Απνευμάτιστο και πανεπιζήμιο

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Απνευμάτιστο και πανεπιζήμιο

Στα Έξι Μαθήματα για την Παιδεία, ο Νίτσε περιγελά την αξίωση του πανεπιστημίου να θεωρείται ανώτατο πνευματικό ίδρυμα και διαπιστώνει ότι στην μουντή του ατμόσφαιρα μαραίνονται τα καλύτερα άνθη της ευγενικής νεολαίας. Σήμερα, στο καθυστερημένο μνημόσυνο, ενάμιση αιώνα  μετά την άκλαυτη κηδεία του, χύνονται πολλά δάκρυα. Τα περισσότερα ειλικρινή, δεν αντιλέγω, αλλά περιττά εκεί όπου θα αρκούσε ένας πικρός μορφασμός, αφού το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει ήδη αλωθεί προ πολλού με τη διαστροφική έκπτωση της γνώσης από αγαθό σε προϊόν και την επιχειρησιακή ανασύνταξη της virtus από τον ελληνικό περίπατο της Αρετής στον στρατιωτικό βηματισμό της Δυνάμεως. Οι σχολές των θετικών επιστημών λειτουργούν ως προπαιδευτικά παραρτήματα της εταιρικής διάρθρωσης του καπιταλισμού, μεριμνώντας για τη σύνδεση των αποφοίτων με την αγορά και όχι με την κοινωνία  και τις ανάγκες της. Ενώ οι θεωρητικές, αντί να ασχολούνται με την καλλιέργεια των προϋποθέσεων της αυθεντικής σκέψης, βγάζουν με το τσουβάλι, ως επιβεβαίωση του Κίρκεγκωρ, «δούλους παραπομπών και αχθοφόρους υποσημειώσεων» — για ν’ αφήσω στην άκρη τα πομφολυγοξεράσματα των «αφυπνισμένων» δικαιωματικών σχολών. Προς τι λοιπόν τόσος θρήνος και τόσος κοπετός; Κουκιά τρώει κανείς, κουκιά μολογάει. Το ότι σήμερα ιδιωτικοποιούνται και επισήμως δεν αλλάζει και πολλά στο πιάτο – που εξακολουθεί να σερβίρεται με τα ίδια υλικά: εξίσου ευτελή αλλά πιο ακριβά.

~.~

Στις ανταύγειες του 1821

Όλες οι ιδέες για τις οποίες αξίζει να μαχηθεί κανείς είναι προορισμένες να ηττηθούν, έτσι τουλάχιστον λέει μελαγχολικά ο Σίλερ στους Ληστές. Οι κλεφταρματολοί του ’21 έδειξαν όμως ότι το αρνητικό πρόσημο αυτού του ρομαντικού προτάγματος μπορεί καμιά φορά να αντιστραφεί. Κάθε ευγενική ιδέα είναι ραγδαία στη σύλληψη, παράτολμη στην εκτέλεση και αβέβαιη στην έκβαση. Γι αυτό η νίκη της ανταμείβεται διπλά και τρίδιπλα στο γραφείο των μεγάλων ιστορικών στοιχημάτων. Και η λάμψη της γίνεται εμφανέστερη στο πρόσωπο όσων δεν πρόλαβαν να τη χαρούν: Στον Καραϊσκάκη, στον Ανδρούτσο, στον Παπαφλέσσα και σε όλους τους ανώνυμους που άνοιξαν πανιά κόντρα στον καιρό κι έκλεισαν τους λογαριασμούς τους με τον κόσμο πριν ανατείλει ο  Αυγερινός. Ίσως έτσι δικαιώνεται, εν μέρει και οπωσδήποτε πικρά, ο Σίλλερ. Γιατί οι σπουδαίες υποθέσεις κερδίζονται επειδή πολλοί από τους υπερασπιστές τους χάνονται.

~.~

Αυτή η νύχτα μένει

Βασιλιάς και αλήτης, ο Καρνάβαλος έρχεται από την υπαίθρια μυσταγωγική τελετή μα θριαμβεύει στο πολύβουο άστυ και στην ξέφρενη γιορτή. Μικρανηψιός του Βάκχου από τη Θήβα και τρισέγγονος του Διόνυσου από τον Κιθαιρώνα, κρεμάει τη σκούφια του σε ταπεινά καταγώγια κι αρχοντικές αυλές αλλά δεν κάθεται πολύ ούτε σε σκαμνί ούτε σε πολυθρόνα. Ευφραίνεται με τους γεφυρισμούς κι αγαπά τα περάσματα, ξεχύνεται αθώα στους μεγάλους δρόμους, χώνεται πονηρά σε στενά και παρόδους. Διασχίζει τους αιώνες, τον καιρό, την εποχή, αλλάζοντας μουτσούνες με την ίδια ψυχή. Οργιαστής στα σατουρνάλια και γλεντοκόπος στα συμπόσια, άλλο δεν ξέρει παρά φαιδρά ιερά και ευτράπελα όσια. Με κέρατα ταύρου και προβιά στη πλάτη έχει την αθυροστομία του αμαξά σε όψη αρματηλάτη. Αμέριμνος σαν τζίτζικας, τα βγάζει πέρα με την κουδούνα του μονάχα, τον ασκό και τη φλογέρα. Φωνακλάς και ψιθυριστής, επιδεικνύεται ολοφάνερα για να κρυφτεί στα σκοτεινά. Ζευγαρώνει πεταχτά τους παράνομους πόθους κι ανταμείβει λαθραία τολμηρούς εραστές και φιλήδονα θήλεα με πυρέσσοντες κόρφους. Κορυβαντιά και φαλλοφορεί εν εξάψει, απ’ όλους παρωδείται και τους πάντες παρωδεί. Εμπαίζει τους σεμνότυφους με κόρδακες χορούς και προκαλεί με στίχους αλμυρούς, υποκριτές ανάλατους, βαρείς και βλοσυρούς. Κατέχει από φίλτρα ανθεστήρια και ελαφρά ψυχοτροπικά, τριγυρίζεται από δαιμόνια πειραχτήρια και λάγνα ξωτικά. Θεατρίνος και λαφυραγωγός παίζει για λίγα και κλέβει πολλά. Μέθυσος και κωμωδός χλευάζει το πρωί με τον λύχνο της εσπέρας, προτιμά δηλαδή σαν τον Φάλσταφ, «τον πισινό της νύχτας απ’ το πρόσωπο της μέρας».

~.~

Σ’ ευχαριστώ, ω Εταιρεία!

Με παίρνουν τηλέφωνο από μία ΚΟΣΜΟδαιμονική Τηλεφωνική Εταιρεία και πριν η βλοσυρή φωνή μου προτείνει τα διαθέσιμα προϊόντα με πληροφορεί ότι η συνομιλία μας καταγράφεται. Απαντώ πως την καταγράφω κι εγώ. Τότε η φωνή υψώνεται και με κατακεραυνώνει παπαγαλίζοντας ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο επιτρέπει την καταγραφή μόνο από την Εταιρεία. Μπορεί κάποιος νομικός να μου εξηγήσει τι σόι συναλλακτικά ήθη είν’ αυτά; Είναι δυνατόν η διαπραγμάτευση σε μια τίμια συναλλαγή να ξεκινά με την ανισότητα των συμβαλλομένων; Από που απορρέει το μονομερές δικαίωμα της Εταιρείας να καταγράφει μία συνομιλία ενώ ο πελάτης να στερείται την ίδια δυνατότητα; Κατανοώ το ότι οι υπάλληλοι θα έχουν ακούσει πολλά εμβινελίκια και η Εταιρεία έχει ασφαλώς την υποχρέωση να τους προστατεύει από το υβρεολόγιο αλλά και ο πελάτης δεν χρήζει ανάλογης προστασίας; Πως θα προσφύγει στη δικαιοσύνη για την επίμονη τηλεφωνική παρενόχληση αν δεν μπορεί να καταγράψει τις κλήσεις που δέχεται κατά ριπάς από την κάθε κοσμοδαιμονική Εταιρεία που εισβάλλει απρόσκλητη στη ζωή μας;

~.~

Πως (θα) περνούν οι πλούσιοι

Σε μία από τις απολαυστικές ιστορίες του Λουκιανού, ο Μένιππος γυρίζοντας από ένα ταξιδάκι στον κάτω κόσμο διηγείται σ’ ένα φίλο του ότι οι άρχοντες την έχουν άσχημα στην μεταθανάτια ζωή. Βλέπεις βασιλείς να κάνουν ταπεινά επαγγέλματα ή να έχουν καταντήσει ζητιάνοι κι ο πάσα ένας τους βρίζει και τους χτυπά σαν να ’ναι οι πιο ξεφτιλισμένοι δούλοι. Επιπλέον, συνεχίζει ο Μένιππος, οι πολίτες του Άδη σε συνέλευσή τους απήγγειλαν βαριές κατηγορίες εναντίον των πλουσίων για βιαιότητα, αλαζονεία και αδικία και ενέκριναν ψήφισμα — το οποίο παραθέτω σε μετάφραση και ορθογραφία Ιωάννου Κονδυλάκη:

«Επειδή πολλά και παράνομα πράττουν οι πλούσιοι εις τον κόσμον, αρπάζοντες και βιαιοπραγούντες και κατά πάντα τρόπον περιφρονούντες τους πτωχούς, η βουλή και ο λαός απεφάσισαν ίνα, όταν αποθάνωσι, τα μεν σώματά των να κολάζωνται όπως και των άλλων αχρείων, αι δε ψυχαί των να επιστρέφουν εις την ζωήν και να εισέρχωνται εις όνους. Την γαϊδουρινήν δε αυτήν ζωήν να ζήσουν επί είκοσι και πλέον μυριάδας ετών, όνοι από όνους γινόμενοι, καταδικασμένοι ν’ αχθοφορούν και να υπηρετούν τους πτωχούς. Μόνον δε μετά την πάροδον του χρονικού τούτου διαστήματος να επιτρέπεται εις αυτούς ν’ αποθάνουν.

Τ’ ανωτέρω επρότεινεν ο Κρανίων Σκελετίωνος ο εκ Νεκροχωρίου τη φυλής Πτωματίδος».

~.~

Ως χαρίεν ο φιλόλογος…

Διακριτικός στη ζωή του ο Νίκος Σκουτερόπουλος έφυγε εξίσου αθόρυβα, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που λάμπει σαν ομηρική πανοπλία. Επίμονος κηπουρός των ελληνικών γραμμάτων και χαλκέντερος μεταφραστής, καλλιέργησε όλες τις ποικιλίες του φιλοσοφικού στοχασμού και έφερε στο φως σχετικά αθέατες όψεις τους. Έτσι, έδωσε στο ευρύτερο κοινό την ευκαιρία της εξοικείωσης με την αρχαία σοφιστική και τους κυνικούς, ενώ μας παρέδωσε υποδειγματικές ερμηνευτικά και λογοτεχνικά αξιόμαχες μεταφράσεις, με κορωνίδα εκείνες του Θουκυδίδη και της πλατωνικής Πολιτείας. Παράλληλα ο Σκουτερόπουλος με τις εκδοτικές σειρές που επιμελήθηκε, μερίμνησε για την επαφή του Έλληνα αναγνώστη με τη νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία και ανέδειξε τα ριζώματά της στην οικεία μας παράδοση. Ο ίδιος μετέφρασε επίσης μια πλειάδα στοχαστών από ολόκληρο το φάσμα της δυτικής σκέψης: τον Νίτσε και τον Χούσσερλ, τον Χάινε και τον Νοβάλις, τον Βίνκελμαν και τον Σοπενάουερ.

Πρωτίστως όμως ο Σκουτερόπουλος διακρινόταν για τον σπάνιο δεσμό  πνευματικής ακεραιότητας και αδογμάτιστης κρίσης. Αν και βαριά ερματισμένος από τη σπουδή του σε καλά πανεπιστήμια, διατήρησε την ευελιξία του χωρίς ποτέ να γίνει αχθοφόρος άγευστων γνώσεων. Στις συζητήσεις που είχαμε με τον Παναγιώτη Κονδύλη και τον Ελβετό ελληνιστή Ολόφ Ζιγκόν (του οποίου μετέφρασε το έργο Βασικά προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας), ξεχώριζε για τα πιπεράτα σχόλια και τις οξυδερκείς του αποτιμήσεις. Το καθαρό ήθος του ανδρός μάλιστα, γινόταν ακόμα ευκρινέστερο στις ουσιώδεις λογομαχίες, όπως εκείνες που είχε, σε στενό κύκλο, με τον εξέχοντα (παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα) ελληνοαμερικάνο αριστοτελιστή Τζων Άντον.  Δείγμα του ιδίου ήθους είναι και η μικρή εισαγωγή του στην Πολιτεία, που μοιάζει να παραμερίζει μπροστά στην εκτενέστατη, της προγενέστερης έκδοσης του Γεωργούλη. Σε όσους φίλους, μεταξύ των οποίων ο Κωστής Παπαγιώργης, προέτρεπαν τον Νίκο να ασχοληθεί περισσότερο με την προσωπική του δημιουργία, απαντούσε αφοπλιστικά πως είναι δάσκαλος  — και αυτή η ιδιότητα κατέχει στον βίο του αδιαπραγμάτευτο πρωτείο.

*

*

*