Η επιγραφή στο καμπαναριό των Ταξιαρχών της Πελόπης.
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ
Είναι ένα παγωμένο αλλά φωτεινό πρωινό του Φεβρουαρίου, στα ορεινά της βόρειας Λέσβου· οδοιπορούμε αναζητώντας βυζαντινά ανάγλυφα εντοιχισμένα στις εκκλησίες του νησιού. Εδώ και κάμποση ώρα έχουμε αφήσει την ανατολική ακτή, που βλέπει προς τη Μικρασία, και έχουμε μπει στην ενδοχώρα. Το τοπίο της Λέσβου —αυτή η μοναδικά πολυπρόσωπη γη— αλλάζει για ακόμα μία φορά και μεταμορφώνεται σε μια βουνίσια χώρα, όπου η ορογένεση μοιάζει να τελείωσε σε έναν πρόσφατο, ιστορικό χρόνο — νομίζεις ότι βλέπεις ακόμα τον αχνό της. Κάπου μακριά προς τον νότο, πέρα από επάλληλες πλαγιές, ο ήλιος φωτίζει τον μεγάλο κόλπο της Καλλονής.
Μια πινακίδα αναγγέλει την Πελόπη, ένα χωριό απλωμένο στις πλαγιές του Λεπέτυμνου, με πελώριες λεύκες να το στεφανώνουν. Τα περισσότερα σπίτια είναι κτισμένα με την τοπική πέτρα, ένα μείγμα γκρίζου και καστανού χρώματος, με μια στάλα ιώδες, που εναρμονίζεται με τις αποχρώσεις του γύρω χειμωνιάτικου τοπίου. Στον κεντρικό δρόμο ξεπροβάλλει ένας νεοκλασικός Άγιος Γεώργιος, με το ιδιαίτερο, ελαφρά λεβαντίνικο αρχιτεκτονικό στυλ της Λέσβου, και γύρω υπάρχουν μερικά μαγαζιά, όπου λίγοι ντόπιοι αγρότες και κτηνοτρόφοι μπαινοβγαίνουν για τα απαραίτητα.
Ανηφορίζουμε προς τη μεγάλη εκκλησία του οικισμού, τους Ταξιάρχες — τί άλλο θα μπορούσε να είναι;— η οποία ξεχωρίζει με τον όγκο της ανάμεσα στα σπίτια. Στα καλντερίμια συναντούμε τις πρώτες ντόπιες γάτες, ο πληθυσμός των οποίων ίσως ξεπερνά εκείνον των ανθρώπων στα χωριά του νησιού. Ψηλά, στις άκρες της στέγης των Ταξιαρχών, βρίσκεται το ζητούμενο, δύο κομμάτια από μαρμάρινα ανάγλυφα με σχέδια της εποχής των Μακεδόνων, μικρά μεν αλλά σπουδαία ως μαρτυρίες για το βυζαντινό παρελθόν της Λέσβου. Καθώς είναι φυσικά αδύνατο να τα προσεγγίσουμε, επιστρατεύεται ο τηλεφακός· για να δούμε καλύτερα το ένα, πρέπει να μπούμε στην αυλή της εκκλησίας. Εκεί, υπάρχει μια έκπληξη.
Η είσοδος του αυλόγυρου των Ταξιαρχών ανοίγεται στη βάση ενός κομψού λιθόκτιστου καμπαναριού, από εκείνα που άρχισαν να κτίζονται σε όλο το νησί μετά το Τανιζμάτ, τη μεταρρύθμιση του 1856 που έδωσε πολλές ελευθερίες στους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επάνω στην πρόσοψή του ξεχωρίζει μία επιγραφή, χαραγμένη με κεφαλαία γράμματα επάνω σε πλάκα από λευκό μάρμαρο:
ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΤΟΥΤΟ
ΚΑΙ ΙΕΡΟΝ ΚΩΔΩ
ΝΟΣΤΑΣΙΟΝ ΑΝΗ
ΓΕΡΘΗ ΔΙΑ ΣΥΝ
ΔΡΟΜΗΣ ΤΙΝΩΝ ΚΑ
Ι ΔΑΠΑΝΗι ΑΠΑ
ΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤ
ΟΙΚΩΝ: 7ΒΡΙΟΥ Α
Χ.-ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΕΚ. 1870
(και ένας ακόμη στίχος με μία λέξη, δεν διακρίνεται λόγω του ύψους).
Την 1η Σεπτεμβρίου του 1870 λοιπόν, ο τέκτων Χατζη-Στράτης, ολοκλήρωσε το καμπαναριό του ναού, με τη γενναία συνδρομή μερικών (προφανώς των πιο ευκατάστατων) και τη συμβολή όλων των κατοίκων της Πελόπης. Είναι μια τυπική κτιτορική επιγραφή της εποχής, που απαθανατίζει ένα κοινοτικό, κοινωφελές έργο, ακολουθώντας τη μακρά παράδοση των κειμένων αυτού του είδους.
Μπαίνοντας στον αυλόγυρο του ναού, διακρίνεται μία δεύτερη επιγραφή, στην άλλη πλευρά του κωδωνοστασίου, πάλι σε λευκό μάρμαρο και με ίδιου τύπου γράμματα — άρα σύγχρονη της πρώτης. Εδώ το κείμενο είναι διαφορετικό:
μη κατό
κνει μακράν
οδόν πορεύεσ
θαι προς τους
διδάσκειν ΤΙ
χρήσιμόν ε
παγγελομένους
Πρόκειται για ένα χωρίο (§19) από τον Προς Δημόνικον λόγο του Ισοκράτη, ένα παραινετικό κείμενο που γράφτηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. και απευθυνόταν στον ομώνυμο γιό ενός φίλου του μεγάλου ρήτορα. Παρόλο που η φιλολογική έρευνα έχει εδώ και καιρό αμφισβητήσει την απόδοσή του στον Ισοκράτη, το κείμενο αυτό άσκησε μακρά επίδραση, χάρις στο πλήθος των συμβουλών και παραινέσεών του για τη συμπεριφορά και την ηθική των νέων.
«Μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελλομένους»: τί άνθρωποι ήταν άραγε εκείνοι που το μακρινό 1870, σε ένα ορεινό χωριό της Λέσβου, διάλεξαν το συγκεκριμένο αρχαίο παράγγελμα για να νουθετεί και να καταρτίζει όσους εξέρχονταν από την εκκλησία τους, δείχνοντάς τους την αξία της γνώσης; Τούτη η ερώτηση, ανάμεικτη με απορία και θαυμασμό, γεννήθηκε αυθόρμητα στον νου μας, καθώς παρατηρούσαμε τη μαρμάρινη πλάκα. Δεν γνωρίζουμε τη μικρή ιστορία του τόπου, ούτε τους ανθρώπους του, για να δώσουμε κάποια ειδικότερη εξήγηση· σίγουρα όμως αυτή η επιγραφή αντιπροσωπεύει το ήθος και την ποιότητα και των δύο.
Φεύγοντας από τους Ταξιάρχες, με το ξάφνιασμα και την εντύπωση που μας άφησε η επιγραφή, δεν γινόταν παρά να αναλογιστούμε το μέγα θαύμα της παιδείας στις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα, τον ζήλο και την άμιλλα για μόρφωση και πρόοδο που είχε κυριολεκτικά συνεπάρει ακόμα και τους πιο απομακρυσμένους οικισμούς, όπως η Πελόπη της Λέσβου. Τα αποτυπώματα αυτού του φαινομένου παραμένουν ζωντανά σε όλο το νησί. Σε κάθε σχεδόν οικισμό, μικρό και μεγάλο, υπάρχει ένα σχολείο κτισμένο εκείνη την εποχή, συχνά με αρχιτεκτονική τέτοια που ξεπερνά σε κομψότητα και μεγαλοπρέπεια κάθε άλλο κτήριο — ακόμα και την εκκλησία. Ποτέ άλλοτε δεν βίωσε η πατρίδα μας το δράξασθε παιδείας τόσο βαθιά και τόσο πλατιά.
*
*
*
