«Αχ! Χρόνε-Κρόνε-δολοφόνε»: Θωμάς Π. Λαλαπάνος (1903-1989)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Κι ο μύθος δεν τελειώνει.
Μια θάλασσα μας νανουρίζει τ’ όνειρο
και μια στεριά την περιπέτεια.
ΘΩΜΑΣ Π. ΛΑΛΑΠΑΝΟΣ
«Αργώ», Χρυσά κύπελλα, 1967

Ένας χρόνος πέρασε από το πολύνεκρο ναυάγιο του προσφυγικού σκάφος ανοιχτά της Πύλου και διαβάζω για ένα άλλο: αυτό του πλοίου «Χειμάρρα», επιβατηγού με την αρχική ονομασία “Hertha”, το οποίο δόθηκε στην Ελλάδα από την βρετανική κυβέρνηση στο πλαίσιο των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, μιαν άλλην εποχή με κρύο, ημέρα Κυριακή 19 Γενάρη του 1947, και όπου πνίγηκαν 383 άνθρωποι, γεγονός που επικυρώνει το ψευδές της εισαγωγής του ποιητή «βγάζει ασημί η θάλασσα κι ο έρωτας χρυσάφι».

Το πρωί της προηγούμενης μέρας, στις 8.30 π.μ., το 42 ετών σκαρί, απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά. Ο πλοίαρχος Σπύρος Π. Μπιλίνης εξαιτίας της κακοκαιρίας, αποφάσισε να μην ανοιχτεί στο Αιγαίο αλλά να πλεύσει δυτικά της Ευβοίας, περνώντας από την Χαλκίδα και τον Ευβοϊκό κόλπο, εκεί όπου το συγκλόνισε τρομερή έκρηξη. Η πρώτη υποψία ήταν ότι έπεσε πάνω σε νάρκη, σύνηθες φαινόμενο εκείνον τον –μετά τον Πόλεμο– καιρό.

Ο Τύπος, επηρεασμένος από το εμφυλιακό κλίμα, την επομένη του ναυαγίου επικαλέστηκε σαμποτάζ αναρχικών και κομμουνιστών –στο πλοίο επέβαιναν 34 εξόριστοι πολιτικοί κρατούμενοι–, η εφημερίδα Εστία έγραψε ότι «οι κομμουνισταί είχαν κάθε λόγον να εξαφανίσουν μεταφερομένους συμμορίτας διά να λείψουν αι αναμφισβήτητοι αποδείξεις περί της αναρχοκομμουνιστικής δράσεως», οι γνώμες έδιναν κι έπαιρναν. Τελικά το πόρισμα από τις ανακρίσεις που διενήργησε η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων, κατέληξε πως το πλοίο δεν κινούνταν επί της ορθής πορείας, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη βραχονησίδα Γάιδαρο και να προκληθεί ρήγμα.

*

*

Ανάμεσα στους νεκρούς του ναυαγίου, η Ελισάβετ Λαλαπάνου και η τετράχρονη κόρη της. Η Ελισάβετ ήταν σύζυγος του Θωμά Π. Λαλαπάνου, του γιατρού και λογοτέχνη που γεννήθηκε το 1903 στην Πεντάλοφο Αιτωλοακαρνανίας. Ο Λαλαπάνος εμφανίστηκε επίσημα στα γράμματα το 1930 –νωρίτερα δημοσίευε σε εφημερίδες– με τα ποιήματά του Βήματα στη χλόη, τα οποία προλόγισε με ένα γράμμα του ο Κωστής Παλαμάς, ποιήματα «η αυγή των οποίων είναι προμήνυμα καλής ημέρας».

Χίλιων λογιώνε χρώματα πέρνουν την ώρα τα βουνά
κι είν’ έτσι σαν βεντάγια αιματωμένη
η δύση κάτω ολόγυμνη στης άπλας λίμνης τα νερά
σε μια ησυχία ολογύρω ερωτευμένη.

Τ’ αστέρια κρέμονται έξαλλα σαμτάνια
τ’ άυλου του Ναού
και τα σταχτιά τα σύννεφα τ’ ανάρια

Πού να ήξερε τότε ο ποιητής, πως η αυγή ενίοτε ψεύδεται και πως εκείνη η ματωμένη μεταφορά των πρώτων ήρεμων στίχων του, δεν θα ήταν αρκετή ώστε να ξορκίσει δεκαεπτά χρόνια μετά, τις περιγραφές των τελευταίων δραματικών λεπτών στο πλοίο -«…το σκότος είναι βαθύ, το ψύχος δριμύ… απέλπιδες φωναί, κλαυθμοί και επικλήσεις, αναζητήσεις των οικείων και προσφιλών…»–[1], ούτε καν με εκείνο το «Σαπφικό» του:

Απόψε θα κοιμήσω τη βραδυά,
και μες στο γλυκοΰπνι της
την πούλια της θα σβήσω.
Και θά ’ρθω – να μη φοβηθείς
νυχοπατώντας να σε βρω,
να μοιραστούμε ως το πρωί
τη λαιμαργία της νύχτας.

Στο μεσοδιάστημα, ο Λαλαπάνος μετέφρασε σε έμμετρο λόγο πολλά κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και μετά από τριάντα χρόνια επανεμφανίστηκε με τις συλλογές Ψίθυροι (1961), Χαμένα Κύθηρα (1964), Χρυσά κύπελλα (1967), Ενατένιση (1975) και Φιλικές σάτιρες (1980), ενώ μεγάλη ήταν και η πνευματική του παραγωγή με έργα που συνέγραψε σχετικά με την παραψυχολογία. Γύρισε όλη την Ελλάδα ως ιατρός, παντρεύτηκε τρεις φορές, απέκτησε μόνο κορίτσια, έγραψε, έσβησε, ώσπου κάποτε αυτός ο λυρικός προσάραξε σε άλλον ύφαλο και απεβίωσε στην Αθήνα το 1989.

Πώς ήμουν άλλοτε!… Και τώρα
με πήρε σβάρνα η κατηφόρα.
Ήτανε τότε όλα δικά μου,
και το χαιρόνταν η καρδιά μου!
Δικά μου ήταν τα αιθέρια,
δικά μου ήταν και τ’ αστέρια.
Ήταν η γης όλη δική μου
κι όλα γεμίζαν την ψυχή μου.
Δική μου η μέρα και το βράδυ
κι όσα γινόνταν στο σκοτάδι,
κι οι λόγγοι, οι θάλασσες, οι κάμποι
και το φεγγάρι που όλο λάμπει!
Όλα δικά μου, όλα δικά μου,
και τραγουδούσα απ’ τη χαρά μου.
Και τώρα αλιά και τρισαλιά μου,
μέσα στα μαύρα γηρατειά μου,
φτάνουν τα βάσανα, ένα τ’ άλλο,
πότε μικρό, πότε μεγάλο.
Τη μια τη μέρα να ’χεις ζάλη
την άλλη βάρος στο κεφάλι.
Να μη μπορείς απ’ το κρεβάτι
να σηκωθείς. Κι όλο και κάτι
να ’ρχεται να σε βασανίζει,
και το μυαλό σου να σκοτίζει.
Χέρι και πόδι να μουδιάζει,
και το κορμί σου να σε σφάζει.
Και στο μπαστούνι σου ακουμπώντας,
βαδίζεις όλο αγκομαχώντας.
Σου κρένουνε και συ χαμπάρι,
μόνο κοιτάζεις το φεγγάρι.
Τα βλέπεις όλα θολωμένα,
κι ακούς τα πάντα μπερδεμένα.
Κάποτε εσύ πας κούτσα κούτσα
και στάλα στάλα φτάνεις λούτσα.
Ζητάς να πεις κάτι που ξέρεις,
και δεν μπορείς να το προφέρεις.
Θέλεις να πας εκεί που μένεις,
κι αντίς εκεί, αλλού πηγαίνεις.
Κ’ οι άλλοι εσένα που κοιτάνε,
χωρίς να θέλουνε γελάνε.
Παίρνεις στα χέρια τον καθρέφτη,
κι όσο να δεις, κάτω σου πέφτει.
Όλα σου πέφτουν, όλα, όλα
και λες «Καλύτερα μια φόλα».
Οι πίκρες όλες να σε πιάνουν,
και να μη φτάνουν, να μη φτάνουν!
Κι έρχονται ακόμα άλλα κι άλλα,
χτυπήματα, μικρά, μεγάλα.
Και το χειρότερο εσύ Πόνε!
Αχ! Χρόνε-Κρόνε-δολοφόνε.

«Κρόνος-Χρόνος»
Ελεύθερο Πνεύμα, τχ. 44, 1982
~.~
[1] Μαρτυρία του Αλέκου Ξυλάκη, επιζήσαντος που μεταφερόταν μαζί με άλλους 35 συντρόφους του στην εξορία.
ΠΗΓΕΣ
— Χρήστος Ε. Ντούνης, Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες 1900-1950, Εκδόσεις FINATEC A.E., 2000.
— Κώστας Θωκταρίδης-Άρης Μπιλαλής, Ναυάγια στον ελληνικό βυθό: Κατάδυση στην ιστορία τους, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, 2015.
— Διονύσιος Σπ. Μπερερής, Η εκπαίδευση στο Δήμο Οινιάδων Αιτωλοακαρνανίας (1829-2009).

~.~

ΝΟΥΜΠΕΤΙ, ΜΟΥΧΑΜΠΕΤΙ

Ίσως όντως να υπάρχει εκείνο το τραγούδι που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο, όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα. Κι ίσως υπάρχει πάντοτε ένας στίχος που στέκεται όρθιος στον άνεμο της ιστορίας και βγαίνει σεργιάνι τα βράδυα γυρεύοντας μιαν άλλη επιφάνεια της φωνής που ξέχασε στην ώρα της να φωνάξει.

Αναλογίζομαι αυτούς που μίσεψαν πέρα απ’ το σύνορο του κόσμου, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει.

Κείμενα – Επιμέλεια στήλης
Ειρήνη Καραγιαννίδου

 

*

*

*

*