*
Ο Κλείτωνας ο ξωμάχος, ο βουκόλος Θηρίμαχος, ο Θήρις ο μαραγκός κι ο άλλος ο Θήρις, ο ψαράς, και ο συντεχνίτης του ο γερο-Ολπάς… Εργάτες, αγρότες, βιοπαλαιστές που μετρούν στη ράχη τους ογδόντα κι ενενήντα χρόνια, που θύουν τα εργαλεία τους στους θεούς όταν πια το γήρας τούς παίρνει το κουράγιο να συνεχίζουν τη δουλειά ή που πεθαίνουν μονάχοι κάτω από μια βελανιδιά ή στο φτωχοκάλυβό τους…
Σπανίως, πολύ σπανίως η ποίηση αξιώθηκε να εκφράσει με τέτοια ευγένεια, με τόση δύναμη, προ πάντων όμως με τόση απέραντη τρυφερότητα αυτές τις ταπεινές εικόνες του βίου του καθημερινού, του αλαμπούς, του σχεδόν ανεπαίσθητου για όλους τους άλλους, όπως το κατόρθωσε ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος από τα βάθη του 3ου προχριστιανικού αιώνα. Σκέφτομαι τώρα τον κυρ Αλέξανδρο, τον Λάμπρο Πορφύρα, τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Τέλλο Άγρα – πόσο κοντά στη νεοελληνική ζωή που εκείνοι μνημείωσαν, στάθηκε ο Σικελιώτης ομότεχνός τους. Λες και δεν κύλησαν τόσες και τόσες εκατονταετίες…
«Πτωχότατος και μελαγχολικός, έγινεν ο ποιητής του προλεταριάτου», έγραψε για τον Λεωνίδα ο Σίμος Μενάρδος, που στον Στέφανό του μας μετέφρασε εξαίσια λιγοστά από τα επιγράμματά του. Δεν θέλει πολλά ο ποιητής για να δείξει ανάστημα. Ούτε ο μεταφραστής επομένως. Τόσα φτάνουν. – ΚΚ
* * * (περισσότερα…)