*
του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Κάπου ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν γράφει ὅτι εἶναι παράδοξο τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ Βυζάντιο εἶχαν ἀναγέννηση ἐνῶ το κράτος κατέρεε. Ὁ Τόινμπι ἀργότερα ἔδωσε τὴν ἑρμηνεία ὅτι αὐτὸ ἀποδεικνύει πὼς τὸ βυζαντινὸ κράτος ἦταν βραχνὰς γιὰ τοὺς Ἕλληνες: Μόνο ὅσο «ἀπελευθερώνονταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο», ἀναπτύσσονταν λογοτεχνικὰ καὶ καλλιτεχνικά. Πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἀναγέννηση ἢ τοῦ ὅρου Οὐμανισμὸς εἶναι παρακινδυνευμένη γιὰ τὸ Βυζάντιο (παντοῦ ἀνακαλύπτουν —φιλοβυζαντινοὶ Ἕλληνες καὶ ξένοι βυζαντινολόγοι— Ἀναγεννήσεις καὶ Οὐμανισμούς, μὴν τυχὸν ξαναχαρακτηρίσουν σκοταδιστικὸ οἱ αἰώνιοι γιββωνιστὲς τὸ Βυζάντιο), οἱ ἀντιλήψεις τῶν δύο Ἄγγλων προϋποθέτουν ὅτι ἡ λογοτεχνία καὶ τὰ γράμματα εἶναι τὸ ὕψιστο κριτήριο γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἀκμὴ ἢ παρακμὴ μιᾶς κοινωνίας. Κι ὁ Κοραῆς ἀπέδιδε στὴν ἔλλειψη ἐπαρκοῦς παιδείας τὴν ὀθωμανικὴ προέλαση: Λὲς καὶ οἱ Ὀθωμανοὶ τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰ. ἦταν μορφωμένοι.
Μπορεί κανεὶς νὰ κάνει μιὰ ἀναδρομὴ στὴν ἑνετοκρατούμενη Κρήτη: Τὰ περισσότερα καὶ πιὸ σπουδαῖα ἔργα της γράφτηκαν ἀφότου ἔπαυσαν, μετὰ τὴν Ἅλωση, οἱ ἐπαναστάσεις τῶν Κρητικῶν κατὰ τῶν Βενετῶν. Ἐνδεικτικά: Ἐρωτόκριτος (17ος αἰ.), Θυσία τοῦ Ἀβραάμ (17ος αἰ.), Ἐρωφίλη (1595). Τὸ ἴδιο καὶ ἀλλοῦ.
Ἡ ἀποδοχὴ τῆς δουλείας, ἡ παραίτηση, τὸ νὰ «καταλάβεις» ὅτι εἶναι μάταιο νὰ θὲς πολιτικὴ ἐλευθερία, καὶ νὰ ἀποσυρθεῖς στὸν κόσμο τῆς φαντασίας, εἶχε ἀποτέλεσμα τὴν ἐντονότερη ἐνασχόληση τῶν Κρητικῶν μὲ τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, ἀφοῦ δὲν ἀπέμενε τίποτε ἄλλο πιά -σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Δύση ὅπου ἡ ἐνασχόληση αὐτὴ ἐντάθηκε μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐνδυνάμωση τοῦ (ἐθνικοῦ) νεοτερικοῦ κράτους. Ἡ ἀνατρεπτικότητα τῶν ἀντισυμβατικῶν Γάλλων συγγραφέων καὶ καλλιτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. δὲν ροκάνιζε τὸ ἐθνικὸ μεγαλεῖο τῆς Γαλλίας, τὸν «ἐθνικισμό» της, ἀκόμη κι ἂν αὐτοὶ ποθοῦσαν αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀντιθέτως τῆς προσέδιδε παγκοσμίως ἀκόμη μεγαλύτερη αἴγλη, ἀντιεξουσιαστική, αὐτὴ τὴ φορά, ἐπαναστατικὴ κ.λπ. Ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα, συνέβη τὸ ἀντίθετο — ὅπως στὰ περισσότερα μικρὰ κράτη μὲ διανοούμενους ποὺ «πνίγονται».
Ἐλευθερία ἢ Λογοτεχνία, λοιπόν, ἦταν τὸ δίλημμα στὸν ἑλληνόφωνο κόσμο τῆς δεύτερης χιλιετίας. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἀκολούθησε στὸ ἑλληνικὸ βασίλειο καὶ τὴν ἑλληνικὴ δημοκρατία δὲν ἦταν ὁ συνδυασμὸς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς καὶ ἐλευθερίας-ἀνεξαρτησίας, παρὰ τὰ μεγάλα γνωστὰ παραδείγματα γιὰ τὸ ἀντίθετο, ὣς τὰ 1922 κυρίως — ὅσο κυριαρχοῦσε ἡ ὁρμὴ τῆς ἐθνικῆς ὁλοκλήρωσης πάνω σὲ κάθε τὶ ἄλλο. Ἔτσι, αὐτὸ ποὺ γιὰ κάποιον εἶναι ἀρνητικὸ γεγονός, ἡ ὑποτονικὴ παρουσία τῶν γραμμάτων, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε τὸν ὅρο «γράμματα» τώρα, στὸ προπαλαιολόγειο καὶ προκομνήνειο Βυζάντιο, γιὰ ὅποιον σκέφτεται περισσότερο πολιτικὰ εἶναι θετικό: Ἡ ζωτικότητα στρεφόταν ἐπιτυχημένα στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ μεσοβυζαντινῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητας, καὶ τὰ ἀρχαῖα γράμματα ἁπλῶς συντηροῦνταν χωρὶς «Ἀναγέννηση». (Ἡ Ἀναγέννηση, ὅπως τονίζει ὁ Πανόφσκι, προϋποθέτει τὴν ὁριστικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα, τὴ νέκρωσή της, κι αὐτὸ δὲν γινόταν στὸ Βυζάντιο καὶ τὸν Μεσαίωνα.) Μὲ ἀποτέλεσμα, στὸ ἔτος 1.000 τὸ Βυζάντιο νὰ εἶναι τὸ πλουσιότερο καὶ μεγαλύτερο εὐρωπαϊκὸ χριστιανικὸ κράτος. (Ἴσως καὶ τὸ μόνο «κράτος», γιατὶ μόνο αὐτὸ εἶχε συνεχῶς γραπτοὺς νόμους, νόμισμα καὶ διοίκηση-γραφειοκρατία.) Χωρὶς μὲ αὐτὸ νὰ ἐννοοῦμε ἀπαραίτητα ὅτι τὸ δεύτερο, ἡ ἀνεξαρτησία, εἶναι ἀνώτερο. Καὶ χωρὶς νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ ἰδανικὸ σὲ ὁποιαδήποτε κοινότητα θὰ ἦταν ὁ συνδυασμός τους, ἐλευθερίας καὶ γραμμάτων.
Τὸ Βυζάντιο εἶναι λογοτεχνικὰ μιὰ μαύρη τρύπα 500 ἐτῶν (600-1100), ἕνα μεγάλο καρφὶ στὸ νεοελληνικὸ μάτι: Δὲν ἔχει λογοτεχνία κανονική. Δὲν ἔχει κἂν ψυχανάλυση — παρ’ ὅλο ποὺ τὰ μοναστικὰ κείμενα ἔχουν λεπτές, ὀξυδερκεῖς καὶ βαθιὲς ψυχολογικὲς παρατηρήσεις. Ἔχει λ.χ. συναξάρια, ἀλλὰ αὐτὰ δὲν διαβάζονταν στὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ ὡς λογοτεχνία, γιὰ τὴν αἰσθητικὴ τέρψη. Ἔχει καὶ μιὰ ὑποτυπώδη λογοτεχνία μὲ ὲπιρροὲς καὶ ἑλληνιστικές. Ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ καημός του, γιατὶ ἐκτὸς ἄλλων τὸ Βυζάντιο εἶχε μπουχτίσει μὲ αὐτά, ὅπως μπούχτισαν οἱ καλλιτέχνες ποὺ γιὰ 600 χρόνια σκάλιζαν ἀγάλματα στὸ στὺλ τοῦ 5ου π.Χ. αἰ. Ἂν ἀδυνατοῦμε νὰ δοῦμε τὴν ψυχικὴ ἔνταση στὶς σχεδὸν πανομοιότυπες ἀντικλασσικὲς τοιχογραφίες ἀποσκελετωμένων μορφῶν μεταξὺ 800-1100 ἐνῶ τὴν ἔνταση αὐτὴν αἰσθανόμαστε στήν, ἐπίσης ἀντικλασσική, τέχνη ἄλλων ἀρχαίων πολιτισμῶν, τότε εἶναι ἀναμενόμενο ὅτι δὲν θὰ ἐκτιμήσουμε τὴν βυζαντινὴ «μη-λογοτεχνία»· ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ὑποκειμενικὴ ἐπιλογὴ κι ὄχι ἀναπόφευκτος μονόδρομος.
Αὐτὴ ἡ μαύρη τρύπα αποδόθηκε εἴτε στὴ χριστιανικὴ πολεμικὴ κατὰ τοῦ ἀστικοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ βίου (ὡστόσο, οἱ ἀντιχριστιανοὶ Νεοπλατωνικοὶ αὐτοαποκαλοῦνταν ὑπερήφανα ἀπράγμονες, ἀπολίτικοι, νήστευαν, δὲν πλένονταν κ.ο.κ.) εἴτε στὴν ταυτόχρονη ἀλλὰ ὀφειλόμενη σὲ ἄλλα αἴτια οἰκονομικὴ παρακμὴ τῆς ἀρχαίας πόλης καὶ τὶς ἀναρίθμητες ἐπιδρομὲς καὶ θεομηνίες μεταξὺ 3ου καὶ 7ου αἰώνα (Γότθοι, Ἄβαροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Λομβαρδοί, Σασσανίδες, Ἰσλάμ· πανώλη, ἀλλαγὴ τοῦ κλίματος σὲ ψυχρότερο). Ἀλλὰ καὶ στὴν Καταστροφὴ τοῦ 1204. Ἄλλοι τονίζουν τὸν ἀνασχετικὸ ρόλο τοῦ Ἀττικισμοῦ στὴν ἐμφάνιση βυζαντινῆς λόγιας λογοτεχνίας. Ἀλλὰ κι ὁ Ἀττικισμὸς ἦταν μιὰ μορφὴ «ἐθνικῆς ἄμυνας» τῶν ἡττημένων Ἑλλήνων, καὶ κατόπιν ἕνα σύμβολο πολιτισμικῆς ὑπερηφάνειας τῶν Βυζαντινῶν, μιὰ ἀπόσυρση σὲ βάθη ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ φτάσουν οἱ Λατίνοι καὶ 1.000 χρόνια μετὰ οἱ Σταυροφόροι. (Οὔτε λάμβανε χώρα διαμάχη ἀττικῆς-δημώδους στὸ Βυζάντιο, ὅπως ἐκείνη τῆς καθαρεύουσας-δημοτικῆς στὸ ἑλληνικὸ βασίλειο.)
Καμμία ἀπὸ τὶς παραπάνω δικαιολογίες δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ κερδίσουν κάποιο σύγχρονο βλέμμα ἐπιείκειας ἢ ἀνοχῆς οἱ ἀρχαιομαθεῖς Βυζαντινοὶ συγγραφεῖς· αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι κόμπαζαν σὲ βάρος τῶν ἀμόρφωτων Βυζαντινῶν ἢ τῶν ἀλλόγλωσσων Βαλκάνιων ποὺ μάθαιναν νὰ μιλοῦν μὲ ἀστεία προφορὰ τὰ ἑλληνικά, σὲ βάρος τῶν Ἀράβων ποὺ ζητιάνευαν ἀρχαιομαθεῖς βυζαντινοὺς λογίους καὶ βιβλία Ἀρχαίων ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, καὶ σὲ βάρος τῶν Λατίνων· οὔτε τοὺς σώζει ἀπὸ τὴν νεοτερικὴ περιφρόνηση τὸ γεγονὸς ὅτι διοργάνωναν φιλολογικὰ σαλόνια ὅπου διάβαζαν Ἀρχαίους καὶ διαπληκτίζονταν γι’ αὐτούς, οὔτε τὸ γεγονὸς ὅτι ἔγραφαν ἐπιγράμματα, ἢ χιλιάδες ἐπιστολὲς στὸ ὕφος τοῦ Λιβάνιου. Οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ ἐπανεκτίμηση τοῦ ἡττημένου Βυζαντίου –καλλιτεχνικὴ καὶ ὄχι ἀκόμη λογοτεχνική / φιλοσοφική– ὀφείλεται στὴν ἀποαποικιοποίηση (καὶ γίνεται μαζὶ μὲ τὴν ἐπανεκτίμηση τῶν Ἀράβων καὶ τῶν Ὀσμανῶν, τί εἰρωνικό). Πιὸ ἀστεῖο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ τὴν ἀντιμετώπιση ὑφίστανται ἐκεῖνοι ποὺ «καθάρισαν» τὴν ἀρχαία γραμματεία ἀπὸ μυριάδες κατάδεσμους, μαγικοὺς παπύρους καὶ ἄλλα μὴ ἑλληνοδυτικὰ χαρακτηριστικά της διὰ τῆς μὴ ἀντιγραφῆς τους, καθιστώντας την πρότυπο τοῦ νεότερου ὀρθολογισμοῦ.
Μόνο ὁ χρόνος πρόκειται νὰ δικαιώσει τοὺς Βυζαντινοὺς λογίους καὶ τὴν μὴ-λογοτεχνία τους: Τὸ 200 ἐτῶν νεοελληνικὸ οἰκοδόμημα δὲν φαίνεται νὰ διαρκέσει (ἐννοεῖται: σὲ καλὴ κατάσταση ἢ ἀξιοπρεπῶς) περισσότερο ἀπὸ τὸ βυζαντινό. Ἀλλὰ ἡ αἰωνιότητα δὲν σημαίνει τίποτα σὲ ἕνα κόσμο ὅπου μετράει μόνο τὸ τώρα.
*
*
*
