Γυναίκειας άρπας ιστορήσεις, περασμένες

Η Μαχσατί και ο Αμίρ Άχμαντ συναντιούνται για πρώτη φορά (British Library Or.8755, f. 29v)

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Παρασυρμένος από ένα πέρσικο χειρόγραφο του 1462, που πρόσφατα παρουσίασε ψηφιοποιημένες μινιατούρες του η Βρετανική Βιβλιοθήκη (εδώ), άρχισα να διαβάζω για την ερωτική ιστορία που το ανώνυμο αυτό μυθιστόρημα αφηγείται ανάμεσα στην Ιρανή ποιήτρια και μουσικό Μαχαστί και τον Αμίρ Άχμαντ ιμπν Χατίμπ, τον γιο του ιεροκήρυκα καταπώς δηλοί και το πατρώνυμό του. Άλλη μια περσική ερωτική μυθιστορία, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στα ρουμπαγιάτ που αντάλλαζαν μεταξύ τους οι ερωτευμένοι και στην ελευθεριότητα που επεδείκνυε στη ζωή και στις συναναστροφές της η ποιήτρια-μουσικός Μαχαστί, εκεί γύρω στον 11ο με 12ο αιώνα. Εργαζόμενη σε μια ταβέρνα, πίνει κρασί, απαγγέλλει ποίηση (έχοντας εξαιρετική ικανότητα στον αυτοσχεδιασμό και την άμεση δημιουργία ρουμπαγιάτ), ερωτοτροπεί κι ερωτεύεται και παίζει μουσική με την άρπα της.

Παρ’ όλα αυτά, η προσοχή μου σύντομα στράφηκε στη μινιατούρα που ιστορεί την Μαχσατί να κρούει τις χορδές της άρπας της. Κι αυτό γιατί αμέσως ανακάλεσα μιαν άλλη παμπάλαιη ανιστόρηση, σε ψηφιδωτό αυτή τη φορά, ξενιτεμένο και τούτο σε έναν άλλο ευρωπαϊκό τόπο, το Μουσείο του Λούβρου, αποσπασμένο απ’ το σασανιδικό παλάτι της Μπισαπούρ στο Ιράν, την πόλη του Σαπώρ. Του Σαπώρη, του μεγάλου και τρομερού εχθρού των Ρωμαίων και δεύτερου σασανίδη βασιλέως των βασιλευόντων τον τρίτο αιώνα˙ ταπείνωσε ήδη τρεις Ρωμαίους αυτοκράτορες, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον τελευταίο, τον Βαλεριανό, σαν υποπόδιο για να καβαλικέψει το φαρί του, σύμφωνα με τα όσα η ίδια η βασιλική του προπαγάνδα μεγαλόπρεπα κι επιδεικτικά κομπάζει στα ανάγλυφα της Μπισαπούρ. (Στην τελευταία δεκαετία της βασιλείας του βέβαια, η κυριαρχία του στην Ανατολή και στη Συρία ειδικότερα αμφισβητήθηκε επιτυχώς πολεμικά από τον Οδέναθο, τον άρχοντα και θεμελιωτή της αναδυόμενης Παλμύρας, αλλά δε θα ξεστρατίσω τώρα προς τα κει).

*

*

Το περίφημο λοιπόν ψηφιδωτό του παλατιού του Σαπώρη παρουσιάζει μια καθιστή, σχεδόν ολόγυμνη (να πεις ημίγυμνη θα είναι τυπικός κι άχαρος ακαδημαϊκός φιλολογισμός) με τα μαύρα της χυτά μαλλιά να κρούει μιαν άρπα τεράστια. Σήμερα οι αρχαιολόγοι κι οι ιστορικοί μας λεν πως το σωζόμενο ψηφιδωτό δεν ήταν παρά ένα από τα πολλά που περιέτρεχαν τους τοίχους του παλατιού με παρόμοιες απεικονίσεις γυναικών μουσικών, χορευτριών, αυλικών στεφανωμένων με άνθινα στεφάνια κλπ.

Θυμήθηκα ξανά αυτό το ψηφιδωτό το σασανιδικό, το προ-ισλαμικό, με τη γυμνή αρπίστρια, και περιπλέχτηκε η θύμησή του με τη μινιατούρα της ‘ελευθεριάζουσας’ αρπίστριας-ποιήτριας Μαχαστί, απ’ το χειρόγραφο το ιρανικό, ενός κόσμου ισλαμικού, που θέλει τον γιο ενός ιεροκήρυκα της χούτμπα της Παρασκευιάτικης προσευχής να ερωτεύεται τρελά κι ανυπόφορα την Μαχαστί. Κι η ερώτηση στριφογυρνάει στον νου: πώς στο καλό συνεχίζεται ανάλλαγη τούτη η παράδοση, η γυναίκεια μουσική της άρπας, δώδεκα αιώνες κατόπι, μέσα από τις εικόνες και τις γραφές τις περσικές; Θαυμάζει κανείς και συνάμα απορεί με τους τρόπους που εγκολπώνεται η ιρανική ψυχή το ελαμιτικό, μεσοποταμιακό, αχαιμενιδικό, σασανιδικό, εκάστοτε προ-ισλαμικό, παρελθόν της μες στο μετα-ισλαμικό ιρανικό σύμπαν της, κατορθώνοντας μιαν ανάκραση θαυμαστή, ιδίως όπως εδώ με τις χορδές ενός οργάνου, που ας σημειωθεί εξέλιπε ήδη απ’ τα σαφαβιδικά χρόνια, το αργότερο στις αρχές του 17ου αιώνα; Υπάρχουν όμως κι ενδιάμεσες συνέχειες, συνδετικές αυτού του θέματος, του παρμένου απ’ το σασανιδικό πολιτιστικό κοσμοείδωλο.

Η θύμηση των σασανιδικών ψηφιδωτών και των ανάγλυφων της Μπισαπούρ ανέσυρε μαζί της και τ’ άλλα περίφημα ανάγλυφα του Τακ-ε μποστάν, έξω απ’ το Κερμανσάχ, του 4ου αιώνα. Και για την ακρίβεια το παράδοξο (ίσως για μας) της σύνδεσης ενός αρχαίου ιρανικού μοτίβου, αυτού του κυνηγιού, με τη μουσική, και δη αυτή της κρούσης της άρπας. Κι εξηγούμαι. Στον έναν πλαϊνό τοίχο του μεγάλου ιβάν-αψίδας, παριστάνεται ανάγλυφο το βασιλικό κυνήγι του κάπρου. Κι εκεί ανάμεσα στον μέγα σάχη που κυνηγά τα θηράματά του, τους στρατιώτες του και τους ελέφαντες που συνδράμουν το κυνήγι του, εκεί λοπόν μες στα βαλτοτόπια όπου ο βασιλέας των βασιλέων ορθός, πανύψηλος ίδιος θεός κι αγέρωχος τεντώνει το τόξο του, έχει για συνοδειά του σε δυο βάρκες μέσα χορούς ολόκληρους από γυναίκες αρπίστριες.

*

 

*
Φαίνεται πως ένα κομμάτι αυτής της παράδοσης του βασιλικού κυνηγιού, συνοδευμένου απ’ το γυναίκειο άρπισμα, μάλλον συνδέθηκε και διαμορφώθηκε στους θρύλους γύρω απ’ το κυνήγι του μυθοποιημένου βασιλιά Μπαχράμ Γκουρ (Βαχράμ/Βαράμη Ε΄) και ισχυροποιήθηκε στη μνήμη και τη φαντασία του ιρανικού λαού ώστε σύντομα να αρχίσει να το αποτυπώνει σε σφραγίδες και γύψινες διακοσμήσεις, μέχρι να φτάσει ο Φερντόσι να το απαθανατίσει στο Σαχναμέ του κι από κει κι έπειτα να ιστορηθεί σε κεραμικά και χειρόγραφα του 11ου ίσαμε και 14ου αιώνα.

*

*

Σύμφωνα με τον Φερντόσι, ο Μπαχράμ Γκουρ, διαμένοντας στα νιάτα του στη Χίρα, στην αυλή του άραβα Λαχμίδη ηγεμόνα αλ-Μουνδίρ ιμπν αλ-Νου’μάν (τον Αλαμούνδαρο Α΄ των ελληνικών πηγών), αποκτά σκλάβα του τη Ρωμιά κι άφταστη αρπίστρια Αζαντέ. (Αυτή η μνεία των Λαχμιδών Αράβων, υπονοεί και προϋποθέτει τη συμμαχία που έχουν συνάψει οι Σασανίδες κατ’ αντιστοιχίαν προς τη συμμαχία που έχουν συνάψει με τους Γασσανίδες Άραβες οι μόνιμοι αντίπαλοί τους Ρωμαιοβυζαντινοί, ώστε αμφότεροι οι υπόσπονδοι Άραβες να συγκρατούν τις επιδρομές των αραβικών φυλών εκτός των ορίων/limes των αυτοκρατοριών των αντιμαχομένων).

*

*

Κάθε που έβγαινε για κυνήγι ο Μπαχράμ έπαιρνε πάνω στην καμήλα του την Αζαντέ που έκρουε τη λύρα της. Σ’ ένα τέτοιο κυνήγι μια φορά, όταν αντίκρισαν δυο γαζέλες, η Αζαντέ προκάλεσε την αξιοσύνη του Μπαχράμ. Μα σαν ο Μπαχράμ κατάφερε να επιτελέσει δεξιοτεχνικά την πρόκληση του κυνηγιού όπως του το είχε ζητήσει η Αζαντέ, εκείνη έβαλε κλάματα σπαραχτικά μπρος στα νεκρά κορμιά των γαζελών και του ’πε πως δεν είναι άνθρωπος παρά δαίμονας για να προκαλεί τόσο κακό. Αμέσως τότε ο Μπαχράμ την γκρέμισε πάνω από τη ράχη της καμήλας μαζί με την άρπα της και το ζώο την ποδοπάτησε, αφήνοντάς τη νεκρή, άπνοη. Αυτός ο θρύλος πέρασε σ’ άλλες κατοπινές διηγήσεις, με την κατάληξη αλλαγμένη προς ένα αισιότερο τέλος. Όπως άλλωστε κι ο ποθοπλάνταχτος μουσικο-ποιητικός, μες στο μεθύσι του κρασιού βουτηγμένος, έρως της αρπίστριας Μαχαστί με τον γιο του ιεροκήρυκα της Παρασκευής Αμίρ Άχμαντ, κατέληξε σ’ ένα ευσεβή γάμο και τη δημιουργία μιας θεοσεβούς οικογένειας.

*

*

Η άρπα (τσανγκ στα φαρσί), μαρτυρημένη ήδη απ’ τα χρόνια των Σουμερίων στη Μέση Ανατολή κι απ’ το 4000 π.Χ. στο Ιράν, εξαφανίστηκε στα χρόνια των Σαφαβιδών από το Ιράν κι η λέξη που τη δήλωνε απέμεινε σε μεταγενέστερα γραφτά να σημαίνει μονάχα έναν μουσικό όρο κι όχι το συγκεκριμένο όργανο, την ίδια στιγμή που η παρουσία της στην Ευρώπη εδραιωνόταν. Πρόσφατα Ιρανοί κατασκευαστές μουσικών οργάνων και μουσικοί, αποπειράθηκαν την ανακατασκευή της με βάση τις τόσες απεικονίσεις της.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

*

*

*