*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Από τις πέντε σύντομες θεολογικές πραγματείες (Opuscula sacra) του Βοήθιου που ο Διάκονος Ιωάννης (πιθανώς ο ίδιος Ιωάννης που ανήλθε στον παπικό θρόνο το 523) εξέδωσε ως σύνολο, η τέταρτη, εκείνη, δηλαδή, στην οποία αποδίδεται συχνά ο τίτλος «Για την καθολική πίστη» (De fide catholica), υπήρξε έως πρότινος η λιγότερο μελετημένη. Παρόλες τις ενστάσεις που εκφράστηκαν –και εκφράζονται αραιά ακόμα και σήμερα– για τη γνησιότητά της, την τελευταία παραδέχονται πια οι περισσότεροι ερευνητές. Από την αναψηλάφηση δε του έργου προκύπτουν διαρκώς νέα σημεία πρωτοτυπίας και ζωηρού θεολογικού ενδιαφέροντος.
Εικάζεται ότι είναι το παλαιότερο από τα opuscula sacra, γραμμένο κοντά στο 512. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια σε ποιους απευθυνόταν –ενδεχομένως σε έναν στενό κύκλο μαθητών και φίλων–, πάντως το έργο αποτελεί μια διαυγή, εύγλωττη και υποδειγματικά αφαιρετική σύνοψη της καθολικής πίστης, και μάλιστα από δύο σκοπιές. Η πρώτη είναι εκείνη του περιεχομένου της. Στο έργο ο Βοήθιος συμπλέκει έντεχνα και διακριτικά την ιστορική αφήγηση με την εννοιολογική υποτύπωση του καθολικισμού. Όχι μόνον συνοψίζει τη δομή και τα βασικά επεισόδια της θείας οικονομίας, αλλά φροντίζει να τα αναπλάσει με την επιβοήθεια μιας επάλληλης –και σχεδόν αθόρυβα φιλοσοφικής– εξήγησης που έχει πάντοτε νεοπλατωνικό (αυγουστίνειο) πρόσημο. Η δεύτερη σκοπιά είναι εκείνη του προσδιορισμού των κριτηρίων θεμελίωσης της ίδιας της καθολικής πίστης. Ο Βοήθιος αποσαφηνίζει τα ερείσματά της (αυθεντία της Γραφής, πατερική-οικουμενική διδασκαλία και γεωγραφική διασπορά), για να καταδείξει την ανωτερότητα της διδασκαλίας της καθολικής εκκλησίας και για να οριοθετήσει τις αιρετικές παραδοχές.
~.~
ΒΟΗΘΙΟΣ
Για την καθολική πίστη [1]
Τη χριστιανική πίστη διαχέει η αυθεντία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, αν και η Παλαιά Διαθήκη περιλάμβανε στα κείμενά της αναφορές του ίδιου του ονόματος του Χριστού και προεξήγγελλε την έλευση εκείνου που πιστεύουμε ότι γεννήθηκε από την Παρθένο, είναι φανερό ότι η εξάπλωση της πίστης στα πέρατα του κόσμου χρονολογείται από τη θαυματουργή παρουσία του ίδιου μας του Σωτήρα και ύστερα.
Τώρα, αυτή η θρησκεία μας που ονομάζεται χριστιανική και καθολική, θεμελιώνεται κυρίως στις ακόλουθες παραδοχές: προ πάντων των αιώνων, δηλαδή πριν πλαστεί ο κόσμος, και, έτσι, πριν υπάρξουν όλα εκείνα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η ιδιότητα του χρόνου, υπήρχε η θεϊκή ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να αποκαλείται ο Πατήρ ‘θεός’, ο Υιός ‘θεός’ και το Άγιο Πνεύμα ‘θεός’, χωρίς να αποτελούν τρεις θεούς αλλά έναν. Έτσι, ο Πατήρ γέννησε τον Υιό από την ουσία του, και ο Υιός είναι συναιώνιος με τον Πατέρα κατά τρόπο που είναι γνωστός μόνο στον τελευταίο. Ομολογούμε ότι είναι Υιός υπό την έννοια ότι δεν είναι ο ίδιος με τον Πατέρα. Ούτε ο Πατήρ ήταν ποτέ Υιός, γιατί ο ανθρώπινος νους δεν δύναται να στοχαστεί μια θεϊκή γενεαλογία που εκτείνεται στο άπειρο. Ούτε ο Υιός, έχοντας την ίδια φύση με τον Πατέρα και χάρις στην οποία είναι συναιώνιος με αυτόν, θα μπορούσε ποτέ να γίνει Πατήρ, αλλιώς και τότε η θεϊκή γενεαλογία θα εκτεινόταν στο άπειρο. Και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ούτε Πατήρ ούτε Υιός, και επομένως, αν και έχει την ίδια φύση, ούτε γεννήθηκε, ούτε γεννά, αλλά εκπορεύεται, βέβαια, από τον Πατέρα, όπως και από τον Υιό[2]. Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να διατυπώσουμε με σαφήνεια τον τρόπο αυτής της εκπόρευσης, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που δεν είναι δυνατόν για τον ανθρώπινο νου να κατανοήσει τη γέννηση του Υιού από την ουσία του Πατρός. Την πίστη μας, όμως, για αυτά τη διαπλάθουν η Παλαιά και η Καινή κατήχηση. Για τούτες τις πεποιθήσεις, που αποτελούν –θαρρείς– την ακρόπολη της θρησκείας μας, πολλοί έχουν μιλήσει διαφορετικά και έφθασαν έως και να τις αμφισβητήσουν, παρακινούμενοι από ανθρώπινο, ή μάλλον, από σαρκικό κίνητρο. Ο Άρειος, για παράδειγμα, συναινεί στο να αποκαλείται ο Υιός ‘θεός’, αλλά τον θεωρεί από πολλές απόψεις κατώτερο και διαφορετικής ουσίας από τον Πατέρα. Οι Σαβελλιανοί τόλμησαν να ισχυριστούν ότι δεν υπάρχουν τρία διακριτά πρόσωπα αλλά μόνο ένα, και λένε ότι ο Πατήρ είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Υιό και ο Υιός το ίδιο πρόσωπο με τον Πατέρα, και το Άγιο Πνεύμα το ίδιο με τον Πατέρα και τον Υιό. Και για αυτόν τον λόγο δηλώνουν ότι υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο που σημαίνεται με διαφορετικά ονόματα.
Οι Μανιχαίοι, επίσης, οι οποίοι προτάσσουν δύο συναιώνιες και ενάντιες αρχές, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του μονογενούς Υιού του Θεού. Βρίσκουν αναξιοπρεπές να πιστεύεται για τον Θεό ότι έχει Υιό, επειδή δεν μπορούν να το κατανοήσουν αυτό με τρόπο που να μην παραπέμπει στη σάρκα: αφού το πλάσιμο ενός ανθρώπου προέρχεται από τη συνένωση δύο σωμάτων, είναι αναξιοπρεπές να εφαρμόζεται αυτή η σύλληψη στον Θεό. Για αυτόν τον λόγο δεν αποδέχονται την Παλαιά Διαθήκη, ούτε και ολόκληρη την Καινή. Και στην ίδια γραμμή ολοκληρωτικού σφάλματος, ασφαλώς, δεν παραδέχονται τη γέννηση του Υιού από την Παρθένο, μήπως και θεωρηθεί επιμολυσμένη από το ανθρώπινο σώμα η φύση του Θεού. Αλλά αρκετά για αυτά. Θα αναλυθούν στο σωστό σημείο και με τη σωστή σειρά.
Η θεία φύση λοιπόν, που παραμένει αμετάβλητη από τους αιώνες εις τους αιώνες, με θέληση που είναι γνωστή μόνον στην ίδια, θέλησε να πλάσει τον κόσμο, και να τον οδηγήσει από την απόλυτη ανυπαρξία στην ύπαρξη. Δεν παρήγαγε τον κόσμο από την ίδια της την ουσία (τούτο το διευκρινίζω για να μην θεωρηθεί ο κόσμος φύσει θεϊκός), ούτε τον διαμόρφωσε σύμφωνα με κάποιο πρότυπο (και τούτο το λέω για να μην σκεφτεί κανείς ότι προϋπήρχε κάτι στο οποίο στηρίχτηκε το θέλημά της, ωσάν, δηλαδή, να υπήρχε οτιδήποτε με φύση τέτοια που δεν πλάσθηκε από τη θεία φύση αλλά προϋπήρχε). Με τον Λόγο[3] του δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη, ώστε να εξασφαλίσει στις άξιες φύσεις μια ουράνια κατοικία, και να θέσει τα γήινα πράγματα στη γη[4]. Παρόλο που στις ουράνιες φύσεις –οι οποίες ονομάζονται από όλους αγγελικές– όλα τα όντα είναι όμορφα και κατανεμημένα σε διακριτές τάξεις, εντούτοις, ένα τμήμα, εκείνο το οποίο επιζητούσε περισσότερα από όσα όριζε η φύση του, και περισσότερο από όσα του είχε αποδώσει ο ίδιος ο δημιουργός της φύσης του, αποδιώχτηκε από την ουράνια έδρα του. Και επειδή ο δημιουργός ήθελε να παραμείνει απαραμείωτος ο αριθμός των αγγέλων (της ουράνιας, δηλαδή, πολιτείας, της οποίας πολίτες είναι οι άγγελοι), έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης και του εμφύσησε πνοή ζωής. Του χάρισε τη λογική, τον προίκισε με την ελευθερία της θέλησης και του επιδαψίλευσε τις τέρψεις του παραδείσου, συνάπτοντας, όμως, εκ των προτέρων, τη συμφωνία ότι, αν αποφάσιζε να μείνει εκτός αμαρτίας, θα προσαρτούσε αυτόν και τους απογόνους του στις τάξεις των αγγέλων. Καθώς η ανώτερη φύση είχε καταπέσει στο κατώτατο βάραθρο κακίας εξαιτίας της αλαζονείας, η κατώτερη ουσία θα μπορούσε να εγερθεί στο ανώτατο καλό μέσω της ταπεινοφροσύνης. Αλλά ο γενάρχης του φθόνου, μην αντέχοντας να ανέλθει ο άνθρωπος εκεί όπου ο ίδιος δεν αξιώθηκε να παραμείνει, έσπειρε τον πειρασμό σε αυτόν και τη σύντροφό του –την οποία ο Δημιουργός είχε πλάσει από το πλευρό του ανδρός για τη διαιώνιση των ανθρώπων– και τους άνοιξε τον δρόμο να τιμωρηθούν για ανυπακοή, υποσχόμενος στον άνθρωπο ότι θα καταστεί θεός, υποσχόμενος, δηλαδή, αυτό ακριβώς που, όταν το προσπάθησε ο ίδιος, προκάλεσε τη συντριβή του[5]. Όλα αυτά αποκαλύφθηκαν από τον Θεό στον δούλο του Μωυσή, στον οποίο ανέθεσε να αφηγηθεί όσα αφορούν τη δημιουργία και την καταγωγή του ανθρώπινου γένους, όπως μαρτυρείται στα βιβλία που συνέταξε. Διότι η θεία αυθεντία εκφράζεται πάντοτε με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: τον ιστορικό, ο οποίος απλώς αφηγείται τα γεγονότα, και τον αλληγορικό, ο οποίος υπερβαίνει την τάξη της ιστορικής αφήγησης· ή, πάλι, συνθέτοντας και τους δύο παραπάνω τρόπους, ώστε η διδασκαλία να βασίζεται τόσο στην ιστορία όσο και στην αλληγορία. Όλα αυτά είναι απολύτως σαφή σε όσους τα κατανοούν με ευσέβεια και τα πιστεύουν με καθαρή καρδιά. Αλλά ας επιστρέψουμε τώρα στο θέμα μας.
Ο πρώτος άνθρωπος, πριν την έλευση της αμαρτίας, κατοικούσε με τη σύντροφό του στον παράδεισο. Αλλά όταν έτεινε το αυτί του στον πειρασμό και απέτυχε να τηρήσει την εντολή του δημιουργού του, εξορίστηκε, αναγκάστηκε να οργώνει τη γη και, αποκλεισμένος από το απάγκιο του παραδείσου, μετέφερε σε άγνωστες περιοχές τη γονή του[6]. Και με την αναπαραγωγή, ο ένοχος μετέδωσε σε όλους τους απογόνους την τιμωρία που είχε υποστεί αυτός, ο πρώτος άνθρωπος, εξαιτίας της ανυπακοής του. Ως εκ τούτου, επακολούθησε η διαφθορά τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, καθώς και η συντριβή που σηματοδοτεί ο θάνατος. Και τον θάνατο του άξιζε να τον βιώσει πρώτος ο ίδιος στον θάνατο του γιου του Άβελ[7] – για να δοκιμάσει μέσω του θανάτου του παιδιού του το μέγεθος της τιμωρίας που του είχε επιβληθεί. Διότι, αν είχε πεθάνει πρώτος, κατά κάποιο τρόπο δεν θα γνώριζε, και –αν είναι δόκιμη η έκφραση– δεν θα βίωνε την τιμωρία του. Αλλά τη βίωσε για κάποιον άλλον ούτως ώστε να συνειδητοποιήσει πλήρως τη δίκαιη συνέπεια της απείθειάς του και, καταδικασμένος σε θάνατο ο ίδιος, να βασανίζεται βαθιά από την αναμονή του. Αλλά αυτό το κακό που προήλθε από την παράβαση του πρώτου ανθρώπου, και το οποίο ο πρώτος άνθρωπος μετέδωσε με φυσικό τρόπο στους απογόνους του, δεν το παραδεχόταν ένας Πελάγιος. Τούτος δημιούργησε, λοιπόν, την αίρεση που φέρει το όνομά του και την οποία η καθολική πίστη, όπως είναι γνωστό, εξόρισε αμέσως από τους κόλπους της. Έτσι, το ανθρώπινο γένος που ξεπήδησε από τον πρώτο άνθρωπο και αυξήθηκε δυναμικά και πολλαπλασιάστηκε, ξέσπασε σε διαμάχες, υποκίνησε πολέμους και βυθίστηκε στην επίγεια δυστυχία, αφού είχε απωλέσει την ευτυχία του παραδείσου από τον προπάτορά του. Ωστόσο, από αυτή τη μοίρα γλίτωσαν ορισμένοι άνθρωποι τους οποίους ο δωρητής της χάρης ξεχώρισε και που ήταν υπάκουοι στο θέλημά Του. Αυτούς, αν και βάσει της ανθρώπινης φύσης που είχε διαμορφωθεί μετά το πρώτο αμάρτημα ήταν καταδικασμένοι, εντούτοις ο Θεός τους κατέστησε κοινωνούς του μέλλοντος μυστηρίου, που θα φανερωνόταν πολύ αργότερα, διότι ήθελε να αποκαταστήσει τη φύση που είχε χαθεί. Έτσι, ο κόσμος πλημμύρισε από το ανθρώπινο γένος και ο άνθρωπος, που με τη δική του κακόβουλη παρακοή είχε περιφρονήσει τον Δημιουργό του, εξακολουθούσε να βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι. Και καθώς ο Θεός, επιθυμώντας πολύ περισσότερο να ανορθώσει το ανθρώπινο γένος μέσω ενός δίκαιου ανθρώπου παρά να μείνει αυτό για πάντα δέσμιο της πρωταρχικής αναίδειας, αποφάσισε όλο το ένοχο πλήθος να χαθεί στα μεγάλα νερά ενός κατακλυσμού, με εξαίρεση τον Νώε: έναν δίκαιο άνθρωπο, στον οποίο επέτρεψε να διασωθεί μαζί με τα παιδιά του και όλα τα πλάσματα που είχε βάλει στην κιβωτό[8]. Ο λόγος για τον οποίο ήθελε να σώσει τους δίκαιους σε μια ξύλινη κιβωτό, είναι γνωστός σε όλους όσους είναι εξοικειωμένοι με τη θεϊκή Γραφή. Πάντως, η λεγόμενη πρώτη εποχή του κόσμου, ολοκληρώθηκε με τον τιμωρητικό αυτό κατακλυσμό.
Αποκαθίσταται το ανθρώπινο γένος, και όμως δεν σταματά να ασπάζεται την κακία που έχει εγκατασπαρεί στη φύση του, κακία που φύτεψε ο πρωταίτιος της ανυπακοής. Και έτσι πυκνώνει η απείθεια που είχε κάποτε τιμωρηθεί με τα νερά του κατακλυσμού, και η ανθρώπινη ζωή περιορίζεται σε σύντομη διάρκεια, ενώ πρωτύτερα στον άνθρωπο είχε χαριστεί μακροζωία. Ωστόσο, ο Θεός δεν επρόκειτο να τιμωρήσει ξανά το ανθρώπινο γένος με κατακλυσμό. Όρισε να συνεχιστεί, και επέλεξε από αυτό ανθρώπους από τη σειριά των οποίων θα προέκυπτε η γενιά που, στην έσχατη εποχή του κόσμου, θα μας έδινε τον Υιό του ενδεδυμένο με ανθρώπινο σώμα. Από αυτούς τους ανθρώπους πρώτος υπήρξε ο Αβραάμ ο οποίος, σε έσχατο γήρας και με τη γυναίκα του πολύ ηλικιωμένη, αξιώθηκαν στα στερνά τους γιο – και εκπληρώθηκε έτσι γενναιόδωρα η υπόσχεση που τους είχε δωθεί. Αυτός ο γιος ονομάστηκε Ισαάκ[9] και γέννησε τον Ιακώβ, ο οποίος με τη σειρά του γέννησε τους δώδεκα Πατριάρχες[10] – ο Θεός δεν συγκαταριθμεί σε αυτούς όσους γεννήθηκαν με φυσικό τρόπο και μόνον. Αυτός ο Ιακώβ, λοιπόν, μαζί με τους γιους του και όλο τον οίκο του, αποφάσισαν να κατοικήσουν στην Αίγυπτο καθώς ήταν μια χώρα που ευημερούσε[11]. Το πλήθος τους αυξήθηκε ραγδαία με την πάροδο των ετών και άρχισαν να γίνονται αντικείμενο καχυποψίας για τους Αιγύπτιους ηγεμόνες. Ο Φαραώ διέταξε να τους καταπιέσουν επιβάλλοντάς τους μεγάλες κακουχίες και δυσβάσταχτα έργα[12]. Τελικά, ο Θεός, καταφρονώντας την κυριαρχία του βασιλιά της Αιγύπτου, χώρισε στα δύο την Ερυθρά Θάλασσα -ένα θαύμα που όμοιό της η φύση δεν είχε δει πριν- και καθοδήγησε τον λαό του με μπροστάρηδες τον Μωυσή και τον Ααρών. Έπειτα, για να εξασφαλιστεί η έξοδός τους, μιας και οι Αιγύπτιοι δεν άφηναν τον λαό να φύγει, στην Αίγυπτο έπεσαν επώδυνες πληγές[13]. Έτσι, αφού ο λαός διέσχισε, όπως είπα, την Ερυθρά Θάλασσα, και αφού πέρασαν από την άγρια ερημιά, έφτασαν στο όρος που ονομάζεται Σινά, όπου ο Θεός και Δημιουργός των πάντων, επιθυμώντας να προετοιμάσει τα έθνη για τη γνώση του μέλλοντος μυστηρίου, συνέταξε νόμο που δόθηκε μέσω του Μωυσή, ο οποίος καθόριζε τις λεπτομέρειες των θυσιαστικών τελετών μα και χρηστά ήθη για τον λαό[14]. Και αφού πολέμησαν με πολλά έθνη κατά τη μακρόχρονη περιπλάνησή τους, έφτασαν επιτέλους στον ποταμό που ονομάζεται Ιορδάνης, με ηγέτη τώρα τον Ιησού, τον γιο του Ναυή. Και για να αντιπεράσουν, τα ρέματα του Ιορδάνη αποστραγγίστηκαν όπως τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας και έτσι ολοκλήρωσαν την πορεία τους φθάνοντας στην πολιτεία που τώρα ονομάζεται Ιερουσαλήμ[15]. Και διαβάζουμε ότι, όσο ο λαός του Θεού κατοικούσε εκεί, εγκαταστάθηκαν πρώτα κριτές και προφήτες, και μετά βασιλιάδες. Μετά τον Σαούλ, τον πρώτο βασιλιά, ανέβηκε στο θρόνο ο Δαβίδ από τη φυλή του Ιούδα. Ύστερα από αυτόν, το βασιλικό γένος διαιωνίστηκε από γενιά σε γενιά και βάστηξε μέχρι την εποχή του Ηρώδη. Ο Ηρώδης ήταν ο πρώτος ηγεμόνας εθνικής καταγωγής στον οποίο ανατέθηκε να κυβερνήσει. Επί των ημερών του ανατράφηκε η μακαριστή θεοτόκος Μαρία, που είχε δαυιδική καταγωγή, αυτή που γέννησε τον Δημιουργό του ανθρώπινου γένους[16]. Αλλά ακριβώς επειδή ολόκληρος ο κόσμος κειτόταν σαν νεκρός, διεφθαρμένος καθώς ήταν από τις πολλές αμαρτίες, επελέγη ένα έθνος στο οποίο οι εντολές του Θεού θα μπορούσαν να καταλάμψουν. Σε αυτό στάλθηκαν προφήτες και άλλοι άγιοι άνθρωποι, ώστε με τις προειδοποιήσεις τους να σωθεί ο λαός από την παραφουσκωμένη αδιατρεψία του. Αλλά θανάτωσαν αυτούς τους αγίους ανθρώπους και o λαός προτίμησε να προσκολληθεί στη φαυλότητα της διαστροφής του.
Και στις έσχατες μέρες του χρόνου, αντί για προφήτες και άλλους ανθρώπους στους οποίους ευδόκησε, ο Θεός θέλησε να γεννηθεί από μια Παρθένο ο μονογενής Υιός του, ώστε η σωτηρία της ανθρωπότητας που είχε απωλεσθεί εξαιτίας της ανυπακοής του πρώτου άνδρα, να αποκατασταθεί από τον θεάνθρωπο. Ταυτόχρονα, καθώς ήταν γυναίκα εκείνη που είχε οδηγήσει τον άνδρα στην πράξη που προκάλεσε τον θάνατο, ο Θεός όρισε να υπάρξει μια δεύτερη γυναίκα που θα γεννούσε από ανθρώπινη μήτρα εκείνον που δίνει τη ζωή. Και ας μη θεωρηθεί παράξενο ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε από μια Παρθένο, μιας και η σύλληψη και η γέννησή του έλαβαν χώρα κατά τρόπο που υπερβαίνει τη φύση. Παρθένος ήταν όταν συνέλαβε από το Άγιο Πνεύμα τον σαρκωθέντα Υιό του Θεού, Παρθένος ήταν όταν τον γέννησε, και Παρθένος παρέμεινε μετά τη γέννησή του. Και τούτος κατέστη ταυτόχρονα Υιός του Ανθρώπου και Υιός του Θεού για να λάμψει μέσα του η δόξα της θείας φύσης και, συνάμα, για να καταφανεί η ανθρώπινη αδυναμία που πήρε πάνω του. Ωστόσο, ενάντια σε αυτήν τη σωτήρια και αληθέστατη πίστη, ξεσηκώθηκαν πολλοί που φληναφούσαν άλλα πράγματα, και ιδιαίτερα ο Νεστόριος και ο Ευτυχής, υποκινητές αιρετικών θέσεων. Ο πρώτος θεωρούσε ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος και μόνον, ενώ ο άλλος ότι ήταν αποκλειστικά Θεός και πως το ανθρώπινο σώμα που ενδύθηκε ο Χριστός δεν ήταν αποτέλεσμα μετοχής στην ανθρώπινη ουσία. Αρκετά όμως για αυτά.
Ο Χριστός, λοιπόν, μεγάλωσε κατά σάρκα και βαφτίστηκε ούτως ώστε να δεχθεί πρώτος τη μορφή του βαπτίσματος[17] που θα δίδασκε στους άλλους. Αλλά μετά τη βάπτισή του, διάλεξε δώδεκα μαθητές, ένας από τους οποίους τον πρόδωσε. Και επειδή ο λαός των Ιουδαίων δεν μπορούσε να αντέξει την υγιή διδασκαλία, απλώσαν τα χέρια τους πάνω του και του επέβαλαν το μαρτύριο της σταύρωσης. Ο Χριστός, λοιπόν, θανατώθηκε, και βρισκόταν για τρεις μέρες και τρεις νύχτες στον τάφο. Αναστήθηκε από τους νεκρούς όπως είχε προκαθορίσει με τον Πατέρα πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Ανέβηκε στον ουρανό από όπου ξέρουμε ότι δεν ήταν ποτέ απών, επειδή είναι Υιός του Θεού, για να μπορέσει ως Υιός του Θεού να αναστήσει μαζί του στην ουράνια κατοικία τον άνθρωπο του οποίου τη σάρκα είχε εγκολπωθεί, και τον οποίο ο Διάβολος είχε εμποδίσει να αναταθεί στα ουράνια. Για αυτό χαρίζει στους μαθητές του τη μορφή του βαπτίσματος, τη λυτρωτική διδασκαλία και τη δύναμη να κάνουν θαύματα, και τους προτρέπει να πάνε σε ολόκληρο τον κόσμο για να μεταδώσουν το μήνυμα της ζωής, προκειμένου να μην περιορίζεται το λυτρωτικό κήρυγμα σε ένα μόνο έθνος αλλά να απλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Και επειδή το ανθρώπινο γένος λαβώθηκε όπως του άξιζε από τα βέλη της αιώνιας τιμωρίας εξαιτίας της φύσης που κληρονόμησε από τον πρώτο παραβάτη, και καθώς δεν ήταν σε θέση από μόνο του να κερδίσει τη σωτηρία αφού απώλεσε αυτήν τη δυνατότητα εξαιτίας του προπάτορά του, ο Θεός καθιέρωσε ορισμένα θεραπευτικά μυστήρια μέσω των οποίων το ανθρώπινο γένος θα αναγνώριζε ότι άλλο είναι εκείνο που αξίζει βάσει της φύσης του και άλλο αυτό που δίνεται μέσω της χάρης: η φύση δεν υπόκειται σε τίποτε άλλο από την ποινή, αλλά η χάρη, που κερδίζεται όχι ως ανταμοιβή -αφού δεν θα ήταν χάρη αν διδόταν ως ανταμοιβή-, δωρίζει όλα όσα αφορούν τη σωτηρία.
Για αυτό η ουράνια διδασκαλία διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, οι λαοί γίνονται ένα, ιδρύονται Εκκλησίες και σχηματίζεται ένα σώμα που απλώνεται σε όλο τον κόσμο, και του οποίου η κεφαλή, δηλαδή ο Χριστός, ανέβηκε στους ουρανούς, ώστε να ακολουθήσουν κατ’ ανάγκη τα μέλη. Αυτή η διδασκαλία εμπνέει στην παρούσα ζωή τα καλά έργα και υπόσχεται ότι μετά το τέλος του κόσμου τα σώματά μας θα αναστηθούν άφθαρτα στη βασιλεία των ουρανών, ούτως ώστε εκείνος που έζησε με τρόπο αγαθό στη γη, με δώρημα του Θεού, να περιληφθεί στους ευλογημένους κατά την ανάσταση νεκρών. Εκείνος δε που έζησε φαύλα, θα πρέπει, ως συνέπεια της ανάστασης, να παραμείνει στη δυστυχία. Και αυτή είναι μια βασική αρχή της θρησκείας μας: το να πιστεύουμε ότι όχι μόνο δεν χάνονται οι ψυχές των ανθρώπων, αλλά ότι και τα ίδια τα σώματά μας, που η έλευση του θανάτου αποσυνθέτει, ανακτούν την πρώτη τους κατάσταση στην επερχόμενη μακαριότητα. Αυτή η καθολική εκκλησία, λοιπόν, που έχει εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο, θεμελιώνεται με τρεις τρόπους. Όλες της οι διακηρύξεις βασίζονται είτε στην αυθεντία των Γραφών, είτε στην οικουμενική παράδοση, είτε στην οικεία ή εξειδικευμένη διδασκαλία της. Και ενώ η αυθεντία των Γραφών και η οικουμενική πατερική παράδοση είναι δεσμευτικές για το σύνολο της Εκκλησίας, κάθε ξεχωριστή εκκλησία διέπεται από ιδιαίτερους κανόνες και διαφορετική συγκρότηση. Οι παραλλαγές σχετίζονται είτε με τον τόπο όπου κάθε εκκλησία ευδοκιμεί, είτε με όσα επιτάσσει η ορθή κρίση της καθεμιάς. Το μόνο, λοιπόν, που περιμένουν τώρα οι πιστοί είναι ότι θα έρθει το τέλος του κόσμου, ότι όλα τα φθαρτά θα παρέλθουν, ότι οι άνθρωποι θα αναστηθούν για να δοκιμαστούν στη μελλοντική κρίση, ότι ο καθένας θα λάβει ανταμοιβή σύμφωνα με την αξία του και ότι θα παραμείνει εις το διηνεκές και αιωνίως στην πρέπουσα θέση. Η μοναδική ανταμοιβή του σε κατάσταση μακαριότητας θα είναι η θέαση του Δημιουργού, στον βαθμό, ασφαλώς, που το δημιούργημα δύναται να φθάσει στη θέαση του Δημιουργού, ούτως ώστε να αναπληρωθεί ο αριθμός των αγγέλων στην ουράνια πολιτεία, όπου βασιλιάς είναι ο Υιός της παρθένου, και όπου απαντούν αιώνια η χαρά, η τέρψη, η τροφή, η ωφέλεια αλλά και η διαρκής εξύμνηση του Δημιουργού.
~.~
