*
Επιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ
Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).
Σ χ ε τ ι κ ά μ έ τ ό ν Τ ο λ σ τ ό ι
Ἡ φύση στάθηκε γενναιόδωρη μονάχα ἀπέναντι σέ ἐκείνους πού τούς ἀπάλλαξε ἀπό τήν σκέψη τοῦ θανάτου. Τούς λοιπούς ἀνθρώπους τούς παρέδωσε στόν πιό ἀρχαῖο καί διαβρωτικό φόβο, δίχως ὅμως καί νά τούς διαθέσει τα μέσα ἤ ἔστω νά τούς ὑποδείξει ἕναν τρόπο γιά νά τόν νικήσουν. Εἶναι φυσικό νά πεθαίνουμε, δέν εἶναι ὅμως φυσικό νά μένουμε προσκολλημένοι στόν θάνατο, νά τόν σκεφτόμαστε σέ κάθε εὐκαιρία. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν βγάζει τόν θάνατο ἀπό τό μυαλό του εἶναι ματαιόδοξος καί ἐγωπαθής∙ ζῶντας ἀποκλειστικά σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα πού οἱ ἄλλοι ἔχουν μορφώσει γι’ αὐτόν, ἀναστατώνεται στήν σκέψη καί μόνο ὅτι μιά μέρα θά φτάσει νά εἶναι ἕνα τίποτα∙ Καθώς ἡ λήθη εἶναι ὁ μόνιμος ἐφιάλτης του, ἐμφανίζεται ἐπιθετικός καί χολωμένος, βρίσκει ἀμέσως ἀφορμή γιά νά δείξει πόσο κακεντρεχής καί κακότροπος εἶναι. Δέν διακρίνουμε ἄραγε στόν φόβο τοῦ θανάτου μιά ὁρισμένη ἔλλειψη κομψότητας; Ὁ φόβος πού ἐμποιεῖ ὁ θάνατος πτοεῖ καί παραλύει τούς φιλόδοξους, ἀφήνει ὅμως ἀνεπηρέαστους τούς ἀπονήρευτους∙ τούς ἐγγίζει, ἀλλά δέν τούς κυριεύει. Οἱ ὑπόλοιποι τόν ὑπομένουν μέ αἴσθημα πικρίας καί θυμοῦ, καθώς καί μέ μιά ὑποβόσκουσα μνησικακία ἀπέναντι σέ ἐκείνους πού διόλου δέν ἀγριεύουν μέ τήν σκέψη του. Οὐδέποτε ἕνας Τολστόι θά συγχωροῦσε ἐκείνους πού γιά καλή τους τύχη δέν κυριεύτηκαν ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου· θά τούς τιμωρήσει ἐμβάλλοντάς τους τόν τρόμο, περιγράφοντάς τον μέ μιά ἀκρίβεια πού τόν καθιστᾶ συνάμα ἀποκρουστικό καί μεταδοτικό. Ἡ τέχνη του ἔγκειται στό νά φτιάχνει ἀπό κάθε ξεχωριστή, ἐπί μέρους ἀγωνία, τήν ἀγωνία αὐτή καθ’ ἑαυτή, στό νά ὑποχρεώνει τόν κάθε ἀναγνώστη νά ἐπαναλαμβάνει πρός ἑαυτόν, ἐμβρόντητος καί γοητευμένος, τά ἀκόλουθα λόγια: «ὥστε ἔτσι, λοιπόν, πεθαίνουμε».
Στόν συμβατικό καί στερεότυπα ἐπαναλαμβανόμενο κόσμο ὅπου ζεῖ ὁ Ἰβάν Ἴλιτς, ἡ ἀσθένεια μπουκάρει ἀπρόσκλητη. Ἀρχικά νομίζει ὅτι πρόκειται γιά μιά προσωρινή ἀδιαθεσία, κάτι τό περαστικό καί ἀσήμαντο∙ στή συνέχεια, καθώς ὁ πόνος χειροτερεύει, γίνεται ὅλο καί πιό συγκεκριμένος καί ἀνυπόφορος, ὁ Ἰβάν Ἴλιτς ἀρχίζει νά ἀντιλαμβάνεται τή σοβαρότητα τῆς κατάστασης, ὥσπου στό τέλος ἀποκαρδιώνεται ἐντελῶς. «Κάποιες στιγμές, μετά ἀπό πολύωρους πόνους, ὅσο κι ἄν ντρεπόταν νά τό ὁμολογήσει, πάνω ἀπ’ ὅλα ἤθελε νά τόν λυπηθεῖ κάποιος σάν νά ἦταν ἕνα ἄρρωστο παιδί. Ἤθελε νά τόν κανακεύουν, νά τόν φιλᾶνε, νά κλαῖνε γι’ αὐτόν, ὅπως χαϊδεύουν καί παρηγοροῦν τά παιδιά. Ἤξερε ὅτι εἶναι ἕνας σοβαρός δικαστής μέ γκρίζα γενειάδα, καί ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο ἦταν ἀδύνατο νά γίνει ἕνα τέτοιο πρᾶγμα. Ἔλα ὅμως πού τό ἀποζητοῦσε».[*] Ἡ σκληρότητα, τοὐλάχιστον στήν λογοτεχνία, εἶναι ἔνδειξη ἐκλεκτότητας. Ὅσο πιό προικισμένος εἶναι ἕνας συγγραφέας τόσο περισσότερο ἐπιφορτίζεται μέ τό ἔργο νά ἐξωθεῖ τούς χαρακτῆρες του μέχρι τήν ἀπελπισία· τους καταδιώκει, τούς τυραννᾶ, τούς στριμώχνει σέ μιά ἀδιέξοδη κατάσταση λεπτολογῶντας στήν συνέχεια τήν κάθε τους ἀγωνία. Χρειάζεται ἀγριότητα, πιό πολύ καί ἀπό σκληρότητα, γιά νά ἀνασύρει κανείς στήν ἐπιφάνεια αὐτό πού μέσα στήν ἀσημαντότητα δέν παίρνει γιατρειά, γιά νά φέρει στό φῶς καί τήν ἐλάχιστη ἀκόμα ὑποψία τρόμου πού καταλαμβάνει ἕνα συνηθισμένο ἄτομο ὅταν πλήττεται ἀπό μιά μεγάλη συμφορά. «Ξάφνου ἔνιωσε τόν γνώριμο παλιό, βουβό, διαπεραστικό πόνο, ἐπίμονο, ἀθόρυβο, σοβαρό».[†] Ὁ Τολστόι, τόσο φειδωλός μέ τά ἐπίθετα, βρίσκει ἐδῶ ἕξι γιά νά περιγράψει μιά πραγματικά ἐπώδυνη αἴσθηση. Ἡ σάρκα εἶναι γι’ αὐτόν μιά εὔθραυστη καί συνάμα τρομακτική πραγματικότητα, ἀποτελεῖ τόν μεγάλο τροφοδότη τοῦ τρόμου· ὀρθῶς ἑπομένως τή χρησιμοποίησε ὡς ἀφετηρία γιά τό φαινόμενο τοῦ θανάτου. Ἡ λύση τοῦ δράματος δέν λαμβάνει ποτέ χώρα ἀφηρημένα, αὐτοτελῶς, ἔξω ἀπό τά πάσχοντα ὄργανα τοῦ σώματος. Πῶς σιγολιώνει κανείς στό ἐσωτερικό ἑνός συστήματος; Πῶς ἀποσυντίθεται; Ἡ μεταφυσική δέν ἔχει κρατήσει μιά θέση γιά τό πτῶμα. Οὔτε, ἐδῶ πού τά λέμε, γιά τό ζωντανό ὄν. Ὅσο πιό ἀφηρημένοι καί ἀπρόσωποι γινόμαστε, εἴτε αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἐννοιῶν εἴτε τῶν προκαταλήψεων (τόσο οἱ φιλόσοφοι ὅσο καί τά κοινότοπα πνεύματα κινοῦνται στό μή-πραγματικό), τόσο πιό ἀδιανόητος μοιάζει ἕνας ἐπικείμενος, ἄμεσος θάνατος. Ἄν τοῦ στερήσουμε τήν ἀσθένεια, ὁ Ἰβάν Ἴλιτς, ἕνα πνεῦμα βυθισμένο στήν κοινοτοπία, χάνει τό σχῆμα καί τή συνοχή του. Αὐτή εἶναι πού, καταστρέφοντάς τον, τοῦ χορηγεῖ ὕπαρξη. Σύντομα δέν θά εἶναι τίποτα· πρίν ἀπό αὐτήν, ἐπίσης δέν ἦταν τίποτα. Εἶναι μονάχα στό μεσοδιάστημα ἀνάμεσα στό κενό τῆς ὑγείας καί στό κενό τοῦ θανάτου· ὑπάρχει μόνο ὅσο πεθαίνει. Τί ἦταν λοιπόν πρωτύτερα; Μιά ἀφοσιωμένη στήν λατρεία τῶν εἰδώλων μαριονέτα, ἕνας ἀνώτερος δικαστικός ὑπάλληλος, πού πίστευε στήν ἐπαγγελματική ἀποστολή του καί στήν οἰκογένειά του. Λυτρωθείς ἀπό τό ψέμα καί τήν ἀπάτη, καταλαβαίνει ὅτι μέχρι τήν ἐκδήλωση τῆς ἀσθένειάς του σπατάλησε τόν χρόνο του μάταια καί ἀνώφελα. Τόσα χρόνια πέρασαν, κι ἄν κάτι τελικά ἀποσώζεται εἶναι αὐτές οἱ λίγες ἑβδομάδες [βασανισμένης ζωῆς] πού τοῦ μένουν, στήν διάρκεια τῶν ὁποίων θά ὑποφέρει καί θά τοῦ ἀποκαλυφθοῦν πραγματικότητες πού δέν τίς εἶχε προηγούμενα ὑποψιαστεῖ. Ἡ ἀληθινή ζωή ἀρχίζει καί τελειώνει μέ τήν ἀγωνία, αὐτό εἶναι τό μάθημα ἀπό τήν δοκιμασία πού ὑπέστη ὁ Ἰβάν Ἴλιτς, ὅπως καί ἀπό ἐκείνη τοῦ Μπρεχοῦνοφ στό Ἀφέντης καί ὑπηρέτης. Ἄν ἀληθεύει ὅτι ἡ ἀπώλεια μᾶς σώζει, ἄς κρατήσουμε τότε ζωντανή μέσα μας τήν δεισιδαίμονα πίστη στίς τελευταῖες στιγμές: αὐτές μόνο, στά μάτια του Τολστόι, θά μᾶς λυτρώσουν ἀπό τόν ἀρχαῖο φόβο, μόνο μέσῳ αὐτῶν θά καταφέρουμε νά βγοῦμε νικητές. Τοῦτος ὁ φόβος μᾶς ποτίζει φαρμάκι, ἀνοίγει πληγή μέσα μας· ἄν λοιπόν θέλουμε νά θεραπευτοῦμε, ἄς ὁπλιστοῦμε μέ ὑπομονή, ἄς περιμένουμε λοιπόν. Ἐλάχιστοι σοφοί θά προσυπέγραφαν ἕνα τέτοιο συμπέρασμα· διότι φιλοδοξῶ νά γίνω σοφός σημαίνει ὅτι θέλω χωρίς ἄλλη καθυστέρηση νά θριαμβεύσω πάνω σ’ αὐτόν τόν φόβο.
Τό ζήτημα τοῦ θανάτου πάντοτε ἀπασχολοῦσε τόν Τολστόι, ἀπέβη ὅμως ἕνα ἀγωνιῶδες πρόβλημα μετά τήν προσωπική κρίση πού βίωσε στά πενῆντα του, ὅταν ἄρχισε πανικόβλητος νά ἀναρωτιέται γιά τό «νόημα» τῆς ζωῆς. Ὅμως ἡ ζωή, εὐθύς μόλις ἀπασχοληθοῦμε ἐμμονικά μέ τό τί θά μποροῦσε νά σημαίνει, σκάζει καί γίνεται θρύψαλα: Αὐτό ἀπό μόνο του ρίχνει ἕνα φῶς στήν ὑπόθεση τῆς ζωῆς, στήν ἀξία της, μᾶς δίνει νά καταλάβουμε τήν κάτισχνη, τήν ἐλάχιστα πιθανή ὑπόστασή της. Θά ἔπρεπε μήπως νά προβάλλουμε μαζί μέ τόν Γκαῖτε τόν ἰσχυρισμό ὅτι τό νόημα τῆς ζωῆς βρίσκεται στήν ἴδια τήν ζωή; Ἅπαξ καί σέ στοιχειώσει ἕνα τέτοιο πρόβλημα, πολύ δύσκολα ἐπιλύεται, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἡ ἔμμονη ἐνασχόληση μέ αὐτό ἀρχίζει ἀκριβῶς μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ μή-νοήματος τῆς ζωῆς.
Στέρεψε, εἶπαν, ἀπό δημιουργικότητα· ἦταν μιά ἀπόπειρα νά ἐξηγηθεῖ ἡ κρίση καί ἡ «μεταστροφή» τοῦ Τολστόϊ. Δέν εὐσταθεῖ ὅμως ἡ ἐξήγηση αὐτή. Τά ἔργα τῆς τελευταίας περιόδου, ὅπως: Ὁ θάνατος τοῦ Ἰβάν Ἴλιτς, Ἀφέντης καί ὑπηρέτης, Πατήρ Σέργιος, Ὁ Σατανᾶς, ἔχουν μιά πυκνότητα καί ἕνα βάθος πού μιά μαραμένη ἰδιοφυΐα δέν θά μποροῦσε νά ἐπιδείξει. Δέν στέρεψε τό ἔργο του, μετατοπίστηκε τό ἐνδιαφέρον του. Ἀποστρέφει τό βλέμμα του ἀπό τήν ἐξωτερική ζωή τῶν ὄντων, κι ἀρχίζει νά ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτά, νά τά περιεργάζεται, μόνο ἀπό τήν στιγμή πού διέρχονται καί ἐκεῖνα μιά περίοδο κρίσης, ὅταν ὁδηγοῦνται σέ ρήξη μέ τίς μυθοπλασίες μέσα στίς ὁποῖες ζοῦσαν μέχρι πρότινος. Ὑπ’ αὐτές τίς συνθῆκες ἡ συγγραφή σπουδαίων μυθιστορημάτων δέν εἶναι πλέον στό χέρι του. Σπάει τό συμβόλαιο πού ὡς μυθιστοριογράφος εἶχε συνάψει μέ τόν φαινόμενο κόσμο καί στρέφεται πρός τήν ἄλλη πλευρά τῶν πραγμάτων. Ἡ κρίση στήν ὁποία ὡστόσο εἰσερχόταν δέν ἦταν τόσο ἀπρόσμενη ἤ τόσο ριζική ὅσο τοὐλάχιστον νόμιζε ὅταν σημείωνε [στό Ἡμερολόγιό του]: «Ξάφνου, ἡ ζωή μου σταμάτησε». Κάθε ἄλλο παρά ἀπροσδόκητη ἦταν αὐτή ἡ κρίση, καθώς στήν πραγματικότητα ἀποτέλεσε τήν κατάληξη, τήν παρόξυνση μιᾶς ἀγωνίας πού πάντοτε τόν βασάνιζε. (Μπορεῖ ὁ Θάνατος τοῦ Ἰβάν Ἴλιτς νά τοποθετεῖται χρονικά τό 1886, ὡστόσο, τά θέματα τῆς συγκεκριμένης νουβέλας τά βρίσκουμε ἐν σπέρματι στό διήγημα Τρεῖς θάνατοι, πού γράφτηκε τό 1859). Ἁπλῶς, ἡ ἀλλοτινή ἀγωνία, φυσική καί αὐθόρμητη, στερούμενη ἔντασης, τοῦ ἦταν ὑποφερτή, ἐνῶ ἡ τωρινή τοῦ ἔχει γίνει ἀνυπόφορη. Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου, παιδιόθεν εὐαίσθητος σέ αὐτήν, δέν ἔχει αὐτή καθαυτή κάτι τό νοσηρό· δέν μπορεῖ ὅμως νά εἰπωθεῖ τό ἴδιο καί γιά τήν κατοπινή πεισματική ἐμμονή πού ἐπέδειξε, γιά τήν ἀδικαιολόγητη προσπάθεια ἐμβάθυνσης σέ αὐτήν τήν ἰδέα, ἡ ὁποία ἀποβαίνει τελικά ὀλέθρια γιά τήν ἄσκηση τῆς ζωῆς. Δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση ὅτι ὅλα αὐτά, ἄν μάλιστα τά ἐξετάσουμε ἀπό τήν σκοπιά τῆς ζωῆς, εἶναι σωστά… Ἀλλά γιατί ὅμως, μπροστά στήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ θανάτου, νά μήν συλλάβουμε τήν δυνατότητα μιᾶς ἀλήθειας πού δέν προβαίνει σέ παραχωρήσεις, δέν μετριάζει τίς ἀξιώσεις της, δέν κάνει καμία διάκριση μεταξύ φυσιολογικοῦ καί παθολογικοῦ; Ἄν τό μόνο πού μετράει εἶναι τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὀφείλουμε ἀπό αὐτό νά συναγάγουμε μέ σθένος τά ἀναγκαῖα συμπεράσματα, χωρίς νά δίνουμε σημασία σέ ἄλλες νοητικές συλλήψεις. Οὐδέποτε ὅμως πρόκειται νά ἐγκολπωθοῦν μιά τέτοια θέση οἱ συνεχῶς δυσανασχετοῦντες γιά τήν «κρίση» τους, ἤτοι γιά μιά κατάσταση πρός τήν ὁποία, ὅλως ἀντιθέτως, τείνουν οἱ προσπάθειες τοῦ πραγματικά μονήρους ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν θά ἔφτανε στό σημεῖο νά ξεστομίσει: «Ἡ ζωή μου σταμάτησε», διότι αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού ἀποζητᾶ. Ἔλα ὅμως πού κάποιος σάν τόν Τολστόι, πλούσιος καί διάσημος, πού λογίζεται ἀπ’ ὅλους σάν ἕνας ἀπό κάθε ἔποψη χορτᾶτος, κοιτάζει σαστισμένος τήν κατάρρευση τῶν παλαιῶν βεβαιοτήτων καί μάταια πασχίζει νά διώξει ἀπό τήν σκέψη του τούτη τήν νεοαφιχθεῖσα ἀποκάλυψη τοῦ μή-νοήματος πού εἰσέβαλε αἴφνης στήν ζωή του καταπλακώνοντάς τον. Αὐτό πού ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές τόν ξενίζει καί τόν συγχύζει εἶναι ὅτι παρ’ ὅλο πού διαθέτει μιά ἀξιοθαύμαστη ζωτικότητα (δούλευε, ὅπως μᾶς διηγοῦνται, ὀκτώ ὧρες ἀκαταπόνητα τήν ἡμέρα καί δρεπάνιζε τόσο καλά ὅσο ἕνας σκληροτράχηλος ἀγρότης), ἔπρεπε νά μηχανεύεται τρόπους ἀποφυγῆς τῆς αὐτοχειρίας. Ἡ ζωτικότητα δέν παρεμβάλλει ἐμπόδια στήν αὐτοχειρία: ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό τήν κατεύθυνση πού παίρνει ἤ τῆς δίνεται. Ὁ ἴδιος ἐξάλλου παρατηρεῖ ὅτι ἡ δύναμη πού τόν ἔσπρωχνε πρός τήν αὐτοκαταστροφή ἦταν ὁμόλογη μέ ἐκείνη πού τόν συνέδεε μέ τήν ἴδια τήν ζωή∙ μέ τή διαφορά, προσθέτει, ὅτι τώρα αὐτή ἀσκεῖται πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση.
Ἡ ἀναζήτηση χασμάτων μέσα στήν συμπάγεια τοῦ Εἶναι, ἡ ἐφόρμηση ἐν μέσῳ ὑπερβολικῆς διαύγειας πρός τήν αὐτοκαταστροφή, ἡ αὐτοϋπονόμευση καί ὁ αὐτοχειριασμός, ὅλα αὐτά, δέν εἶναι προνόμιο μόνο τῶν ἀδυνάμων∙ οἱ ἰσχυρές φύσεις, φτάνει νά ἔρθουν σέ σύγκρουση μέ τόν ἑαυτό τους, εἶναι οἱ προσφορότερες γιά τόν σκοπό αὐτό∙ θά εἰσφέρουν στόν ἀγῶνα κατά τοῦ ἑαυτοῦ ὅλη τους τήν θέρμη καί ἐξαλλοσύνη∙ εἶναι, ἐπίσης, αὐτές οἱ φύσεις τέτοιας λογῆς ὥστε νά δοκιμάζονται ἀπό κρίσεις, τίς ὁποῖες μᾶλλον πρέπει νά τίς σκεφτοῦμε σάν μιά τιμωρία, ἀφοῦ δέν μοιάζει φυσιολογικό πρᾶγμα νά ξοδεύουν τήν ἐνέργειά τους στήν καταβρόχθιση τοῦ ἑαυτοῦ τους. Ἔφτασαν στόν κολοφώνα τῆς δόξης τους; Θά στενάζουν μήπως στήν συνέχεια κάτω ἀπό τό βάρος ἀπορητικῶν ἀναζητήσεων ἤ θά στροβιλίζονται στήν δίνη τοῦ μυαλοῦ τους, σέ μιά φαινομενικά μωρότατη σκοτοδίνη, καίρια ὅμως καί θεμιτή, σάν καί αὐτή πού συμπαρέσυρε τόν Τολστόι ὅταν, σέ πλήρη σύγχυση, μονολογοῦσε βλακωδῶς: Καί ποιό τό νόημα; Καί μετά τί;
Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει συγκομίσει μιά ἀνάλογη μέ ἐκείνη τοῦ Ἐκκλησιαστῆ προσωπική πεῖρα, ποτέ δέν πρόκειται νά τήν ξεχάσει· οἱ ἀλήθειες πού ἀντλεῖ ἀπό αὐτήν εἶναι ἀναντίρρητες ὅσο καί ἀνεφάρμοστες: τετριμμένες, ἀνατρέπουσες ὅμως τήν ἰσορροπία προφάνειες, κοινοί τόποι πού διασαλεύουν τήν τάξη. Οὐδείς ἄλλος στόν σύγχρονο κόσμο εἶχε μιά τόσο ξεκάθαρη ἐνόραση ματαιότητας, ἀταίριαστη εὐτυχῶς μέ τίς ἐλπίδες πού ἐν τέλει στοιβάζονται στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅσο ὁ Τολστόι. Καί μόλο πού ἀργότερα αὐτοαναγορεύεται ἀναμορφωτής, δέν πληροῖ τούς ὅρους [répondre à] ἑνός Σολομῶντα, τοῡ ὄντος μέ τό ὁποῖο εἶχε τά περισσότερα κοινά σημεῖα: Δέν ἦταν μήπως ἀμφότεροι τρανοί αἰσθησιαστές πού μάχονταν τήν παγκόσμια ἀηδία; Συναντᾶμε ἐδῶ μιά ἀδιέξοδη σύγκρουση, μιά δομική ἀντίφαση, ἀπό τήν ὁποία πιθανῶς ἀπορρέει ἡ θέαση τῆς Ματαιότητας. Ὅσο περισσότερο τείνουμε νά ἀπολαμβάνουμε τά πάντα τόσο μεγαλύτερα τά ἐμπόδια πού ὀρθώνει ἡ ἀηδία· οἱ ματαιωτικές ἐπεμβάσεις της θά εἶναι τόσο πιό καθοριστικές ὅσο μεγαλύτερη ἡ δίψα μας γιά ἀπόλαυση. «Μήν ἀπολαμβάνεις τίποτα»! Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή πού διαβιβάζει σέ κάθε συνάντηση, πού ὑπενθυμίζει σέ κάθε ἐπιλήσμονα περίσταση. Τό ὑπάρχειν ἀποκτᾶ γεύση, νοστιμεύει, μόνο ἄν διατηρούμαστε σέ μιά κατάσταση ἀδικαιολόγητης καί ἀνώφελης εὐφροσύνης, ἄν διατελοῦμε ὑπό τό κράτος τῆς μέθης, ἐλλείψει τῆς ὁποίας τό εἶναι [μας] στερεῖται θετικότητας. Ὅταν ὁ Τολστόι μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι πρό κρίσεως ἦταν «μεθυσμένος ἀπό τή ζωή», αὐτό πού πρέπει νά καταλάβουμε εἶναι ὅτι ἁπλῶς ζοῦσε, ἤτοι ὅτι ἕνα μεθυστικό ἀεράκι τόν εἶχε τυλίξει, ὅπως κάθε ἄλλο ζωντανό ὄν ὡς τέτοιο. Ὅταν ἀρχίζουμε στή συνέχεια νά συνερχόμαστε, ἡ νηφαλιότητά μας προσλαμβάνει τή μορφή τῆς ματαιότητας. Τί κάνουμε λοιπόν; Ἔχουμε ὅλους τούς λόγους νά εἴμαστε μεθυσμένοι, ἔλα ὅμως πού δέν γίνεται πλέον· ἀνακτῶντες πλήρως τή δύναμή μας, δέν εἴμαστε πλέον μέσα στή ζωή, δέν ἀποτελοῦμε μέρος της· τήν διαπερνᾶμε, διακρίνουμε τήν μή-πραγματικότητά της, διότι ἡ νηφαλιότητα εἶναι διαύγεια καί ἀφύπνιση. Καί ὡς πρός τί ἀφυπνιζόμαστε, ἄν ὄχι ὡς πρός τόν θάνατο;
Ὁ Ἰβάν Ἴλιτς ἤθελε νά τόν λυποῦνται καί νά τόν σπλαχνίζονται∙ πιότερο δυστυχής ἀπό τόν ἥρωά του, ὁ Τολστόι παραβάλλει τόν ἑαυτό μέ ἕνα πουλάκι πού ἔπεσε ἀπό τή φωλιά του! Τό δρᾶμα του κερδίζει τήν συμπάθειά μας, ἄν καί δέν εἶναι εὔκολο νά συμμεριστοῦμε τούς λόγους πού ἐπικαλεῖται. Ἡ ἀρνητική του πλευρά εἶναι μακράν ἡ πιό ἐνδιαφέρουσα. Ἄν τά ἐρωτήματα πού τόν ταλανίζουν ξεπηδοῦν ἀπό τά ἄδυτα τῆς ψυχῆς του, δέν μποροῦμε νά ποῦμε τό ἴδιο καί γιά τίς ἀπαντήσεις του. Τό ὅτι ἡ ἀμηχανία στήν ὁποία περιέπεσε κατά τήν διάρκεια τῆς κρίσης του ἦταν ἀρκούντως βασανιστική, αὐτό εἶναι ἀληθές· ἀντί ὅμως ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου καί μόνο νά γυρέψει νά τήν ξεφορτωθεῖ, θεώρησε σκόπιμο νά μᾶς πεῖ ὅτι, οὖσα τούτη προσίδιο ἀποκλειστικά γνώρισμα τῶν πλουσίων καί τῶν ἀργόσχολων καί οὐδέποτε τῶν μουζίκων, στερεῖται μιᾶς ὁποιασδήποτε ἐγγενοῦς σημασίας. Προφανῶς ὑποτιμᾶ τά πλεονεκτήματα πού συνεπάγεται ὁ κορεσμός, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ εὐκαιρίες γιά ἀνακαλύψεις ἀσυμβίβαστες μέ τόν κόσμο τῆς στέρησης. Οἱ χορτασμένοι, οἱ μπλαζέ, ἔχουν πρόσβαση σέ ὁρισμένες ἀλήθειες πού ἐσφαλμένα λογίζονται κίβδηλες ἤ ἀπερίσκεπτες καί τῶν ὁποίων ἡ ἀξία ἐπιβιώνει ἀκόμα κι ἄν καταδικάζουμε τό εἶδος τῆς ζωῆς πού τίς γέννησε. Μέ ποιό δικαίωμα λοιπόν ἀπορρίπτουμε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐκεῖνες τοῦ Ἐκκλησιαστῆ; Ἀπό πλευρᾶς ἔργων, πολύ δύσκολα, πρέπει νά ὁμολογήσουμε, θά ἐνστερνιστοῦμε τήν πίκρα στήν καρδιά του. Ὅμως ὁ Ἐκκλησιαστής δέν θεωρεῖ τήν ἐπιτέλεση ἑνός ἔργου κριτήριο. Ὡς ἐκ τούτου ἐμμένει στίς θέσεις του, ὅπως καί οἱ ἄλλοι στίς δικές τους.
Προκειμένου νά δικαιολογήσει τήν λατρεία του γιά τούς μουζίκους, ὁ Τολστόι ἐπικαλεῖται τήν ἀπoστασιοποίησή τους, τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία ἀφήνουν τήν ζωή χωρίς νά φορτώνονται περιττές στενοχώριες. Μά στ’ ἀλήθεια τούς ὑπολήπτεται καί τούς ἀγαπᾶ; Μᾶλλον τούς ζηλεύει, ἐπειδή τούς θεωρεῖ λιγότερο περίπλοκους ἀπ’ ὅ,τι στ’ ἀλήθεια εἶναι. Τούς φαντάζεται νά γλιστροῦν ἀθόρυβα στόν θάνατο, νά ἀντλοῦν ἀπ’ αὐτόν παρηγοριά· τους βάζει, δεῖτε τόν Νικήτα, νά ἐγκαταλείπουν ἐν μέσῳ σφροδρής χιονοθύελλας τόν ἑαυτό τους, νά ἀφήνονται στόν θάνατο, ἐνῶ ὁ Μπρεχοῦνοφ ἀντιστέκεται, κρατιέται ἀγωνιωδῶς ἀπ’ τήν ζωή. «Ποιός εἶναι ὁ ἁπλούστερος τρόπος νά πεθάνει κανείς»; Ἰδού τό ἐρώτημα πού τόν στοιχείωσε στήν ὡριμότητά του καί τόν βασάνισε στά γηρατειά του. Τήν ἁπλότητα πού πάντοτε ἀναζητοῦσε τήν βρῆκε μονάχα στό οἰκεῖο ὕφος. Αὐτός ὁ ἴδιος, παραήταν συντετριμμένος γιά νά τήν κατακτήσει. Ὅπως κάθε ἄλλη τυραννισμένη ψυχή, ἀποκαμωμένη ἀπό τά βάσανα, ὑποδουλωμένη, ἀγαποῦσε τά δένδρα καί τά ζῶα, καί ἀπό τούς ἀνθρώπους μονάχα ἐκείνους πού εἶχαν κάτι τό στοιχειακό πάνω τους. Ἀπό τήν ἐπαφή μαζί τους ἤλπιζε, δέν χωρεῖ ἀμφιβολία περί αὐτοῦ, νά διασκεδάσει τούς συνήθεις φόβους του καί νά βρει τό δρόμο πρός μιά ὑποφερτή, ἄν ὄχι γαλήνια ἀγωνία. Νά γαληνεύσει, νά βρει πάσῃ θυσίᾳ την εἰρήνη, αὐτή ἦταν ὅλη του ἡ ἔγνοια. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί δέν ἄφησε τόν Ἰβάν Ἴλιτς νά ἐκπνεύσει μέσα στήν ἀηδία καί στόν τρόμο. «Ἀναζητοῦσε τόν παλιό συνηθισμένο του φόβο ἀπέναντι στόν θάνατο καί δέν τόν ἔβρισκε. Ποῦ νάναι; Ποιός θάνατος; Δέν ὑπῆρχε φόβος, γιατί δέν ὑπῆρχε καί θάνατος. Ἀντί γιά τόν θάνατο ἦταν τό φῶς. “Αὐτό εἶναι λοιπόν!” σιγοψιθύρισε ξαφνικά ὁ Ἰβάν Ἴλιτς. “Τί χαρά!”».[‡]
Τούτη ἡ εὐφροσύνη καί τοῦτο τό φῶς δέν παρέχουν πειστική μαρτυρία∙ εἶναι στοιχεῖα ἐξωγενῆ, μέ ἕνα ἐπίχρισμα μόνο πειστικότητας. Τί δηλαδή; Νά πιστέψουμε ὅτι μποροῦν αὐτά νά μερώσουν τά ἄγρια ἐρέβη τοῦ θανάτου μέσα στά ὁποῖα μάχεται ὁ ἑτοιμοθάνατος; Τίποτα, ἐξάλλου, δέν τόν προαλείφει γιά μιά τέτοια ψυχική εὐφορία, ὀλόξενη τόσο πρός τήν ἀσημαντότητά του ὅσο καί πρός τήν μοναξιά μέσα στήν ὁποία ζεῖ. Ἀπό τήν ἄλλη, ὅμως, ἡ περιγραφή τῆς ἀγωνίας του εἶναι τόσο καταθλιπτική, ἔτσι ὅπως τήν λεπτολογεῖ σχολαστικά, πού θά ἦταν σχεδόν ἀδύνατο νά τήν λήξει χωρίς νά ἀλλάξει τόν τόνο καί τήν ἀτμόσφαιρα. «“Ξεψύχησε ὁ θάνατος”, εἶπε μέσα του. “Δέν ὑπάρχει πιά θάνατος”».[§] Ὁ πρίγκιπας Ἀντρέι, κι αὐτός ἐπίσης ἤθελε νά πειστεῖ, νά ἀπομακρύνει κάθε ὑπόνοια σχετικά. «Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός. Καί τό νά πεθάνω σημαίνει πώς ἐγώ, ἕνα μόριο τῆς ἀγάπης, ξαναγυρίζω στή γενική καί αἰώνια πηγή».[**] Ἐπιφυλακτικότερος ἀπέναντι σέ αὐτές τίς καταληκτικές μωρολογίες τοῦ πρίγκιπα Ἀντρέι ἀπ’ ὅ,τι θά ἦταν ἀργότερα γιά ἐκεῖνες τοῦ Ἰβάν Ἴλιτς, ὁ Τολστόι προσθέτει: «Τοῦ ἤτανε παρήγορο νά σκέφτεται ἔτσι. Μά ἤτανε σκέψεις πού τούς ἔλειπε κάτι. Ὑπῆρχε μέσα τους ἕνα στοιχεῖο μονόπλευρο, ἐγκεφαλικό· δέν ἐρχόντουσαν ξεκάθαρες καί ἀβίαστες. Ἐξακολουθοῦσαν νά εἶναι θαμπές καί ἀνήσυχες».[††] Ἀτυχῶς, καί ἀπό τίς σκέψεις τοῦ δύστυχου Ἰβάν Ἴλιτς λείπει κάτι. Ὡστόσο, ὁ δρόμος πού διένυσε ὁ Τολστόι ἀπό τήν ἐποχή πού ἔγραφε τό Πόλεμος καί εἰρήνη εἶναι μακρύς: στό στάδιο πού ἔχει φτάσει ὀφείλει ὁπωσδήποτε νά ἀναζητήσει τήν κατάλληλη γιά νά γαντζωθεῖ πάνω της φόρμουλα σωτηρίας. Πῶς νά μήν σκεφτοῦμε ὅτι τούτη τήν εὐφροσύνη καί τοῦτο τό φῶς, πράγματα πού τοῦ ἦταν ἀπαγορευμένα ὅπως καί ἡ ἁπλότητα, μόνο τα ὀνειρεύτηκε, τά ἐπιπρόσθεσε; Ἐξίσου ὀνειροπλασμένα εἶναι καί τά στερνά λόγια πού βάζει στό στόμα τοῦ ἥρωά του. Δέν ἔχουμε παρά νά συγκρίνουμε αὐτό τό τέλος πού μόνο τέλος δέν εἶναι, αὐτόν τόν ἐθιμοτυπικό ἠθελημένο θρίαμβο, μέ ἐκεῖνο τό μῖσος, τόσο ἀληθινό καί πραγματικό, πού ὁ ἥρωας νιώθει γιά ὅλους τούς οἰκείους του»:
«Ὅταν τό πρωί εἶδε τόν ὑπηρέτη, ἔπειτα τήν γυναῖκα του, τήν κόρη του, τόν γιατρό, κάθε τους κίνηση, κάθε τους λέξη τοῦ ἐπιβεβαίωνε τήν φοβερή ἀλήθεια πού ἀποκαλύφθηκε στήν διάρκεια τῆς νύχτας. Στά πρόσωπά τους ἔβλεπε τόν ἑαυτό του, ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ζωῆς του, καί ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι ὅλα ἦταν ψέματα, ὅτι ὅλα ἦταν μιά τεράστια, φοβερή ἀπάτη πού σκέπαζε καί τήν ζωή καί τόν θάνατο. Αὐτό τό συναίσθημα ὀγκώθηκε καί ἔκανε δέκα φορές ἐντονότερους τούς σωματικούς του πόνους. Βογγοῦσε, στριφογύριζε, πάσχιζε νά βγάλει ἀπό πάνω του τά ροῦχα του – τοῦ φαινόταν ὅτι τόν ἔπνιγαν, ὅτι τοῦ ἔκοβαν τήν ἀνάσα. Καί γι’ αὐτό ἀκόμα τό πρᾶγμα, τούς μισοῦσε».[‡‡]
Τό μῖσος δέν ὁδηγεῖ στήν λύτρωση, δέν βλέπουμε ἔτσι πῶς θά μπορούσαμε ἀπό τήν ἀπέχθεια πού νιώθουμε γιά τόν ἑαυτό μας καί τούς γύρω μας νά μεταπηδήσουμε σέ μιά ζώνη ἁγνότητας ὅπου ὁ θάνατος ἔχει ξεπεραστεῖ, «τελειώσει». Τό νά μισεῖς ὅλο τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό σου σημαίνει ὅτι τούς ἀποδίδεις ὑπερβολική ἀξία, ὅτι δέν μπορεῖς νά ἀποτινάξεις τά δεσμά οὔτε τοῦ ἑνός οὔτε τοῦ ἄλλου. Εἰδικά τό μῖσος γιά τόν ἑαυτό καταμαρτυρεῖ τήν ὕπαρξη μιᾶς ἀξιοπρόσεκτης ψευδαίσθησης. Ἐπειδή μισοῦσε τόν ἑαυτό του, ὁ Τολστόι νόμιζε ὅτι σταμάτησε τάχατες νά ζεῖ μέσα στό ψέμα. Ὅθεν, ἐκτός κι ἄν δοθοῦμε ὁλόψυχα στήν παραίτηση –κάτι πού εἶναι ἀδύνατο–, μποροῦμε νά ζήσουμε μόνο ψευδόμενοι πρός τούς ἄλλους καί πρός τόν ἑαυτό μας. Αὐτό ἀκριβῶς ἐν προκειμένῳ ἔκανε καί ὁ Τολστόϊ: μήπως δέν εἶναι ψέμα νά λές, μέ τρεμάμενη φωνή, ὅτι νίκησες τόν θάνατο καί τόν φόβο τοῦ θανάτου; Τοῦτος ὁ αἰσθησιαστής, πού ἀποδοκίμαζε αὐστηρῶς τίς αἰσθήσεις, πού πάντοτε στρεφόταν κατά τοῦ ἑαυτοῦ του, πού τοῦ ἄρεσε νά καταπνίγει τίς κλίσεις του, ἀκολούθησε μέ διεστραμμένη θέρμη ἕναν ἀντίθετο πρός τήν ἰδιάζουσα φυσιογνωμία του δρόμο. Μιά ἡδονική ἀνάγκη νά βασανίζει τόν ἑαυτό του τόν ὁδηγοῦσε στό ἀξεδιάλυτο. Ἦταν συγγραφέας, ὁ καλύτερος τῆς ἐποχῆς του· ἀντί λοιπόν νά ἀρκεστεῖ στήν ἱκανοποίηση πού τοῦ ἔδινε τό γεγονός αὐτό, ἐφηῦρε γιά λογαριασμό του τό ἐπιτήδευμα τοῦ Καλοῦ Ἀνθρώπου, ὁλωσδιόλου ξένο πρός τό γοῦστο του. Ἄρχισε νά νοιάζεται γιά τούς φτωχούς, νά στέκεται δίπλα τους, νά θρηνεῖ καί νά ὁλοφύρεται γιά τήν κατάστασή τους, ἡ συμπόνια ὅμως πού δείχνει, ἄλλοτε σκοτεινή καί ἀγέλαστη καί ἄλλοτε ἀδιάντροπη, εἶναι μόνο μιά ὄψη τῆς ἀπέχθειας πού νιώθει γιά τόν κόσμο. Τήν δυσθυμία, κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς προσωπικότητάς του, τήν συναντᾶμε σέ ἀνθρώπους πού, ἀπολύτως πεπεισμένοι ὅτι πῆραν τόν λάθος δρόμο, ὅτι ἔχασαν τόν προορισμό τους, εἶναι ἀπαρηγόρητοι πού πέρασαν κάτω ἀπό τόν πήχη τοῦ ἑαυτοῦ τους. Κατέχεται ἀπό τό συναίσθημα αὐτό παρά τό σημαντικό ἔργο πού ἔχει νά ἐπιδείξει. Ἄς μή ξεχνᾶμε πώς ἔφτασε στό σημεῖο νά θεωρεῖ τοῦτο τό ἔργο ἐπιπόλαιο, ἄν ὄχι βλαπτικό∙ τό πραγμάτωσε, ὁ ἴδιος ὅμως δέν πραγματώθηκε μέσῳ αὐτοῦ. Τροφοδότης τῆς δυσθυμίας του εἶναι τό χάσμα ἀνάμεσα στήν λογοτεχνική του ἐπιτυχία καί στήν πνευματική του χρεοκοπία.
Σιντάρτα Γκαουτάμα, Σολομῶντας καί Σοπενάουερ – ἀπ’ αὐτούς τούς τρεῖς στενάχωρους πού παραθέτει συχνά, ὁ πρῶτος πῆγε πιό μακριά ἀπ’ ὅλους· ἀναμφίβολα σέ αὐτόν θέλει πιό πολύ νά μοιάσει: θά τό εἶχε κατορθώσει, ἄν ἡ ἀηδία γιά τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό ἀρκοῦσε γιά νά ἀποκτήσει πρόσβαση στήν νιρβάνα. Καί ἐξάλλου, ὁ Βούδας παράτησε νέος τήν οἰκογένειά του (δέν τόν φανταζόμαστε βέβαια νά κακοζεῖ μέσα σέ συζυγικά δράματα, νά περνάει ὅλον τόν καιρό του, βλοσυρός καί δίβουλος, καταριόμενος ὅλους ἐκείνους πού στάθηκαν ἐμπόδιο στά μεγάλα του σχέδια, ἀνάμεσα στά μέλη τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος), ἐνῶ ὁ Τολστόι ἔπρεπε νά περιμένει νά γίνει ἐσχατόγηρος πρίν ἀποτολμήσει μιά θεαματική καί ἐπώδυνη ἀπόδραση. Ἡ ἀνακολουθία ἀνάμεσα σέ ὅ,τι πρέσβευε καί σέ ὅ,τι ζοῦσε τόν πίκραινε, δέν εἶχε ὅμως τήν δύναμη νά κάνει κάτι. Καί πῶς θά μποροῦσε, δεδομένης τῆς ἀσυμβατότητας μεταξύ τῶν βαθύτερων ἐνστίκτων του καί τῶν ἐκπεφρασμένων φιλοδοξιῶν του; Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε, γιά νά δώσουμε τό μέτρο αὐτῆς τῆς ἀντινομικῆς κατάστασης, σάν καί αὐτῆς πού μᾶς φανερώνει πρωτίστως ὁ Πατήρ Σέργιος, ὅτι πάσχιζε στά κρυφά νά μιμηθεῖ τούς ἁγίους καί ὅτι ἀπ’ ὅλες τίς φιλοδοξίες του τούτη ἐδῶ ἦταν ἡ πιό ἀπερίσκεπτη. Ἡ προσπάθεια νά συμμορφωθεῖ μέ ἕναν τόσο ἀναντίστοιχο πρός τίς δυνάμεις του κανόνα, τοῦ προξένησε ἀναπόφευκτα περαιτέρω ἀπογοητεύσεις. Πῶς καί δέν στάθηκε στό χωρίο τῆς Μπακαβάτ Γκίτα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο εἶναι προτιμότερο νά χαθεῖ κανείς ὑπηρετῶντας τόν δικό του νόμο, παρά νά ἀκολουθεῖ τόν νόμο τῶν ἄλλων! Καί ἀκριβῶς ἐπειδή δέν ἀκολούθησε ἕναν δικό του δρόμο στήν ἀναζήτηση ἑνός σωτήριου στηρίγματος, τόν βρίσκουμε, κατά τήν λεγόμενη «ἀναγεννητική» περίοδο τῆς ζωῆς του, ἀκόμα δυστυχέστερο. Δέν θά ἔπρεπε ἕνας τόσο ἐπιβλητικά ὑπερήφανος ἄνθρωπος, ὅπως ἦταν αὐτός, νά ἐπιδίδεται σέ φιλευσπλαχνίες: μάλιστα, ὅσο περισσότερο ἀφοσιώνεται σέ αὐτές, τόσο περισσότερο σκυθρωπιάζει καί βαρυγκομεῖ. Ἡ ριζική ἀδυναμία του νά ἀγαπήσει, σέ συνδυασμό μέ μιά παγερή διορατικότητα, ἐξηγεῖ γιατί θεᾶται ὁλόγυρα τά πράματα, κυρίως ὅμως τούς χαρακτῆρες του, χωρίς καμιά διάθεση σύμπνοιας. «Ὅταν διαβάζεις τά ἔργα του, ποτέ δέν σοῦ γεννιέται ἡ διάθεση νά γελάσεις ἤ νά χαμογελάσεις», σημείωνε ἕνας Ρῶσος κριτικός στά τέλη τοῦ περασμένου αἰῶνα. Στόν ἀντίποδα, τίποτα δέν θά ἔχουμε καταλάβει ἀπό τόν Ντοστογιέφσκι ἄν δέν μπορέσουμε πρῶτα νά αἰσθανθοῦμε ὅτι τό χιοῦμορ εἶναι ἡ κύρια ἀρετή τοῦ ἔργου του. Ἐκρήγνυται, παραφέρεται, καί μήν μπορῶντας νά κρατήσει τήν ψυχραιμία του, ἐνεργεῖ μέ τέτοια θέρμη πού ἀπό τήν ἀλλοιωμένη πλέον πραγματικότητα ὁ φόβος τοῦ θανάτου χάνει τό νόημά του, ἔχουμε πιά ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπό αὐτόν. Τόν ὑπερκέρασε, τόν νίκησε κατά κράτος, καθώς ἁρμόζει σέ ἕναν ὁραματιστή, ἐντελῶς ἀνίκανο νά περιγράψει τήν ἀγωνία θανάτου μέ ἐκείνη τήν κλινική ἀκρίβεια στήν ὁποία ἀρίστευσε ὁ Τολστόι. Σημειωτέον, ἐπίσης, ὅτι ὁ Τολστόι εἶναι ἕνας sui generis κλινικός: Μελετᾶ πάντα τίς δικές του μόνο ἀσθένειες, φροντίζει, δέ, ὅταν τίς περιθάλπει, νά τίς ἐμπλουτίζει μέ ὅλη τήν ὀξύτητα καί ἀγρυπνία τῶν τρόμων του.
Εὐλόγως ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκι, ἄρρωστος καί ἄπορος, κλείνει τήν καριέρα του μέσα στήν ἀποθέωση (Λόγος γιά τόν Πούσκιν)[§§], ἐνῶ ὁ εὐνοημένος ἀπό τήν τύχη Τολστόι ἔμελλε νά τελειώσει τήν δική του μέσα στήν ἀπελπισία. Ἄν τό καλοσκεφτοῦμε, ἡ ἀντίθεση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ αὐτές τίς δύο διαφορετικές τελευταῖες φάσεις εἶναι σύμφωνη μέ τά νενομισμένα. Ὁ Ντοστογιέφσκι, μετά τίς ἐξεγέρσεις καί τίς δεινές δοκιμασίες τῆς νιότης του, ἄλλο δέν σκέφτεται ἀπό τό πῶς θά φανεῖ ὠφέλιμος∙ εἶχε συμφιλιωθεῖ, ἄν ὄχι μέ τόν κόσμο ὅλο, τοὐλάχιστον μέ τήν πατρίδα του, τῆς ὁποίας τίς προσβολές ἀποδέχτηκε ἤ δικαιολόγησε∙ πίστευε ὅτι ἡ Ρωσία ἔχει μπροστά της ἕναν βαρύνοντα ρόλο νά διαδραματίσει, πιθανῶς νά σώσει ἀκόμα καί τήν ἴδια τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ πρώην συνωμότης, γαληνεμένος καί ριζωμένος, μποροῦσε πλέον ἀψεγάδιαστα νά ὑπερασπίζεται τήν Ἐκκλησία καί τό Κράτος∙ ὅπως καί νά ’χει, δέν ἦταν πλέον ἕνας μόνος. Ὁ Τολστόι, ἀπό τήν ἄλλη, θά γινόταν ὅλο καί πιό μόνος. Βυθίζεται στή μοναξιά, κι ἄν μιλᾶ τόσο πολύ γιά μιά «νέα ζωή», ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἡ ζωή γενικά τοῦ ξεγλιστρᾶ. Νομίζει πώς ἀναζωογονεῖ τήν θρησκεία, ἐνῶ στήν πραγματικότητα τήν ὑπονομεύει. Καί μήπως καταπολεμᾶ τήν ἀδικία; Προχωρεῖ πιό πέρα καί ἀπό τούς ἀναρχικούς ἀκόμα, εἰσηγούμενος προτάσεις ἀκραίας γελοιότητας καί δαιμονοπληξίας. Ὅλη αὐτή ἡ ὑπερβολή καί ἄρνηση ἀντανακλᾶ τήν ἐκδίκηση ἑνός πνεύματος πού δέν μπόρεσε ποτέ του νά συμβιβαστεῖ μέ τήν ταπείνωση τοῦ θανάτου.
~.~
[*] [Τολστόι, Ὁ θάνατος τοῦ Ἰβάν Ἴλιτς, μτφρ. Σ. Ἀργυροπούλου, Ροές 2014, σελ. 87 – μετάφραση παραλλαγμένη].
[†] [Αὐτ., σελ. 70].
[‡] [Λέων Τολστόι, Ὁ θάνατος τοῦ Ἰβάν Ἴλιτς, μτφρ. Ν. Ἀλεξίου, ἐπιμ. Κ. Βάρναλη & Κ. Κοτζιά, στή σειρά «Ἅπαντα κλασσικῶν συγγραφέων», Μιχαλακέας καί Σία, Ἀθήνα 1957, σελ. 68].
[§] [Αὐτ., σελ. 68. Τελευταῖες ἀράδες τῆς νουβέλας].
[**] [Λέων Τολστόϊ, Πόλεμος καί εἰρήνη, μτφρ. Σ. Σπάθαρη, ἐπιμ. Μ. Αὐγέρη & Κ. Βάρναλη, στή σειρά «Ἅπαντα κλασσικῶν συγγραφέων», Μιχαλακέας καί Σία, Ἀθήνα 1957, βιβλίο 4, σελ. 483].
[††] [Αὐτ., σελ. 483].
[‡‡] [Τολστόι, Ὁ θάνατος τοῦ Ἰβάν Ἴλιτς, μτφρ. Σ. Ἀργυροπούλου, Ροές 2014, σελ. 112 – μετάφραση παραλλαγμένη].
[§§] [Ὁμιλία πού ἐκφώνησε ὁ Ντοστογιέφσκι στίς 20 Ἰουνίου 1880 στά ἀποκαλυπτήρια τοῦ μνημείου Πούσκιν στήν Μόσχα. Πέθανε ἕνα χρόνο μετά, τό 1881].
*
*
*
