*
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1994:
ΤΟΥ ΝΤΟΥΛΑ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
Οι Τούρκοι παιδομάζωμα έκαμαν στο Πυργί.
Πρόκριτοι, δημογέροντες, παπάς και χωριανοί
κρύψαν τους γιους τους κι έδωσαν της χήρας το παιδί,
τον Ντούλα τον μονάκριβο και μήτε η Παναγία
μήτε ο Χριστός σταμάτησαν αυτή την αδικία.
Δέρνεται η μάνα σέρνεται και τους παρακαλεί
κι ανυπεράσπιστο θρηνεί φωνάζει το παιδί.
Μα ούτε οι πέτρες άκουγαν ούτε και οι καρδιές.
Πήραν τον Ντούλα κι έφυγαν σε στράτες μακρινές.
Γενίτσαρο τον κάμανε, τσαούση στρατολάτη,
μ’ αυτός ποτέ δεν λησμονεί, του έμεινε γινάτι.
Διαβαίνουν χρόνοι και καιροί κι ένα πρωί προβαίνει
καβάλα με στρατό πολύ, στην εκκλησιά πηγαίνει
κεφάλια σκίζει αγίων, καίει την εκκλησιά
κι έξω μαχαιρωμένη σέρνει την Παναγιά.
Όλους τους άντρες μάζωξε, κοπάδι να τους κάμει
και στο γκρεμό τους έριξε, μες στο βαθύ ποτάμι.
~.~
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ, 1996:
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΠΕΡΙΦΡΟΝΩ
Δεν είναι πως περιφρονώ
τον κάθε μέτριο ποιητή
είναι που για ν’ αντέξω εγώ
τη φρίκη πού ’χει η ζωή
ήθελα δόσεις δυνατές
από μεγάλους ποιητές
κι έγινα ποιητομανής
όσο ποτέ άλλος κανείς
κι αδιάφορος στο κάθε τι
που δεν γιατρεύει τη ζωή.
~.~
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2003
Πιάσε του μισοφέγγαρου το μάνταλο
και βγάλε από την κόλαση τον Τάνταλο.
Όποιος με ρίζες αστραπής έχει χορτάσει
τα πάντα πια μπορεί να τα προφτάσει.
Στον κήπο εδώ των βράχων και της θάλασσας
βοσκάει ο Ωρίων τη βουβάλα σας.
Κι αρμέγοντάς την φεύγει φρουξουλιά
και γίνεται η αστροσυννεφιά
που άλλοι Γαλαξία τη διαβάζουνε
κι άλλοι Ποτάμι τ’ Ουρανού την ονομάζουνε.
— Τ’ άχερα είναι του παπά, βρε, που σκορπίσανε…
όταν το ζο του οι λύκοι κυνηγήσανε…
~.~
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ, 2011:
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Έχοντας δράκοντες τους δυο του αδελφούς
κι έχοντας πλέον μια σκληροκαρδη γυναίκα
παρέκαμψε ολωσδιόλου τους Δελφούς
κι απελπισμένος τράβηξε για Μέκκα.
Μα οι Μουσουλμάνοι τον εδιώξαν από κει
γιατ’ έβριζε ως άπιστος πολύ συχνά τα θεία
κι αφού τον κλείσανε γερά σ’ ένα σακί
στο post restant τον στείλανε του Δία.
Δεν χάθηκε, ο έρημος, δεν χάθηκε
(ώ δυστυχώς αυτό δεν του συνέβη!!!)
μα σαν τον άφησε η γυναίκα του τρελάθηκε
κι ο νους του πλέον τριγυρνά μες στα ερέβη.
Η ποίηση εντελώς τον εγκατέλειψε
(τι θα μπορούσε πια να γράψει δίχως μούσα;)
ο ενθουσιασμός, ω ναι αυτός, πόσο του έλειψε
κ’ είν’ η ζωή, τώρα γι’ αυτόν, σχεδόν απούσα.
Της ηδονής είχεν αδειάσει το ποτήρι
και όντας ύβρις των θνητών η πλησμονή
τον καταστείψανε στο μέγα πατητήρι
κ’ ήπιαν το αίμα του ως νέκταρ οι θεοί.
Ίσκιος που τώρα τριγυρνά έξω απ’ του Άδη
την πόρτα για να φτάσει εκεί που όλοι
οι ίσκιοι κάμνουν το μακάριο σκοτάδι.
Μάλλον του λείπει το κλειδί: Ένα πιστόλι.
~.~
ΙΟΥΝΙΟΣ, 2024
Διόνυσος και Άδης είναι ένα
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Τρέχουν οι άνθρωποι.
Ψάχνουν να βρουν το Θάνατο, να τον σκοτώσουν.
Παντού τον ψάχνουν κι οπωσδήποτε
σε κοιμητήρια, κλινικές, γηροκομεία.
Ψάχνουν μα δεν τον βρίσκουν πουθενά
γιατί αυτός
νέος, στεφανωμένος και πανέμορφος,
χειροκροτούμενος και τρις ευλογημένος,
είναι γαμπρός και νύφη στο τραπέζι σας,
είναι ζευγάρι αγαπημένο στο κρεβάτι σας.
~.~
ΙΟΥΛΙΟΣ, 2024:
ΓΑΜΑ ΚΙ ΕΣΥ ΧΕΛΩΝΑ
Λαγός αητόν αγροίκισε και γρήγορα λουφάζει
σε τούφα πού ’χε γλάστρα της, ολόκληρη κοτρώνα.
Και νοιώθει τότε πίσω του κάποιος να του τον βάζει.
Κάνει να δει…: «Αχ τι κακό, σε τούτο τον αιώνα…
για το χατίρι του αητού, γάμα κι εσύ χελώνα».
*
*
*
