Ὀξύ

*

ΟΞΥ

Στήν Τζακάρτα
ἀνάμεσα στούς ἐμπόρους
λουλουδιῶν καί ἀναψυκτικῶν,
εἶδα ἕνα παιδί
μ’ ἕνα φρικιαστικό στόμα,
νά ζητιανεύει,
καί κατάλαβα πώς ἡ πληγή εἶχε προκληθεῖ
γιά νά παραμείνει μ’ ἕναν τρόπο ζωντανό.
Αὐτό πού τοῦ ἔδωσα
δέν θά μποροῦσε οὔτε σκύλο νά κρατήσει ζωντανό.
Αὐτό πού μοῦ ἔδωσε
ἀπό τό μαῦρο νόμισμα
τοῦ ἱδρωμένου του προσώπου
ἦταν μιά πανούργα ματιά.
Τήν κουβαλάω
σάν σταγόνα ἀπό ὀξύ
γιά νά θυμᾶμαι πῶς,
μιά στά τόσα,
μπορεῖς νά συρθεῖς ἔξω ἀπό τή δική σου ζωή
καί νά γίνεις κάποιος ἄλλος –
ἐκπυρσοκρότηση
ἐκείνου τοῦ συρμάτινου πλέγματος
πού ἀποκαλοῦμε φαντασία.
Ὑποθέτω δέν θά τό ξαναδῶ ποτέ.
Ἀλλά τί θά γίνει μ’ αὐτό τό ράκος,
τούτη τή σκιά
ἀποριγμένη σάν σῶμα ἀγοριοῦ
στούς τοίχους
τοῦ νοῦ μου, αἱμορραγώντας
τήν πικρόχολη γεύση του –
ὕβρη καί ὀργή,
τούς μεγάλους ὑποκινητές;

ΜΑΙΡΗ ΟΛΙΒΕΡ

New and Selected Poems, Vol. 1, Beacon Press, 1992

~.~

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

*

*

*