Month: Ιουνίου 2024

Σάββατο 6 Ιουλίου | Αφιέρωμα στον Γιάννη Πατίλη

*

Σάββατο 6 Ιουλίου | Τιμητική βραδιά

«Το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό»

Αφιέρωμα στον Γιάννη Πατίλη

Είναι ανάποδη η εποχή κι ωστόσο
Καθώς τα νερά σ’ ένα πλοίο που βυθίζεται
Η ομορφιά εισβάλλει από παντού

Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου των ποιημάτων του (Το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό, Ποιήματα 1970-2022, Ύψιλον, 2023), ο Γιάννης Πατίλης, από τους επιφανέστερους ποιητές της γενιάς του και εκδότης του Πλανόδιου, λογοτεχνικού περιοδικού από τα σημαντικότερα της μεταπολιτευτικής περιόδου, συζητάει για τη διαδρομή του στα ελληνικά γράμματα με τον Κώστα Κουτσουρέλη.

Ποιήματα του Γιάννη Πατίλη διαβάζουν ο ίδιος και οι ηθοποιοί του Θεάτρου Κυδωνία.

*

*

*

Στιγμή μιας μεστής ωριμότητας

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Σταύρος Ζαφειρίου,
Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου,
Νεφέλη, 2024

Ένα από τα πιο ουσιαστικά αναγνώσματα των τελευταίων χρόνων αποτέλεσε για μένα Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου, η πρόσφατη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου, μετά την επίσης αξιόλογη, πρόσφατα βραβευμένη δουλειά του, Πράσινος ουρανός μπλε χορτάρι. Το βιβλίο συνθέτει με θαυμαστή ισορροπία τη βιωματική εμπειρία με την κοινωνική και πολιτική ανθρωπογεωγραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας αλλά και της Ελλάδας των ημερών μας. Ένα βιβλίο για την προσωπική και κοινωνική μνήμη, την ήττα των κοινωνικών οραμάτων, για την πίστη που αποδείχτηκε χίμαιρα αλλά διασώζεται αποκαταστημένη μέσα στην αποδοχή της φθαρτότητας, ένα βιβλίο για την κατάφαση στη ζωή, «τη δίχως νόημα, ανόητη ζωή, που αρκεί, αρκεί, αρκεί να ’ναι ζωή».

Το βιβλίο αποτελεί μια πλατιά ποιητική σύνθεση που αρθρώνεται σε οκτώ άνισες σε μήκος ενότητες, οργανικά δεμένες μεταξύ τους όχι μόνο με τις ποιητικές επωδούς – σπονδύλους που επαναλαμβανόμενες διατρέχουν τα επιμέρους κείμενα αλλά και μέσω των σταθερών ποιητικών τόπων που αναπτύσσονται στην εκτύλιξη των κειμένων. Σε αυτή την πορεία ο Ζαφειρίου ξεκινάει από το συγκεκριμένο για να σκάψει σταδιακά το πνευματικό του υπέδαφος, από το επιμέρους στη διασύνδεσή του με ένα υπέρτερο νόημα που όσο προχωράει το βιβλίο τού αποκαλύπτεται παραμυθητικά. Σε αυτή τη μνημονική διαδικασία το φευγαλέο μα αιώνια εγγεγραμμένο στην προσωπική μνήμη αποκαθίσταται ως η περιουσία που αποκτήθηκε από την περιπέτεια αλλεπάλληλων διαψεύσεων και επανακατάκτησης του ουσιώδους. Διαδικασία επώδυνη και ταυτόχρονα επουλωτική όπως και οι αντινομίες με τις οποίες ο Ζαφειρίου αναμετράται στο βιβλίο.

Δηλωτική αυτού του κλίματος η δεύτερη, πλατιά ενότητα, «Το τέρας στο υπόγειο» όπου ξεκινά από την προσωπική γενεαλογία στη γενέθλια Θεσσαλονίκη ομολογώντας από τον πρώτο στίχο τη μέθοδο και την πρόθεση: (περισσότερα…)

Ἐμίλ Σιοράν, Περί ἀσθένειας

*

Επιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενη πόλη. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας» (Σελίν). Τό 1928 ἐγγράφεται στή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βουκουρεστίου. Μελετᾶ Κάντ, Σοπενάουερ καί Νίτσε. Πιάνει φιλίες μέ τόν Ἰονέσκο καί τόν Ἐλιάντε. Τό 1933 πραγματοποιεῖ σπουδές στό Βερολῖνο μέ ὑποτροφία τοῦ Ἱδρύματος Humboldt. Μελετᾶ Χάρτμαν, Κλάγκες κ.ἄ. Ἐξονυχίζει τό ἔργο τοῦ Ζίμελ. Τήν περίοδο αὐτή υἱοθετεῖ ἀκραῖες ἐθνικιστικές καί ἀντισημιτικές θέσεις, οἱ ὁποῖες γρήγορα θά πάρουν τέλος. Ὅταν τόν ρώτησαν τί σκέφτεται γιά τό ἀλλοτινό του παραλήρημα, ἀπάντησε ὅτι «εἶναι σάν νά ἀντικρίζω τίς ἐμμονές ἑνός ξένου, καί μένω ἀποσβολωμένος ὅταν διαπιστώνω ὅτι αὐτός ὁ ξένος εἶμαι ἐγώ» (Καραβασίλης). Τό 1933 δημοσιεύει τό πρῶτο του βιβλίο, Στό ἀπόγειο τῆς ἀπελπισίας. Τό 1937 δημοσιεύει τό περιώνυμο καί ἐπίμαχο Περί δακρύων καί ἁγίων. Τήν ἴδια χρονιά ἀναχωρεῖ γιά τό Παρίσι, «παγκόσμια πολιτεία τῶν γραμμάτων» (Καζανοβά), μέ ὑποτροφία τοῦ Γαλλικοῦ Ἰνστιτούτου καί μέ τήν πρόθεση νά ἐκπονήσει διδακτορική διατριβή πάνω στόν Μπεργκσόν. Τό ὅτι δέν τήν ὁλοκλήρωσε, τό ξέρουμε. Μαντεύουμε ὅμως καί ὅτι δέν τήν ἄρχισε κἄν. Δέν θά ἐπιδιώξει νά συγκαταλεχθεῖ στήν τιμητική φρουρά τοῦ γαλλικοῦ ἀκαδημαϊκοῦ πνεύματος· ἀλητεύει στίς γειτονιές της Μονμάρτης, στήν πλατεῖα Σαίν-Μισέλ, στό Καρτιέ Λατέν, νά πιάνει γνωριμίες μέ κάθε λογῆς ἀδέσποτους παλαβούς, πένητες καί πόρνες· κοντολογίς, δέν ἔχασε χρόνο καί ἄρχισε νά μειονεκτεῖ, νά προστυχαίνει τήν ἀξία καί νά ψευτίζει τήν κεφαλαιώδη σημασία. Θά ζήσει σέ φτηνά ξενοδοχεῖα καί σέ σοφίτες. Χωρίς ἐπιτήδευμα, χωρίς εἰσόδημα καί χωρίς ἀκαδημαϊκούς τίτλους. Θά γευματίζει (γιά περίπου δεκαπέντε χρόνια) στήν φοιτητική ἑστία καί οὐδέποτε θά ἀμελήσει τίς σπουδές του στούς Γάλλους moralistes: Σαμφόρ, Λά Ροσφουκώ, Ριβαρόλ κ.ἄ. Ὅταν, δε, τό Πανεπιστήμιο θά τοῦ δηλοποιήσει ἐπισήμως ὅτι τοῦ ἀνακαλεῖ λόγῳ προκεχωρημένης ἡλικίας τήν φοιτητική ἰδιότητα, αὐτός θά χαρακτηρίσει τήν ἡμέρα ἐκείνη «ὡς μία ἀπό τίς πιό τραγικές τῆς ζωῆς μου» (Καραβασίλης). Φαίνεται λοιπόν πώς τήν ζωογόνο ἐπαφή μέ τήν ζωή δέν τήν στερήθηκε. Γνώρισε τήν ὑπερένταση καί τήν ζέση, «τό παλμῶδες αἴσθημα τοῦ ὑπάρχειν, τήν διψαλέα ἀπόλαυση τοῦ παρόντος» (Νικολαρεΐζης). Ἡ βραχύτητα τῆς ζωῆς καί ὁ συνακόλουθος αἰσθησιασμός θά τόν ἀπασχολοῦν εἰς τό διηνεκές. Πάντοτε φιλικά προσκείμενος στήν χοϊκή, ἐνθαδική ἀνθρωπότητα, οἱ ἀνώτερες σφαῖρες θά εἶναι γι’ αὐτόν ἁπλῶς κάτι μεγάλες μπάλες πού πουλᾶνε τά ἐπώνυμα πρατήρια σκέψης. Θά ἀπέχει ριζικά ἀπό τήν μεταρσίωση. Δέν θά ἀποκτήσει μαθητές καί οὐδέποτε θά ἀνεβεῖ στήν ἕδρα τοῦ λόγου του γιά νά χειρονομεῖ καί νά ἀναγγέλλει διά προσωποπαγῶν σημάτων τίς σημασίες του. Τό 1947 ἀλλάζει γλῶσσα· ἀσκεῖται ἐξαντλητικά στήν γαλλική. Καρπός τῆς προσπάθειας αὐτῆς εἶναι ἡ δημοσίευση, τό 1949, τοῦ Ἐγκόλπιου ἀνασκολοπισμοῦ – ὁ τίτλος εἶναι πρωτότυπη παραγωγή τοῦ ἀείμνηστου Παπαγιώργη. Σήμερα εἶναι τό πιό φημισμένο. Ὁ Τσελάν τό μεταφράζει στά γερμανικά τό 1953. Ἀκολουθοῦν οἱ ἐκδοτικές ἀποτυχίες: Συλλογισμοί τῆς πίκρας (1952) καί Πειρασμός τοῦ ὑπάρχειν (1956). Τή δεκαετία τοῦ ’60 δημοσιεύει τά βιβλία Ἱστορία καί οὐτοπία, Πτώση μέσα στόν χρόνο καί Ὁ κακός δημιουργός. Ἡ πρώτη του ἐκδοτική ἐπιτυχία σημειώνεται μέ τό Περί τοῦ ἀτοπήματος τῆς ἔλευσης στήν ζωή (1973). Σιγά σιγά φημίζεται, ἔστω καί σ’ ἕναν στενό κύκλο ἀναγνωστῶν ἀρχικά. Δείχνει μετριοπάθεια στήν ζωή του. Διάγει βίον, ἄν ὄχι ἀσκητικό, τοὐλάχιστον ἐγκρατῆ. Οἱ ἀλλοτινές νύκτιες σωμασκίες στούς δρόμους τῆς πόλης, ἐκδηλώσεις ἐνθουσιασμοῦ καί διάψευσης συνάμα, καταπαύουν καί σβήνουν. Δέν ξέρω ἄν ἔγινε κύριος τῶν παθῶν του, πάντως ἐμφανίζεται μετρημένος καί ὀλιγαρκής. Ἐξάλλου ἡ μισανθρωπία καί ἡ μοναξιά δέν τόν ἐμπόδισαν νά συνάψει δεσμούς (Σιμόν Μπουέ, ἡ ἰσόβια σύντροφός του) ἤ σχέσεις φιλίας (Μπέκετ, Τσελάν κ.ἀ.). Ἐφεξῆς, καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, θά κάνει ἤρεμους περιπάτους στόν Κῆπο του Λουξεμβούργου. Τά πάθη καί τά βιώματα σοβαρεύουν τή ζωή, κι ἄν δέν καταστρέψουν τόν ἄνθρωπό τους, τόν στρώνουν στή δουλειά. Τό ἔργο πού θά προκύψει εἶναι πνευματικό γεγονός, ὁλοκληρία μή ἔχουσα αἰτιώδη ἐξάρτηση μέ τή διαδρομή τῶν βιωμάτων. Θά γράφει μέχρι τέλους… Καὶ μετὰ τὸ τέλος του, θὰ ἐρίζουν γιὰ τὰ κατάλοιπα ἄφησε. Ποιός νὰ τοῦ τό ’λεγε! Ἀπεβίωσε στίς 20 Ἰουνίου τοῦ 1995.

(περισσότερα…)

Ο Γιώργος Τσάκαλος

May be an image of 2 people, book, accordion and text

Φωτ. Θανάση Βασιλείου: Ο Γιώργος Τσάκαλος συζητάει με τον Δημήτρη Πιπίνη που κρατάει ένα τεύχος του Νέου Πλανόδιου, το αρ. 5 που είναι αφιερωμένο στον Παναγιώτη Κονδύλη.

*

Ο Γιώργος Τσάκαλος φυλλομετράει βιβλία πια στους ουρανούς.

Μόλις την προηγούμενη Δευτέρα το απόγευμα τον συνάντησα στον Ναυτίλο. Με περίμενε για να μου δώσει το βιβλίο που είχα παραγγείλει. Κι όλος χαρά, μ’ εκείνη την άδολη, ανυπόκριτη, καθάρια, παιδική χαρά που έφεγγε πάντα σ’ όλο το πρόσωπό του μου είπε: σου έχω μια έκπληξη· βρήκα στο υπόγειο μια έκδοση του 1935 με τα Ρουμπαγιάτ του Χαγιάμ που μαζεύεις, πάρ’ την δώρο.

Αυτό ήταν το τελευταίο του δώρο κι η συζήτηση που κάναμε, άλλη μια φορά, για όλα, κάνα μισάωρο. Μου είχε πει από τηλεφώνου πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τις εξετάσεις του αλλά δεν προχώρησε περισσότερο.

Και τώρα βλέπω πως ο Γιώργος, ο Γιώργος Τσάκαλος έφυγε οριστικά πια για εκείθε. Ο Γιώργος που γνώριζε σχεδόν κάθε τίτλο βιβλίου που είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Ο Τσάκαλος με την πιο αγνή, παιδική καρδιά και το πηγαίο χαμόγελο. Ο Τσάκαλος, «το κάστρο το άπαρτο», που τον επείραζε ο Λάγιος κι ο Χατζηϊακώβου. Ο Γιώργος Τσάκαλος που ήταν ανοιχτός σε όλους. Ο Γιώργος Τσάκαλος, που παρόλες τις δικές του δυσκολίες, συμπαραστάθηκε ξανά και ξανά -αθόρυβα και σιωπηλά- σε τόσους ανθρώπους αναξιοπαθούντες. Ο Γιώργος του Μηνύματος, της Παρουσίας, του Ναυτίλου (με τον φίλο Κώστα Χριστόπουλο).

Η θλίψη μεγάλη και βαριά. Όσοι τον γνώρισαν θα καταλάβουν.

Μια από τις μεγάλες, παλαβές και παραδείσιες παραδοξότητες -πες δωρεές θείες- της ζωής μου ήταν που ευτύχησα να έχω αφεντικά (;;!!) στην «Παρουσία» τον Γιώργο Τσάκαλο και τον Ηλία Λάγιο (μαζί τον Βασίλη Χατζηϊακώβου). Τώρα κι οι δυο φευγάτοι, έτσι ξαφνικά, όπως πάντα κλέβει ο θάνατος τη ζωή, γελαστοί όμως κι ωραίοι, για του ουρανού τις ζωντανές βιβλιοθήκες.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Φωτογραφία του Βασίλη Γόνη.

*

*

Φρόυντ, Θεός, Πόλεμος

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Οπενχάιμερ, Μπέκετ, Μπερνστάιν, Νταλί, Φρόυντ: νά κάποιες από τις πρόσφατες ταινίες που, όποια ειδολογική ορολογία κι αν χρησιμοποιούν οι προχώ κριτικοί κινηματογράφου, μας δείχνουν ότι η βιογραφία των προβεβλημένων προσωπικοτήτων είναι στο επίκεντρο της κινηματογραφικής καλλιτεχνικής έρευνας αλλά και της βιομηχανικής σπέκουλας. Το πρόσωπο, παρά τους τόνους αντιβιογραφιστικής μελάνης που έπεσαν πάνω του και παρά τις προανακρούσεις της εξαφάνισής του, παραμένει «ζωντανό», χρηστικό: η σπαρταριστή βιωματική ύλη μάς τραβάει περισσότερο από τις νοητικές δομές, από τους ετερώνυμους επικαθορισμούς του πνευματικού έργου. Το ποιος ζωντανός έφτιαξε αυτό το έργο, πώς συγκλίνει αυτό με τη ζωή του, ποια σχέση έχει η φαεινή έμπνευσή του με την πτυχή ανάμεσα στα μάτια του, αποτελούν εντελώς εύλογα και συγγνωστά ερωτήματα, όσο κι αν μας αποπροσανατολίζουν κάποτε, όσο κι αν το «εγώ» που δημιουργεί δεν είναι πάντα το ληξιαρχικό εγώ, αλλά ένα άλλο εγώ, που μένει να το ανακαλύψουμε πίσω από τα αλλεπάλληλα παραπετάσματα που κρεμά ο «ανθρώπινος» βίος του μοναδικού ατόμου.

Βέβαια, ενδιαφερόμαστε για τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά όταν αυτός ο άνθρωπος είναι ένας προβεβλημένος άνθρωπος λόγω των όποιων επιτευγμάτων του, δεν προσεγγίζουμε ποτέ αυτήν τη ζωή εντελώς παρθένοι: πάμε να δούμε μια ταινία με τη ζωή κάποιου έχοντας ήδη στημένες, και σκουριασμένες, τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας για αυτόν. Ξέρουμε ήδη αρκετά ώστε να μην μπορούμε να δούμε τη ζωή του αμερόληπτοι. Όχι μόνο στον κινηματογράφο, μια σειρά από τύπους πληροφοριών, θέλουν να προκαταλάβουν την κρίση μας για το έργο τέχνης. Ο παρθένος θεατής, ο παρθένος αναγνώστης είναι μια θεωρητική ουτοπία. Οι προσδοκίες μας για το έργο τέχνης προπαρασκευάζονται συστηματικά, ηθελημένα ή όχι, και υπόγεια πριν από την άμεση επαφή μας μαζί του.

Πώς να κρίνει κανείς μια ταινία για τον Φρόυντ, κάνοντας αφαίρεση όσων ξέρει κανείς για αυτόν, όχι πάντα από «έγκυρες» πηγές, αλλά έστω κι αν έχει εντρυφήσει στους συλλογιστικούς μαιάνδρους της Ερμηνείας των ονείρων, ας πούμε. Πώς να αποφύγει τους σκοπέλους των κατηγοριών του χυδαίου πανσεξουαλισμού που διακινούνται πάνω από έναν αιώνα γύρω από το όνομά του; (Α, ο «sex doctor», λέει σε κάποια σκηνή ένα πρόσωπο της ταινίας Η τελευταία συνεδρία του Φρόυντ του Ματ Μπράουν, για την οποία ο λόγος). Αλλά και όσον αφορά στον ίδιο τον δημιουργό: πώς μπορεί να φτιάξει μια ιστορία που να στέκεται αυτόνομα, που να ολοκληρώνεται με βάση την εσωτερική της δραματουργική λογική, και όχι επικαλούμενη τα déjà vu, τα déjà raconté που έρχονται έξωθεν του φιλμικού κειμένου για να το στηρίξουν, για να το αιτιολογήσουν, για να το νομιμοποιήσουν καλλιτεχνικά; Μπορεί να φτιαχτεί ένα αξιόλογο φιλμικό κείμενο, χωρίς τα άλλα κείμενα πάνω στα οποία έρχεται να προστεθεί, τα οποία επεξεργάζεται, ενώ αυτά είναι ήδη επεξεργασμένα; (περισσότερα…)

Ένα κορίτσι και άλλα ποιήματα

*

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ

Πάλι νωρίς άνθησε η αμυγδαλιά.
Πάλι πρώιμα.
Έτσι που ο Μάρτης
μ’ ένα δυό κρύα
πάλι θα την ξεράνει.

Όμως εκείνη δεν την νοιάζει.
Ό,τι ήθελε να μου κάνει
το έκανε.

~.~

ΤΗΣ ΓΑΡΥΦΑΛΛΙΑΣ

Η Γαρυφαλλιά ανθίζει
από τον Απρίλιο μέχρι και τον Νοέμβριο.
Η Γαρυφαλλιά
χρειάζεται φροντίδα
γιατί είναι ευαίσθητη
θερμοκρασίες
πάνω από 35 βαθμούς μπορεί να την εξασθενήσουν
να την μαράνουν. Τότε
πρέπει να αφαιρούνται επιμελώς τα μαραμένα άνθη
και τα ξερά κλαδάκια της.
Η Γαρυφαλλιά στενοχωριέται σε μικρές
γλάστρες, γίνεται χαμηλή
γιατί είναι ευαίσθητη
και το πότισμα –όσο συχνό–
δεν της αρκεί…

Κι εσύ,
προτίμησες το Λιάνα

~.~ (περισσότερα…)

«Καὶ ὁ θάνατός του εἶνε ἀπολύτρωσις…» – Μιχαήλ Μητσάκης (5.8.1868 – 6.6.1916)

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

*

Στις 6 Ιουνίου του 1916, ο Μιχαήλ Μητσάκης πεθαίνει από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο. Από διετίας εξάλλου, «είχεν εξαφανισθή από τα κέντρα και ιδίως από τα γραφεία των πρωινών εφημερίδων των οποίων ήτο το στοιχειό όπου εκεί έγραφεν αλλόκοτους ελληνογαλλικούς στίχους».

Οι εφημερίδες της εποχής αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου του σαν αυτούς στα ποιήματά του «που φτιάχνουν τα κλειδιά, κόβουνε τα καπίκια».

Η χθεσινή μελαγχολική πομπή δεν ήτο αναμφιβόλως η κηδεία του, μολονότι μας ωδήγησεν εις το νεκροταφείον. Ειπέτε καλύτερα ότι ήτο μια επιμνημόσυνος δέησις, εις την οποίαν συνέβη τούτο το περίεργον, να έχωμεν μαζί μας και τον νεκρόν.

γράφει ο συνονόματός του Περάνθης στον τόμο για το έργο του.

Ο Μητσάκης γεννήθηκε το 1868 στα Μέγαρα και πήγε σχολείο στην Σπάρτη όπου και εξέδωσε την χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα Ταΰγετος. «Τρελλούτσικος, μύωψ και αδύνατος, πολλά υπέφερε μικρός από τους συνομηλίκους του», έγραφε ο ίδιος, «ο αργός περιπατητής, πλάνης αδιάφορος που έσερνε το βήμα του το άσκοπον, ξένος προς την πέριξ κίνησιν ακολουθών των φευγαλέων σκέψεών του τον ειρμόν ή βυθισμένος εις τα σκότη των κενών του». Αν και φοίτησε για δύο έτη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην δημοσιογραφία με αρκετές αποστολές, ταξιδεύοντας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και αποτυπώνοντας τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες.

Ακάθιστος και πολυπράγμων, συμμετέχει αρχικά στη σύνταξη της σατιρικού περιεχομένου εφημερίδας Ασμοδαίος, δημοσιεύει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά των Αθηνών, εκδίδει τις ευθυμογραφικές εφημερίδες Θόρυβος και Πρωτεύουσα, υπογράφοντας με ψευδώνυμα μεταξύ των οποίων Ιξίων, Καιροσκόπος, Πλανόδιος, Κόθορνος, Κρακ, υπήρξε διευθυντής του Ελληνικού Ημερολογίου του Π. Δ. Σακελλαρίου, συνίδρυσε το σατιρικό Άστυ μαζί με τους Θέμο και Μπάμπη Άννινο. (περισσότερα…)

Αφήστε τα Λυκόσκυλα να σας μυρίσουν

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Aγγέλα Καϊμακλιώτη
Λυκόσκυλα
Βακχικόν, 2024

Με την έκτη ποιητική συλλογή που φέρει τον επιθετικό, αλλά και πολύσημο τίτλο Λυκόσκυλα, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, μετά από μια έντονη εκφραστική κρίση που την οδήγησε, μάλιστα, στην πρόσκαιρη δήλωση ότι δεν θα ξαναγράψει, επιστρέφει πιο δυναμικά στο αλωνάκι της ποίησης, διατηρώντας τους βασικούς θεματικούς και μορφολογικούς άξονες της δουλειάς της, αλλά κι από την άλλη συμπληρώνοντας και επεκτείνοντάς τους, φτιάχνοντας ποίηση αξιόλογη. Πιο συγκεκριμένα, ενώ εντοπίζουμε τον κυρίαρχο -και στις προηγούμενες συλλογές της- πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό με έμφαση στο τραύμα της τουρκικής εισβολής, της ημικατοχής και της προσφυγιάς, στην ανά χείρας συλλογή αυτή η δεσπόζουσα αίσθηση της πίκρας (δεν είναι τυχαίο ότι η προηγούμενη συλλογή της τιτλοφορείται Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα) συνυφαίνεται για πρώτη, ίσως, φορά τόσο βαθιά και σύνθετα με τον έντονο υπαρξιακό προβληματισμό-βίωμα της ποιήτριας, αλλά και με την κυρίαρχη αίσθηση προσωπικού και κοινωνικού αδιεξόδου μέσα σε έναν κόσμο αλλοτριωμένο και έκπτωτο.

Το τραύμα του τόπου, λοιπόν, μαζί με το τραύμα της ύπαρξης, με άλλα λόγια, η φιλοσοφικά βιωμένη εθνική και υπαρξιακή αγωνία που χρωματίζει τις σελίδες της ανά χείρας συλλογής με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της μοναξιάς, της αναπόδραστης φθοράς, του θανάτου και του χρόνου συνδυάζεται λειτουργικά με την αποδέσμευση μιας ορισμένης σκοτεινότητας του νοήματος -όχι ωστόσο στο σημείο που να καθιστά το κείμενο αναγνωστικά δύσβατο- η οποία συμπληρώνεται μοντερνιστικά αφενός με μιαν αυξημένη δραματικότητα, και αφετέρου με τη στροφή της ποιήτριας σε πιο παραδοσιακές φόρμες (π.χ. τραγούδι, χρήση ομοιοκαταληξίας)˙ μορφές οι οποίες αφενός επαναφέρουν το αισθητικό ζήτημα της «επαναμάγευσης του στίχου» και της ρυθμικότητας-μουσικότητας του ποιητικού λόγου και αφετέρου επιχειρούν να ελαφρύνουν το βαρύ, πικρό κλίμα ιδιωτικού και συλλογικού αδιεξόδου που κυριαρχεί στη συλλογή. (περισσότερα…)

Τρία βυζαντινά ποιήματα του 11ου αιώνα

*

Μετάφραση-Σημειώσεις
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

1. Ανωνύμου

Στον τάφο του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου

Ο βασιλιάς ορίζει μοναχός του
το μέρος που θα θάψει τη σορό του.
Εγώ ο Βασίλης, της πορφύρας θρέμμα,
στήνω τον τύμβο μου στη γη του Εβδόμου,
όπου θα βρω την ποθητή μου σχόλη
απ’ τους αρίφνητους, φριχτούς πολέμους.
Το δόρυ δεν ξαπόστασε, το ξέρεις,
ο βασιλιάς των Ουρανών σαν είπε
της Γης εδώ να γίνω ο βασιλιάς σας.
Τα μάτια μου δεν γνώρισαν τον ύπνο
τι ποιος για τους Ρωμαίους θα νοιαζόταν,
στη Δύση στρέφοντας το βέβαιο βλέμμα
ή στης Ανατολής τους πέρα τόπους;
Άραβες, Βούλγαροι κι Αρμένιοι, Σέρβοι
το ξέρουν πως σου λέω την αλήθεια.
Και τώρα που τον τάφο μου κοιτάζεις
αντάμειψέ με με τις προσευχές σου.

~.~ (περισσότερα…)

14 Ιουνίου 1986: Ο Μπόρχες πεθαίνει στη Γενεύη

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ονειρεύτηκε το ξίφος στον ιδεώδη τόπο του, τον στίχο.
ΜΠΟΡΧΕΣ, «Ονειρεύεται κάποιος»

Στις 14 Ιουνίου 1986, ο Χόρχε Λουΐς Μπόρχες πέθανε και τάφηκε στη Γενεύη (Cimitière de Plainpalais, 18 Ιουνίου). Πάνω απ’ τον τάφο του τοποθετήθηκε μια ολωσδιόλου ιδιαίτερη επιτύμβια πέτρα, αμφίπλευρα σκαλισμένη, από τον Αργεντινό γλύπτη Eduardo Longato. Στην μπροστινή της όψη, στο επάνω μέρος είναι χαραγμένο το όνομά του και κάτω αριστερά οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου του (1899-1986) στο πλάι ενός ψηλόκορμου κέλτικου σταυρού. Στο κέντρο βρίσκεται σκαλισμένη μία σκηνή με πολεμιστές που υψώνουν σπαθιά και τσεκούρια, αντίγραφο μιας ταφόπλακας της μονής του Lindisfarne, που πιθανόν δημιουργήθηκε μετά την πρώτη επιδρομή των Βίκινγκ το 793. Ακριβώς κάτω από την ανάγλυφη σκηνή υπάρχει η επιγραφή: «and ne forhtedon nā».

Η φράση αυτή, που προέρχεται από το έπος Η μάχη του Μάλντον, της παλαιο-αγγλικής (αγγλοσαξονικής) γλώσσας, μεταφράζεται: «και να μη φοβούνται». Στην πίσω όψη της επιτύμβιας πλάκας είναι σκαλισμένο ένα καράβι των Βίκινγκ που με αναπεπταμένο το ιστίο πλέει στα κύματα και το επιστέφει η επιγραφή «Hann tekr sverthit Gram ok leggr i methal theira bert», ενώ ακριβώς αποκάτω του αναγράφεται «De Ulrica a Javier Otárola». Η φράση αυτή στα παλαιο-νορδικά είναι ένας στίχος από το 27ο κεφάλαιο της Völsunga saga. Ο Ζίγκουρντ, μεταμφιεσμένος στον σύζυγο της Βρουγχίλδης ξαπλώνει δίπλα της «παίρνει το ξίφος Γκραμ και γυμνό το βάζει ανάμεσά τους». [1]

Η ίδια ακριβώς αυτή φράση είναι το μότο του μπορχεσιανού αφηγήματος «Ουλρίκα» (στο Βιβλίο από άμμο) και η μνεία της εκεί συσχετίζει άμεσα το αφήγημα με την αναγραφή της στην ταφόπετρα. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι η μόνη ερωτική ιστορία σε όλο το μπορχεσιανό corpus, όπως έχει ειπωθεί, όπου μνημονεύεται μία σεξουαλική συνεύρεση (ή ακριβέστερα: αφήνεται με ποιητική ευκρίνεια και σαφήνεια να εννοηθεί). Ενώ η ηρωίδα Ουλρίκα στην αρχή αρνείται «με ευγενική αποφασιστικότητα» στον αφηγητή Χαβιέ Οτάλορα την ερωτική επαφή, συγκατανεύει αργότερα στο πανδοχείο, όταν πια αυτή τον αποκαλεί Ζίγκουρντ κι εκείνος Βρουγχίλδη. Η ιστορία αυτή εξηγεί και τη συνοδευτική αφιέρωση στην πέτρα «από την Ουλρίκα στον Χαβιέ Οτάρολα» (παρά τη μετάθεση των υγρών ρ και λ). [2] (περισσότερα…)