*
της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Κηλιδωμένος με σπόρια ο Αυνάν, καραφλός,
σταλάζοντας σπέρμα, κινήθηκε ανάμεσά μας…
ROBERT DUNCAN, «Περσεφόνη»
Έκοψε ταχύτητα, το χέρι της έσπρωξε τον λεβιέ στη νεκρά· το αυτοκίνητο άρχισε να επιβραδύνει κι η γυναίκα τρόμαξε από ένα βραχνό βουητό που παράταιρο δυνάμωνε και χαμήλωνε μες στ’ αυτιά της, ενώ ταυτόχρονα το αμάξι απειλούσε να σταματήσει και ν’ αρχίσει να κυλά προς τα πίσω – η οδηγός δεν το έλεγχε πια. Έστριψε απότομα το τιμόνι, σταμάτησε στη δεξιά μεριά του δρόμου, τράβηξε χειρόφρενο κι άναψε αμέσως τα αλάρμ. Κοίταξε μπερδεμένη μπροστά της το καντράν, τον νυχτωμένο δρόμο, έπειτα κάτι την έσπρωξε να κοιτάξει κάτω, προς τα πόδια της, να εστιάσει την προσοχή της στο δεξί που ακινητούσε ένοχα στο δάπεδο ακριβώς μπροστά στο πεντάλ του γκαζιού, και συνειδητοποίησε πως οι μηχανικές της κινήσεις είχαν χάσει μία φάση τους: δεν είχε χαμηλώσει ποτέ ταχύτητα πάνω στη στροφή, δεν είχε βάλει δευτέρα, και μόνο μάρσαρε ξανά και ξανά – με τον λεβιέ στη νεκρά. Τράβηξε ακόμα πιο πίσω το πόδι της συγχυσμένη, κι έμεινε ν’ αφουγκράζεται τη μηχανή να δουλεύει ήσυχα στο ρελαντί.
Λάμψη-σκοτάδι, λάμψη-σκοτάδι τα αλάρμ, ο δρόμος έρημος. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά όταν πάτησε το αμπραγιάζ κι έβαλε πρώτη, μετά άφησε απαλά το πεντάλ ενώ ταυτόχρονα πατούσε το γκάζι, έτσι, σιγά σιγά, προσεκτικά σαν για να μη σπάσει κάτι, το αυτοκίνητο, τον δρόμο, ή κάτι άλλο, κάτι γύρω απ’ το κεφάλι της που ένιωθε να της πιέζει τα μηνίγγια. Στο μυαλό της μία μία οι κινήσεις όπως τις μάθαινε όχι από τον δάσκαλο της σχολής οδηγών αλλά ακόμα πιο παλιά, στα δεκατέσσερα, απ’ τον πατέρα της, όταν της εξηγούσε υπομονετικά τη λογική της οδήγησης στην πλατιά λεωφόρο Αχαιών.
Τώρα οδηγούσε πάλι ήρεμα στον δρόμο του βουνού. Αλλά μαγκωμένη. Τι της είχε συμβεί; Τι ήταν αυτό; Προειδοποίηση; Που ίσως σχετιζόταν με τα σχεδόν πενήντα της χρόνια; Αποφάσισε να μην το ψάξει άλλο. Άσ’ το να φύγει, είπε στον εαυτό της. (περισσότερα…)