*
του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ
Ο Σάμης Γαβριηλίδης, ιδρυτής και στυλοβάτης του σημαντικού εκδοτικού οίκου που επί τρεις δεκαετίες έφερε το όνομά του, πέθανε σαν σήμερα στις 12.2.2020. Η ανέκδοτη ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε πέρυσι σε εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του (Κήπος του Μουσείου, 13.2.23).
~.~
Στη σεπτή σκιά του Σάμη
Κυρίες και κύριοι,
φίλες και φίλοι,
Μοιάζει σχεδόν απίστευτο, μα συμπληρώθηκαν κιόλας τρία χρόνια από την εκδημία του πολυφίλητου Σάμη Γαβριηλίδη, τη μνήμη του οποίου τιμάμε απόψε.
«Τρία, πέντε, δέκα χρόνια μετά», συνηθίζουμε να γράφουμε και να λέμε, δηλώνοντας με μια μόλις φράση, σαν μονοκοντυλιά, την απόσταση που μας χωρίζει από ένα γεγονός που, άλλοτε για τις ανάγκες της ώρας και άλλοτε για λόγους ουσιαστικότερους, εκλαμβάνουμε ως σημείο αναφοράς.
Καλύπτοντας κάτω ή πίσω από έναν ουδέτερο αριθμό τρομακτικές αλλαγές και σπαρακτικά συμβάντα, γεγονότα που χωρίζουν τις ζωές των ανθρώπων σε «πριν» και σε «μετά», η καθημερινή γλώσσα στρογγυλεύει με σκανδαλιστική ευκολία το πέρασμα του χρόνου και ό,τι αυτό συνεπάγεται: όλα εκείνα που μας δωρίζει μα προπαντός όλα όσα, ιδίως από ένα σημείο κι έπειτα, συχνότερα μάς στερεί, πότε λίγο λίγο και πότε αρπάζοντάς τα βίαια και ακαριαία.
Όμως η γλώσσα ετούτη, που καταγράφει, στενογραφικά έστω, τον χρόνο που παρέρχεται, δεν αποτυπώνει (αν δεν προδίδει κιόλας) το χάραγμα του πόνου, το βαθύ σχίσμα στα σωθικά – το μέγεθος της απώλειας και το βάρος της απουσίας.
Γι’ αυτό, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς έχουμε χάσει και πόσο ακρωτηριασμένοι πορευόμαστε κάθε φορά που ο θάνατος παίρνει κάποιον δικό μας, καταφεύγουμε είτε στη σεπτή σιωπή που είναι όλη ζωντανή αλλά αμετάδοτη μνήμη είτε σε μιαν άλλη γλώσσα που όμως έχει ωριμάσει στη σιωπή και συγγενεύει στενά μαζί της.
Μιλά τότε η γλώσσα εκείνη τα λόγια της ανάμνησης. Κάποτε, εκούσα άκουσα, φέρνει τα λόγια της στην πολυθόρυβη αγορά· ηχούν τότε παράταιρα, σαν ψίθυρος μόλις ακουστός, σαν μονόλογος που εκφωνείται απόμερα ή σαν προσευχή υπέρ ζώντων και τεθνεώτων.
Σαν χθες λοιπόν, στις 12 Φεβρουαρίου του 2020, μια τεφρή Τετάρτη, βρήκε τον καθένα μας το θλιβερό άγγελμα του θανάτου. Του θανάτου του Σάμη Γαβριηλίδη. Και λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Φεβρουαρίου, ημέρα Σάββατο, κινήσαμε όλοι για το θλιβερό καθήκον του ύστατου αποχαιρετισμού.
ΕXODUS
Σάββατο 15.2.2020
Ο ουρανός αποβραδίς σκοτεινιασμένος
και το πρωί βροχή ποτιστική
κι αργά τραβάμε όλοι κατά κει
όπου μας καρτερείς κεκοιμημένος.
Τα πρόσωπά μας αυστηρά και βουβαμένα,
κόκκινα μάτια οι φίλοι κι οι δικοί
και μέσα στης σιωπής τη φυλακή
κρατά καθένας κάτι από σένα.
Κάτι αμετάδοτο κι ολότελα δικό του,
κάποιο χαμόγελο, ένα νεύμα, μια στιγμή
και μες στου χρόνου ετούτη τη ρωγμή
κηδεύει ο καθένας τον νεκρό του.
Από το βιβλίο Καντίς για τον Σάμη Γαβριηλίδη, Παρισιάνου, 2022
«Κηδεύει ο καθένας τον νεκρό του». Ο θάνατος είναι πάντα πληθυντικός. Ακόμη και ο θάνατος του ενός μεταφράζεται αμέσως στη διηνεκή απουσία του απ’ τις ζωές των άλλων, των περιλειπομένων, αυτών που μένουν πίσω από εκείνον που προπορεύτηκε για να θυμούνται, να πενθούν και να τιμούν, πάντα κατά το κράτος και το μέτρο της αγάπης τους.
Το τι στάθηκε σε επίπεδο βαθιά προσωπικό για όλους εμάς ο Σάμης Γαβριηλίδης, ας το αναλογιστεί κι ας το μετρήσει ο καθένας μόνος του. Ας το μετρήσουμε και συνάμα ας μετρηθούμε μαζί του. Ας ψάξουμε τα καθέκαστα της ζωής μας κατά τη διασταύρωσή της με τη δική του, ας καλέσουμε την επίκουρο μνήμη, ας αναβιώσουμε τις στιγμές, πολλές ή λίγες, που μοιραστήκαμε μ’ εκείνον, κι ας φυλάξουμε, αν μπορούμε, αυτό που υπήρξε για εμάς ως κειμήλιο ιερό. Κατόπιν, ας το επιστρέψουμε ευλαβικά στη σιωπή ή, αν είναι δυνατόν, ας το εμπιστευτούμε στις άλλες λέξεις, τις μύχιες, τις χαμηλόφωνες μα ασυνήθιστα ισχυρές, εκείνες που αναδύονται σπάνια, στις πιο μυστικές μας ώρες, όταν διαλεγόμαστε με τον εαυτό μας και τους αγαπημένους μας νεκρούς. Ας τιμήσουμε λοιπόν τα άρρητα με τη σιωπή ή με τον έγκοπο λόγο που τους πρέπει.
Όμως μια και η περίσταση το καλεί, κι αφού συμφωνήσαμε ν’ αφήσουμε προσώρας κατά μέρος τα ιδιωτικά, ας θίξουμε και κάποια από τα δημόσια που δημοσίως πρέπει να λέγονται.
Από την πληθωρική λοιπόν παρουσία του Σάμη Γαβριηλίδη, του παθιασμένου τυπογράφου, του αφοσιωμένου εκδότη, του ακαταπόνητου αναγνώστη, του διακριτικού μέντορα ακόμη, παρουσία που σφράγισε με τρόπο ήπιο αλλά ουσιαστικό το εκδοτικό τοπίο της χώρας για τέσσερις δεκαετίες, θα ήθελα να σταθώ σε κάτι που πέρα από τις τροπές του θυμικού, τις απαιτήσεις του πένθους ή ακόμη και τις προσωπικές αρέσκειες και απαρέσκειες, είναι, νομίζω, αντικειμενικά ορατό – μακάρι κάποτε και πανθομολογούμενο.
Ο Σάμης Γαβριηλίδης ως εκδότης, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο μικρό ή μεγάλο εκδοτικό οίκο στην Ελλάδα, υπηρέτησε άκρως συνειδητά και με αμετάθετη αποφασιστικότητα μια βαλλόμενη πανταχόθεν και εν πολλοίς ξεχασμένη σήμερα αξία: αυτήν της ισηγορίας.
Πίστευε ακράδαντα στην ισότητα των λόγων και μεγάλο μέρος της εκδοτικής του δραστηριότητας είχε ως γνώμονα τη διαφύλαξη αυτού ακριβώς του δικαιώματος. Ενός δικαιώματος που έκρινε όχι μόνο ότι μπορούσε αλλά και ότι από τη θέση του όφειλε να προασπιστεί και ενεργά να υπηρετήσει. Τον διέκρινε, με άλλα λόγια, η ευγενής φιλοδοξία να δίνει βήμα σε όσους είχαν ή πάσχιζαν ν’ αποκτήσουν φωνή, σπάζοντας με αυτόν τον τρόπο και στον βαθμό των δυνάμεών του αποκλεισμούς και αποσιωπήσεις. Ο Σάμης έβαζε πλάτη και παράλληλα πήγαινε κόντρα, αναζητούσε διεξόδους και άνοιγε δρόμους σε μια εποχή που τα περάσματα, όπως λέει ο σπουδαίος στίχος του Κώστα Λαχά, στενεύουν.
Κι αυτό γιατί διαπνεόταν από ένα βαθύρριζο δημοκρατικό αίσθημα, πράγμα που καταλάβαινε κανείς σχετικά γρήγορα από τη συζήτηση μαζί του, ιδίως όταν αυτή έπαιρνε τον δρόμο της πολιτικής.
Ο Σάμης Γαβριηλίδης απεχθανόταν τους μονολόγους των εξουσιών, μικρών και μεγάλων. Πίστευε απεναντίας στην πολυφωνία και στον διάλογο, στον καθημερινό, ζωντανό διάλογο των προσώπων –και γι’ αυτό αγαπούσε να φέρνει ανθρώπους κοντά– αλλά και στον μεγάλο και εξακολουθητικό, σιωπηλό μα εξίσου ζωντανό διάλογο των βιβλίων – και γι’ αυτό αγαπούσε να τα εκδίδει.
Δεν μπορούσες παρά να του «συγχωρέσεις» σε ορισμένα ζητήματα ακόμη και μια κάποια πολιτική αφέλεια, γιατί καταλάβαινες ότι κι εκείνη ήταν απόρροια και έκφανση, αναγκαίο παρακολούθημα σχεδόν, μιας τρυφερότητας κρυμμένης αλλά υπαρκτής και έντονης, καθώς και μιας ανάγκης για πίστη στον άνθρωπο και σε ό,τι καλύτερο κρύβει εντός του. Μιας πίστης στον άνθρωπο και στη συνέχεια παρά το βαθύ και πολύ σκοτάδι της εποχής μας, που δεν το αγνοούσε αλλά επέλεγε να το κοιτά υπό το πρίσμα του φωτός που του χάριζε αυτή ακριβώς η πίστη.
Διότι ένας άνθρωπος που τυπώνει βιβλία όπως εκείνος τα τύπωνε δεν μπορεί παρά να πιστεύει στη συνέχεια, πέρα από μεταφυσικές παραμυθίες και φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δοξασίες. Και συνέχιζε να πιστεύει στη συνέχεια, δηλαδή στο μέλλον, συνέχισε να πιστεύει στη ζωή, στη ζωή των άλλων, ακόμα και όταν έβλεπε τη δική του να οδεύει προς το τέλος της, δείχνοντάς μας συν τοις άλλοις το πώς μπορεί να σταθεί ο άνθρωπος την αδιανόητα σκληρή ώρα του ατομικού του θανάτου, όταν διακρίνεται από σπάνιο σθένος και πραγματική μεγαλοψυχία.
Η μορφή του πάντα θα λείπει. Μας μένει, παρακαταθήκη και υποθήκη μαζί, το παράδειγμά του.
~.~
*

