
*
τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση
Μέσα ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἀκούστηκε τὸ χτύπημα τοῦ γκόγκ. Μονομιᾶς ἡ χλαλοὴ ποὺ γέμιζε τὸ τεράστιο πέτρινο κύπελο τ’ ἀκουμπισμένο στὸ κοίλωμα τοῦ λόφου κατάπεσε. Ἡ σιωπὴ κατέβηκε κι ἅπλωσε τὶς φτεροῦγες της ἀπάνω ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ κάθουνταν ἀραδιασμένοι στὶς ἀρχαῖες πέτρες, ζεστὲς ἀκόμη ἀπὸ τὸν καλοκαιριάτικο ἥλιο.[1]
Τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς προβολεῖς, χλωμὸ κι ἀδύναμο, γιατὶ ἡ μέρα δὲν εἶχε φύγει ἀκόμη πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Ἀραχναίου,[2] χύθηκε ὣς κάτω στὴ στρογγυλὴ ὀρχήστρα καὶ σταμάτησε μπρὸς στὴν πόρτα τοῦ χωματόχρωμου παλατιοῦ. Ἐκεῖ σταμάτησε κι ἡ ματιά μας καὶ περίμενε.
Μὲ βήματα ἀργὰ μιὰ ἀντρικὴ φιγούρα βγαίνει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ ἄνοιγμα. Φαντάζει μικρή, ἀσήμαντη μέσα στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς σκηνῆς.[3] Ἡ ἀπόσταση μόλις σ’ ἀφήνει νὰ ξεχωρίζεις τὰ χαρακτηριστικά της: Τὸ κοντὸ ξανθὸ γενάκι, τὰ μακριὰ μαλλιὰ στεφανωμένα μὲ κισσό, τὸ θύρσο[4] στὸ δεξὶ χέρι. Σιωπή. Κι ἄξαφνα τινάζεται σὰ συντριβάνι ὁ Λόγος:
Ἦρθα σ’ ἐτούτη τῶν Θηβαίων τὴ χώρα
τοῦ Δία ὁ γιός, ὁ Διόνυσος , ἐγώ… [5]
Τὰ ρυθμικὰ κύματα τῶν στίχων πλημμυρίζουνε τὸ «κοῖλον», φτάνουν ὣς ἀπάνω στὶς τελευταῖες σειρὲς τῶν ἑδωλίων. Στὸ «λογεῖον» δὲν ὑπάρχει πιὰ τὸ ἀπογοητευτικὰ μικροκαμωμένο ἀνθρώπινο σχῆμα. Ἕνας θεὸς εἶναι ποὺ στέκει ἐκεῖ, δυνατὸς καὶ περήφανος κι ἐκδικητικός, σὰν ὅλους τοὺς θεοὺς ποὺ τολμήσανε νὰ τοὺς προσβάλλουνε θνητοί. Κι ὅλο ψηλώνει παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν ποίηση ποὺ ρέει ἀπὸ τὸ στόμα του. (περισσότερα…)