*
της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Του κάκου σχήμα στο νερό θα προσπαθείς να δώσεις
Άλλο απ’ τ’ αγγειό που θα το κλειεί, ξένη δανείζεται μορφή.
Μάταια την πέτρα θα χτυπάς σα σίδερο να λυγιστεί,
Σε στιά κι’ αν την πυρώσεις.
Ενώ κι’ ο ταπεινός πηλός φέρνει στο φως συχνά ομορφιές,
Και το πεντελικό αν το κρους με τα ικανά εργαλεία,
Π’ από τη γη στον Όλυμπο σ’ υψώνουνε πολλές φορές,
Γιατί στην όψη την ψυχή του πλάστη έχουν θεία.
Όμως ποιός έδωσε ποτέ το κρυσταλλένιο σχήμα
Στον ήλιο τον αδάμαντα βιασμένο απ’ άλλο σώμα;
Σιγά-σιγά θα τρίβεται ανυπόταχτος,
Δεν υπακούει παρ’ αν τριφτεί με το δικό του τρίμμα.
Και της ουσίας η λάμψη του, που τόσο μάς μαγεύει εδώ,
Τέχνη, χωρίς αντίποινα περιφρονάει και σένα,
Τι όχι το σχήμα, μα η ψυχή κρατεί έναν ουρανό,
Και δε φοβάται χαλασμό σ’ αυτό που κλειεί κανένα.
Υπερασπιστής του έργου του Διονύσιου Σολωμού κι ο πρώτος ίσως που πίστεψε στην ποιητική αξία τού κατά επτά χρόνια μικρότερού του Κώστα Βάρναλη, συναγωνιστής του Κωνσταντίνου Θεοτόκη στην Κέρκυρα και υποστηρικτής μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής επανάστασης, πολυγραφότατος με ποιητικές συλλογές, δράματα, μεταφράσεις, μελέτες για τη στιχουργική, μα αδικημένος αφού για το τεράστιο έργο του λίγα μόνο έχουν γραφτεί, ο Γεράσιμος Σπαταλάς γεννήθηκε στους Σιναράδες της Κέρκυρας το 1877.
Πώς το θυμάμαι το χωριό την ώρα που νυχτώνει!
Μακριά χανόταν το βουνό σ’ αχνοϋφασμένα θάμπη
Κ’ ενώ η μονότονη φωνή γρικιώτανε του γκιώνη
να σμίγουν έβλεπα μαζί κ’ η θάλασσα κ’ οι κάμποι)
θα γράψει για τον τόπο της καταγωγής του στην πρώτη του συλλογή Αιμάτων σταλακτίτες (Τυπογραφείο Τσορώνη, 1915). Εκεί βρίσκουμε και το ποίημα «Καπιταλισμός», πρώιμο φανέρωμα των πολιτικών του ιδεών.
Πολυπλόκαμος Δράκοντας, με χίλια
Μύρια κεφάλια αχόρταγα, αιμοβόρα,
Και με γαμψόνυχα χέρια πληθώρα,
Που της γης εκμυζώντας τα βασίλεια
Μαραίνει τη ζωή και μες στ’ ανήλια
Τα δικά του την πάει τα κοσμοφτόρα·
Που τ’ άχραντα της νιότης πνίγει δώρα
Και τη μοιάζει με πέτρινα κοχίλια
Π’ όσο είν’ ογρά λαμπρίζουν στ’ ακρογιάλι·
Αχ! Το σκληρό, τ’ ανέσπλαχνο το τέρας
Που σφίγγει όλη τη γης σε πόνου αγκάλη.
Κι ο ιδικός του μονάχα λάμπει αστέρας,
Ο Μαμωνάς, τον Πόλεμο που υψώνει,
Στην άθλια γης την Κόλαση στηλώνει!
Από αυτή την συλλογή εμπνεύστηκε και ο Γιόχαν Ρωμανός (σκιτσογράφος και ζωγράφος της εποχής εκείνης) ένα σατιρικό έμμετρο πορτρέτο όπου ο Σπαταλάς παρουσιάζεται ως «κοντός και στραβοκάνης / βρίζων θεούς και ημιθέους»:
Κι είν’ ο καθένας ομπροστά του άσημος
και λέει συχνά οντούνκου και οντέους.
Μορφή αγιονορίτικη με μούσι σπιθωτό,
και μια γραβάτα κόκκινη αιμάτων σταλακτίτης.
Είναι παιδί της Κέρκυρας πολύ ευγενικό,
μα είναι μετά Χριστόν προφήτης!
Ο Γεράσιμος κατείχε από το 1917 μαζί με τον αδερφό του Γιάννη στη συμβολή της οδού Ακαδημίας και Ασκληπιού –η οποία τότε ονομαζόταν οδός Πινακωτών–, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά το ημιυπόγειο λογοτεχνικό καφενείο «Ο Μαύρος Γάτος», όνομα μιμούμενο αυτό του καφέ “Chat Noir” στη Μονμάρτη, το οποίο αποτελούσε στέκι για τους Γάλλους διανοούμενους, αλλά και του ομώνυμου κερκυραϊκού καφενείου που είχε ανοίξει στην περιοχή του λιμανιού της Κέρκυρας το 1862.
Λέγεται μάλιστα για τον Κωστή Παλαμά ότι κάποτε, καθώς μπήκε στον «Μαύρο γάτο», ο Γιάννης Σπαταλάς, που είχε ενημερωθεί από τον αδελφό του για το τεράστιο ηθικό κύρος του, τον επευφήμησε φωνάζοντας «έναν καφέ περιποιημένο στον κο Παλαμά», αλλά καθώς δεν άρεσαν στον ποιητή αυτού του είδους οι αβρότητες, θύμωσε και έκτοτε δεν ξανακατέβηκε τα σκαλιά του καφενείου.
Στην ελληνική του εκδοχή, ο χώρος αποτελούσε επίσης στέκι λογοτεχνών και λογίων. Θεοτόκης, Καρυωτάκης, Τέλλος Άγρας, ο φέρελπις ποιητής Κωστής Βελμύρας, φορώντας μια χαρακτηριστική φλοτάν γραβάτα, οι πατέρας και γιός Ταγκόπουλος που εξέδιδαν το περίφημο περιοδικό Ο Νουμάς, Κωστής Παλαμάς, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Βουτυράς, ο αγαπητός Φώτος Γιοφύλλης, ο Κλέων Παράσχος, ο Πορφύρας, Σικελιανός, Παρορίτης, ο ιστορικός της λογοτεχνίας, ποιητής και πρωτοπόρος του δημοτικιστικού κινήματος Ηλίας Βουτιερίδης, οι Σκίπης, Μαρίνος Σιγούρος, Ιωάννης Παναγιωτόπουλος, είναι μερικοί από τους θαμώνες του ιστορικού καφενείου. Μάλιστα ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος το αποτύπωσε και στο βιβλίο του Αστροφεγγιά«:
«ήταν ένα δρομάκι προς λογής-λογής παραδείσους αυτό το στενόμακρο καφενεδάκι, μια γόνιμη γης σπαρμένη όνειρα και πόθους, ανθισμένη από φλογάτα και θεόφτωχα νιάτα».
Εκεί στεγάστηκε και η ομάδα “Καλλιτεχνική Συντροφιά”, η οποία με πρωτοβουλία της Ευγενίας Ζωγράφου εξέδιδε το πολιτισμικού χαρακτήρα περιοδικό Ελληνική Επιθεώρηση και προάσπιζε τα πνευματικά δικαιώματα αγωνιζόμενη ώστε το λογοτεχνικό έργο να θεωρηθεί προϊόν εργασίας που θα πρέπει να αμείβεται.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
«Η κοινωνία ολάκερη άρχισε πια από καιρό να σχηματίζεται σε τάξεις και σωματεία. Σε λίγο καιρό δεν θα βρίσκονται παρά οι μωροί ανοργάνοτοι. Νομίζουμε πως είναι καιρός και οι άνθρωποι των γραμμάτων να σκεφτούνε απάνου σ’ αυτό και να μην εγκαταλείπουν εγκληματικά τον εαυτό τους σκορπίζοντας τη δύναμη της εργασίας τους που οι άλλοι εκμεταλλεύονται και την στρέφουν και πολλές φορές εναντίον τους… Πρέπει ν’ απαιτήσουμε ν’ αναγνωριστεί για επάγγελμα επίσημα το έργο μας και ακόμη να γένει νόμος του κράτους η κυριότητα της πνευματικής ιδιοκτησίας και εσωτερικώς και διεθνώς».
*
Εκεί, στον πρώτο όροφο του ίδιου κτηρίου, γεννήθηκαν και οι εκδόσεις ορισμένων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως Η Νέα Τέχνη«, Νέον Φως, Λογοτεχνία, Ανθρωπότης και το περιοδικό Μαύρος Γάτος, («το περιοδικό θα βγαίνει μια φορά το μήνα με το λιγώτερο 16 σελίδες. Τιμή συνδρομής 5 δραχμές για το εσωτερικό και 6 για το εξωτερικό «), το οποίο κυκλοφόρησε επί δύο χρόνια, το δεύτερο έτος μάλιστα με τ’ όνομα Τέχνη και γράμματα και με αυξημένη την συνδρομή σε δέκα δραχμές. Λόγω της πληθώρας των γραμμάτων που λάμβαναν με κείμανα για το περιοδικό, λίγο καιρό αργότερα, ο Σπαταλάς άλλαξε την διεύθυνση των αποστολών σε αυτήν της οδού Κλεισόβης, παρόδου οδού Θεμιστοκλέους, καθότι «δεν μπορεί να απασχολεί ένα κατάστημα ολάκερο για λογαριασμό της».
Το πρώτο τεύχος του περιοδικού, 1 Ιουνίου του 1919, ανοίγει με επιστολή του (μακαρίτη τότε), Γεώργιου Καλοσγούρου προς τον Μαρτζώκη, γιατί κατά τον διευθυντή του περιοδικού Γεράσιμου Σπαταλά, «είναι σημαντική και εξηγάει τα αίτια της δικής του αποχής από τη δράση καθώς και τόσων άλλων λογίων», και διαφημίζει στην τελευταία σελίδα το νέο του βιβλίο με τίτλο Καθώς αλλάζουν οι εποχές, σημειώνοντας πως «είναι έκδοση κομψότατη, με την εικόνα του ποιητή, σε πολύ καλό χαρτί, και πουλιέται προς 2,50 το αντίτυπο».
*
*
Στον Μαύρο γάτο διάλεξε να δημοσιεύσει το πρώτο μεγάλο ποίημά του ο Βάρναλης. Στο τέταρτο τεύχος, αυτό του μήνα Σεπτέμβρη, δημοσιεύεται η επιστολή του ποιητή από τη Γαλλία (υπότροφου σπουδαστής τότε), γραμμένη 10 Αυγούστου του 1919:
«Αγαπημένε μου Ποιητή Γ. Σπαταλά, σου το στέλνω, ακόμα νωπό. Τ’ ονομάζω Άσμα πρώτο. Καθαυτό είν’ ένα είδος προοίμιο· πρόσωπο του κυρίου ποιήματος· μια δικαιολογία στα πεταχτά των πίστεών μου. Όπου φαίνεται πως ομιλώ εγώ, ξέρε το, πως εγώ αληθινά δεν υπάρχω. Αντιπροσωπεύω κάποιον τρίτον· ίσως εκείνον που έπρεπε να υπάρχει. Κάποτε το εγώ γίνετ’ εμείς· κάμνω τότε την αντίθεση της συνολικής ψυχής απέναντι των μονάδων, που παρανοούν το βάθος της. Κι’ ο πόθος μου είναι, όντας συνεργάτης αυτής της ψυχής, να βρεθώ δημιουργός με τη δύναμή της».
Στο ίδιο περιοδικό επίσης παρουσιάστηκε τότε βιβλιοκριτικά Ο Ερμάνος και η Δωροθέα του Γκαίτε, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Κάπως έτσι έκαναν οι αδερφοί Σπαταλά τον καφενέ στέκι, το στέκι καφενέ, κι όχι μόνον στέκι λογοτεχνικό, μα και άντρο σοσιαλιστικό κατά την δήλωση της αστυνομίας, αφού «στεγάστηκε» εκεί και το “Σοσιαλιστικό τμήμα Αθηνών”, που μετείχαν πρόσωπα συνδεδεμένα με την σοσιαλιστική οργάνωση του Ιθακήσιου λόγιου Πλάτωνα Δρακούλη, ο οποίος είχε κυκλοφορήσει πολύ πρωτύτερα το Εγχειρίδιον του εργάτου, ήτοι αι βάσεις του σοσιαλισμού.
Στο φύλλο της εφημερίδας Σκριπ της 10ης Μαΐου του 1917 δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Οι υπόπτοι του Μαύρου Γάτου», που αφορά την σύλληψη ορισμένων ατόμων τη στιγμή που μοίραζαν και τοιχοκολλούσαν προκηρύξεις («Έχετε εις τον εαυτόν σας και τον εργατικό αγώνα εμπιστοσύνη. Στρέψατε τα βλέμματά σας εις τους εργάτας των άλλων χωρών. Με το στιβαρό χέρι άνοιξαν τη θύραν προς την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας με την οποία θα καταργήσουν την τας διακρίσεις των τάξεων προς το συμφέρον της ανθρωπότητας”) με τις οποίες καλούσαν τις εργατικές τάξεις να ξεσηκωθούν εναντίον του καθεστώτος.
«Ενώπιον του ανακριτού κ. Παυλόπουλον προσήχθησαν εχθές την πρωίαν οι συλληφθέντες συντάκται και διανομείς της κατασχεθείσης προχθές επαναστατικής προκηρύξεως. Ο κ. ανακριτής απήγγειλεν εναντίον αυτών κατηγορίαν επί στάσει και αποπείρα στάσεως. Οι κατηγορούμενοι δικαιολογούνταν ότι την εν λόγω προκήρυξιν εξέδοσαν όπως εξεγείρουν τους εργάτας εναντίον των εφοπλιστών και της κεφαλαιοκρατικής προστάτιδος αυτών κυβέρνησεως Ζαιμη και όχι εναντίον του καθεστώτος».
*
*
Σε προηγούμενο άρθρο της εφημερίδας, αναφέρεται ότι:
«οι συλληφθέντες κατέθεσαν ότι η εκτύπωση και διανομή των κατασχεθέντων προκηρύξεων εγένετο κατόπιν επανειλημμένων συσκέψεων των ανωτέρω και άλλων σοσιαλιστών συνδικαλιστών εις το επί της οδού Ακαδημίας και Ασκληπιού καφενείον των αδελφών Σπαταλά Ο Μαύρος Γάτος, το οποίον ήτο κέντρον σοσιαλιστών δημοκρατικών αναρχικών λογίων, απαγγελλόντων εκεί μακροσκελή και τρομερά έργα των, πεζά και έμμετρα».
Κατόπιν όλων αυτών των γεγονότων, ήρθε ο ποιητής αντιμέτωπος με την κατηγορία της «υπόθαλψης σοσιαλιστικών ιδεών». Με διώξεις πάνω σε διώξεις άντεξε το εγχείρημα του ως τις αρχές του 1921, αν και από την πρώτη κιόλας χρονιά της έκδοσης του περιοδικού αντιμετώμιζε δυσκολίες. Όπως γράφει ο ίδιος:
«Η κοινωνία προτιμά τα πορνογραφικά περιοδικά. Το συμπέρασμα είναι ότι η μοναδική ικανοποίηση μας είναι ότι εκάμαμε εκείνο που θαρρούσαμε για καθήκον μας. Όμως λίγοι μας συνέτρεξαν, οι περισσότεροι μας πολέμησαν.»
Άνθρωποι όπως αυτοί που τον στόλισαν και με τις εξής σατιρικές αράδες:
Με στίχους ασχολούμενος
εγέρασε ο Γεράσιμος,
χωρίς να γίνει ποιητής
ούτ’ ένδοξος, ούτ’ άσημος.
Χρόνια μετά, ο Γεράσιμος Σπαταλάς έγινε φυστικοκαλλιεργητής μαζί με τη σύζυγό του Έλδα Λαμπίση, Σμυρναία πολεμική ανταποκρίτρια στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας. Όμως έχασε το χωράφι του (το καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών απαλλοτρίωσε το κτήμα του δίχως να τον αποζημιώσει για να αποδοθεί στην παρακείμενη Σχολή Πυροβολικού), και πέθανε το 1971(«πέρασε τις τελευταίες του ημέρες σε απερίγραπτη αθλιότητα»), δίχως να τον πάρουν μυρωδιά ούτε οι μύγες που ’ναι στον μήνα τους παχιές, στο Μεγάλο Πεύκο έξω απ’ την Αθήνα, εκεί όπου στη ράχη του βουνού ψηλώνουνε τα πεύκα, σα να ζητούν την πυρκαγιά να φτάσουν που τα ζώνει.
Ω κρύα μοναξιά, ολούθενες με μαύρα νέφη εμένα
πως μ’ έχει ζώσει, που βαρύ σταλάν εντός μου πόνο!
πια τυμβωρύχος έγινα του τάφου μου, ένα-ένα
που τα παλιά θυμούμενος ξεθάφτω κ’ αιματώνω.
Του βίου η άσκεφτη χαρά, που σαν αυγή ενός Μάη,
όλα τα λούλουδ’ άνοιγε τα ευωδιακά στη δρόσο
γοργά έχει φύγει, και θολή μια χειμωνιά βογκάει,
που νέους μού αρπάζει ναυαγούς που μάταια πάω να σώσω.
Κ’ οι πόθοι πια, π’ αλλες φορές μ’ υψώναν απ’ το χώμα,
κ’ έβλεπα μέσα στ’ όνειρο την άσειστη αρμονία,
αν φτερουγίσουν, ξάφνου η γη με σέρν’ έτσι απ’ το σώμα
που με ρίχτει εδώ σπάζοντας τα φτερά μου με βία
Πάντα κατάδικος σκληρής κ’ ενάντιας Μοίρας στέκω
σ’ έργα καταναγκαστικά κι’ ο ανθός μου όλο μαραίνει,
και το τραγούδι μου άθελα σα μοιρολόι το πλέκω,
για ό,τι μού ετάφη ζωντανό, για ό,τι νεκρό μού μένει.
~.~
ΠΗΓΕΣ
Γεράσιμος Σπαταλάς, Άπαντα, Δίφρος, 1990.
Δήλωση της αστυνομίας, εφ. Σκριπ, Μάιος 1917.
Αλ. Αργυρίου, «Σπαταλάς Γεράσιμος» Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τομ. 9α., Εκδοτική Αθηνών, 1988
Αλέξος Ναπαίος, «Δυο Κερκυραίοι μαύροι γάτοι», corfupress.com, 6.2.2021.
Θανάσης Γιοχάλας-Τόνια Καφετζάκη, Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012
Ε.Λ.Ι.Α, περιοδικό Μαύρος Γάτος, ψηφιοποίηση τευχών 1-5.
Ψηφιακή βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου ΕΒΕ.
Γιόχαν Ρωμανός-Δημήτρης Κονιδάρης, «Γεράσιμος Σπαταλάς: Ποιητής άδοξος που ‘ταν», poetica, 15.12.2007.
Ελένη Κοβάνη, «Εξάρχεια, Το λυκόφως του ερετεινού και των αυλών», ΕΤΚΔ, 3 Δεκεμβρίου 2012 – 13 Δεκεμβρίου 2009.~.~
*
~.~
ΝΟΥΜΠΕΤΙ, ΜΟΥΧΑΜΠΕΤΙ
Ίσως όντως να υπάρχει εκείνο το τραγούδι που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο, όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα. Κι ίσως υπάρχει πάντοτε ένας στίχος που στέκεται όρθιος στον άνεμο της ιστορίας και βγαίνει σεργιάνι τα βράδυα γυρεύοντας μιαν άλλη επιφάνεια της φωνής που ξέχασε στην ώρα της να φωνάξει.
Αναλογίζομαι αυτούς που μίσεψαν πέρα απ’ το σύνορο του κόσμου, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει.
Κείμενα – Επιμέλεια στήλης
Ειρήνη Καραγιαννίδου
*
*




