Η Λίτσα και το Ομορφοβούνι

*

Η ΛΙΤΣΑ

Η Λίτσα που επέμενε ποίημα γι’ αυτήν να γράψω.
Μα τί να γράψω αν αυτή δεν είν’ ερωτευμένη
μ’ εμένα, κ’ η ψυχή μου, εδώ, δεν είναι διψασμένη
για τη μορφή της; Να μπορώ το βλέμμα ν’ αναπάψω
πάνω της και τα χέρια της φιλώντας τα να κλάψω.

~.~

ΟΜΟΡΦΟΒΟΥΝΙ

Τη Λίμνη του Πλαστήρα παρακάμπτοντας
βρέθηκα ν’ ανεβαίνω τις στροφές
προς το Ομορφοβούνι.
Γέρος με σταματά, πού ’χε στον ώμο του
γκλίτσα και από κείνη κρεμασμένο
σακούλι πορφυρό και ολοκέντητο.
«Μη παίρν’ς κι μένα ουρέ παλ’κάρ;».
«Αμέ! Πού να σε πάω;»
«Ιδώ στ’ Ομορφοβούνι, στου χουριό μου».
Μπαίνει και με ρωτάει πώς με λένε. Του το λέω.
Κ’ ύστερα σκύβει προς το μέρος μου σα να ’θελε
να μην ακούσουν άλλοι, (ενώ είμασταν
μόνοι μέσα στο Punto).
Σκύβει για να μου πει ψιθυριστά
και κάπως συνωμοτικά, χαμογελώντας:
«Ιγώ που λες Γιαννάκη μ’ του χουριό μ’
του λέου κι Ομορφομούνι»
Κι ευθύς, τάχα μου έκπληκτος
αμέσως του απαντάω:
«Μα εγώ
πάντοτε νόμιζα το λεν Ομορφομούνι».
«Έτσι θα έπρεπε, αλλά… Έχουν μυαλό; Δεν έχουν».
Μου ’πε ο γεροάγγελος, τάχα μου θυμωμένος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

 

~.~

*