Day: 01.04.2024

Αντίο, Μαρία

*

του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ

Μάριο Μπανούσι, Goodbye, Lindita
Εθνικό Θέατρο, Σκηνή Ρεξ

Από μήνες είχα ακούσει από λόγια καλά ώς λόγια ενθουσιώδη, μέχρι που βρέθηκα πια στο Εθνικό Θέατρο της Πανεπιστημίου. Αναφέρομαι στην καλή περφόρμανς Goodbye, Lindita, του νεότατου Μάριο Μπανούσι (γεν. 1998). Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη χρονιά πολύ πετυχημένη εισπρακτικά και κριτικά, κατά την οποία η παράσταση έφτασε ν’ ανηφορίσει για τη Θεσσαλονίκη και για τα Βαλκάνια. Άλλωστε η απουσία διαλόγων και η εξαιρετική δύναμη της βαλκανικής και χριστιανορθόδοξης εικονοποιίας διευκόλυναν μια τέτοια περιοδεία. Και, ήδη από πέρσι, το 2023, η κριτική στη χώρα μας επισήμανε τα θέματα της περφόρμανς του Μπανούσι: η απώλεια, το πένθος, η τελετή, το τραύμα. Από τις πλέον καίριες παρατηρήσεις, εκείνη της Λουίζας Αρκουμανέα στη Lifo, η οποία παραθέτει τον Νίτσε. «Πώς να παρηγορηθούμε, τώρα που ο Θεός πέθανε;».

Πράγματι, στο Goodbye, Lindita το θρησκευτικό και μεταφυσικό στοιχείο εμφανίζεται πιότερο ως βασανισμένο αίτημα παρά ως μια βιωμένη εμπειρία της παραδοσιακής κοινότητας του χωριού. Η προσφιλής νεκρή (Αλεξάνδρα Χασάνι) δεν βρίσκεται θαμμένη εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, αλλά παραμονεύει σαν ανοιχτή πληγή μέσα στο κομό της οικογένειας (Χρυσή Βιδαλάκη, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Μανταλένα Καραβάτου, Αφροδίτη Κατσαρού, Ευτυχία Στεφάνου και Άννα Συμεωνίδου). Το άνοιγμα του επίπλου και η αποκάλυψη του πτώματος, σκηνή σαν από ταινία τρόμου, σηματοδοτεί την προσπάθεια της οικογένειας να αντικρίσει το γεγονός και να το επενδύσει τελετουργικά. Κάπως έτσι διανοίγεται ένα άλλο πεδίο χρόνου, ένα πεδίο όπου οι τελετές του θανάτου μπλέκονται με κείνες της ζωής και αντιστρόφως. Το πλύσιμο της πεθαμένης γίνεται βάφτιση, το ντύσιμο της σωρού για το ξόδι μοιάζει ντύσιμο με ρούχα βαφτιστικά και, καταπώς αρμόζει, η πορεία προς τον τάφο γίνεται πορεία γάμου. Σε μια στιγμή έντασης, ήχοι κροτίδων μάς παραπέμπουν στην Ανάσταση κι οι χαροκαμένοι συγγενείς ορθώνουν τη νεκρή λες και θέλουν να τη ζωντανέψουν. Η μάσκα, την οποία της έχουνε φορέσει στο μεταξύ, φαντάζει σαν νεκρική προσωπίδα μα και σαν προσωπίδα από κάποια παραδοσιακή Αποκριά των Βαλκανίων. Το θέαμα είναι γκροτέσκο – άλλη μια νότα ταινίας τρόμου, απ’ αυτές με τις κούκλες που ζωντανεύουν. (περισσότερα…)

Για την απρόσμενη κυριαρχία της αρχαίας βιολογίας 

*

του ΤΖΙ ΜΑΝΚ ΤΙ

Το τέλος του αιώνα μας και η αρχή της νέας Καλωδίωσης[1] απέδειξαν για μια ακόμη οδυνηρή φορά πως όσα επιτεύγματα και αν έχουμε πετύχει σε επίπεδο τεχνολογικό, ο βαθύτερος φόβος για το ανεφάρμοστο τους στην σφαίρα των υπαρξιακών απαιτήσεων παραμένει ενεργός και αδηφάγος: ήταν αλώστε πρώτος ο Nεξ Μεξ[2] που έδειξε με σαφήνεια πως η απεριόριστη αύξηση του προσδόκιμου ζωής καθώς και η ψηφιοποίηση του Χρυσού Πτηνού[3] δε θα μπορούσε να σταματήσει με τίποτα τον μέγα υπονομευτή των προσπαθειών μας: εκείνο, το Άθλιο.

Θυμάμαι πρόσφατα πως περπατώντας προς την συνοικία μου αντίκρισα μια γυναικά που μου φώναζε για τις επικείμενες μετατροπές· με ρώτησε: «είμαστε στ’ αλήθεια αβοήθητοι;» και άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερα τι να της απαντήσω (ένας διανοούμενος δυστυχώς δε ξέρει ποτέ τι να απαντήσει) και το μόνο που παρατήρησα ήταν πως τα μάτια της συσπώνταν. Με αγωνία, ανίκανα να παράξουν εκείνο το υγρό που οι Αρχαίοι μας αναφέρουν ως «δάκρυα» και οι Μεσαίοι ως «καθαρτικό υγρό», τα ματιά της έμοιαζαν έτοιμα να εκραγούν απ’ την υπερπροσπάθεια. Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον ήταν το γεγονός πως η κυρία αυτή, την ώρα που φώναζε με απελπισία πως καταφτάνει το τέλος, έτριβε με τις παλάμες της τα ζυγωματικά της. Ήταν ξεκάθαρο πως αυτή η κίνηση γινόταν αντανακλαστικά: μέσα μου γεννήθηκε το αίσθημα μιας αρχέγονης συμπεριφοράς, ξεχασμένης από καιρό, η οποία τώρα αναβίωνε χωρίς προφανή αιτία πάνω στο πρόσωπο της· η απελπισμένη αυτή κυρία σκούπιζε το ανύπαρκτο υγρό από πάνω της, με τον ίδιο τρόπο που μια μητέρα της αρχαιότητας έκανε το ίδιο στο μωρό παιδί της. Ετούτη η εμπειρία, μου έφερε στο κεφάλι –με τον τρόπο ενός πυρακτωμένου σίδερου ή μιας ατσάλινης rsd– πως πάρα τις αλλαγές που έχει υποστεί το ανθρώπινο σώμα, προς χάριν της μηχανικής του βελτίωσης, οι βαθύτερες ανάγκες μας, όπως εκείνη των «καθαρτικών υγρών», εξακολουθούν να κυριαρχούν, με τρόπο υπόγειο, κρυμμένο, και εν τελεί ολοκληρωτικό. Είναι γεγονός πως η παραφροσύνη που μας κατέκλυσε τα τελευταία χρονιά, δεν είναι παρά φυσικό επακόλουθο της αδυναμίας να δούμε καταπρόσωπο εκείνο που αδιάκοπα θάβουμε κάτω απ’ τα νέα μοντέλα αιώρησης και ζιγκλισμού[4]. Πάρα ταύτα θα ήταν αδύνατον να μην παρατηρήσουμε πως πίσω απ’ τις παρανοϊκές εξαγγελίες περί Γενικού Τερματισμού[5] που συνόδευσαν την αρχή της νέας Καλωδίωσης, υπήρχε πάντοτε μια ανάγκη για επιστροφή σε ορισμένες βασικές βιολογικές δομές –τις οποίες όλοι μας νιώθουμε απαραίτητες για να συνεχίσουμε ν’ αντέχουμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής. (περισσότερα…)