Η Πρωτόθρονη στο Χαλκί, άποψη από τα βορειοδυτικά. Στη βάση του καμπαναριού διακρίνεται το γείσο με την επιγραφή — άλλοτε επιστύλιο του τέμπλου του ναού.
*
ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #9
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.
~.~
Οι τρεις άρχοντες της Ναξίας
Το Χαλκί —ή Χαλκείον, επί το λογιότερο— συγκαταλέγεται στα ομορφότερα χωριά της Νάξου, της μεγίστης των Κυκλάδων. Περιτριγυρισμένο από αιωνόβιους ελαιώνες και ρεματιές κατάφυτες με πικροδάφνες, αποτελεί έναν από τους ιστορικούς οικισμούς της κοιλάδας της Τραγαίας, που απλώνεται στην ενδοχώρα του νησιού. Χάρις στην ασφάλεια που παρείχε η θέση της και στην εύφορη γη της, η Τραγαία γνώρισε ξεχωριστή άνθιση κατά τη βυζαντινή περίοδο, και μάλιστα από τον 7ο αιώνα και εξής, όταν ο πληθυσμός της Νάξου αποτραβήχτηκε από τις ακτές προς τα εκεί, εξαιτίας του φόβου των Αράβων που είχαν αρχίσει τις επιδρομές τους στο Αιγαίο. Στην κοιλάδα και τις γύρω τοποθεσίες σώζονται σήμερα πολυάριθμοι βυζαντινοί ναοί, σε πυκνότητα τέτοια που μπορεί να συγκριθεί μόνο με ό,τι συμβαίνει στη Μάνη.
*

Το αριστερό τμήμα του επιστυλίου, με την αρχή του επιγράμματος.
*
Στην ανατολική πλευρά του Χαλκίου, επάνω στον κεντρικό δρόμο, βρίσκεται η ενοριακή εκκλησία του, που είναι γνωστή με το επιβλητικό όνομα Πρωτόθρονος. Κτίσμα εξωτερικά ογκώδες, ίσως και λίγο άχαρο, κρύβει κάτω από δεκάδες στρώματα ασβέστη μία συναρπαστική οικοδομική ιστορία, που ξεκινά από τον 6ο αιώνα μ.Χ., και φτάνει ως τον 18ο. Ό,τι αντικρύζει κανείς σήμερα, είναι αποτέλεσμα αλλεπάλληλων επισκευών και ανοικοδομήσεων που έγιναν κατά καιρούς επάνω στο σώμα της αρχικής εκκλησίας. Αντίστοιχη αλληλουχία παρουσιάζουν και οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό της, όπου αναγνωρίζονται πέντε τουλάχιστον στρώματα ζωγραφικής, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν πριν από την Εικονομαχία, στη διάρκειά της, αλλά και μετά, ιδίως κατά τον 11ο αιώνα, οπότε σημειώθηκε μεγάλη άνθηση της βυζαντινής τέχνης στο νησί.
Ψηλά στην πρόσοψη της Πρωτόθρονης, κάτω από το κυκλαδίτικο κωδωνοστάσιό της, προεξέχει ένα γείσο που σπάνια προσέχει κανείς, καθώς μάλιστα δεν έχει αποφύγει το ασβέστωμα. Το γείσο αυτό ήταν άλλοτε το επιστύλιο του βυζαντινού μαρμάρινου τέμπλου του ναού, με χαρακτηριστικά ανάγλυφα σχέδια των μέσων χρόνων. Ανάμεσα στα τελευταία διαβάζεται μία επιγραφή, με κάποια δυσκολία, εξαιτίας του ασβέστη που τείνει να καλύψει τα γράμματα:
Θεοτόκε Δέσποινα καὶ Μήτηρ τοῦ Κυρίου
σκέπε, φρούρει, φύλαττε τοὺς σοὺς οἰκέτας
τοὺς ἀνακαινίσαντας τὸν ἔνδοξον ναόν σου
Λέοντα θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον καὶ Νικήταν πρωτοσπαθάριον
καὶ τουρμάρχην Ναξίας καὶ Στέφανον κόμητα τὸν Καμηλάρην
καὶ τοὺς ἐν πίστει, ἐν φόβῳ εἰσιόντας· ἀμήν·
αὐτοῖς […………………………]
ἰνδικτιῶνος ε΄, ἔτους ͵σφξ΄.
Πρόκειται για ένα τυπικό βυζαντινό επίγραμμα, ένα σύντομο ποίημα δηλαδή, εν μέρει σε δωδεκασύλλαβο μέτρο, με το οποίο απαθανατίστηκε στην πιο περίοπτη θέση —επάνω στο τέμπλο— η δωρεά της ανακαίνισης του ναού από τρεις άρχοντες της Νάξου, το έτος 6560 από κτίσεως κόσμου, που αντιστοιχεί στο δικό μας 1051/2. Στην αρχή του επιγράμματος, μετά την προσφώνηση της Θεοτόκου, δεσπόζουν τρία συνεχόμενα ρήματα, σε μια ρυθμική συνήχηση: σκέπε, φρούρει, φύλαττε. Πρόκειται για έναν συνδυασμό δανεισμένο από την υμνογραφία, από τον όρθρο της λειτουργίας της εορτής της Υπαπαντής, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα αγαπητός και τον βρίσκουμε σε αρκετές βυζαντινές επιγραφές. Την επίκληση που εκφράζει, την απευθύνουν στη Θεοτόκο ο επίσκοπος Λέων, ο πρωτοσπαθάριος και τουρμάρχης Ναξίας —όπως ήταν το βυζαντινό όνομα του νησιού— Νικήτας και ο κόμης Στέφανος Καμηλάρης, που δεν παραλείπουν να επικαλεστούν τη θεία προστασία και για τους ἐν πίστει, ἐν φόβῳ εἰσιόντας γενικά.
*
Το υπόλοιπο τμήμα της επιγραφής, κάτω από τις καμπάνες της Πρωτόθρονης.
*
Αυτά τα τρία σημαίνοντα πρόσωπα, συνέπραξαν για να ανακαινίσουν τον ναό της Θεοτόκου, έργο μείζονος σημασίας, καθώς αφορούσε στην έδρα της τοπικής εκκλησίας· ο επίσκοπος, ο Λέων, αναφέρεται εξάλλου πρώτος στην επιγραφή. Ακολουθούν ο πρωτοσπαθάριος Νικήτας, επικεφαλής της τούρμας της Ναξίας, της στρατιωτικής υποδιοίκησης που φρουρούσε τη Νάξο, και ο Στέφανος Καμηλάρης που έφερε τον τίτλο του κόμητα, χαμηλόβαθμος αξιωματούχος με διοικητικά μάλλον καθήκοντα. Το τριπλό σχήμα θυμίζει έντονα εκείνο των τοπικών αρχών σε κάθε ελληνική επαρχιακή πόλη των νεότερων χρόνων — πολύ ελεύθερα θα τους παραλληλίζαμε με τον δεσπότη, τον συνταγματάρχη και τον νομάρχη. Και ίσως η πολιτεία τους να μη διέφερε πολύ μέσα στους αιώνες.
Ως προς τη διατύπωσή της, η επιγραφή των τριών αρχόντων της Ναξίας δεν παρουσιάζει κάτι το ιδιαίτερο. Είναι ένα τυπικό αφιερωματικό επίγραμμα, όπου κυριαρχεί το σύνηθες μοτίβο της προσφοράς προς το θείον και της ευθέως ζητούμενης από το ίδιο ανταπόδοσης. Εκείνο που την κάνει σπάνια είναι η συνεργασία των τριών αυτών προσώπων, η συλλογική τους πρωτοβουλία που μαρτυρεί ιστορικές εξελίξεις και διεργασίες στη βυζαντινή κοινωνία· έναν αιώνα πιο πριν, το ίδιο έργο θα το αναλάμβανε αποκλειστικά και μόνος του ο επίσκοπος ή ο αξιωματικός του στρατού. Βέβαιο είναι ότι το επίγραμμα έχει πετύχει για την ώρα τον σκοπό του, την απαθανάτιση της δωρεάς και της επίκλησης, παρά την αναμέτρηση με τον κυκλαδίτικο ασβέστη.
Η επιγραφή της Πρωτοθρόνου δημοσιεύθηκε πρώτη φορά από την καθηγήτρια Μαρία Παναγιωτίδη το 1969, στη διδακτορική διατριβή που εκπόνησε στο Παρίσι για τα μνημεία της Ελλάδας μεταξύ του τέλους της Εικονομαχίας και του έτους 1000. Εδώ χρησιμοποιούμε την πρόσφατη επανέκδοσή της από τον Andreas Rhoby, στο Byzantinische Epigramme auf Stein (Βιέννη 2014), αρ. GR112, έχοντας παραλείψει τη δήλωση των συμπληρώσεων του εκδότη.
Η εικόνα του ναού προέρχεται από τη Wikipedia. Οι εικόνες της επιγραφής αποτελούν λήψεις του συγγραφέα.
*
*
*

