
*
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Λέγαν πως ήταν όμορφη στα νιάτα της, πέρναγε μισή μέρα στον καθρέφτη και οι άντρες παλαβώναν για την θεια μου την Διαμάντω. Εγώ την γνώρισα μεγάλη. Κι όσο κι αν κοίταζα στο σώμα και στο πρόσωπο, ίχνη δεν έβρισκα ομορφιάς λησμονημένης παρά μια βαϊσμένη μπαστουνόγρια, δύστροπη και τσιγκούνα.
Την πιλάτευε ο άντρας της, ο Σωτήρης:
«Να πάρουμε ένα ψυγείο, Διαμάντω! Καρανιάσαμε όλο το καλοκαίρι να πίνουμε το νερό αλισίβα».
«Ψυ… ψυγείο; Έχει λεφτά, Σω… Σωτήηηρη!»
«Να πάρουμε μια τηλεόρα, Διαμάντω! Παιδιά, σκυλιά δεν έχουμε, να βλέπουμε τίποτα να ξεθολώνει το μάτι μας».
«Τηλεόρα; Έχει λεφτά, Σω… Σωτήηηρη!»
Όλα είχαν λεφτά για την θεια μου την Διαμάντω και μόνον εκείνη δεν είχε. Τα ’κανε κομπόδεμα κι άνοιγε τρύπα από σκατό για να τα κρύψει.
Ο καημένος ο Σωτήρης! Παρηγοριόντανε καπνίζοντας το ’να τσιγάρο πίσ’ απ’ τ’ άλλο.
Φρένιαζε η Διαμάντω:
«Τα τσιγάρα έχουνε λεφτά, Σω… Σωτήηηρη!»
Α, όλα κι όλα! Κάλλιο να ’κοβε τ’ αυτί του ο Σωτήρης παρά να ’κοβε το κάπνισμα. Τέτοιο αυτί που είχε, θα το ’κοβε ευχαρίστως, βέβαια: μεγάλο και πληγιασμένο πάντα, έσταζε αίμα και γέμιζε πύον. Του έβαζε μια χαρτοπετσέτα πάνω, που κόλλαγε μετά και ούρλιαζε να την βγάλει. Ανάθεμά το γι’ αυτί! Και γιατρειά να μην έχει… (περισσότερα…)