Αίμα καταμετρημένο, αίμα ακαταμέτρητο

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Αίμα καταμετρημένο, αίμα ακαταμέτρητο

Εξαιρετικά ανήσυχοι εμφανίζονται οι πάσης φύσεως ειδικοί (στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, ινστρούχτορες σε ζητήματα άμυνας και στρατηγικοί αναλυτές) για τη μόδα των ακήρυκτων πολέμων. Συμφωνούν ομόθυμα πως οι ανεπίσημες εχθροπραξίες που διεξάγονται κατά παράβαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου, σηματοδοτούν επιστροφή στη βαρβαρότητα, μοιάζουν με απαγχονισμούς χωρίς ικρίωμα, λιθοβολισμούς χωρίς σειρά προτεραιότητας ή ταφή χωρίς λουλούδια. Κατά τα άλλα διαφωνούν. Η ποσότητα της συστημικής βίας που απαιτείται ώστε η ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ αντιπάλων πλευρών να χαρακτηριστεί πολεμική, αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διχογνωμίας. Περιφερειακές συρράξεις, φυλετικές σφαγές και διασυνοριακές συγκρούσεις, αναλύονται καταλεπτώς στα ανατομικά τραπέζια διαφόρων ινστιτούτων αλλά επειδή η στατιστική του θανάτου είναι περίπλοκη επιστήμη, παρά τις εργώδεις προσπάθειες αυτών των αξιοσέβαστων ειδικών, δεν ξέρουμε πόσοι ακριβώς πόλεμοι διεξάγονται σήμερα στον πλανήτη. Όσο και να ζοριστούν όμως (για τους ειδικούς μιλώ πάντα), αρνούνται να παραδεχθούν, δημοσίως τουλάχιστον, ότι τα σύγχρονα κράτη έχουν αντιγράψει προ πολλού τον ευέλικτο κώδικα των φυλάρχων και των πειρατών. Μια τέτοια παραδοχή θα τους υποχρέωνε να ομολογήσουν ότι έχουμε κράτη μπουκαδόρων με επιδρομική πρακτική που δεν υστερεί σε τίποτε από κείνη των συμμοριών. Άλλωστε οι ειδήμονές μας είναι σοβαροί, και το χύδην αίμα, αμέτρητο καθώς είναι, θέτει σε κίνδυνο την επαγγελματική τους αξιοπιστία. Αν θέλουν πάντως να ενημερώσουν τον χάρτη των πολεμικών συγκρούσεων με αδιάσειστα στοιχεία, δεν έχουν παρά να ρωτήσουν, εμπιστευτικά εννοείται, τους διευθυντές των μεγάλων εταιρειών όπλων. Αυτοί ξέρουν και μάλιστα με ανατριχιαστική ακρίβεια όλα όσα θέλουμε να μάθουμε — αλλά είναι εχέμυθοι οι άνθρωποι, πράττουν πολλά και μιλούν ολίγα.

~.~

Στην Drapetsona πια ντεν έχουμε ζωή

Διαβάζω, έμπλεος θαυμασμού, τρέμοντας από συγκίνηση και χύνοντας joy tiers, πως το planning για τη μεταμόρφωση του Πύργου Πειραιά έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και το εμβληματικό έργο της ριζικής του αναβάθμισης θα μας αφήσει άλαλους. Πράσινος και bioclimatic, με special συστήματα (συγγνώμη systems) ενεργειακού support και ταχύτατους elevators, θα πιστοποιηθεί με LEED Platinum and Well. Φυσικά σε τόσα μοδέρνα καλούδια δεν ταιριάζουν τα παλιόρουχα της ελληνικής γλώσσας. Έτσι ο Πύργος Πειραιά παίρνει μπόι καθώς μετονομάζεται πλέον σε Piraeus Tower (sic) και υπό την υψηλή του εποπτεία η ευρύτερη περιοχή θα ανακάμψει εντυπωσιακά. Οίκοθεν νοείται, πως την έκταση μιάς τέτοιας αναζωογονητικής μετατροπής δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε παρά με το ειδικό Art Installation Rebirth που θα μας κάνει να τρίβουμε τα μάτια μας ώσπου να πάμε στον γιατρό για κολλύριο. Καλύτερα λοιπόν να τα βγάλουμε μία κι έξω και να φορέσουμε δανεικά eyes μπας και αποκτήσουμε, εμείς οι γλωσσικά καθυστερημένοι, μια πιο εξελιγμένη view των πραγμάτων, έστω και από τη βαριόμοιρη Drapetsona.

~.~

Δημήτρης Αρμάος

Για χρόνια μετά τις 31 Μαΐου του 2015, σχημάτιζα ασυναισθήτως το νούμερο του Δημήτρη Αρμάου, μα κατέβαζα το ακουστικό χωρίς ποτέ να φτάνω στο τελευταίο ψηφίο. Ύστερα, αφού δεν ήξερα πιά που να τον βρω, άρχισε να με παίρνει εκείνος. Στα ζόρια μου, έφτανε ν’ ανοίξω ένα συρτάρι του γραφείου και μια μαύρη τηλεφωνική συσκευή από βακελίτη που περιέργως βρισκόταν καταχωνιασμένη στο βάθος του, άρχιζε να χτυπά. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε καν, ήταν απλώς το σήμα και μέχρι να σερβίρω τα πρώτα ποτά είχε εμφανιστεί. Φορούσα ένα πουκάμισο που μου είχε χαρίσει – κι εκείνος κάποιο μπουφάν δικό μου, μα έτσι αδυνατισμένος που ήταν κολυμπούσε μέσα του. Δίχως το παραμικρό σχόλιο για την απομάκρυνσή μας, η συζήτηση συνεχιζόταν από το σημείο που την είχαμε αφήσει την τελευταία φορά, αν και κανείς δεν θυμόταν το θέμα της. Πράγμα που κρύβαμε ό ένας από τον άλλο καταφεύγοντας από κοινού σε αοριστίες που δεν έδιναν λαβή σε κάτι συγκεκριμένο αλλά εξασφάλιζαν την ήρεμη πεποίθηση πως τίποτε το ουσιώδες δεν είχε αλλάξει. Η ζωή προχωρούσε σημειωτόν ως συνήθως κι εμείς μεγαλώναμε, χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, όπως έλεγε πικρογελώντας ένας κοινός μας γνωστός. Αποφεύγαμε φυσικά οποιαδήποτε αναφορά στη σοβούσα κατάσταση, θεωρώντας δεδομένο ότι εάν παραταθεί, θα γίνει ανώδυνα. Εκείνος υπαινισσόταν, με καθησυχαστική ουδετερότητα, ότι κάποιες προληπτικές θεραπείες τραβούσαν τον δρόμο τους ενώ από την πλευρά μου δεν είχα το θάρρος να ξεστομίσω ότι στο μεταξύ είχε χαθεί ένας ακόμα φίλος μας, ο Τάκης Καραγεώργος. Μα ίσως να το ήξερε γιατί με το τελευταίο ουίσκυ δεν παρέλειπε να με παροτρύνει συμπονετικά: Κοίτα μη μείνεις αμανάτι και τα πίνεις μοναχός σου καημένε μου, κάνε και λίγο παρέα με κανένα παιδί, από κείνα, ξέρεις, τα δικά μας, τα φανατικά για γράμματα.

~.~

Δημοκρατικά αποφόρια

Παλιότερα οι εορταστικές εκδηλώσεις απηχούσαν το ρεύμα της πάνδημης συμμετοχής. Το τραγούδι τους γραφόταν με το δάχτυλο στο τζάμι — πάνω στα χνώτα της ενιαίας ανάσας κοινοτικού πνεύματος και προσωπικής διάθεσης. Η καλή φορεσιά αποκαλούνταν κυριακάτικη και η περιορισμένη της χρήση έδινε τον τόνο στη διαφορά μίας καθημερινής και μίας εξέχουσας ημέρας. Αργότερα η ομόθυμη γιορτή ξέπεσε, μαζί με την εθιμοτυπία της, σε ιδιωτική σχόλη. Αργία στην οποία ο καθένας ντύνεται όπως γουστάρει και περιφέρεται φωνάζοντας ανέμελα: Δε γ@μ@ς ψηλά καπέλα! Εσχάτως μάλιστα προοδεύσαμε σε τέτοιο βαθμό ώστε κρίνεται ανεκτό να εμφανίζεται κανείς με αθλητικά παπούτσια σε δεξίωση και μπλου τζιν σε επίσημη τελετή. Η ελευθεριότητα στη δημόσια συμπεριφορά θεωρήθηκε ριζοσπαστική και ο αγώνας εναντίον των ενδυματικών διακρίσεων φάνηκε να καταργεί τις διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Μα η εντύπωση αποδείχτηκε απατηλή καθώς οι ταξικές διακρίσεις όχι μόνον εντάθηκαν υπέρ των ολίγων αλλά και κατέληξαν στην ισοπέδωση των πολλών. Το αδιαφόρετο έγινε απλώς αδιάφορο. Ο εορταστικός χρόνος αντικαταστάθηκε από την ελεύθερη ώρα και η αισθηματική πυκνότητα από τη χαλαρή διάθεση. Ως αποτέλεσμα το ψυχικό αίτημα της ανάτασης εκτοπίστηκε από την αθρόα καταναλωτική προσδοκία άρτου και θεαμάτων. Η ποιότητα υποβαθμίστηκε σε ζήτημα γούστου και ο μαζάνθρωπος δεν αναγνωρίζει καμία αξία που δεν αναγράφεται ως τιμή στην ετικέτα κοινόχρηστων εμπορικών προϊόντων. Η κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ του υψηλού και του ευτελούς οδήγησε στην αγελαία αδιακρισία και στη συναφή απώλεια κάθε κριτηρίου. Διακεκριμένος δεν είναι πλέον ο πνευματικά ακέραιος χαρακτήρας αλλά ο ευρέως αναγνωρίσιμος κοσμικός μπούφος που ενώ στερείται από κάθε ονομαστή ιδιότητα, καλείται βλακωδέστατα επώνυμος. Στους δήθεν δημοκρατικούς καιρούς μας συντελέστηκε λοιπόν, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, μία ευχάριστη πανωλεθρία. Και το ύφος της δημόσιας τελετής χωρισμένο από το κοινό αίσθημα, έχασε την αλλοτινή του αίγλη και κατάντησε φτηνή καρικατούρα.

*