήτης αλλά, να μου λένε ότι δεν τραβάω στα σωστά αυτό πολύ μου πάει.
Η γυναίκα είχε όμως δίκιο, γιατί με το που έστριψα νά σου και το νεκροταφείο ενώ η μουσική από το πανηγύρι έφτανε ίσαμε κει πάνω. Άκουγα τα κλαρίνα, τα βιολιά και τις μακρόσυρτες φωνές που τραγουδούσανε. Έβλεπα ανθρώπους να χορεύουν δίπλα από τους τάφους και να χαίρονται. Άλλοι κόβανε ψωμιά και άλλοι ήταν κατακόκκινοι απ’ το κρασί και συνεχώς γελούσανε. Κάθισα λίγο μαζί τους, έσυρα τα πόδια μου λιγάκι και εγώ, αλλά, αγαπημένο μου εκεί δεν είχα, επομένως ένιωσα παρείσακτη ανάμεσά τους πιο πολύ.
Δεν ξέρω αληθινά αν έχει τύχει σε κανέναν σας να αισθανθεί παρείσακτος αλλά και να μην φεύγει, να ριζώνονται τα πόδια του στην γη και να μην ξεκινά, αυτό συνέβη και σε μένα. Κατάσταυρα με χτύπησε ο ήλιος και δίψασα αρκετά, ενώ μπροστά μου φέρανε κρασί και ήπια. Και ήπια δεύτερο και τρίτο και δεν θυμάμαι ως που το έφτασα στο τέλος. Χαιρέτησα όσους γνώρισα και πήρα το δρόμο να κατέβω, κι όλο ξεμάκραινα απ’ το νεκροταφείο, η ώρα ήταν περασμένη αλλά δεν είχε και πολύ νυχτώσει, ενώ τρεκλίζοντας στο δρόμο πήγα να πέσω κανα δυο φορές αλλά κρατήθηκα.
Ήταν το καλύτερο πανηγύρι που πήγα, σκέφτηκα στο τέλος καθώς γύριζα, απλό σεμνό και μ’ άρεσε που ακουγόταν μουσική των ζωντανών έως εκεί που ήταν πεθαμένοι. Αυτό νομίζω ήταν η Μονή των Συγγενών, ναι! όχι αηδίες για οικογένειες συγγενικές. Αυτό ήταν και χαιρόμουνα πολύ που ’χα καταλάβει. Θα το έλεγα και στους άλλους σαν κατέβαινα, γι’ αυτό και άρχισα να τρέχω, λίγο πιο άτσαλα και νευρικά γιατί βιαζόμουν να τους πω, σαν τον προφήτη, που δεν ήμουν, ποια επιφοίτηση μου ήρθε.
Δεν βρήκα κανέναν όταν κατέβηκα, ούτε τραπέζια ούτε πλανόδιους μουσικούς ούτε φωνές, ούτε κρασιά ή γέλια. Το σημείο έστεκε γυμνό, ούτε κάποιον διπλανό να κρατηθώ καθώς τρεκλίζοντας κατέληγα κουτρουβαλώντας στο χαντάκι.
ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ
*
*
*
