«Αόρατες πέρασαν»

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου
Τα κόκκινα ελάφια, Βακχικόν 2023

Η νουβέλα Τα κόκκινα ελάφια της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, ποιήτρας με εφτά συλλογές στο ενεργητικό της, δεν αποτελεί την πρώτη πεζογραφική απόπειρα της συγγραφέως, αλλά προϋποθέτει την εμπειρία συγγραφής ενός ακόμη μυθιστορήματος (Χωρίς την Αριάδνη στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση, Γκοβόστης, 2006) και ενός παιδικού βιβλίου (Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν εσένα, το γράμμα ενός μοναχικού παιδιού, 2006). Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στην ανά χείρας, καλαίσθητη εκδοτικά, νουβέλα, η συγγραφέας βασισμένη στο ιστορικό γεγονός του πνιγμού της κυρά Φροσύνης-Ευφροσύνης Βασιλείου και άλλων δεκαέξι γυναικών στη λίμνη Παμβώτιδα από τον Αλή πασά το 1801, κινείται με μαεστρία τόσο ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα όσο και ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο, καθώς η αδιάλειπτη και παραπληρωματική συνύπαρξη του αφηγηματικού με τον λυρικό-ποιητικό τρόπο δημιουργούν ένα δυναμικό λογοτεχνικό σύμπαν όπου οι δύο αυτοί τρόποι συνυφαίνονται αρμονικά και γίνονται ένας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Το βιβλίο δομείται σε έξι μέρη-κεφάλαια, στα οποία δεσπόζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση τριών γυναικών: Η κυρίαρχη, αλλά και εκτενέστερη αφήγηση της Ευφροσύνης Βασιλείου, υπό τη μορφή ενός σπαρακτικού γράμματος αφενός προς τον αγαπημένο της, αλλά και τους σύγχρονους ή και μεταγενέστερους κατακριτές της, αναπτύσσεται στο πρώτο και τρίτο κεφάλαιο («Έρως αντεθνικός», «Αιώνιο λίκνο της παρεξήγησης»). Στο μέσο της κυρίαρχης αφήγησης της Ευφροσύνης Βασιλείου, παρεμβάλλεται, όχι τυχαία, κατά την άποψή μου, ο μονόλογος της αδελφής του πασά των Ιωαννίνων˙ μονόλογος ο οποίος φωτίζει αφηγηματικά τόσο την οπτική μιας γυναίκας που τον αγαπά όσο και σημαντικές πτυχές της σκοτεινής προσωπικότητας και της παιδικής ηλικίας του βίαιου και αδίστακτου πασά, που έδωσε την εντολή για να δολοφονηθούν οι 17 γυναίκες είτε εξαιτίας του παράνομου δεσμού που διατηρούσε η Ευφροσύνη με τον γιο του είτε ακόμη γιατί η Ευφροσύνη απέρριψε τον ίδιο τον πασά ερωτικά.

Στο τέταρτο κεφάλαιο «Εγώ δεν ήμουν όμορφη» ακούμε την ιστορία της δέκατης όγδοης γυναίκας που, ενώ ήταν φυλακισμένη μαζί με τις άλλες, τελικά σώθηκε από τον πνιγμό, αφού ο Πασάς δέχτηκε την εξαγορά από τον άντρα της και την ελευθέρωσε. Βλέπουμε, με άλλα λόγια, το φριχτό αυτό γεγονός μέσα από μια ακόμη συμπληρωματική γυναικεία οπτική, η οποία είτε από γυναικεία ζήλεια και ταξικό φθόνο είτε γιατί θεωρούσε την Ευφροσύνη υπεύθυνη για τη φυλάκισή της χαρακτηρίζει την Ευφροσύνη Βασιλείου ως (καυχησιάρα, «ξιπασμένη», υπερόπτης). Καθώς, όμως, η συγκεκριμένη γυναίκα γλιτώνει τον θάνατο και φεύγει από το κελί, αισθάνεται, βεβαίως, ευγνωμοσύνη και χαρά γι’ αυτό, αλλά συμπονεί βαθιά τις συγκρατούμενές της και για τούτο δεν επιδεικνύει τη χαρά της. Αυτή η μετρημένη, βαθιά ανθρώπινη και συναδελφική στάση της γυναίκας αυτής που ένιωσε ξαφνικά «η ομορφότερη» από όλες, διατηρείται και μετά τον θάνατο των γυναικών, αφού:

«Και τη χαρά μου δεν την φώναξα. Μέσα μου βαθιά… Ούτε τότε ούτε και τώρα. Καμιά χαρά που παίρνω στη ζωή μου δεν τη φωνάζω, μην τη νιώσουν οι χαροκαμένοι και πιο πολύ πικραθούν. Αυτό το λίγο που ήμουν μαζί τους δεμένη, βλέπεις, δεν φεύγει από μέσα μου» (σ. 59).

Η νουβέλα κλείνει, όπως επισημαίνει η Δέσποινα Πυρκεττή, με ένα «Σημείωμα» και μια «Επιστολή» που, «ενώ ξεχωρίζουν από τις τρεις πρώτες ενότητες, καθώς είναι “γραμμένες” από άντρες, εντούτοις υπηρετούν την ίδια συγγραφική πρόθεση ως προς την πολυπλοκότητα της αλήθειας. Το έργο είναι με τέτοιο τρόπο δομημένο ώστε να αναστέλλει την ετυμηγορία και να σμιλεύει χαρακτήρες με ανθρώπινα υλικά, χαρακτήρες που υποθέτουν, ανασκευάζουν, παραμυθιάζονται».[1]

Το συγκλονιστικότερο, ωστόσο, μέρος του βιβλίου αποτελεί χωρίς αμφιβολία ο επιστολικός λόγος της Ευφροσύνης Βασιλείου, ένας βαθιά ερωτικός, ποιητικός και εξομολογητικός λόγος μιας δυναμικής, έξυπνης, πανέμορφης και αρχοντικής γυναίκας που βρίσκεται σε επαναστατική ασυμφωνία με το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, το οποίο προάγει τον βίαιο σπαραγμό της γυναικείας φύσης, του γυναικείου ερωτισμού και δημιουργικότητας. Μιας γυναίκας η οποία δεν ανασαίνει σωματικά και πνευματικά κάτω από το άγρυπνο πατριαρχικό και εξουσιαστικό, κοινωνικό βλέμμα και επιχειρεί να βρει έναν τρόπο να ζήσει τον αυθεντικό και απαγορευμένο έρωτά της με τον γιο του Αλή πασά, έρωτας ο οποίος δεν εγκρίνεται ούτε κοινωνικά ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο, η Ευφροσύνη Βασιλείου ελπίζει ακόμη στην αυθεντική δύναμη του έρωτα, της ζωής και της ομορφιάς και διεκδικεί την ερωτική και ηθική της απελευθέρωση ακόμη και μέσα στο κελί πριν την εκτέλεσή της.

Για τούτο, ίσως, ο έγκλειστος επιστολικός λόγος της αρχόντισσας Ευφροσύνης αποτελεί μιαν εξαιρετική πράξη αντίστασης, καθώς αντικατοπτρίζει στην ουσία την αναζήτηση της ερωτικής, οντολογικής και πνευματικής της ελευθερίας και ταυτότητας. Ειρωνεία, πίκρα και σαρκασμός, αλλά ταυτόχρονα ελπίδα, αγάπη, έρωτας και ατόφιος λυρισμός αποτελούν τον ποιητικό της αντίλογο απέναντι στην παντοδύναμη ανδρική εξουσία, αλλά και στην κοινωνική καταπίεση και υποκρισία που επιβάλλονται, πολλές φορές, κι από τις ίδιες τις γυναίκες. Εισπράττουμε, με άλλα λόγια, ένα γυναικείο λόγο-αντίλογο στον παράλογο εξουσιαστικό λόγο˙ έναν λόγο που παραμένει διαχρονικά ενεργός και ζωντανός και ο οποίος, όχι τυχαία, συνδέεται συνειρμικά και αναχρονιστικά αφενός με τις μεταγενέστερες συλλήψεις των Εβραίων στα Ιωάννινα και την αποστολή τους στα κρεματόρια και αφετέρου με τις σχετικά πρόσφατες δολοφονίες των αλλοδαπών γυναικών στην Κύπρο από έναν κατά συρροή δολοφόνο:

«Στέκονταν κοντά στη λίμνη. Τις μάζεψαν εκεί κοντά με τους δικούς τους. Τους φόρτωσαν όλους με άγριες φωνές οι στρατιώτες στα φορτηγά για τα κρεματόρια της Ευρώπης» (σ. 50).

«Ήταν όλες ξένες. Αόρατες πέρασαν και αυτές από τους δρόμους και τα σπίτια σας. Έφτασαν στο νησί με μια βαλίτσα όλη κι όλη, τα απαραίτητα. Καθαρίζουν τα πλούσια σπίτια σας, φροντίζουν τους κατάκοιτους γονιούς σας. Χάθηκαν. Ποιος τις είδε; […] Γυναίκες και αλλοδαπές εργάτριες. Στα αζήτητα. Ιδανικά θύματα για έναν κατά συρροή δολοφόνο. Τις έπνιγε ανεμπόδιστος όσο κανείς δεν της αναζητούσε» (σ. 52).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η συγγραφέας δεν επιχειρεί μόνο να αποτελέσει συλλογική εκπρόσωπο της γυναικείας ταυτότητας, αλλά ταυτόχρονα να εκφράσει το συγκεκριμένο άτομο-άνθρωπο-γυναίκα. Κι αυτό επιτυγχάνεται αφενός μέσω του μύθου και της ιστορίας της βασικής ηρωίδας του έργου και αφετέρου μέσω της υπόγειας διακειμενικής σύνδεσης του βιβλίου με τον δυναμικό σοφόκλειο μύθο της Αντιγόνης και το δημοτικό τραγούδι, όπου η γυναίκα αντιπροσωπεύει τον ηθικό νόμο της φύσης που αντιστέκεται στον πατριαρχικό νόμο και την εξουσία:

«Αμφιβόλου ηθικής –λένε- έκλυτου βίου, σκεύη ηδονής των αντρών κι αυτών των ιδίων των δικαστών μας. Ο νόμος τους καταδικάζει τη γυναίκα. Άντρες ορίζουν τι σημαίνει έκφυλη κι ανήθικη γυναίκα. Το σκεύος της πορνείας τους είναι το σιχαμερό. Το αμαρτωλό. Το βρώμικο. Και πώς βρομίζει αν ο χρήστης είναι καθαρός; Και πώς εκείνος μένει έξω και πέρα από την καταδίκη, ο άντρας ο βέβηλος; Πετούν στην άβυσσο το σκεύος φορτωμένο τη φρίκη που τους προκαλεί ο εαυτός τους. Μα δύστυχοι! Είναι μονάχα του μυαλού σας το σκοτάδι που σας τρομάζει σαν παιδιά. Κι έτσι ξέσπασε σαν σε τέρατα το μυστήριο της γυναίκας. Ξεσπάστε τιμωρώντας τις μόνες μάρτυρες που καταφάσκουν τη φύση και τους νόμους της» (σ. 19).

«Δίψασε η καρδιά μου, λένε, για εξουσία. Ναι, την εξουσία του έρωτα που καταλύει κάθε νόμο. Τέτοια εμπειρία σε οδηγεί να γνωρίσεις την ελευθερία. Και μόνο όριο είναι η αφοσίωση, η εθελούσια δέσμευση στον άλλο. Τέτοιες γυναίκες οι άνδρες τις φοβούνται. Και οι γυναίκες τις φθονούν» (σ. 20).

Αυτό που φωτίζει υπαινικτικά, με άλλα λόγια, η συγγραφέας του βιβλίου μέσω του μύθου και της ιστορίας της Ευφροσύνης Βασιλείου, αλλά και των άπειρων αθέατων, αποσιωποιημένων γυναικών μέσα στην ιστορία, είναι ότι η αντίσταση κι η αυτοθυσία τους προϋπήρξε κατά πολύ του φεμινιστικού κινήματος και του θεωρητικού του λόγου. Αυτή η ατέλειωτη στρατιά γυναικών, λοιπόν, δεν εκκινεί και δεν προϋποθέτει κανένα φεμινιστικό πλαίσιο. Αντίθετα πηγάζει από την έμφυτη και ανυπότακτη στάση της γυναίκας-μητέρας-τροφού-συντρόφου-ανθρώπου. Διαφαίνεται με σαφήνεια, επομένως, ότι η συγγραφέας επιστρέφει στον μύθο της Ευφροσύνης Βασιλείου, όχι μόνο για να φωτίσει τη διαχρονική καταπίεση της γυναίκας, αλλά και για να αναδείξει την διαχρονική δύναμη της γυναικείας φύσης, η οποία, παρά την ασφυκτική καταπίεση, δεν υποτάσσεται.

Για να κατανοήσουμε πληρέστερα το πιο πάνω σημείο, αλλά και για να φωτίσουμε περισσότερο τις αποκλίσεις της συγγραφέως από τη συγκρουσιακή πολλές φορές εκφορά του φεμινιστικού κινήματος, σημειώνω ότι η νουβέλα εντάσσεται ξεκάθαρα σ’ αυτό που ονομάζουμε γυναικεία λογοτεχνία, τη λογοτεχνία, δηλαδή, που γράφει μια γυναίκα που αντιστέκεται συνειδητά σε αυτές ακριβώς τις πατριαρχικές συμβάσεις. Εντούτοις, ο συγκλονιστικός επιστολικός λόγος της Ευφροσύνης Βασιλείου, η ραχοκοκαλιά, με άλλα λόγια, της ποιητικής εκτίναξης και αφήγησης του βιβλίου, δεν στηρίζεται πάνω στη συκρουσιακή συνειδητοποίηση της διαφοράς με τον άνδρα, αλλά αντίθετα πάνω στις αρχές του αληθινού έρωτα, της αγάπης και της ισότιμης εξομοίωσης με αυτόν.

Διαμορφωμένη εμπειρικά από το γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν τα συχνότερα θύματα της ιστορίας, η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου διαπραγματεύεται ξανά στο φως (όπως και η πρωτοπόρος της γυναικείας γραφής στην Κύπρο Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα στην τελευταία φάση της ποίησής της)[2] αυτή την καταπίεση και τον διαχωρισμό του εαυτού της, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πρέπει να βλέπει ξανά τα πράγματα με τον δικό της σωματοποιημένο, ερωτικό και ελεύθερο τρόπο και όχι μέσω ενός συγκρουσιακού φεμινιστικού φακού· έτσι η ηρωίδα του βιβλίου αποδέχεται το παρόν και το παρελθόν της και συλλαμβάνει την εικόνα μιας ερωτευμένης γυναίκας, που έχει αποφασίσει να ακολουθήσει τον δρόμο της πανανθρώπινης ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης, ακόμη κι αν αυτό θα την οδηγήσει στον φρικτό θάνατο.

«Αν ο έρωτας είναι μια αυταπάτη, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι ελεύθεροι κι ισότιμοι μεταξύ τους, είναι μια φρίκη. Μονάχα θάνατος κι εκμηδένιση για τον αδύναμο μπορεί να είναι» (σ. 51).

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, επομένως, το γεγονός ότι η συγγραφέας αφιερώνει αγαπητικά τη νουβέλα στην ποιήτρια Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα «για την κατανόηση, για τις υπόγειες αναγνωρίσεις». Ούτε, βεβαίως, ότι η Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα αφιέρωσε προηγουμένως στην Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου το ποίημά της «Το μέσα φόρεμα» (Marginalia, Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα και Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου, εκδ. Αφή, Λεμεσός 2015, σ. 98), που παραπέμπει ευθέως στην προγενέστερη ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου Το μέσα φόρεμα (εκδ. Αφή, 2011). Παραθέτω αυτούσιο το ποίημα της Έλενας, καθώς και δύο αποσπάσματα από τη νουβέλα για να διαφανούν οι υπόγειες και φανερές συγκλίσεις τους και προπαντός η φιλία και η αμοιβαία εκτίμηση ανάμεσα στις δύο ποιήτριες.

 «ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ»
(αφιερωμένο στην Ευφροσύνη)

Εμείς οι αόρατοι,
εμείς οι χωρίς ιστορία,
εμείς που μας νομίζετε χωρίς πατέρα
μα που γνωρίζουμε τον πατέρα
βαθύτερα απ΄ όλους σας,
που μας αγαπά ο πατέρας
κρυφά απ’ όλους σας.

Εμείς που γεννήσαμε
αυτόν που μας γέννησε
που τον γεννούμε την κάθε στιγμή.

Εμείς που μας μεταχειρίζεστε
σαν ενοχλητικά φαντάσματα
στην επικράτειά σας.

Εμείς που μας αρνιέστε
κατάφωρα τη σάρκα
ξεσκίζοντάς μας με δόντια κοφτερά.
«Εμείς που τίποτα δεν έχουμε»
εξόν από το εσωτερικό μας όνομα,
«θα σας διδάξουμε»
την ελευθερία.

«Όπου περνούσαμε σφάλιζαν οι άνθρωποι τις πόρτες τους βιαστικά. Ούτε ένα παράθυρο δεν άνοιξε λιγάκι, να μας κοιτάξουν στα μάτια σπλαχνικά. Τόση σιωπή δεν ξανάζησα! Τόσος φόβος! Τόση ντροπή και καταφρόνια! Δεν ήμασταν ποτέ οι γυναίκες τους, ούτε κι οι αδερφές τους. Δεν υπήρξαμε οι κόρες τους. Δεν υπήρξαμε. Απαρηγόρητες ώς το τέλος» (σ. 48).

«Αν και φαντάζομαι πως μια μέρα λεύτερα και τολμηρά θα γράφουν, λεύτερα και χαρούμενα κι ισότιμα θα συνομιλούν οι άντρες κι οι γυναίκες, κι όλα αυτά που λέω τώρα, θα είναι μια ξεχασμένη ιστορία επανάστασης, ένας μύθος» (σ. 17).

Συνοψίζοντας, η νουβέλα της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου Τα κόκκινα ελάφια κινείται μέσα σε ένα εξαιρετικά εύθραυστο θεωρητικό και αφηγηματικό πλαίσιο. Η αφήγηση από τη μια παρέχει τον απαραίτητο σκελετό για να αναπτυχθεί το βιωματικό, ιστορικό, θεωρητικό και μυθολογικό υλικό, ενώ οι λυρικοί θύλακες, από την άλλη, με τις πολύσημες αντιθέσεις και ανατροπές, τον μεταφορικό λόγο, τις επαναλήψεις λέξεων και εικόνων, την έντονη ρυθμικότητα, τον κοφτό-ασθματικό λόγο και, τέλος, τη διασταύρωση ετερόκλητων φωνών, φορτίζουν γόνιμα και λειτουργικά την ποιητικότητα. Όλα αυτά πραγματώνουν, εν τέλει, έναν υβριδικό λόγο που αμφισβητεί τα ειδολογικά στερεότυπα, διαρρηγνύοντας τα στεγανά της ποίησης και της πεζογραφίας, της φεμινιστικής θεωρίας και της πραγματικότητας, επιτυγχάνοντας, εντέλει, την αλληλοδιείσδυση και τον μεταξύ τους διάλογο. Και αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε λίγο.

 


[1] Βλ. την ενδιαφέρουσα κριτική παρουσίαση της Δέσποινας Πυρκεττή στη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης Ποιείν στις 11.12.2023.
[2] Παναγιώτης Νικολαΐδης, Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα, Εισαγωγή στο έργο της, Διόραμα, Λευκωσία 2020, σ. 45-54.

*

*

*