*
Εισαγωγή και Καταγραφή
ΣΤΑΘΗΣ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗΣ
H σεστίνα είναι η πιο ιδιότυπη ίσως μορφή της ευρωπαϊκής ποίησης. Η επινόηση του είδους αποδίδεται στον Arnaut Daniel, Προβηγκιανό τροβαδούρο του 12ου αιώνα, αν και έχει υποστηριχθεί πως ο Ντανιέλ ανανέωσε απλώς μια ήδη προϋπάρχουσα φόρμα. Με τους επιγόνους του, κυρίως Ιταλούς μεταξύ των οποίων ο Δάντης και ο Πετράρχης, παγιώθηκε η κλασσική μορφή της σεστίνας όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Από την Ιταλία το είδος εισήχθη σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Αγγλία, τον 16ο αιώνα. Τον ίδιο αιώνα εμφανίζονται και οι πρώτες σεστίνες στα ελληνικά, στις κυπριακές Ρίμες αγάπης. Τον 20ό αιώνα το είδος θα τραβήξει την προσοχή διάσημων ποιητών όπως ο Ezra Pound, ο T. S. Eliot και ο W. H. Auden, που θα το μεταχειριστούν με μεγάλη κάποτε ελευθεριότητα.
Στο θεμέλιό της η σεστίνα έχει την πυθαγόρεια-πλατωνική αριθμοσοφία: μαθηματικά και ποίηση εδώ συμπίπτουν στην Ιδέα της μορφής, της ιδεατής ευμορφίας του παντός. Βέβαια, για τους περισσότερους ποιητές το κίνητρο να ασχοληθούν με το είδος είναι η πρόκληση, η πρακτική δυσκολία της φόρμας. Όπως με τους αυτοσχεδιασμούς του Παγκανίνι, κάθε βιολιστής θέλει να δει αν μπορεί να αντεπεξέλθει.
Στην Ελλάδα –πλην σπάνιων εξαιρέσεων, πρωτίστως μεταφρασμάτων– σεστίνες θα ξαναγραφούν καθώς φαίνεται μόλις τη δεκαετία του 1990 κ.ε. από ποιητές όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Γιώργος Κοροπούλης και ο Γιώργος Κεντρωτής. Η παρούσα καταγραφή περιλαμβάνει τις περισσότερες γνωστές στον γράφοντα ελληνικές σεστίνες, πρωτότυπες ή μεταγλωττισμένες. Σε μια πρώτη της μορφή παρουσιάστηκε προ δεκαετίας στη διαδικτυακή ανθολογία Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό. Ευχαριστίες για τη βοήθειά τους οφείλω στον αείμνηστο Δημήτρη Αρμάο και τους κ.κ. Γιώργο Κεντρωτή και Ηλία Μαλεβίτη.
~.~
Η σεστίνα στην τυπική της μορφή αποτελείται από έξι εξάστιχες στροφές ανομοιοκατάληκτες που ακολουθούνται από μία τρίστιχη, γνωστή ως envoi ή tornada. Στην πρώτη της μορφή, όπως παρουσιάστηκε από τον Ντανιέλ, η σεστίνα είχε τους στίχους των στροφών της δεκασύλλαβους, εκτός από τον πρώτο κάθε στροφής, ο οποίος αποτελείτο από επτά συλλαβές. Ωστόσο κατά την μετέπειτα καλλιέργεια του είδους ο αριθμός των συλλαβών και το μέτρο των στίχων ποικίλλουν. Από τις άλλες παραλλαγές, αναφέρουμε εδώ την πετραρχική διπλή σεστίνα, και τις σεστίνες που είναι γραμμένες σε ελεύθερο στίχο.
Η τυπική σεστίνα υπακούει σε αυστηρότατους κανόνες: Οι τελικές λέξεις των έξι στίχων της πρώτης στροφής επαναλαμβάνονται ως τέτοιες σε κάθε επόμενη, εναλλασσόμενες κατά τη σειρά τους βάσει ορισμένου προτύπου:
– 1η στροφή: 1 2 3 4 5 6
– 2η στροφή: 6 1 5 2 4 3
– 3η στροφή: 3 6 4 1 2 5
– 4η στροφή: 5 3 2 6 1 4
– 5η στροφή: 4 5 1 3 6 2
– 6η στροφή: 2 4 6 5 3 1.
Ας προσεχθεί ότι στη 2η στροφή οι τέλικες λέξεις ανά ζεύγος δίνουν άθροισμα 7 και, παράλληλα, ότι η τριάδα 1 2 3 παρεμβάλλεται στην αντεστραμμένη τριάδα 6 5 4 – εναλλαγή που περιγράφεται με τον λατινικό όρο retrogradatio cruciata, σταυρωτός αναποδισμός. Ο αναποδισμός αυτός επαναλαμβάνεται σε κάθε επόμενη στροφή. Αν οι τελικές λέξεις των στίχων της 2ης στροφής αριθμηθούν 1 2 3 4 5 6, η ακολουθία της 3ης στροφής δίνει και πάλι 6 1 5 2 4 3 – κ.ο.κ. μεταξύ κάθε προηγούμενης και επόμενης στροφής ώς την 7η.
Οι τρεις στίχοι της 7ης και τελευταίας στροφής περιέχουν και τις έξι λέξεις, ανά δύο σε κάθε στίχο. Συνἠθως ο πρώτος στίχος περιέχει τις λέξεις 2 και 5, ο δεύτερος τις 4 και 3 και ο τελευταίος τις 6 και 1. Η πρώτη λέξη κάθε ζεύγους είναι δυνατόν να τοποθετηθεί οπουδήποτε στον στίχο, ενώ η δεύτερη τον κλείνει.
~.~
ΡΙΜΕΣ ΑΓΑΠΗΣ
Κυπριακά ερωτικά, 16ος αώνας, ποίημα 105
Ώσπου στην δάφνη φύλλον πρασινίζει…
Ώσπου στην δάφνη φύλλον πρασινίζει
πάντα θέλει μ’ αξάφτειν το λαμπρόν μου·
ως όπου ημέρα να γλαμπρίση ο ήλιος,
τα δάκρυα δεν μου λείβγουν αχ τα μμάτια
κι όνταν πιον νύχτα να μην φέξουν τ’ άστρα,
τότες βιγλίζω της υγειάς μου θάρος.
Μέσα καρδιά μου αντάν της έρτη θάρος
γοιόν το δεντρόν τομ Μάρτην πρασινίζει
κι ως γοιον με δίχα κάψα λάμπουν τ’ άστρα
ίτσου κ’ εμέν θέλ’ είσταιν το λαμπρόν μου,
αν εν και να με δουν τα γλυκιά μμάτια
καί τα δικά μου σκιάσουσιν ως ήλιος.
Κάποιοι λαλούσιν βλάφτει τους ο ήλιος
κ’ εγώ να γιάνω αλλού δεν έχω θάρος·
αντάν δεν δώση ο ήλιος εις τα μμάτια
στά δάση το δεντρόν δεν πρασινίζει·
’δ εμέν’ παρκατεβαίννει το λαμπρόν μου
άν μεβ βουθήσουν οι πλανήτες τ’ άστρα.
Ως γοιον μοναύτα χάννουνται όλα τ’ άστρα
εις όσον εις τον κόσμον λάμψη ο ήλιος,
ίτσου κ’ εμέν δεν λείβγει το λαμπρόν μου
εις όσον να ’ρτη αχ την κυράμ μου θάρος·
κι ως δέντρον η καρδιά μου πρασινίζει,
όνταν με δούσιν της κυράς τα μμάτια.
Ώσπου να με βιγλούν τα γλυκιά μμάτια,
πάντα βιγλώ τον ουρανόν με τ’ άστρα·
ώσπου στον κόσμον δέντρον πρασινίζει
κ’ εμέν δεν με δροσίζει ο γλαμπρός ήλιος
ποτέ μου δεν θελώ ’χειν άλλον θάρος
παρά να με φυράζη το λαμπρόν μου.
Γλυκύν και δροσινόν εν το λαμπρόν μου
ως όπου να βιγλώ τα γλυκιά μμάτια
νά με θωρούν με το γλυκύν τους θάρος,
τότες έναι για μέναν όλα τ’ άστρα
τότ έναι δροσινός για μεν ο ήλιος·
ελπίζοντα καρδιά μου πρασινίζει,
αδ δεν ’ναι πρασινίζει το λαμπρόν μου
κι ο ήλιος μου διδεί βραστό στα μμάτια,
αν δεν με δουν τα δυ’ άστρα με το θάρος.
Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
~.~
ΡΙΜΕΣ ΑΓΑΠΗΣ
Κυπριακά ερωτικά, 16ος αιώνας, ποίημα 109
Εθάρουν κι όλον έλειψεν το χιόνιν…
Εθάρουν κι όλον έλειψεν το χιόνιν,
απού ’χεν στην καρδιάν της η κυρά μου
κ’ εκόπιαζεν πολλύν καιρόν τον πόθον
θωρώντα του καλοκαιρού την βράστην·
κ’ είχα πολλές χαρές με τίτοιον θάρος
να λείψη αχ την δικήμ μου το καμίνιν.
Η μερ’ αφταίννει πιον παρά καμίνιν
αμμέ θωρώ και δεν βλάφτει το χιόνιν,
κ’ έφυγεν τέλεια το ψευδόν μου θάρος,
γιατί ποτέ της κρυότερη η κυρά μου
δέν ήτον ουδέ νιώθει ιντά ’ν η βράστη
μηδέ τα πάθη μου ψηφά ’δε πόθον.
Είδα τον να ’λθη αχ τον Βουλκάν τομ Πόθον
καί να κρατή ξουφάρια αχ το καμίνιν
βγαρμένα με κινούργιαν κι άλλη βράστην
κ’ εχαίρετον το πως νικά το χιόνιν
εκείνης όπου γίνετον κυρά μου,
και να λευθερωθώ δεν έχω θάρος.
Ούλον τον κόσμον θρέφει τον το θάρος
κ εγώ ’φότις εβίγλισα ’χ τον Πόθον
καί πλάσιν ψήφος δεν κάμνει η κυρά μου,
έχασά το κι αξάψα γοιον καμίνιν
και καταλυούμαι γοιον στον ήλιον χιόνιν
κι ως γοιον κερίν εις του λαμπρού την βράστην.
Μηδέ στου Πόθου ξιφαριού την βράστην
γιατί τα ξαναποίκεν έχω θάρος
μηδέ στην κάψαν να λυωθή το χιόνιν,
γιατί θωρώ κλαμούμενον τον Πόθον
καί τρέχει στου πατριού του το καμίνιν
κι απού τους κόπους του γελά κυρά μου.
Τζενιάζομαι και δεν εν χρεια, κυρά μου,
μηδέ τον μαν και Γιούνην ήλιου βράστη
’δέ του Βουλκάνου ν’ άφτη το καμίνιν,
γιατί κείνον το βίγλιζα με θάρος
κ’ εκόμπωσεν κ’ εμέναν και τον Πόθον:
στο στήθος σου εν διαμάντι, όχι χιόνιν.
Αν είχεν είσταιν χιόνιν, ω κυρά μου,
έλυεν απού τον πόθον κι αχ την βράστην
π’ άξαψα με το θάρος το καμίνιν.
Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
~.~
FRANCESCO PETRARCA
Μετάφραση Ανωνύμου Κυπρίου, 16ος αιώνας
Πάσα χτηνόν που θρέφεται στο χώμαν…
Πάσα χτηνόν που θρέφεται στο χώμαν,
εβγόντα κείνα που μισούν τον ήλιον,
έχει να παραδέρνη την ημέραν
κι αφόν στον ουρανόν να λάψουν τ’ άστρα
στρέφουνται ποιόν στο σπίτιν ποιόν στο δάσος
και πνάζουν ώστ’ νά ’ρτουν τα ξηφώτια.
Κ’ εγώ, ’φότις ν’ αρκέψουν τα ξηφώτια
τα σκοτεινά να διώξουν αχ το χώμαν
ξυπνώντα τα χτηνά ’που με στο δάσος,
σίγησην κλειόντα ουκ έχω με τον ήλιον·
κι αφόν βιγλίσω να γλαμπρίσουν τ’ άστρα
κλαμένος πάλε κράζω την ημέραν.
Αντάν η νύχτα διώξη την ημέραν
και ποίσ’ άλλως η σκότη μας ξηφώτια,
βιγλώ το ριζικόν μου, τα σκλερ’ άστρα
που μέλλει να με βάλουν εις το χώμαν
και καταρούμαι αντά ’δα κείν’ τον ήλιον
που μ’ έκαμεν γοιόν κάποιον αχ το δάσος.
Πιστεύγω μεν εθρέφτην ποτέ ’ς δάσος
αλύπητο χτηνόν νύχτα ’δε μέραν
γοιόν ταύτην απού κλιώ στο σκιός κ’ εις ήλιον
κι ουδ’ αποστέκω δείλις ’σε ξηφώτια·
γιατί αν καλά και πλάστηκα αχ το χώμαν
αμμ’ έχω πεθυμιά στεριάν ’που τ’ άστρα.
Πριν να στραφώ σ’ αυτόν σας, έγλαμπρ’ άστρα,
ή να κρεμμίσω με στου πόθου δάσος
αφήννοντα την σάρκαν εις το χώμαν,
νά ’δα λύπην σ’ αυτόν της : μιάν ημέραν
εσώνναν ούλα τα κακά ξηφώτια
και πιόν με κλάμαν δεν εθώρουν ήλιον.
Μα βρέθηκα μιτά της δίχως ήλιον
και μεν μας εθωρούσαν παρά τ’ άστρα
μιάν νύχταν και να μή ’ρταν τα ξηφώτια·
μόνον μηδέν εγίνην κι αυτή δάσος
νά ’φυγεν γοιόν εποίκεν μιαν ημέραν
τ’ Απόλλο που την έτρεχεν στο χώμαν.
Εγώ κάτω στο χώμαν ’ς ξερόν δάσος
και η μέρα θέλει πα γεμάτη τ’ άστρα
πριν με γλυκιά ξηφώτια δω τον ήλιον.
Thémis Siapkaras-Pitsilidès, «Le Pétrarquisme en Cypre. Poèmes d’amour en dialecte chypriote d’après un manuscrit du XVIe siècle». Texte établi et traduit avec le concours de Hybert Pernot. Athènes 1952 (Collection de l’Institut Français d’Athènes, dirigée par Octave Merlier, No 74), σελ. 248-252.
~.~
FRANCESCO PETRARCA
Μετάφραση Γεράσιμου Σπαταλά
Όποιος επήρε απόφαση να τριγυρνάει τη ζήση…
Όποιος επήρε απόφαση να τριγυρνάει τη ζήση
Πάνω σε πλάνα κύματα κι ανάμεσα σε ξέρες,
Από το χάρο χωρισμένος μ’ ένα μικρό ξύλο
Δεν μπορεί πέρα και πολύ να βρίσκεται απ’ το τέλος·
Γι’ αυτό θά ’ταν καλύτερα να γείρει σε λιμάνι
Όσο στο δοιάκι του υπακούν ακόμη τα πανιά του.
Η αύρα η τερπνή, που του πλοιαριού και δοιάκι και πανιά του
Μπιστεύτηκα, όταν έμπαινα στην ερωτιάρα ζήση,
Κι έλπιζα σε καλύτερο πως θ’ άραζα λιμάνι,
Αργότερα μ’ οδήγησε σε χίλιες μαύρες ξέρες
Που τις αιτίες τριγύρω μου για το θλιβό μου τέλος
Δεν είχα μόνο, μα κι εντός στο ίδιο μου το ξύλο.
Κλειστός πολύν καιρό σ’ αυτό το ολότυφλό μου ξύλο,
Πλανέθηκα χωρίς ματιά να ρίξω στα πανιά του
Που πριν απ’ την ημέρα μου με πήγαινε στο τέλος·
Έπειτα ευδόκησεν Αυτός που μ’ έφερε στη ζήση
Να κράξει με να γείρω τόσο οπίσω από τις ξέρες
Που από μακριά τουλάχιστο να βλέπω το λιμάνι.
Έτσι καθώς διακραίνει φως τη νύχτα σε λιμάνι
Απ’ την πλατιά τη θάλασσα φρεγάδα ή μικρό ξύλο,
Αν πάει και δεν του το στερούν ή τρικυμιά είτε ξέρες
Όμοια κι εγώ απ’ του πλοίου μου τα φουσκωτά πανιά του
Εδιάκρινα τ’ αχνάρια πια της αλληνής της ζήσης,
Και τότες ελαχτάρισα νά ’φτανα πια στο τέλος.
Όχι πως είμαι βέβαιος ακόμη για το τέλος·
Με την ημέρα αν πιθυμώ να πιάσω σε λιμάνι,
Μένει ταξίδι μακρινό για τόσο λίγη ζήση·
Και τρέμω, γιατί βρίσκομαι σ’ ευκολόσπαστο ξύλο,
Και θα ποθούσα πια να μη γεμίζουν τα πανιά του
Με τον αγέρα που σ’ αυτές με τράβηξε τις ξέρες.
Αν ίσως κι έβγω ζωντανός απ’ τις αβέβαιες ξέρες
Και φτάσει η εξορία μου σε κάποιο καλό τέλος,
Πόση που θά ’νοιωθα χαρά να γείρω τα πανιά του
Του πλοίου μου και τις άγκυρες να ρίξω σε λιμάνι!
Αλλιώς θα καίω αδιάκοπα σαν αναμμένο ξύλο,
Τόσο ν’ αλλάξω είναι τραχύ τη γνώριμή μου ζήση.
Δέσποτα εσύ στο τέλος μου, κι αφέντη μου στη ζήση
Πριν σπάσω εγώ το ξύλο μου κατάμεσα στις ξέρες,
Δώσε καλό λιμάνι εσύ στα ολόδαρτα πανιά του.
Ο Νουμάς, τόμος 21, αριθμ. 5-6 (784-785),
Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1924, σελ. 339-340.
~.~
FRANCESCO PETRARCA
Μετάφραση Γεράσιμου Σπαταλά
Η αγαθοδότρα η μοίρα μου, κι ο βίος ο ευτυχισμένος…
Η αγαθοδότρα η μοίρα μου, κι ο βίος ο ευτυχισμένος,
Κι οι ξάστερες ημέρες μου, κι οι ειρηνικές μου οι νύχτες,
Και τα γλυκά στενάγματα, και το τερπνό το ύφος,
Που ν’ αντηχάω συνήθιζα σε στίχους και σε ρίμες,
Καθώς μεμιάς αλλάξανε σε πόνο και σε κλάμα,
Τη ζήση εκάμαν να μισώ και να ποθώ το χάρο.
Ανέσπλαχνε κι αλύγιστε φαρμακωμένε χάρο,
Μου δίνεις αφορμή ποτέ μην είμ’ ευτυχισμένος,
Μα να περάσω ολάκερη τη ζήση μου με κλάμα,
Και τις ημέρες σκοτεινές, και θλίβερες τις νύχτες,
Τα βογκητά μου τα βαριά δεν μπαίνουνε σε ρίμες,
Και το σκληρό μαρτύριο μου νικάει το κάθε ύφος.
Τώρα και πού οδηγήθηκε το αγαπητό μου ύφος;
Να κουβεντιάζω για θυμό, να κρένω για το χάρο.
Πού νά ’ναι οι στίχοι, τάχα τί ν’ απόγιναν οι ρίμες,
Που εγρίκαε πλάσμα ευγενικό, φρόνιμο, ευτυχισμένο;
Πού τα μυθολογήματα τα ερωτικά τις νύχτες;
Τώρα δε λέω, δε σκέφτομαι πάρεξ από το κλάμα.
Πια με τον πόθο μού ’γινε τόσο γλυκό το κλάμα,
Που σμίγει με γλυκύτητα το κάθε γλυκό ύφος,
Κι άγρυπνος όλες μ’ έκαμε να στέκομαι τις νύχτες.
Τώρα το κλάμα πιο πικρό μού ’ναι κι από το χάρο,
Μη ελπίζοντας το βλέμμα το τίμιο κι ευτυχισμένο,
Νά ’ναι αντικείμενο ψηλό στις ταπεινές μου ρίμες.
Σημείο καθάριο ο Έρωτας μού ’θεσε για τις ρίμες
Μες στα ωραία τα μάτια της και τό ’βαλε στο κλάμα,
Ξαναθυμώντας με καημό καιρόν ευτυχισμένο,
Απ’ όπου αλλάζω αδιάκοπα σκεφτόμενος το ύφος,
Και σένα πάλε το χλωμό παρακαλώ το χάρο
Να με ξεβγάλεις απ’ αυτές τις τόσο απαίσιες νύχτες.
Εδιώχτηκε και τ’ όνειρον απ’ τις σκληρές μου νύχτες
Και ο ήλιος που συνήθιζα ’πό τις βραχνές μου ρίμες,
Και πι’ άλλο να φιλέψουνε δεν ξέρουνε απ’ το χάρο,
Γι’ αυτό ’ναι το τραγούδι μου καταντημένο κλάμα.
Δεν έχει τόσο του Έρωτα το κράτος πλούσιο ύφος,
Που νά ’ναι θλίβερο όσο πριν είταν ευτυχισμένο.
Κανένα σαν κι εμένανε δεν ξέρω ευτυχισμένο.
Κανένανε πιο θλίβερο σε μέρες και σε νύχτες,
Κι όπως η οδύνη αλλάζεται, γυρίζει και το ύφος,
Που βγάζει τόσο απ’ την καρδιά δακρυβρεμένες ρίμες.
Ζούσα μ’ ελπίδα, τώρα ζω κατάμονα με κλάμα,
Και δεν ελπίζω αντίπαλο στο χάρο άλλο απ’ το χάρο.
Ο χάρος με θανάτωσε και μόνος λέω στο χάρο
Να φέρει εκειό το πρόσωπο να ιδώ το ευτυχισμένο,
Που μ’ έκαμε να χαίρομαι στο βόγκο και στο κλάμα
Που αέρας μού ’τανε γλυκός, γλυκιά βροχή στις νύχτες,
Σαν έπλεκα τους στοχασμούς τους διαλεχτούς στις ρίμες,
Και ο Έρωτας μου ανύψωνε το αδύνατό μου ύφος.
Ήθελα νά ’χα εσπλαχνικό τόσο πολύ εγώ ύφος,
Που να μπορούσα νά ’παιρνα τη Λάουρα απ’ το χάρο,
Καθώς την Ευρυδίκη του ο Ορφέας με δίχως ρίμες,
Τότες πιο απ’ όποιαν εποχή θα ζούσα ευτυχισμένος.
Μα αν ίσως νά ’μαι δεν μπορώ, καμμιά απ’ τις άθλιες νύχτες,
Ας κλειούσα πια τις δυό πηγές αυτές από το κλάμα.
Έρωτα, χρόνια εθρήνησα παράπολλα με κλάμα
Το βάσανό μου το βαρύ, σε πονεμένο ύφος,
Κι ούτε που ελπίζω από τα σέ λιγότερο άγριες νύχτες,
Γι’ αυτό κι εγώ ελυγίστηκα και δέομαι στο χάρο
Να με αφαιρέσει από τα ’δώ, για νά ’μαι ευτυχισμένος
Εκεί, που εκείνη ευρίσκεται που υμνώ και κλαίω στις ρίμες.
Τόσο αν μπορούσαν να υψωθούν οι απαυδισμένες ρίμες,
Να βρούν αυτή, που στέκεται πέρ’ απ’ οργή και κλάμα,
Τον ουρανό το κάλλος της που κάνει ευτυχισμένο,
Καλά θα ξαναγνώριζε με ξαλλαγμένο ύφος,
Όπου ίσως θα της άρεσε πριν λίγο από το χάρο
Για κείνη μέρα ξάστερη, μαύρες για μένα νύχτες.
Ω σείς, που σ’ ευτυχέστερες βαρυβογκάτε νύχτες,
Όπου γρικάτε για Έρωτα κι ή γράφετε σε ρίμες,
Να μην τον βρίσκω πια κουφό ζητήσατε απ’ το χάρο,
Που ’ναι λιμάνι στους δαρμούς και τελειωμός στο κλάμα,
Ας ξαλλαχτεί για μια φορά το αρχαίο του εκείνο ύφος,
Που όποιο άνθρωπο λυπάει κι εμέ κάνει έτσι ευτυχισμένο.
Ευτυχισμένον δύνεται σε μιά ή σε λίγες νύχτες
Να κάμει εμέ· και με σκληρό ύφος και μαύρες ρίμες,
Να κόψει πια το κλάμα μου παρακαλώ το χάρο.
Γεράσιμος Σπαταλάς, Ανθοδέσμη από τη Ρώμη και την Ιταλία,
Ι.Ν. Σιδέρης, χ.χ., σελ. 27-29.
~.~
EZRA POUND
Μετάφραση Ηλία Κυζηράκου
Σεστίνα: Αλταφόρτε
LOQUITUR: En Bertrabs de Born.
Ο Δάντης Αλιγκέρι έβαλε αυτόν τον άνθρωπο
στην κόλαση επειδή ήταν υποκινητής διαμάχης.
Eccovi!
Κρίνετε!
Τον ξέθαψα πάλι;
Η σκηνή είναι στο κάστρο του, το Αλταφόρτε.
Ο «Πάπιολς» είναι ο ραψωδός.
«Ο Λιόπαρδος,» το έμβλημα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου.
Ι
Να πάρει ο διάβολος! όλος τούτος ο Νότος μας βρωμά ειρήνη.
Έι βρωμόσκυλο του κερατά, Πάπιολς, εμπρός μωρέ! Μουσική!
Δεν έχω ζωή παρεκτός κι αν τα σπαθιά συγκρούονται.
Μα αα! όταν βλέπω τα λάβαρα χρυσά, πορφυρά, να πολεμούν,
και το μεγάλο πεδίο της μάχης αποκάτω τους να γίνεται κόκκινο,
τότε η καρδιά μου ουρλιάζει τρελαμένη από χαρά.
ΙΙ
Στην κάψα του καλοκαιριού έχω μεγάλη χαρά
όταν οι θύελλες σαρώνουν της γης τη βρωμερή ειρήνη,
κι οι αστραπές από τον μαύρο ουρανό πέφτουν λουσμένες στο κόκκινο,
κι οι κεραυνοί την άγριά τους μού βρυχώνται μουσική
κι οι αγέρηδες σκληρίζουν μες στα σύννεφα τρέλα και πολεμούν
και μες στους σπαραγμένους ουρανούς τα σπαθιά του Θεού συγκρούονται.
ΙΙΙ
Άδη κάνε γρήγορα να ξανακούσουμε τα σπαθιά να συγκρούονται!
και τ’ άλογα στη μάχη δυνατά να χρεμετίζουν από χαρά,
ακιδωτά σπαθιά μ’ ακιδωτά σπαθιά να πολεμούν!
Καλύτερα μιας ώρας μάχη παρά ένα χρόνο ειρήνη
με παχιά τραπεζώματα, προαγωγούς, κρασί και λεπτή μουσική!
Μπα! δεν υπάρχει κρασί σαν το αίμα κόκκινο!
IV
Και παθιάζομαι να βλέπω τον ήλιο να προβάλει σαν αίμα κόκκινο.
Και βλέπω τ’ ακόντιά του μες στο σκοτάδι να συγκρούονται
κι όλη μου την καρδιά τηνε γεμίζει με χαρά
και διάπλατα μού ανοίγει το στόμα με γοργή μουσική
όταν τον βλέπω τόσο να περιφρονεί και ν’ αψηφά την ειρήνη,
οι δυνάμεις του μ’ όλο το σκοτάδι να πολεμούν.
V
Οι άνθρωποι που φοβούνται τον πόλεμο και κάθονται, και πολεμούν
τα λόγια μου για μάχη, δεν έχουν αίμα κόκκινο,
μα τους πρέπει μόνο να σαπίζουν σε γυναίκεια ειρήνη
μακριά από κει που κερδίζεται η αξία και τα σπαθιά συγκρούονται,
για τον θάνατο τέτοιων βρωμοθήλυκων έχω χαρά·
ναι, γιομίζω όλον τον αγέρα με τη δική μου μουσική.
VI
Πάπιολς, Πάπιολς, μουσική!
Δεν υπάρχει τραγούδι σαν των σπαθιών με τα σπαθιά σαν πολεμούν,
καμιά κραυγή σαν της μάχης τη χαρά
όταν οι αγκώνες μας και τα σπαθιά μας στάζουν αίμα κόκκινο
και τα εμβλήματά μας με του «Λιόπαρδου» την ορμή συγκρούονται.
Άμποτε ο Θεός να καταδικάσει για πάντα όσους φωνάζουν «Ειρήνη!»
VII
Κι η μουσική των σπαθιών να τους μουσκέψει με αίμα κόκκινο!
Άδη κάνε γρήγορα να ξανακούσουμε τα σπαθιά να συγκρούονται!
Άδη σβήσε για πάντα τη σκέψη «Ειρήνη»!
Έζρα Πάουντ, Personae, Τα Κάντο της Πίζας. Εκλογή απ’ τα Κάντο,
Μετάφραση Ηλίας Κυζηράκος, Δωδώνη, Αθήνα, 1984
~.~
T. S. ELIOT
Μετάφραση Γ. Νίκα
The Dry Salvages
(απόσπασμα)
Πού θα τελειώσουνε, οι δίχως ήχο κοπετοί,
τ’ άνθη τα φθινοπωρινά που σιωπηλά
μαραίνονται κι ακίνητα μένουν, στη γη πεσμένα·
πού θα τελειώσει το ναυάγιο που παλεύει με τα κύματα,
η προσευχή του οστού στην παραλία, η που να γίνει
αδύνατο είναι προσευχή στον καταστροφικό ευαγγελισμό ;
Δε θα ’χουν τέλος, μα προσθήκη: την απανωτή
συνέχεια ημερών κι ωρών που αργόσυρτα κυλά,
ενώ η συγκίνηση αγκαλιάζει τ’ αποξεραμένα
χρόνια που ζήσαμε μες στα συντρίμματα
εκείνου που την πιο μεγάλη έδινε εμπιστοσύνη –
κι έτσι του πιο κατάλληλου για απαρνημό.
Είν’ η προσθήκη η τελειωτική,
η ανήμπορη έπαρση ή πικρία για την ανημποριά,
η απροσήλωτη σπλαχνιά που άσπλαχνη μοιάζει, σ’ ένα
καράβι που κινδύνου στέλνει σήματα,
το αμίλητο άκουσμα της βοής που αφήνει
καμπάνα που χτυπά για το στερνό ευαγγελισμό.
Πού θα τελειώσουν, οι ψαράδες που με τη
φορά του ανέμου πλέουν, μες στην ομίχλη την αριά;
Να φανταστούμε δεν μπορούμε πώς ο δίχως αφρισμένα
πέλαγα χρόνος, τα πελάγη δίχως απορρίματα,
το μέλλον που δεν κλείνει εντός του ευθύνη
καθώς το παρελθόν, δεν έχουν προορισμό.
Πρέπει να τους σκεφτόμαστε, καθώς ρηχή
κι ανάλλαγη μακραίνει η όχτη κάτω απ’ το βοριά,
τιμόνι να κρατάν, νερό ν’ αντλούν απ’ την καρένα
ή να στεγνώνουν τα πανιά, να παίρνουν χρήματα·
όχι ταξίδι να πηγαίνουνε που απλήρωτο θα μείνει
για ψάρεμα που δε θα φέρει ψάρι διαλεχτό.
Τέλος δεν έχουνε, οι άφωνοι κοπετοί,
η κίνηση του πόνου που ’ν’ ακίνητος και δεν πονά,
το μάραμα των λουλουδιών που ’ναι στη γη πεσμένα,
το πελαγίσιο ρεύμα, το ναυάγιο μες στα κύματα,
η προσευχή του οστού στο Θάνατο το Θεό του. Εκτός από τη μόλις που να γίνει
μπορεί, την προσευχή στον έναν Ευαγγελισμό.
T. S. Eliot, Ποιήματα, Μετάφραση Γ. Νίκας, Εστία, 1996
~.~
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Σεστίνα
Σε μία μυστηριώδη ύπαρξη στην Έπαυλη των Finzi-Contini
Με νοσταλγία περνάω συχνά απ’ τον κήπο σου
Κορίτσι πανέμορφο στα κάτασπρα ντυμένη
Με μια ρακέτα του τέννις καινούργια στο χέρι
Με νοερούς αντιπάλους στα σύννεφα παίζοντας
Χωρίς ακόμα να ξέρει το μυστικό σου κανένας
Μ’ ελπίδα πάντοτε κάποιος να βγει κερδισμένος
Από μι’ αναπόληση του πώς ήσουν ντυμένη
Ήρθες προς τα εμένα τείνοντας το χέρι
Νοερά την ψυχή σου χωρίς αντιπάλους παίζοντας
Αυτό που σκεπτόσουνα να μην το μάθει κανένας
Κι ένας απ’ αυτούς που ελπίζανε να βγει κερδισμένος
Απ’ όσους συχνάζανε πάντα κρυφά στον κήπο σου
Μα τί διαφορετικό περίμενες από ’να τέτοιο χέρι
Στα ζάρια πάντοτε την καρδιά σου παίζοντας
Ενώ ανοιχτά δεν τολμούσε να το κάνει κανένας
Όσο να πεις «αλίμονο στον κερδισμένο»
Που με ύπουλο τρόπο είχε εισδύσει στον κήπο σου
Την ώρα που δεν ήσουνα για τα μάτια του κόσμου ντυμένη
Θέλω να πω έτσι στα μισοσόβαρα παίζοντας
Μην ομολογήσει αυτό το μυστικό κανένας
Φόρο τιμής προτείνοντας στον κερδισμένο
Τον προνομιούχο που ήξερε να μπει στον κήπο σου
Και που σε είδε όχι ακόμα εντελώς ντυμένη
Ν’ ανοίγεις το δώρο σου από κάποιο χέρι
Κι έχοντας φτάσει εκεί που δεν πήγε κανένας
Δήλωσε κάποια εχθρότητα στον κερδισμένο
Αυτόν που παραβίασε πρόσφατα τον κήπο σου
Όταν στους άλλους εμφανίστηκες ντυμένη
Και σου προσφέρθηκε απροσδόκητα ένα χέρι
Που αποτραβιόταν όταν τό ’πιανες παίζοντας
Κι όλα τα μάτια στράφηκαν στον κερδισμένο
Του μεγάλου λαχείου που ήταν ο κήπος σου
Αδιαφορώντας αν ήσουνα ή δεν ήσουν ντυμένη
Στον ώμο σου πάντοτε ακουμπισμένο ένα χέρι
Τα μάτια σου από τον έναν στον άλλον παίζοντας
Κι ας μην ήταν ακόμα στο δωμάτιο άλλος κανένας
Ντυμένη στο κήπο σου ήσουνα όμως κανένας δεν βγήκε
Κερδισμένος παίζοντας την τύχη του με το χέρι σου
Αθήνα, 25 Ιουνίου 1994
Praxi, τχ. 1, Καλοκαίρι 2000
~.~
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ
02.42΄: sestina
…una accion vil y disgraciado
1
Ας υποθέσουμε πως φτάνεις σ’ ένα όριο :
μια κίνηση – κι όλα θα γίνουνε συντρίμμια.
Ας υποθέσουμε πως στέκεσαι στο χείλος
και πως δεν ξέρεις, πρώτη σου φορά δεν ξέρεις
τι πρέπει τώρα να συμβεί : Δεν σχεδιάζεις
να πας μπροστά – ή πίσω. Απλώς – απολιθώνεσαι.
2
Ας υποθέσουμε, ναι, πως απολιθώνεσαι
στο πιο ακατάλληλο σημείο : σ’ ένα όριο.
Μοιάζει σαν να διστάζεις, σαν να σχεδιάζεις·
μα ήδη, μέσα σου, όλα γίνανε συντρίμμια –
και δίχως σχέδιο σκορπίσαν – και δεν ξέρεις
τι σου συνέβη κι έφτασες εδώ, στο χείλος –
3
δεν ξέρεις καν να πεις αν είναι εδώ το χείλος
κάποιας αβύσσου εντέλει – ή αν απολιθώνεσαι
τυχαία, εδώ, γιατί κουράστηκες . . . Δεν ξέρεις
αν έστω μπόρεσες να φτάσεις σ’ ένα όριο
ή αν απλώς στο κάθε βήμα σου συντρίμμια
γίνονται όλα μέσα σου, κι όλο σχεδιάζεις,
4
(κάθε στιγμή, αν κι άθελά σου, σχεδιάζεις)
ν’αγγίξεις κάποτε, επιτέλους, κάποιο χείλος
ώστε να έχουν νόημα τούτα τα συντρίμμια –
κι εκεί να βρεις τον τρόπο πια ν’ απολιθώνεσαι.
Θα πρέπει βέβαια να υπάρχει αυτό το όριο,
να ’ναι κοινό – κι όχι εσύ μόνο να το ξέρεις·
5
να ’ναι αναπόφευκτο – κι εσύ απλώς να ξέρεις
πως εκεί φτάνεις ό,τι και να σχεδιάζεις . . .
Φτάνεις κι εσύ – όπως καθένας . . . Σ’ ένα όριο
δίχως ευθύνη κι ενοχή . . . Σε κάποιο χείλος,
όπου άθελά σου, όπως όλοι, απολιθώνεσαι·
κι ούτε θα πει κανείς πως φταις για τα συντρίμμια
6
γιατί προβάλλονται απλώς μέσα σου: συντρίμμια
ξένα, δικά σου – ποιος να ξέρει ;– κι ούτε ξέρεις
να πας μπροστά –ή πίσω– απλώς απολιθώνεσαι . . .
Μα εσύ πάντα διάλεγες να σχεδιάζεις
μιαν ασχεδίαστη ζωή, πάντα στο χείλος.
Για όλα διάλεγες να φταις – κι αυτό το όριο
7
δεν ξεπερνιέται – και το ξέρεις. Τα συντρίμμια
εδώ ας σταθείς κι ας σχεδιάζεις: νά το όριο,
νά σε ποιο χείλος στάθηκες κι απολιθώνεσαι !
Γιώργος Κοροπούλης, Αντιύλη, Ύψιλον, 2008
~.~
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Ο πούμας δίχα και αυθαιρέτως
Κοινότοπα τροπάρια εψάλλονταν, και τότε ο κήπος
δια μιάς στου νου τους κάλυκες εφάνη πως πηγαίνει
ανάποδα, και το τρυπάνι, που χορεία αγγέλων
αυθαίρετα σα ρυμουλκό τραβούσε, αρθρώθη λόγος
κλασματικός με πελεκούδια από θαλάσσια ξύλα,
όπου ίππος διά πυρός ελάλει διάπυρος και ασμένως.
Και διχασμένος στην πυρά παραληρούσε ασμένως
κι ο κηπουρός, που εγνώριζε οίκοθεν πώς είν’ ο κήπος,
ο μαυρωπός και ροδαλός, ο επιποθών τα ξύλα
να καλαφατιστούν βαρκούλα που θα τον πηγαίνει
στις αλβοράδες των αβγών κι εκεί που θάλλει ο λόγος
την άλλη πάντα σπώντας απ’ τις φύσεις των αγγέλων.
Κι εν πάση περιπτώσει ο κηπουρός υμνών και αγγέλλων
την πτώση, που θα πέσει κι άλλο, αρμολογούσε ασμένως
το ψέμα, που επαλήθευε όλα όσα ο κομήτης λόγος
διεκδίκησε δι’ εαυτόν (και αυτός ακόμη ο κήπος),
την ώρα που φρενήρες το άλογο ως πηγή πηγαίνει
στου μαύρου δάσους την καρδιά που κατατρώγει ξύλα.
Στου μαύρου δάσους την καρδιά που κατατρώγει ξύλα,
πνευμάτων κέδροι ενέδρα στήσαν σε ουλαμούς αγγέλων·
ορθώς ξεκίνησ’ η έφοδος, μα ολόστραβα πηγαίνει –
και μ’ όλο που συνηγορούσαν επωδοί ασμένως,
κοινότοπα τροπάρια εψάλλονταν, και τότε ο κήπος
ξεράθηκε και γέμισε με μώλωπες ο λόγος.
Στο κέντρο –μην μακρηγορούμε– ενός καθρέφτη ο λόγος
πολλαπλασίαζε τα πριν συντετριμμένα ξύλα
στον παρονομαστή, και ξυλοκόπους είδε ο κήπος
να τσεκουρώνουνε με ορμή το κράτος των αγγέλων·
και ξάφνου υδάτων πίδακες εξάντλησαν ασμένως
τα βάθη απ’ τον οπό που ως χαρωπός του αφρού πηγαίνει.
Ανάλαφρος πλην σφριγηλός –φαντάσου πώς πηγαίνει
ο πούμας στη σαβάνα– επήγαινε έπειτα και ο λόγος,
αφού στη γη του Σενναάρ τη μεταγλώσσα ασμένως
την αποθέωσε βαστώντας μι’ αγκαλίτσα ξύλα
και φράχτες ύψωσε χαράς των έφιππων αγγέλων
ο χορός εκεί, όπου εμάρμαιρε των πεπτωκότων κήπος.
Ο κήπος ο παράκλητος τα ρόδα του πηγαίνει
προσφάι των αγγέλων, όταν φλογισμένος λόγος
τα ξύλα τρώει που τρώγονται εμπειρικώς και ασμένως.
Το Αλωνάκι της Ποίησης, (alonakitispoiisis.blogspot.com), 2011
~.~
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Κατακλυσμός εικόνων επί έξη και κάτι
της Πολυξένης
Με μαύρα νύχια πλήττει το Αραράτ το περιστέρι
και η κιβωτός μια ζούγκλα ερώτων γίνεται αυτομάτως
στις φλόγες των βωμών οι ποιητές προσθέτουν φλόγες
και πυρετός στους αετούς την πρώτη λάβα δίνει
που λάθρα στων φυτών τις τύχες μαίνεται ώς τη ρίζα
ενώ στιγμή δεν έκοψε ο διθύραμβος να βρέχει
Τα περιστατικά του βίου εγγράφονται αυτομάτως
και βιαστικά χωνεύονται σε αστραπιαίες φλόγες
με τους κορμούς των μύθων που η θερμή αγκάλη δίνει
και σπέρνει το μεθύσι με την ιαμβική του ρίζα
στους αμπελώνες τούς θεσπέσιους όπου αιώνες βρέχει
για να έχει νόημα το τάνγκο με ένα περιστέρι
Ρολόγια καίγονται κάτω από σπηλαιώδεις φλόγες
κι η νηνεμία μιάν ατμόσφαιρα μαγείας δίνει
που φτάνει να υποσκάπτει τη συμπάθεια ώς τη ρίζα
ενόσω η μάνικα τις χλόες με διαμάντια βρέχει
που τά ’φερε νυχτιάτικα το αθώο περιστέρι
το ρήγμα του καλού να επιλαμβάνεται αυτομάτως
Στη δίνη που ηδύνει τον νου μόνο οδύνες δίνει
ο γρίφος της αρχής των πάντων με τη μαύρη ρίζα
που με αμαρτίες τους αγρούς του κάτω κόσμου βρέχει
και κομματιάζει το κυλινδρικό άσπρο περιστέρι
σαν νά ’ταν φάσγανο που σε καρατομεί αυτομάτως
απλώς και μόνον επειδή ποθείς να μπείς στις φλόγες
Και σύρριζα στην άβυσσο πετάει το δέντρο ρίζα
και σύρριζα στο σύννεφο το θαύμα αλλέγρο βρέχει
και σφάζει αηδόνια για να τηλωθεί το περιστέρι
που χαύονται εξ εφόδου από τις βάτους και αυτομάτως
καθώς τυλίγονται στων ευαισθησιών τις φλόγες
που η πρόνοια της θεογονίας στους ανθρώπους δίνει
Στα κλειδοκύμβαλα λεπτό δεν έπαψε να βρέχει
και μες στους κεραυνούς βαφτίζεται το περιστέρι
που αλλάζουν σε χοάνες της χαράς και αυτομάτως
χαρίζονται ολοκαύτωμα σε υγρές και άλλες φλόγες
που με δαψίλεια το βασίλειο των ορμών μάς δίνει
να τις γιορτάζουμε σε φρέατα με γκρίζα ρίζα
Γυρνά το περιστέρι στην κορυφή αυτομάτως
γιατί έχει μυρίσει φλόγες και μετά τη μοίρα δίνει
που μέλλει νά ’βρει ρίζα εκεί που μόνο μέλι βρέχει.
Το Αλωνάκι της Ποίησης, (alonakitispoiisis.blogspot.com), 2012
~.~
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Χωλή σεστίνα
Να ξέρεις, είναι ο άνθρωπος τυφλός. Πλην όμως
και στην τυφλότητά του κάποτε διακρίνει
πίσω από τις σκιές το φως : στιλπνό, βαθύ
να διακλαδίζεται στη ράχη των πραγμάτων.
Το φως τού δίνει όνομα να υπάρχει, βάρος
στο χώμα για ν’ αγκιστρωθεί, του δίνει σώμα
ακόμα, και σκοπό. Ώσπου κι αυτό το σώμα
στο τέλος να χαθεί, σ’ ένα αμετάθετο όμως,
ένα ποτέ, ένα μη. Κι ώσπου πια δίχως βάρος
να μείνει, καν την αίσθηση για να διακρίνει
άλλο απ’ το σκότος, που είναι των πραγμάτων
τ’ όνομα το πιο οριστικό, το πιο βαθύ.
( Ω εσύ σκοτάδι αόμματο, εσύ βαθύ,
κι απλό, κι αναίτιο, δες! Πόσο τρώτο έχω σώμα . . .
Στην τέφρα γρήγορα, στη λήθη των πραγμάτων
θα το δεχτείς. Τώρα είσαι εσύ το ευάλωτο όμως –
μια σπίθα αρκεί, αρκεί κανείς για να διακρίνει
πώς φθίνει, πώς σκορπά στο φως κάθε σου βάρος. )
Γέρνει, γλυκαίνει η μέρα· ο ήλιος με το βάρος
μιας σκέψης που πια μέστωσε, γράφει κύκλο βαθύ.
Ψηλά πετώντας ο αετός μόλις διακρίνει
μέσ’ απ’ τη ζάλη τ’ ουρανού τής γης το σώμα,
σκόνη λεπτή τα μάτια του λερώνει. Κι όμως,
ακόμα αντέχει η οπτασία των πραγμάτων,
ακόμα αντέχει η οπτασία των πραγμάτων,
ακόμα αντέχει γύρω σου το φως – λες βάρος
μόλις πάνω στα γόνατα αισθητό . . . Πώς όμως,
αυτό το φως δεν σ’ έφερε ώς εδώ ; Βαθύ
όπως στον ύπνο τα όνειρα σαν παίρνουν σώμα
κάτω απ’ τα βλέφαρα, τότε που δεν διακρίνει
ο ναρκωμένος αν κοιμάται, ούτε διακρίνει
τα όνειρα καν τι τα χωρίζει απ’ των πραγμάτων
τον σωρό. Γιατί έχει, ναι, κι εκείνο σώμα,
το φως αυτό έχει το δικό του σώμα, βάρος
δικό του κι όνομα : στιλπνό πάντα, βαθύ
πάντα, κι ανέκκλητο. Σαν το αμετάθετο όμως,
σαν το ποτέ ή το μη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το Παράθυρο, διμηνιαίο διαδικτυακό περιοδικό ποίησης, 2013
~.~
JAIME GIL DE BIEDMA
Μετάφραση Αλεξάνδρας Γκολφινοπούλου
Απολογία και αίτημα
Και τι να πεις για τη μάνα Ισπανία
τη χώρα που ’χει όλα τα δαιμόνια
όπου η κακή εξουσία και η φτώχια
δεν είν’ μονάχα φτώχια κι εξουσία
παρά είν’ ο μυστικισμός του ανθρώπου
η άφεση της δικής μας ιστορίας ;
Από κάθε ιστορία της Ιστορίας
πιότερη λύπη κρύβει η Ισπανία,
τέλος άσχημο. Σάμπως ο άνθρωπος
βαρέθηκε να πολεμά δαιμόνια
και τους παρέδωσε την εξουσία,
να βρουν άκρη, τους είπε, με τη φτώχια.
Η αρχαία και γνωστή σε όλους μας φτώχια
που χάνεται βαθιά στην ιστορία
λεν πως δεν φταίει γι’ αυτήν η εξουσία,
μα καταράστηκαν την Ισπανία,
χρέος να ξοφλάει σε όλα τα δαιμόνια,
με πείνα και με μόχθο των ανθρώπων.
Συχνά σκέφτομαι τούτους τους ανθρώπους,
συχνά σκέφτομαι γύρω από την φτώχια
της χώρας που ’χει όλα τα δαιμόνια.
Και συχνά σκέφτομαι άλλη ιστορία,
διάφορη, πιο απλή, άλλη Ισπανία
όπου πράγματι φταίει η εξουσία.
Να νιώσω θέλω πως κακή εξουσία
ειν’ ένα άθλιο πράμα των ανθρώπων
και όχι μεταφυσική, πως η Ισπανία
μπορεί και πρέπει να βγει απ’ τη φτώχια
έχει χρόνο να αλλάξει η ιστορία
προτού μαζί την πάρουν τα δαιμόνια.
Να νιώσω θέλω πως δεν είν’ δαιμόνια.
Είν’ άνθρωποι με χρέος στην εξουσία,
και κάπου κατέχουν κάλπικη ιστορία.
Αυτοί έχουν πουλήσει τους ανθρώπους,
και τους έχουνε ρίξει μες στη φτώχια
κι έκλεψαν την υγεία της Ισπανίας.
Ζητώ η Ισπανία να διώξει τα δαιμόνια.
Ν’ ανέβει η φτώχια ως την εξουσία.
Και οι άνθρωποι να φτιάχνουν ιστορία.
Carlo Frabetti, …Ή το αβγό την κότα; Χαζές ερωτήσεις και απρόσμενες απαντήσεις, Μετάφραση Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Opera, 2018
~.~
ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ
Γιώργου Μπλάνα, τροπαιοφόρου
«Πηγαίνετε, κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
μας ξεπροβόδισες, φυσώντας τον καπνό
απ’ το τσιγάρο σου. Ένα σιρίτι μαύρο
κηλίδωνε τον δείκτη – καπνιστή σημάδι,
ή του σαλού του Θεού ποινή σάρκα καμένη,
δροσιάς κουφάρι, των θαυμάτων του πνοή.
Τώρα που είσαι ένα με την κοσμική πνοή
εκείνο το «κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
πώς ξεκλειδώνεται; Υπόθεση καμένη
από χέρι. Ποιος να διαβάσει τον καπνό
απ’ τα δαφνόφυλλα, ν’ αδράξει ένα σημάδι
απ’ τις τεφρές ακτές; Όλα δύουν στο μαύρο,
κάθε γραμμή, ματιού λαβή. Ναι, το ίδιο μαύρο
με τη φωνή σου που ως την ύστατη πνοή
πάλεψες μάταια να ξηλώσεις, σα σημάδι
κρυμμένο, ριζικό με χάχανα που οι μάγοι
στα σπλάχνα φύτεψαν του κόσμου, όλο καπνό
να μην αλυσοδένεται. Σε γη καμένη
βαδίζει ο άνθρωπος – ναι, ολότελα καμένη –
κι ο ποετάστρος ένα ψωραλέο μαύρο
σκυλί που ψάχνει μες στην τέφρα, στον καπνό
σκαλίζοντας, μυρίζοντας για μια πνοή
ζωής, ένα άνθος – άστρο που ατενίσαν μάγοι
διαθήκη απαντοχής, αλάθητο σημάδι.
Μα, αλίμονο, της προκοπής τι σόι σημάδι
κανείς ν’ αντλήσει από μήτρα χαροκαμένη,
από έναν κόσμο κίβδηλο; Ποιοι πόθοι μάγοι,
χίμαιρες, άτες ποιες αινίττονται στο μαύρο
μια ανάπαυλα, σε μέλλον νήνεμο πνοή,
μια βάτο άκαυστη παρ’ όλο τον καπνό;
Κι όμως, μες σ’ όλη τη σβουνιά και τον καπνό,
εσύ ανοξείδωτος, κι ας σ’ έβαλαν σημάδι,
υψώθηκες στερνή φορά, την πικρή πνοή
του κόσμου βδέλλα να ρουφήξεις, Νέα Καμένη
για ν’ ανατείλει ωραιωμένος απ’ τον μαύρο
κρατήρα του κορμιού σου. Τώρα ξέρω, οι μάγοι
από το τίποτα – καπνό κι ύλη καμένη –
σημάδι αφήνουν ανεπούλωτο στο μαύρο
πνοή να μπάζει, ανέλεο φως: Τέτοιοι οι μάγοι!
Νέο Πλανόδιον, ανάρτηση 3.3.2024
*
*
*
*
