Day: 23.03.2024

Ελίζαμπεθ Τζέννινγκς (1926-2001), Οἱ Ἐχθροί

*

Χτές τή νύχτα διέσχισαν τόν ποταμό καί εἰσβάλανε στήν πόλη.
Οἱ γυναῖκες ἀγουροξυπνημένες
μέ φῶτα ἀναμμένα καί φαγητό. Διασκέδασαν τή μπάντα,
δίχως ἐρωτήσεις τί εἶχαν ἔρθει νά πάρουν οἱ ἄντρες
ἢ ποιά ἄγνωστη γλώσσα μιλοῦσαν
ἢ γιατί μπῆκαν τόσο αἰφνίδια μέσ’ ἀπό τήν ξηρά.

Τώρα τό πρωί ὁλόκληρη ἡ πόλη βρίθει
ἱστοριῶν γιά τήν ξαφνική καί σκοτεινή εἰσβολή·
οἱ γυναῖκες λένε πώς κανείς ξένος δέν εἶπε
τήν αἰτία τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἡ κατάληψη
δέν εἶχε σκοπό τήν ἐρήμωση:
ἐπιπλέον ἡ εἰρήνη εἶναι φανερή σέ ἑστίες καί ἀγρούς.

Ὡστόσο ἡ πόλη ὁλόκληρη εἶναι στοιχειωμένος τόπος.
Ἄνθρωπος συναντάει ἄνθρωπο μιλώντας καχύποπτα. Παλιοί φίλοι
ἐξαφανίζουν τά εἰλικρινῆ βλέμματα ἀπό τά πρόσωπά τους.
Στίς χειραψίες καμιά θέρμη·
καθένας συλλογᾶται, «Καλύτερα νά κρυφτῶ μήπως
οἱ ξένοι τοῦτοι δά στήσουν τά σπιτικά τους στό νοῦ ἐκεινῶν
πού στά σπίτια τους ἔμπαινα. Καλύτερα νά τραβήξω τά στόρια
μπάς καί οἱ ἄγνωστοι στοιχειώσουν καί τό δικό μου σπίτι».

Poems, 1953

~.~

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

*

*

*

Μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι

Η επιγραφή στο καμπαναριό των Ταξιαρχών της Πελόπης.

 

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

Είναι ένα παγωμένο αλλά φωτεινό πρωινό του Φεβρουαρίου, στα ορεινά της βόρειας Λέσβου· οδοιπορούμε αναζητώντας βυζαντινά ανάγλυφα εντοιχισμένα στις εκκλησίες του νησιού. Εδώ και κάμποση ώρα έχουμε αφήσει την ανατολική ακτή, που βλέπει προς τη Μικρασία, και έχουμε μπει στην ενδοχώρα. Το τοπίο της Λέσβου —αυτή η μοναδικά πολυπρόσωπη γη— αλλάζει για ακόμα μία φορά και μεταμορφώνεται σε μια βουνίσια χώρα, όπου η ορογένεση μοιάζει να τελείωσε σε έναν πρόσφατο, ιστορικό χρόνο — νομίζεις ότι βλέπεις ακόμα τον αχνό της. Κάπου μακριά προς τον νότο, πέρα από επάλληλες πλαγιές, ο ήλιος φωτίζει τον μεγάλο κόλπο της Καλλονής.

Μια πινακίδα αναγγέλει την Πελόπη, ένα χωριό απλωμένο στις πλαγιές του Λεπέτυμνου, με πελώριες λεύκες να το στεφανώνουν. Τα περισσότερα σπίτια είναι κτισμένα με την τοπική πέτρα, ένα μείγμα γκρίζου και καστανού χρώματος, με μια στάλα ιώδες, που εναρμονίζεται με τις αποχρώσεις του γύρω χειμωνιάτικου τοπίου. Στον κεντρικό δρόμο ξεπροβάλλει ένας νεοκλασικός Άγιος Γεώργιος, με το ιδιαίτερο, ελαφρά λεβαντίνικο αρχιτεκτονικό στυλ της Λέσβου, και γύρω υπάρχουν μερικά μαγαζιά, όπου λίγοι ντόπιοι αγρότες και κτηνοτρόφοι μπαινοβγαίνουν για τα απαραίτητα.

Ανηφορίζουμε προς τη μεγάλη εκκλησία του οικισμού, τους Ταξιάρχες — τί άλλο θα μπορούσε να είναι;— η οποία ξεχωρίζει με τον όγκο της ανάμεσα στα σπίτια. Στα καλντερίμια συναντούμε τις πρώτες ντόπιες γάτες, ο πληθυσμός των οποίων ίσως ξεπερνά εκείνον των ανθρώπων στα χωριά του νησιού. Ψηλά, στις άκρες της στέγης των Ταξιαρχών, βρίσκεται το ζητούμενο, δύο κομμάτια από μαρμάρινα ανάγλυφα με σχέδια της εποχής των Μακεδόνων, μικρά μεν αλλά σπουδαία ως μαρτυρίες για το βυζαντινό παρελθόν της Λέσβου. Καθώς είναι φυσικά αδύνατο να τα προσεγγίσουμε, επιστρατεύεται ο τηλεφακός· για να δούμε καλύτερα το ένα, πρέπει να μπούμε στην αυλή της εκκλησίας. Εκεί, υπάρχει μια έκπληξη. (περισσότερα…)