Ο Χαμένος Παράδεισος

Nicolas Poussin, Άνοιξη ή Κήπος του Παραδείσου
~.~

[[ ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΙ ΤΟΠΟΙ ]]
από τον Γιάννη Παρασκευόπουλο

Η ιστορία των κήπων δεν διαχωρίζεται από την ιστορία της ανθρωπότητας. Και οι δύο ιστορίες έχουν βίους παράλληλους που ο ένας είναι το αντικαθρέφτισμα του άλλου μέσα σε ένα μονοπάτι διαδοχικών αλλαγών, μετατοπίσεων και μεταμορφώσεων. Με βάση την Βίβλο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Ιστορία γεννιέται μέσα από τον κήπο και ταυτόχρονα έξω από αυτήν, ανάμεσα στην πρώτη κατοικία των ανθρώπων που είναι η Εδέμ (τέρψη, απόλαυση στα εβραϊκά) και στην εξορία των πρωτοπλάστων από αυτήν. Ιστορία της ανθρωπότητας και ιστορία της μονοθεϊστικής θεολογίας πηγάζουν από τον πρωταρχικό και αρχέτυπο Κήπο. Πρόκειται λοιπόν για μια ιστορία της εξορίας. Ο πρώτος τόπος κατοικίας είναι η αρχική γεωγραφία του ανθρώπου που φέρει το όνομα Παράδεισος. Διαβάζουμε στη Γένεση:

καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ (Γεν. B΄ 2,8-2,9).

Η κατοικία του ανθρώπου στην αρχική του κατάσταση είναι ένας κήπος, αφού Παράδεισος και κήπος είναι λέξεις παράλληλες και ενίοτε ταυτόσημες. Ο Παράδεισος δανείζεται το όνομά του στα ελληνικά από την περσική λέξη paiṛidaēza που σημαίνει περίκλειστος χώρος, ο οποίος και δηλώνει τον κήπο. Στα ελληνικά το ουσιαστικό παράδεισος εισήχθη από τον Ξενοφώντα. Μετά και τη μετάφραση των Εβδομήκοντα επικράτησε στα ελληνικά ο παράδεισος να συνδέεται με τον κήπο. Όμως όπως διαπιστώνει και η Anne Ducrocq πρόκειται περί μιας εννοιολογικής σύγχυσης καθότι ο παράδεισος δεν βρίσκεται –γεωγραφικά– στον Κήπο της Εδέμ ούτε και ο Κήπος αυτός είναι ο παράδεισος[1]. Η Εδέμ ορίζεται ως ο κήπος της αρχής της Δημιουργίας. Από την άλλην έχει επικρατήσει ο παράδεισος να αποκτά την μορφή του κήπου, αλλά η ριζική του διαφοροποίηση από την Εδέμ είναι ότι πρόκειται για ένα μη-τόπο. Η Εδέμ που τοποθετείται κάπου στην Ανατολή αποτελεί τη πρώτη κατοικία του ανθρώπου και έχει μια γεωγραφική οντότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο και έχουμε πάμπολλες μαρτυρίες εξερευνητών από τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη μέχρι τους Πορτογάλους εμπόρους που θέτουν γεωγραφικά ερωτήματα και εικασίες, κατά την πλεύση τους, για τον γεωγραφικό εντοπισμό της Εδέμ. Παράδεισος είναι ο μεταφυσικός τόπος παραμονής των ψυχών μετά τον θάνατο. Απεικονίζεται νοητικά ως ένας τόπος γαλήνης και ησυχίας, ως ο τελικός προορισμός του ανθρώπου. Θα λέγαμε ότι έχει επικρατήσει ο παράδεισος να παρομοιάζεται με τον αρχικό κήπο της Εδέμ κατά τον τρόπο που ο Χριστός ονομάζεται ο νέος Αδάμ. Στον χριστιανισμό βρίσκουμε μια άτυπη και μυστική σύνδεση της αρχής και του τέλους βάσει του σχήματος του κήπου. Η αρχική κατάσταση του ανθρώπου τον βρίσκει σε ένα κήπο και το τέλος του ή καλλίτερα η ζωή μετά το θάνατο τον μετατοπίζει πάλι σε ένα είδος κήπου. Οι έννοιες του κήπου της Εδέμ και της φύσης στο λεξιλόγιο του χριστιανισμού αντιστοιχούν στην έννοια της Δημιουργίας.

Ο Παράδεισος παίρνει ενίοτε και το όνομα της Ουράνιας Ιερουσαλήμ, της Πόλης του Θεού. Αυτός ο μη-τόπος δεν είναι ούτε πόλη, ούτε και φύση. Είναι η εκπλήρωση της ιστορίας που λυτρώνει από την εξορία από τον Κήπο. Σε αυτό τον τόπο η ψυχή βρίσκει την προπτωπική της κατάσταση. Επιστρέφει στην αθωότητα που ήταν και που έχασε. Πόλη και Φύση συγχωνεύονται και γίνονται ένα αμάλγαμα τόπου αφού αυτό το κτίσμα άρει τις φυσικές και χωρικές αποστάσεις. Η Εδέμ που αντιπροσωπεύει τη Φύση μετατρέπεται σε Παράδεισο. Κατά τον Jürgen Moltmann «η πόλη του Θεού κατοικεί στη φύση, και η φύση κατοικεί στην πόλη του Θεού»[2] Σε συνέχεια αυτής της ένωσης των διαχωρισμών θα λέγαμε ότι ο Παράδεισος είναι μια κηπούπολη.

Ο πρώτος άνθρωπος που προέρχεται από το ίδιο χώμα από όπου φύονται τα δένδρα (χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς) ζει σε μια απερίγραπτη κατάσταση χαράς ανάμεσά τους και έχει οριστεί με την υποχρέωση να εργάζεται και ακόμη περισσότερο να φυλάει αυτόν τον χώρο συγκατοίκησης των φυσικών όντων.

Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν (Γεν. 2,15).

Ο τόπος αυτός βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό (αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχει τη γνώση και των δύο) και αποτελεί αντικείμενο περιποίησης από τον άνθρωπο.

Μετά τη πλάση του πρώτου ανθρώπου από το χώμα, φυτρώνουν από την ίδια γη όλα τα είδη δένδρων και φυτών που απευθύνονται στις αισθήσεις της όρασης και της γεύσης:

ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν (Γεν. 2,9).

Ταυτόχρονα εμφανίζεται η γνώση και ο διαχωρισμός ανάμεσα στο καλό και το κακό που συμβολίζεται με ένα δένδρο:

καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ (Γεν. 2,9).

Ο φυτικός κόσμος ποτίζεται από την πηγή που αναβλύζει στον κήπο. Υπάρχει ένα ποτάμι του οποίου η γεωγραφία ταυτίζεται με την κεντρική πηγή που είναι η ίδια η Εδέμ. Έτσι ο κήπος αυτός ορίζεται ως το κέντρο της γης τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά αφού είναι ζωοδότης[3]. Και από αυτό το κέντρο προέρχονται τέσσερις ποταμοί: ο Φισών, ο Γεών, ο Τίγρης και ο Ευφράτης (Γεν. 2,11-2,14). Οι δύο τελευταίοι εκπορεύονται από την βουνά της Αρμενίας, στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολίας. Όσο για τους δύο πρώτους, σύμφωνα με διασταυρώσεις μυστικιστικών και αρχαιολογικών κειμένων, ενίοτε ο Γίων ταυτίζεται με τον Νείλο και ο Φισών με ένα αποξηραμένο κανάλι κοντά στην Μεδίνα[4]. Η εικόνα της πηγής που χωρίζεται σε τέσσερις διαύλους (παραπόταμους) και τροφοδοτεί με νερό το περιβάλλοντα φυτικό και ζωϊκό κόσμο αποτέλεσε το μοντέλο κατασκευής κήπων τόσο στον χριστιανισμό όσο και στο Ισλάμ.

Μετά τη πτώση του ο άνθρωπος μεταφέρεται και μετοικεί απέναντι από την Εδέμ:

καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη (Γ΄3,23).

καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς (Γ΄ 3,24).

Η εξορία του ανθρώπου γεννά την Ιστορία και κατά συνέπεια την πόλη, τον χώρο όπου η έννοια του κήπου θα αναπτυχθεί μαζί με τον πολιτισμό.

Στη παραπάνω ιερή αφήγηση, ο κήπος εμφανίζεται ως η πρώτη κατοικία. Η μετεξέλιξη της έννοιας της κατοικίας θα είναι και η διαφορετική προσαρμογή του κήπου στον κοινωνικό χώρο. Ο κήπος θα εμφανίζεται πλέον ως ένα μακρινό και ονειρικό τοπίο, χαμένο μέσα στο χρόνο που η ανάμνησή του θα τον κάνει να επανεμφανίζεται με διάφορες μορφές, πάντα διαφοροποιούμενες από το χαμένο πρωτότυπο. Αυτή η μυστική ανάμνηση θα δημιουργήσει σιωπηλές αφηγήσεις και βαρύγδουπες μυθολογίες γύρω από την έννοια της προέλευσης, την ανάγκη της λύτρωσης, τη δικαίωση της ζωής, τον στοχασμό πάνω στην ευδαιμονία αλλά και εξηγήσεις για την περατότητα και το φοβερό μυστήριο του θανάτου.

Η σύζευξη της φυτικής ζωής με την εμπειρία του ανθρώπου στη γη, σε συνδυασμό με τους συνειρμούς και τους συμβολισμούς που δημιουργεί στο φαντασιακό ο φυτικός κόσμος και ιδιαίτερα ο απόηχος του Δένδρου της Ζωής στον μονοθεϊσμό, γέννησαν με τη σειρά τους μια ανθηρά θρησκευτική λογοτεχνία που προβάλλει αυτόν τον συσχετισμό. Παράλληλα με τα παραπάνω προκύπτει και η ιδιοποίηση του φυσικού κόσμου στη λογοτεχνία ως ένας τρόπος έκφρασης της αναλογίας ανάμεσα στην ψυχή και το κοσμικό (ενίοτε ιερό) γίγνεσθαι και το δίπολο ορατό/αόρατο. Έτσι αναπτύσσεται η χρήση της μεταφοράς των δένδρων και του φυτικού και ζωϊκού κόσμου εν γένει ως ένα μέσο, αν όχι κατανόησης, τουλάχιστον απόπειρας αντίληψης του θείου που σε πολλές περιπτώσεις προβάλλεται μέσω των ενεργειών του και κατά συνέπεια που αποκαλύπτεται στην επίγεια ζωή. Ένα τέτοιο παράδειγμα βρίσκουμε στη βιογραφία του Όσιου Ανδρέα του Σαλού που έζησε στην Κωνσταντινούπολη περί τα μέσα του 10ου αιώνα. Στο όνειρο (όναρ) που βλέπει ο συμπορευτής τού Ανδρέα, Επιφάνιος, διαβάζουμε τα εξής:

Τη νύχτα εκείνη ο Επιφάνιος παρακάλεσε τον Κύριο να του φανερώσει πώς λογάριαζε την αρετή του δικαίου και ποια θέση τού επιφυλάσσει στη βασιλεία των ουρανών. Και νά, μόλις τον πήρε για λίγο ο ύπνος, είδε σαν σε όνειρο πως βρέθηκε σε μια πεδιάδα γεμάτη παράξενα δέντρα. Άλλα ήταν κατάξερα, άλλα καμένα, μερικά αντί για καρπούς είχαν αγκάθια, άλλα πάλι ήταν φορτωμένα με ζουμερούς καρπούς, άλλα με μικρούς και κάκοσμους. Μερικά είχαν μόνο φύλλα, σ’ άλλα τα φύλλα είχαν σαπίσει. Ανάμεσά τους έστεκε ένα πανέμορφο δέντρο γεμάτο καρπούς, πανύψηλο, με υπέροχη κορμοστασιά και πυκνά κλαδιά. Οποιονδήποτε καρπό επιθυμούσε κανείς τον εύρισκε σ’ αυτό, πλούσιον και ζουμερό. Στεκόταν και το θαύμαζε και γεμάτος δέος αναρωτιόταν τι δέντρο να είναι. Το πλησίασε, κι είδε να κάθεται στα κλαδιά του ένα χελιδόνι. Όχι εντελώς χελιδόνι. Από το κεφάλι μέχρι το στήθος ήταν χελιδόνι και το υπόλοιπο σώμα του ήταν σώμα αηδονιού. Και το πιο παράδοξο: κελαηδούσε έναν παράδοξο σκοπό με φωνή άλλοτε χελιδονιού κι άλλοτε αηδονιού.

Ο Επιφάνιος ακολούθησε τον γέροντα που στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα ευαγγέλιο και στο αριστερό ένα ειλητάριο. Διάβηκαν μερικά περιβόλια κι έφτασαν σ’ ένα φωτεινό άπλωμα, όπου υπήρχαν παλάτια οικοδομημένα από αύρα ηλιακή κι απόπνεαν άρρητη ευδαιμονία, και χωρίς να ρωτήσουν μπήκαν σ’ ένα απ’αυτά. Κατάπληξη και θάμβος κατέλαβε τον Επιφάνιο καθώς αντίκριζε την ομορφιά και την μεγαλοπρέπεια αυτών των ανακτόρων. Μπήκαν σ’ έναν παράδοξο θάλαμο, όπου κυριαρχούσαν άρρητα μυστήρια κι ακατανόητες ομορφιές. Θρόνοι φοβεροί άστραφταν σαν τη φωτιά και πάνω σ’ έναν απ’ αυτούς καθόταν ένας φοβερός Βασιλιάς, που έλαμπε σαν τον ήλιο, γύρω από το πρόσωπό του ξεπηδούσαν γλώσσες φωτιάς κι απ’ την πολλή δόξα και λαμπρότητα και αίγλη να καταλάμπεται ο αιθέρας. Γύρω του στέκονταν χιλιάδες και μυριάδες τάγματα και στρατιές Χερουβίμ και Σεραφίμ, και οι Δυνάμεις αυτές θα έλεγα πως έμοιαζαν με δάση από δέντρα φυτεμένα στις πλαγιές πανύψηλου βουνού.

Μόλις έφτασαν εκεί οι δύο άντρες έπεσαν καταγής και προσκύνησαν. Με φόβο και τρόμο στην καρδιά ο Επιφάνιος κειτόταν στο έδαφος και δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια ν’αντικρίσει το θέαμα. Τον σήκωσε ο γέροντας, τον έστησε στα πόδια του έντρομο ακόμη και του έδωσε θάρρος. Τότε μίλησε ο Βασιλιάς και είπε:

«Αυτός είναι ο νέος, που μας παρακάλεσε να του αποκαλύψουμε τα μυστικά του αγαπητού μας Ανδρέα;»

 «Αυτός είναι, Δέσποτα», απάντησε ο πρεσβύτης.

Λέει ο Βασιλιάς στον Επιφάνιο:

«Το δέντρο που είδες, με την ποικιλία των καρπών του, είναι η εικόνα του υπηρέτη μου. Με τον ίδιο τρόπο με ευφραίνει η διαγωγή του άγνωστου στους πολλούς Ανδρέα, όπως ευφράνθηκες κι εσύ αντικρίζοντας την ομορφιά του δέντρου. Το πουλί που είδες σαν αηδόνι και σαν χελιδόνι, είναι η ψύχη του τέκνου μου και το εύθετο πνεύμα του, που με τις ακατάπαυστες δοξολογίες του αποδίδει τα πρέποντα σε μένα άσματα, ώστε τα θεία στρατεύματα των ασώματων αγγέλων μου να κουρνιάζουν πάνω σ’ αυτό το δέντρο και ν’ αναπαύονται.

»Είπε ο νέος ότι δεν έφαγε απ’ αυτούς τους καρπούς. Μάλλον όμως κορέσθηκε τρώγοντας απ’τη στιγμή που γνώρισε τον Αντρέα και τον πρόσεξε. Επειδή όμως ζήτησε να μάθει περισσότερα και ποια θέση ετοιμάζεται για τον υπηρέτη μου στη βασιλεία των ουρανών, οδήγησέ τον στη λαμπρότητα των αγίων και δείξ’ του τα πάντα».

Τον παρέλαβε ο πρεσβύτης και τον οδήγησε σε μια αίθουσα λαμπρή σαν την αστραπή. Και νά, σαν εικόνα φάνηκε ο αοίδιμος Αντρέας περιβαλλόμενος παρόμοια δόξα μ’ εκείνη του Βασιλιά. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο, τα χέρια του σαν το ήλεκτρο, στα πόδια φορούσε αστραπόμορφα σανδάλια με ολόχρυσα λουριά και τα ρούχα του πολύχρωμα, σαν από ακτίνα ηλιακή ή αστραπόμορφη φωτιά υφασμένα. Εσωτερικά φορούσε ένδυμα ολόλευκο σαν το χιόνι, σαν το λουλούδι που αιχμαλωτίζει το βλέμμα με την ομορφιά του. Πάνω απ’ αυτό φορούσε επενδύτη στο κρυστάλλινο χρώμα του λευκού κρασιού. Και τέλος, πάνω απ’ όλα φορούσε κάτι σαν χλαίνη ωραιότατη, που απαύγαζε δόξα Κυρίου, και στο κεφάλι στεφάνι κατάκτιστο από πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια σαν τ’ αστέρια τ’ ουρανού και σταυρό πάνω απ’τ ο μέτωπο στο βασιλικό αυτό στέμμα. Στο αριστερό χέρι κρατούσε σκήπτρο που έγραφε: “ Άγιος, άγιος, άγιος” και στο δεξί του χέρι κρατούσε σταυρό.

Ο Επιφάνιος παρακολουθούσε έκθαμβος όλα αυτά τα θαυμαστά που του έδειχναν. Του λέει ο πρεσβύτης:

«Θαυμάζεις τώρα που τα βλέπεις ενώ ονειρεύεσαι; Τι θα πεις όταν τα δεις στην πραγματικότητα; Νά λοιπόν που σου παρουσιάστηκε η λαμπρότητα των δούλων του Κυρίου και το αίτημά σου ικανοποιήθηκε. Αγωνίσου τώρα και συ για να μη στερηθείς τη βασιλεία του Θεού».

Μόλις είπε αυτά ο πρεσβύτης, ο Επιφάνιος ξύπνησε. Στην εκκλησία εκείνη την ώρα ψαλλόταν η ακολουθία του Μεσονυκτικού. Στη σκέψη του Επιφάνιου ήρθε ξανά το φοβερό όνειρο και μέσα στον θαυμασμό και τη φρίκη του είπε:

«Αλίμονο, εγώ ο ταλαίπωρος, που γεννήθηκα μέσα στην αμαρτία και ελεεινά ανακατεύομαι με την ακαθαρσία, αξιώθηκα ν’ αντικρίσω τον παντοκράτορα Κύριον Ιησούν και την ωραιότητα του δούλου σου».

Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στην εκκλησία να παρακολουθήσει την ακολουθία, και μέχρι που ξημέρωσε προσευχόταν με δάκρυα στον κοιτώνα του, ευχαριστώντας τον Θεό που του αποκάλυψε τα κρυπτά και απόρρητα της Σοφίας του. Κατόπιν ήρθε στη μετριότητά του και μου περιέγραψε με άφατο δέος και ταπεινότητα όσα συνέβησαν. Κατάπληκτος και γεμάτος θαυμασμό από τη διήγηση φώναξα:

 «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος.» [5]

Στο παραπάνω απόσπασμα η φύση αποκτά το ρόλο μιας διόδου για τη γνώση του θείου. Το παράξενο τοπίο με τα πολυάριθμα δένδρα που κάποια φέρουν αγκάθια και που άλλα είναι ξερά και καμένα περιέχει σε μια σύγχρονη εκδοχή του ένα θείο δένδρο. Συναντούμε την έννοια του “καρπού” ως μια μεταφορά για την ψυχική και πνευματική αρετή. Το δένδρο που ταυτίζεται με την παρουσία του Ανδρέα στη γη συμβολίζει τη χάρη που έχει λάβει και που μεταδίδεται σε εκείνους που την επιζητούνε μέσω του καρπού. Το γλυκό κελάηδισμα του χελιδονιού θα είναι ο πνευματικός λόγος που μεταδίδεται μέσω της αίσθησης της ακοής για να μεταμορφώσει με τη σειρά του το άυλο μέρος του ανθρώπου, αυτό της ψυχής.

Η φύση είναι ο χώρος της Δημιουργίας. Είναι ο χώρος παραμονής των δημιουργημάτων που κινούνται ή βρίσκονται σε ακινησία εντός του. Τα κτιστά εφ’ όσον εντάσσονται υπό την εξουσία του ανθρώπου, μετεξελίσσονται σε σύμβολα κατανόησης της σχέσης του Δημιουργού με τον άνθρωπο. Υπηρετούν τη γνώση που κτίζεται με βάση το φυσικό κόσμο. Αν στην ελληνική φιλοσοφία η μελέτη του κόσμου αυτού είναι ταυτόχρονα και η μελέτη του θείου, στον χριστιανισμό μπορούμε να μιλάμε μόνο για το άρρητο. Στην πατερική παράδοση το θείο προσδιορίζεται ως κάτι που δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί με τη μορφή μιας εικόνας από τον νου ούτε και να προσδιοριστεί πλήρως μέσω του Λόγου. Η γνώση του θείου μπορεί να προσδιορισθεί με μια σειρά από επίθετα που αποδίδονται στον Θεό όπως αδημιούργητος, αναλλοίωτος, άπειρος, απεριόριστος, παντεπόπτης και παντοκράτορας αλλά ταυτόχρονα και απερίγραπτος και ακατάληπτος. Μια διαρκής κίνηση προς τον φυτικό κόσμο θα είναι και μια απόπειρα σχηματοποίησης του αόρατου. Όσο η πορεία της ψυχής θα κινείται προς την κατεύθυνση του άρρητου, τόσο η έκφραση αυτού του άρρητου θα λαμβάνει την εικόνα μιας παρομοίωσης με την κηπουρική. Η Διδασκαλία του Χριστού θα πάρει τη μορφή σπόρου που θα πέσει πάνω και μέσα στο άγριο, άκαρπο και ακατέργαστο πεδίο της ψυχής και όπου ο Σπορέας θα το μετατρέψει σε χωράφι καλλιεργήσιμο. Κατά αυτό το τρόπο ο σπόρος θα μετατραπεί σε “πνευματικό καρπό” και σε “πνευματικό άνθος”. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο να αναφέρουμε ότι από τον 14ο αιώνα στη Δυτική εικονογραφία συναντούμε την αναπαράσταση του Χριστού ανάμεσα στους αγρούς να κρατάει φτυάρι.

Ο επί της γης κήπος είναι ο χρόνος που αναμένει την Έλευση της Λύτρωσης. Ο καινός χρόνος περιγράφεται ως έαρ που δροσίζει τον θνητό. Στον Ρωμανό τον Μελωδό διαβάζουμε:

Τα παλιά πια περάσανε,
κι όλα νέα τα έκαμε της Μαρίας ο Γιος, ο Χριστός.
Τη δροσιά του οσφράνσου την και αμέσως λουλούδιασε,
σαν το στάχυ ξεπρόβαλε, γιατί Άνοιξη σ’ έπιασε
ο Ιησούς Χριστός πνέει σαν αύρα γλυκειά. [6]

Ο Λόγος είναι η μετάβαση που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε ένα πνευματικό χειμώνα και σε μια άνοιξη καρποφορίας και ευτυχίας. Ο Λόγος της εσχατολογίας είναι ένας επίγειος κήπος δροσιάς και οσμών που αντανακλούν έναν άλλο κόσμο. Ο Ενσαρκωμένος Λόγος θα σταυρωθεί πάνω στο ιερό ξύλο. Ως ένα απτό αντικείμενο ο Τίμιος Σταυρός ταυτίζεται με το Δένδρο της Ζωής που ξεπροβάλλει πάνω στον Γολγοθά.

Το Τρισμακάριστο Ξύλο, το Δώρο της ζωής μας,
στη μέση του Παραδείσου εφύτεψεν ο Ύψιστος
για να Το προσεγγίζει
ο Αδάμ και να πετύχει την αιώνια και αθάνατη ζωή.
Μα δεν εφρόντισε και δεν προσπάθησε εκείνος να γνωρίσει τη Ζωή του
κι επομένως αστόχησε και στο θάνατο έφθασε.
Ενώ ο Ληστής σαν είδε τούτο το Φυτό του Παραδείσου
πόσο ταιριαστά μεταφυτεύθηκε στον Γολγοθά επάνω,
γνώρισε τη Ζωή που ’κρυβε μέσα Του και μονολόγησε:
«Αυτό ακριβώς είν’ εκείνο που ’χασε τότε ο πατέρας μου στον Παράδεισο». [7]

Αυτή η επανεμφάνιση του Δένδρου και η μετατροπή του σε Σταυρό είναι μια ρήξη μέσα στην ιστορία. Η αρχή επανεμφανίζεται και ξαναρχίζει την ιστορία. Ο κήπος ξεπετάγεται τούτη τη φορά ως ένας πνευματικός χώρος που αποπνέει τη λύτρωση της αιωνιότητας μέσα στον περατό χρόνο. Το παρόν θα νοείται από εδώ και στο εξής ως μέρος ενός επίγειου χρόνου που θα κρύβει μέσα του το νόημα της Ιστορίας.

~.~
[1] Anne Ducrocq, Jardins Spirituels, Presses de la Renaissance, Paris 2018, σ. 42.
[2] Jürgen Moltmann, Ο Ερχόμενος Θεός. Χριστιανική εσχατολογία, μτφρ. Πέτρος Γιατζάκης, Αρμός, Αθήνα 2013, σ. 429.
[3] Η ερμηνευτική της θεολογίας που χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες (την κυριολεκτική, την αλληγορική και την συμβολική), θα μπορούσε να αποδώσει πολλαπλές εξηγήσεις τόσο για την γεωγραφική όσο και για την εσωτερική ερμηνεία του Δένδρου της Ζωής, αλλά το συγκεκριμένο αντικείμενο μελέτης δεν αποτελεί μέρος της παρούσας πραγματείας.
[4] Στον Pico Della Mirandola βρίσκουμε την παραβολή των τεσσάρων ποταμιών: «Τέσσερα ποτάμια εξαγνίζουν και ποτίζουν τον Παράδεισο του Θεού. Εκεί θα πρέπει να αντλήσετε το ύδωρ της σωτηρίας σας. Αυτό που κυλάει από τον βορρά ονομάζεται Pishon, που αλλιώς λέγεται ορθότητα· εκείνο που έρχεται από την Δύση λέγεται Gishon, που σημαίνει εξαγνισμός· εκείνο που έρχεται από την Ανατολή ονομάζεται Chiddekel, που σημαίνει φως· και εκείνο που έρχεται από τον Νότο λέγεται Perath, που μπορούμε να το αποδώσουμε ως ευσέβεια», Λόγος περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, μτφρ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Άγρα, Αθήνα 2014, σ. 87.
[5] Βίος Αγίου Ανδρέου του Σαλού, μτφρ. Γιάννης Σούκης, Αρμός, Αθήνα 2005, σ. 77-81.
[6] Ύμνοι, Τόμος Α΄, μτφρ. αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, Αρμός, Αθήνα 2011, σ. 39.
[7] Ό.π., Τόμος Β΄, σ. 405.
][

*

*

*