Του ημερολογίου

*

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1984:
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
ΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ

Με μάτια αγελαδινά
τετράγωνο σαγόνι
και με τ’ αυτιά τα πεταχτά
στα αραιά της τα μαλλιά.
Κανείς να μην ζυγώνει
του Διάβολου εγγόνι.

Τα μαλακά μικρά βυζιά
που πέφτουν μαραμένα
ποτέ δεν είχαν μια σταλιά
γάλα, μα ήταν πάντοτε
με πύον γεμισμένα…

Και η λεκάνη της εκεί
σα μια ζυγιά ταμπούρλα
θεόρατα π’ ως περπατά
αλλοίμονο σ’ όποιον κοντά
βρεθεί σ’ αυτή τη φούρια.

Θα φάει τέτοια μια κωλιά
που θα κοπεί του η μιλιά.

Μόνο σε πρόθυμο αυτί
βρίσκει χαρά… Και ξαμολά
γέλωτα μέγα σαν το βρει.
Όμως ποτέ δεν ξεκολλά
από το φθόνο… Το ΚΑΛΟ
κόλαση γίνεται γι’ αυτή
που άγρια την τυραννά.

Κι απ’ όλους πιότερο μισεί
αυτούς που πόθησε πολύ
κι αυτοί δεν τη γαμήσαν.
Κι έμεινε με τη στέγνια της
σα δέντρο που οι κεραυνοί
το ’καψαν και τ’ αφήσαν.

Το ’παν τρελοί, το ’παν παιδιά
πως πρέπει ένα τροκάνι
να της φορούν, και μακριά
να φεύγουν όλοι οι καλοί
που θέλει να ξεκάνει.

~.~

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1985:
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΥ ΕΚΕΙ

Κάθε φορά που θα σε βρίσκω θα ’σαι παντρεμένη με παιδιάꞏ
σα μαγεμένη να ’ναι η αγάπη μας.
Στοιχειά ανάμεσά μας κ’ είσ’ αιχμάλωτη στου δράκοντα το σπίτι.
Κι ούτε κανένα επεμβαίνει απ’ τα ζώα του κόσμου.
Δεν επεμβαίνει ο Ήλιος, μήτε η Νύχτα, μήτε τ’ Άστρα,
ούτε και το Φεγγάρι με τις φάσεις του.
Στέκουν εκεί δεν επεμβαίνουν μα κοιτούν
όπως κοιτούν απ’ τις εικόνες τους οι μάρτυρες.

Κ’ είσαι η νύφη μου, η αγάπη μου, η λατρεία μου, η ψυχή μου, η πηγή μου, η
παρουσία μου.
Είσαι η χαμένη ήπειρος, η ΜΟΥ. Ποιος θα μπορούσε
να σε ανακαλύψει αφότου έγινες γυναίκα; Περιμένω
να σηκωθεί η σκιά της λαγκαδιάς, ο Μέγας Δράκοντας
που σέρνει στην ουρά του το ’να τέταρτο
απ’ τις πυγολαμπίδες. Περιμένω
να γεννηθείς από του κόσμου την πηγή.

Έρχεσαι και σε βρίσκω πάντα εκεί προς τα τριάντα σου. Μου λες
πού ήσουνα ψυχή μου; Γιατί άργησες;
Πού ήσουν τόσα χρόνια; Όμως βλέπω
παλιές φωτογραφίες σου και πρόσφατες, κι εκεί
σ’ εκείνες τις παλιές φωτογραφίες σου, δεν είσαι,
δεν είσ’ εσύ εκεί,
πώς να σε γνώριζα;
Χωρίς τη θλίψη σου αυτή που τώρα λάμπει μες στα μάτια σου,
χωρίς τα μάτια σου αυτά που τα γλυκαίνει
τόσο πολύ ένας απέραντος καϋμός
πώς να σε γνώριζα;

~.~

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2001:
ΤΑ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Όπως ορμά ο μαχητής κατά την έξοδο
την άγια εκείνη του Μεσολογγίου
έτσι κι εγώ τη μουνοθύελλα διέσχισα
τη φοβερή του ταραγμένου μου του βίου.

Σκότωσα και τραυμάτισα πολλές
πολλές με σκότωσαν κι απ’ άλλες έχω τραύματα
τί θα μπορούσα εγώ να κάνω λατρεμένες μου
πού ’ναι θανάσιμα του έρωτα τα θαύματα;

Ούτε σ’ αγίους ούτε σε θεούς
δεν καταδέχτηκα ποτέ να γονατίσω
μόνο σε σας εμπρός πάντα προσέπεσα
γοφούς και πόδια με λατρεία να κρατήσω.

Δεν έχω δα τη δύναμη του Κρίσνα
να γίνομαι χιλιάδες εαυτοί
ώστε να έχει κάθε μια και τον δικό της
τον Υφαντή ξεχωριστά ως εραστή.

Νεράιδες είσασταν, και γίνατε μαινάδες.
Με κομματιάσατε κι ως πήρε κάθε μια
το μεριδιό της, έμεινεν ο πούτσος,
να πλέει μόνος του στου Έβρου τα νερά.

~.~

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2010:
ΨΑΠΦΑ ΜΟΥ

Οι ψυχές στον Άδη αναγνωρίζονται από το
άρωμά τους.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Το σπίτι μου πήρε φωτιά, όλο είναι καμένο
μα εγώ και πάλι εκεί σ’ αυτό μέσα του ακόμα μένω.

Κι αν μένω εκεί δεν πάει να πει, πως έχω τώρα σπίτι.
Κάλλιο να ήμουνα θεοί ένα κουτό σπουργίτι.

Σαν ξέρω τι μ’ αρρώστησε, προς τι γιατρούς πληρώνω;
Σαν ξέρω πως τ’ αγιάτρευτα όλο και δυναμώνω

μένοντας έτσι μέσα εδώ σ’ αυτή την αθρωπίλα
όπου δεν έχει εξαίρεση, που των ψυχών σαπίλα

βρομάει όπου κι αν γυρνώ, για ποιον τάχα να ζήσω;
Να πάω πού; Πού να σταθώ; Πού πάλι να γυρίσω;

Ψάπφα μου πώς νοστάλγησα νάρκισσους να μυρίσω.
Να μπω στη στράτα σου γοργά, κι αφού κατηφορίσω

απ’ τ’ άρωμα του ίσκιου σου να σε αναγνωρίσω
κι αχ έτσι πλάι σου εκεί για πάντοτε να ζήσω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ