
*
Εκεί, πλάι στα καράβια τους, οι ένδοξοι Αχαιοί
κατέρρεαν ένας-ένας τη βαθιά αιχμαλωσία του ύπνου.
Μόνον ο Ατρείδης ξέφευγε τα μάγια των ονείρων,
άγρυπνος στο αδυσώπητο πεδίο των λογισμών του.
Και κάθε που αναστέναζε, στα βάθη της καρδιάς του
άστραφτε λες ο άρχοντας μιας Ήρας εκτυφλωτικής,
έριχνε αλύπητο νερό, χαλάζι, χιόνι,
και σκέπαζε τη μάνα γη κι άνοιγε του πολέμου
τα τρομερά σαγόνια πεινασμένα.
Στέναζε ο ηγέτης και γινόταν μέσα του χαλασμός.
Κοιτούσε κατά τη μεριά των Τρώων· ένας στρατός
ολόκληρος από φωτιές προάσπιζε το Ίλιο
και πίσω άνθρωποι, φωνές, τραγούδια, μουσικές.
Γύριζε αργά το βλέμμα στην κατάντια
των Αχαιών και ξέσπαζε την πίκρα στα μαλλιά του. (περισσότερα…)