
*
του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ
Πρόσφατα προβλήθηκαν στις αθηναϊκές αίθουσες κάποιες ταινίες που χαρακτηρίζονται φιλμ νουάρ: ένας όρος που βοηθά την επικοινωνία, κυρίως αυτήν του κοινού με τους κριτικούς, όμως, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, αφήνει πολλά πράγματα απ’ έξω, πολλά πράγματα ασαφή. Πρόκειται, ενδεικτικά, για τη Διπλή ταυτότητα (Double Indemnity) του Μπίλυ Γουάιλντερ και την ταινία To χρήμα της οργής (Τhe Killing) του Στάνλεϋ Κούμπρικ: για δύο «κλασικές» ταινίες δηλαδή του εν λόγω είδους, που, παρότι αποκλειστικά σχεδόν αμερικανικό κατά την ακμή του και την «κυριολεκτική» του έννοια, είναι ένας γαλλικός όρος. Η «μαύρη ταινία» είναι, ουσιαστικά, ένας όρος που δόθηκε από τη γαλλική ιντελιγκέντσια (Mπαζέν, Ρομέρ, Σαρτρ…) λίγο μετά τον πόλεμο, προκειμένου να χαρακτηρίσει ταινίες στις οποίες, λόγω της λογοκρισίας στην κατεχόμενη Γαλλία, δεν είχε πρόσβαση το κοινό.
Θα ήταν δύσκολο να ορίσουμε ένα ακριβές περιεχόμενο του είδους, όπως όμως δηλώνει και ο τίτλος, υποβάλλουν μια μαύρη, πεσσιμιστική αντίληψη για τη ζωή στις αμερικάνικες μεγαλουπόλεις βασικά, με κυρίαρχα στοιχείο τον κυνισμό, την έκπτωση των ηθικών αξιών, τους, πολλές φορές, αρνητικούς ήρωες και γενικά τη διάβρωση της κοινωνίας από το έγκλημα. Η ασπρόμαυρη γενικά φωτογραφία τους προτιμά τις νυχτερινές λήψεις, τις αδρές φωτοσκιάσεις, τις ομιχλώδεις ατμόσφαιρες, που συμβάλλουν στο στυλιστικό αντίστοιχο του περιεχομένου τους. (Ο Κριστιάν Μετς αναφέρει κάπου ως χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ακόμη και το σπίθισμα της λάμψης της κολόνας φωταερίου πάνω στο πλακόστρωτο του δρόμου). Και ταυτόχρονα, οι ήρωες και πρωταγωνιστές του βρίθουν από tough και cool guys, αδίστακτους, λιγομίλητους, αργασμένους από την έξη της παραβατικής τους βιοθεωρίας, και ερμηνευμένους από αντίστοιχης σωματικότητας άνδρες ηθοποιούς, με το τσιγάρο στην άκρη των χειλιών (Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Έντουαρντ Ρόμπινσον κ.ά.) και από γυναίκες λιγότερο ή περισσότερο μοιραίες (Λωρήν Μπακώλ, Γκλόρια Γκρέιαμ, Άβα Γκάρντνερ κ.ά.). Σε τελική ανάλυση, το φιλμ νουάρ, αν θέλουμε να αποφύγουμε τις πολυδαίδαλες εννοιολογήσεις, είναι ένα ρίγος, ένα ρίγος που μεταδίδει μια ορισμένη εικόνα μιας κοινωνίας σε μια ορισμένη εποχή, ένα ρίγος του «κακού» που το νιώθουμε όλοι και το αναγνωρίζουμε από κοινού.
Δεν προήλθαν, σίγουρα, οι ταινίες αυτές από παρθενογένεση. Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός του μεσοπολέμου δεν είναι αμέτοχος ως πρόγονός τους, η επίδραση της αστυνομικής λογοτεχνίας η οποία, χάρη σε έναν «νόμο» της ιστορίας της αισθητικής, περνά από το pulp περιθώριο στο επίκεντρο της λογοτεχνικής διατίμησης, είναι πιστοποιημένη (πολλές από τις ιστορίες τους ανήκουν στους Ντάσιελ Χάμετ, Ραίημοντ Τσάντλερ, Τζέημς Κέιν κ.ά.). Το ίδιο ισχύει, ως προς την καταγωγή τους, και για τον γαλλικό κινηματογράφο του μεσοπολέμου (Pepe le Moko, Quai des brumes). Αυτή η αφύπνιση του ενδιαφέροντος για το είδος, καθώς και η βάφτισή του, οφείλεται, βέβαια, στην έντονη διανοητικοποίηση της φιλολογίας περί τον κινηματογράφο στη Γαλλία καθώς και στο ευρύ δίκτυο των σχετικών περιοδικών και λεσχών που αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά σε τούτη τη χώρα. (περισσότερα…)