Ξενοζηλία καί ὑποτέλεια: Σκέψεις γιά τό παρόν καί τό μέλλον τῆς ἑλληνικῆς

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Σέ μιά πρώτη ματιά, ἡ σημερινή μας συνάντηση φαντάζει πράγμα ἀταίριαστο. Ἡ κρίση πού διέρχεται ἡ χώρα εἶναι ὁλοκληρωτική. Τίποτε δέν μαρτυρεῖ ὅτι θά ξεπεραστεῖ σύντομα. Τί θέλουν λοιπόν οἱ συζητήσεις γιά τά ἑλληνικά καί τήν ὀρθογραφία τους αὐτή τή στιγμή πού ἄλλα, στοιχειωδέστερα, διακυβεύονται;

Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ συζήτησή μας μοιάζει, εἰδικά αὐτή τή στιγμή, ὡς ἀπολύτως προσήκουσα – θά ἔλεγε κανείς ἀναγκαία. Στό μέτρο πού τούς ἀναλογεῖ, οἱ περιπέτειες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελοῦν κι αὐτές μέρος τῆς γενικῆς κακοδαιμονίας μας, συνιστοῦν μιά ὄψη, μιά πλευρά τῆς πολυεδρικῆς μας κρίσης. Δίπλα στήν οἰκονομική καί τήν κοινωνική, δίπλα στή θεσμική καί τήν ἠθική, ὑπάρχει δηλαδή καί ἡ γλωσσική κρίση, καί αὐτή δέν εἶναι διόλου ἀμελητέα.

Μιλῶ γιά γλωσσική κρίση, προσοχή, ὄχι γιά γλωσσικό ζήτημα ἤ γλωσσικό πρόβλημα. Οἱ ὅροι αὐτοί, οἱ ἐπιβεβαρημένοι ἀπό τό παρελθόν, εἶναι παντελῶς ἀκατάλληλοι γιά νά περιγράψουν τή σημερινή μας κατάσταση. Συντελοῦν στή συσκότιση, ὄχι στόν φωτισμό της. Ὅταν φέρ’ εἰπεῖν κάνουμε λόγο γιά τίς τύχες τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας σήμερα, ειδικότερα τοῦ ἱστορικοῦ τονισμοῦ, καί ἐπιχειρηματολογοῦμε ὡσάν νά ἐπρόκειτο γιά συνέχεια τῆς διαμάχης μεταξύ καθαρολόγων καί δημοτικιστῶν, χάνουμε ἐντελῶς ἀπό τό ὀπτικό μας πεδίο τήν εἰδοποιό διαφορά τῆς σημερινῆς κρίσης ἀπό τά προβλήματα πού μᾶς ταλάνισαν κατά τό παρελθόν. Ὡστόσο, εἶναι σαφές. Ἡ δισχιλιετής ἔριδα ἀττικιστῶν καί ὀπαδῶν τῆς δημώδους ἔχει ὁριστικά λήξει. Ὅσοι τή διατηροῦν στή ζωή, ἀναρριπίζοντας σκουριασμένα ἐπιχειρήματα ἤ ἐφευρίσκοντας φανταστικούς ἀντιπάλους, λ.χ. τήν τάση τοῦ λεγόμενου «νεοκαθαρευουσιανισμοῦ», τό κάνουν συνήθως ἀπό κεκτημένη ταχύτητα – ἤ καί ὑπολογισμένη ἰδιοτέλεια. Βλέπετε, τό ἀντικείμενο τοῦ παλαιοῦ διαξιφισμοῦ ἐξέλιπε, μερικοί ὅμως ἀπό τούς πάλαι ποτέ ξιφομάχους μακροημερεύουν καί ἐξακολουθοῦν νά διεκδικοῦν τήν προσοχή τῆς δημοσιότητας.

Ἐπιπλέον, στό διχαστικό αὐτό σχῆμα πού κληρονομήσαμε ἔχει προστεθεῖ τελευταῖα καί ἕνα ἄλλο, εἰσαγόμενο καί ἐξίσου ἄσχετο, τό δίπολο ἐθνικιστῶν καί ἀντεθνικιστῶν. Κατά τή γνώμη τῶν πιό μονολιθικῶν ἀπ’ αὐτούς τούς δεύτερους, ὅποιος σήμερα διατυπώνει ἀνησυχία γιά τό μέλλον τῆς ἑλληνικῆς, εἶναι φανερός ἤ κρυφός θιασώτης τοῦ ἐθνικισμοῦ. Καί ἐνῷ οἱ ἴδιοι κόπτονται, καί ὀρθά, γιά τήν ἐξαφάνιση τῶν μειονοτικῶν γλωσσῶν καί ἰδιωμάτων, τούς κινδύνους πού ἀφοροῦν τίς ἐθνικές γλῶσσες τούς ἀποσιωποῦν. Τήν ἴδια στιγμή ἀντιμετωπίζουν τήν ἐπέλαση τῆς ἀγγλικῆς στήν καλύτερη περίπτωση μέ συγκαταβατική ἀπάθεια, ἄν ὄχι μέ διεθνιστική χαιρεκακία. Ὅσο γιά τούς πρώτους, τούς «ἐθνικόφρονες», γραφικοί καί ἀσόβαροι ὅπως εἶναι στήν πλειονότητά τους, μόνο στό νά κρατοῦν ζωντανή τήν κινδυνολογία καί τόν φανατισμό τῶν σταυροφόρων τοῦ ἀντεθνικισμοῦ χρησιμεύουν.

Δυστυχῶς, στό θέμα μας, ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι καί ἡ εἰσφορά τῆς γλωσσολογίας δέν μπορεῖ νά εἶναι σπουδαία. Οἱ ἐπαγγελματίες γλωσσολόγοι σήμερα στήν πλειοψηφία τους εἶναι θετικιστές. Βλέπουν τή γλώσσα ἀποκομμένα, ὡς ἐργαστηριακό ἔκθεμα, καί ἀγνοοῦν, ἀπό ἀδυναμία ἤ καί μέ κάποια κρυφή ὑπερηφάνεια, τίς συλλογικές λειτουργίες της. Ὅμως ἡ γλώσσα εἶναι πρωτίστως μέγεθος κοινωνικό, εἶναι ἕνα πεδίο ὅπου ἀντανακλῶνται καί συμπυκνώνονται συγκρούσεις ἀπείρως σημαντικότερες ἀπό τήν ἴδια. Καί εἶναι ἀδύνατο νά τή συλλάβεις, ἄν δέν περιλάβεις στήν εἰκόνα καί τούς ἔξωθεν παράγοντες πού τήν ἐπικαθορίζουν. Πλάτυνση, ὄχι στένωση τοῦ βλέμματος, ἀπαιτεῖται.  Κατά μία ἔννοια, οἱ γλωσσολόγοι τῆς ἐποχῆς μας  –καί αὐτό δέν ἰσχύει μόνο στήν Ἑλλαδα– μοιάζουν μ’ ἐκεῖνον τόν καθηγητή τῆς φυσικῆς πού, ὅταν βρέθηκε ἐμπρός σ’ ἕναν πίνακα τοῦ Μονέ, ἔπιασε νά μετράει τά χρώματα μέ τό φασματοσκόπιο. Στόν ζωντανό ὀργανισμό βλέπουν μόνο τό πτῶμα πού θά ἀνατάμουν.

Ἀλλά καί ὅσοι ἀπ’ αὐτούς θέλουν νά λέγονται πολιτικά ὑποψιασμένοι, μᾶλλον κοινοτοπίες τοῦ συρμοῦ ἀναπαράγουν. Ὡς ἐπί τό πολύ, βλέπουν τά πράγματα ὑπό τό πρῖσμα τοῦ τρέχοντος ἄκρατου φιλελευθερισμοῦ. Καί αὐτοί ἀφαιροῦν ἀπό τή γλώσσα τή συλλογική της διάσταση καί τείνουν νά τήν ἀντιμετωπίζουν ἀποκλειστικά ὡς πεδίο ἐκδίπλωσης τοῦ ἐαυτοῦ, ὡς μέσο αὐτοπραγμάτωσης ἤ ἐπίρρωσης τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν. Μαθημένοι νά βλέπουν στούς κανόνες τό ὄργανο τῆς καταπίεσης καί μόνο, εὔκολα ὑποκύπτουν στίς σειρῆνες ἐνός λόγου τόσο ἐλευθεριάζοντος πού συνορεύει μέ τή δημαγωγία. Φτάνουν ἔτσι νά ἀμφισβητοῦν τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὀρθογραφίας, τῆς καλλιέπειας, τῆς γλωσσικῆς καλλιέργειας, τήν ἴδια τή διάκριση μεταξύ ὀρθοῦ καί λάθους. Στά παιδαγωγικά τους συγγράμματα, ὅταν καταπιάνονται καί μέ τέτοια, ἡ γλώσσα ὡς κατορθωμένος λόγος, ὡς συγκροτημένη σκέψη, ὡς ὑψηλή λογοτεχνία ἰδίως, παραμερίζεται καί ὑποκαθίσταται ἀπό τή μετριογραφία τοῦ Τύπου ἤ τά κλισέ τῶν διαφημιστῶν. Στή θέση τῶν προτύπων τῶν ἄξιων πρός μίμηση ἐγκαθιστοῦν τόν κοινό μέσο ὅρο. Γλώσσα γι’ αὐτούς εἶναι πρωτίστως οἱ ἐπιδόσεις τῶν πολλῶν. Δέν θά λάθευα λοιπόν ἄν ἔλεγα ὅτι ρητά ἤ ὑπορρητα, στίς σελίδες τους ἐλλοχεύει ἡ ἀπέχθεια κατά τῆς λογοτεχνίας. Διόλου περίεργο: λογοτεχνία εἶναι πρωτίστως ὁ ρυθμισμένος, ὁ ἀναγκαῖος λόγος, πράγμα ἑπόμενο νά σκανδαλίζει τούς ὀπαδούς τοῦ γλωσσικοῦ laissez-faire.

Μιά ἄλλη μερίδα τῆς γλωσσικῆς ἐπιστήμης, ἀλλά καί τῆς ἐκπαίδευσης καί τῆς διοίκησης παρομοίως, ἔχει διολισθήσει ἀμαχητί στόν πολιτικό καθωσπρεπισμό. Ἀναζητᾷ μετά μανίας, καί φυσικά βρίσκει, γλωσσικά σημεῖα διάκρισης κατά τῶν γυναικῶν, τῶν ὁμοφυλόφιλων, τῶν μαύρων καί τῶν μειονοτικῶν κ.ο.κ., καί μέ ζηλωτικό ἐνθουσιασμό ζητεῖ νά τά ἀποκαθάρει. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι μιά σειρά κακόζηλοι εὐφημισμοί. Ἡ μάχη κατά τοῦ σεξιστικοῦ «ἔμφυλου» λόγου ὁδηγεῖ στήν ἐπιδότηση ἐνός πάμφυλου ἤ ἄφυλου παραδείσου. Σέ σουηδικά νηπιαγωγεῖα ἀκόμη καί οἱ προσωπικές ἀντωνυμίες «αὐτός» καί «αὐτή» ἀποφεύγονται συστηματικά, ὡς ὄζουσες σεξισμοῦ. Τό γνωστό τραγούδι τοῦ Μπόμπ Ντύλαν ἔφτασε νά μεταφράζεται ὡς ἑξῆς σέ σχολεῖο τῆς Ἀγγλίας:

How many roads must a »person» walk down
before you can call him/her an »adult»

Μπορεῖ νά χαμογελάσει κανείς ἐμπρός στόν ἱεροεξεταστικό ζῆλο, ἀλλά θά ἔκανε λάθος. Ἡ ἀναβάπτιση τῶν πραγμάτων εἶναι γνώρισμα βασικό κάθε ἰδεολογικῆς ἡγεμονίας, κάθε ἐξουσιαστικῆς ἐπιβολῆς ἐντέλει. Ὅποιος ἐλέγχει τίς λέξεις, ἐλέγχει τά πράγματα.

* * *

Γνώμη μου εἶναι ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι πολύ σοβαρή ὑπόθεση γιά νά τήν ἐμπιστευθοῦμε στούς γλωσσολόγους καί στούς ἐκπαιδευτικούς. Ἡ γλωσσική σκέψη, ἡ σκέψη περί γλώσσας, εἶναι ζήτημα πολύ εὐρύτερο. Προϋποθέτει παρατηρητές πολιτικά καί ἱστορικά προϊδεασμένους.

Ὁ ἱστορικά προϊδεασμένος παρατηρητής γνωρίζει ὅτι οἱ γλῶσσες δέν μοιράζονται ἀδρανῶς τή γεωγραφική ἐπιφάνεια τοῦ πλανήτη. Ὁμιλοῦνται, φέρονται ἀπό κοινωνικές ὁμάδες, πού μέ τή σειρά τους εἶναι φορεῖς πολιτικῶν καί ἄλλων βλέψεων. Τά γλωσσικά σύνορα εἶναι τόσο ἀεικίνητα καί μεταβλητά ὅσο καί τά πολιτικά σύνορα. Ὅπως τά κράτη ἱδρύονται καί ἐπεκτείνονται, συρρικνώνονται καί ἐξαφανίζονται ἐμπρός στά μάτια μας, κάθε φορά πού γυρίζουμε σελίδα στόν ἱστορικό ἄτλαντα, ἔτσι καί ἡ ἐπικράτεια τῶν γλωσσῶν αὐξομειώνεται διαρκῶς. Κάποτε οἱ μεταβολές εἶναι ἀργές, σχεδόν ἀφανεῖς. Ἄλλοτε εἶναι ραγδαῖες καί σαρωτικές. Ἀπό τήν ἀπαρχή τῆς γραπτῆς παράδοσης τῆς ἀρχαίας αἰγυπτιακῆς ὥς τήν ἐξαφάνιση καί τῶν τελευταίων ὁμιλητῶν τῆς τελικῆς της ἀπόληξης, τῆς κοπτικῆς, μεσολαβοῦν πέντε χιλιετίες. Ὡστόσο, ἄρκεσαν ἐλάχιστοι αἰῶνες γιά νά ἐξαπλωθοῦν οἱ τουρκογενεῖς γλῶσσες ἀπό τίς κεντροασιατικές στέπες στά ἀκρογιάλια τοῦ Αἰγαίου καί τῆς Ἀδριατικῆς. Καί τρία ἤ τέσσερα χρόνια ἦταν ὑπεραρκετά γιά νά μετατραπεῖ μιά ζωντανή εὐρωπαϊκή γλώσσα, ἡ γίντις, σέ γλωσσικό ἀπολίθωμα.

Ἰδωμένες στήν ἱστορική τους προοπτική, ὅλες οἱ γλῶσσες κινδυνεύουν. Τό ἐπιχείρημα ὅτι μιά γλώσσα βρίσκεται σέ ἀσφάλεια ἐπειδή προσώρας συγκρατεῖ τόν ἀριθμό τῶν ὁμιλητῶν της, ἀπό μόνο του δέν λέει τίποτα. Τή δυναμική της, ἄρα καί τόν ἐνδεχόμενο κίνδυνο, τόν προδίδει ἡ σύγκριση, ποσοτική καί ποιοτική, μέ τά λοιπά γλωσσικά περιβάλλοντα πού τήν περιβάλλουν, ἡ ἐκτίμηση τῆς σχέσης της πρός αὐτά καί ἡ προβολή αὐτῆς τῆς ἐκτίμησης στό μέλλον. Εἶναι προφανές δέ ὅτι μιά τέτοια σύγκριση ἀποτελεῖ ἐγχείρημα ἐξαιρετικά πολύπλοκο, ὄχι λιγότερο ἀπό τή διατύπωση κρίσης γιά τή μελλοντική ἐξέλιξη ἐνός κρατικοῦ μορφώματος ἤ μιᾶς κοινωνικῆς τάξης. Καί τοῦτο διότι πρόκειται ἐντέλει γιά σύγκριση καί κρίση πολιτική. Ἡ πολιτική τῆς γλώσσας, γιά νά τό πῶ ἀλλιῶς, εἶναι πρίν καί πάνω ἀπ’ ὅλα πολιτική. Ἤ, ἄν τό προτιμᾶτε, συνέχεια τῆς πολιτικῆς μέ ἄλλα μέσα.

Ἱστορικά, ὅλες οἱ γλῶσσες –τουτέστιν οἱ ἄνθρωποι πού τίς μιλοῦν– βρίσκονται σέ διαρκῆ τριβή μεταξύ τους. Ἡ σχέση τους εἶναι σπανίως ἀμέτοχη συγκρούσεων, μέ σαφῶς περιχαρακωμένα ὅρια μεταξύ τους, τίς περισσότερες φορές βρίσκονται σέ ἄμεσο ἤ ἔμμεσο ἀνταγωνισμό. Ὅπως οἱ ἐθνικές γλῶσσες θέτουν ὑπό πίεση τίς μειονοτικές γλῶσσες καί τίς τοπικές διαλέκτους, κατά τήν προσπάθεια τῶν ἐθνικῶν κρατῶν νά ἑνοποιήσουν πολιτισμικά τήν ἐπικράτειά τους, ἔτσι οἱ ὑπερεθνικές γλῶσσες, οἱ γλῶσσες τῶν πολυεθνικῶν μορφωμάτων καί αὐτοκρατοριῶν, θέτουν στό στόχαστρό τους τίς ἐθνικές γλῶσσες μέ ποικίλους τρόπους: ἀπαξιώνοντάς τες θεσμικά, ἀφαιρώντας τους κρίσιμες ἐκφραστικές λειτουργίες, καθιστώντας τες γλῶσσες «μερικές», φολκλορικές καί ὑποβαθμισμένες. Καί μέ τή σειρά τους, οἱ ὑπερεθνικές γλῶσσες καλοῦνται νά ἀντιμετωπίσουν τίς προκλήσεις τῶν ἐθνικῶν ἤ τοπικῶν καί μειονοτικῶν γλωσσῶν πού διεκδικοῦν τήν ἀναβάθμισή τους, ὡς συνέπεια τῆς βούλησης τῶν λαῶν πού τίς μιλοῦν νά χειραφετηθοῦν.

Κάποτε ὅλα αὐτά συμβαίνουν παράλληλα. Ἡ ἱσπανική γλώσσα, λ.χ., βρίσκεται σήμερα καί στά τρία αὐτά στάδια ταυτοχρόνως. Στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, οἱ μειονοτικοί ὁμιλητές της ἐπιδιώκουν νά τήν ἀναβαθμίσουν ἀσκώντας πίεση στήν ἐπίσημη ἀγγλοφωνία καί βασιζόμενοι στή δημογραφική εὐρωστία τους. Στή Λατινική Ἀμερική, ἡ ἱσπανική ὡς ἐπίσημη γλώσσα τῶν περισσότερων κρατῶν βρίσκεται σέ μόνιμη ἀντιπαράθεση μέ τίς μειονοτικές, προκολομβιανές ἰνδιάνικες γλῶσσες, τήν γκουαρανί λ.χ., τίς ὁποῖες αἰῶνες τώρα συστηματικά περιθωριοποιεῖ καί ἐκτοπίζει. Στήν ἴδια τήν Ἱσπανία, ἡ καστιλλιάνικη, ὡς γλώσσα πάλαι ποτέ αὐτοκρατορική, ἀμφισβητεῖται εὐθέως ἀπό τήν ἄνοδο τῶν περιφερειακῶν αὐτονομιστικῶν κινημάτων καί τήν ἀναβάθμιση τῆς καταλανικῆς, τῆς γαλικιανῆς καί τῆς βασκικῆς.

Στόν διηνεκῆ αὐτόν ἀγώνα μεταξύ τῶν γλωσσῶν πού, ὅπως εἴπαμε, δέν εἶναι παρά ὁ ἀγώνας τῶν πληθυσμῶν πού τίς μιλοῦν, ἀπαντοῦν ὅλα τά τεχνάσματα τῶν κανονικῶν πολέμων. Ἀλλά καί τά ἰδεολογικά τους στρατηγήματα. Οἱ ὑπερεθνικές γλῶσσες λ.χ., προκειμένου νά ἐκτοπίσουν τίς ἐθνικές γλῶσσες, συμμαχοῦν ἀτύπως μέ τίς μειονοτικές γλῶσσες ἤ τίς τοπικές γλῶσσες πού τελοῦν ὑπό τήν πίεση τῶν ἐθνικῶν γλωσσῶν. Στή μεταρατσιστική Νότιο Ἀφρική, λ.χ., ἀλλά καί στή μεταποικιακή Ἰνδία, ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση ἐνός πλήθους τοπικῶν γλωσσῶν ὁδήγησε ντέ φάκτο στήν ἐπικράτηση τῆς γλώσσας τῶν Βρεταννῶν παλαιῶν κυρίων. Στήν Νότιο Ἀφρική, ἡ καθιέρωση ἕντεκα ἐπίσημων γλωσσῶν, ὄχι μόνο δέν ἔθιξε τό κύρος τῆς ἀγγλικῆς, ἀλλά ἀντίθετα τό ἀναβάθμισε: ἐπιβάλλοντάς την ὡς μόνη κοινή γλώσσα ἐν μέσῳ ἑνός πλήθους ἄλλων, τοπικά ἀπομονωμένων. Ἀλλά καί μέ τήν ὑποβάθμιση τῆς ἀφρικάανς, τῆς ἄλλης γλώσσας τῶν ἀποικιοκρατῶν, πού ἔχασε τήν ἰσοτιμία της ἔναντι τῆς ἀγγλικῆς, χωρίς νά ἀναπληρώσει τήν ἀπώλεια μέ ἄλλον τρόπο. Ἡ ὑποχώρησή της ἔναντι τῆς ἀγγλικῆς ἐπιτάθηκε μάλιστα, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς πίεσης τῶν τοπικῶν ἀφρικανικῶν γλωσσῶν. Τά δυό ἱστορικά πανεπιστήμια στά ὁποῖα ἀποτελοῦσε τήν ἀποκλειστική γλώσσα διδασκαλίας καί ἔρευνας, ἀναγκάστηκαν νά ἱδρύσουν καί ἀγγλόφωνα τμήματα ἤ νά παράσχουν προγράμματα σπουδῶν ἀποκλειστικά στήν ἀγγλική, προκειμένου νά ἀντικρούσουν τήν κατηγορία ὅτι ἀποκλείουν κατά ρατσιστικό τρόπο τήν πλειονότητα τῶν μαύρων φοιτητῶν τῆς χώρας. Αὐτή ἡ τελευταία ἐννοεῖται ὅτι δέν κατανοεῖ τά ἀφρικάανς, ἐνῷ βεβαίως ὁμιλεῖ καί γράφει τά ἀγγλικά…

* * *

Ἡ γλωσσική πίεση τοῦ ἑκάστοτε ἰσχυροῦ ἐπί τοῦ ἑκάστοτε ἀνίσχυρου μπορεῖ νά πάρει πολλές μορφές, ἀπό τή συμβιωτική δορυφοροποίηση τῆς ἀσθενοῦς γλώσσας ἕως τήν ἐπιθετική ἀπορρόφησή της, μέ τήν πρώτη μορφή νά ἀποτελεῖ συχνά προβαθμίδα τῆς δεύτερης. Κοινωνικά, ἡ γλωσσική (καί πολιτισμική) ἀφομοίωση περνάει συχνά ἀπό τή σταδιακή ἐνσωμάτωση τῶν τοπικῶν ἀλλόφωνων ἐλίτ. Οἱ Κινέζοι μανδαρίνοι ἀκολουθοῦσαν συγκροτημένη πολιτική ἐπιγαμιῶν, καταγεγραμμένη στά διοικητικά τους κείμενα ἀπό τόν 10ο αἰώνα τουλάχιστον. Ὁ ἐκσινισμός τῶν μειονοτικῶν ἐλίτ σέ συνδυασμό μέ τήν ἀκτινοβολία τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Χάν καί τήν παροχή ἀξιωμάτων καί προνομίων ὁδηγοῦσε πράγματι καί τά κατώτερα κοινωνικά στρώματα στήν σταδιακή ἐγκατάλειψη τῆς γλώσσας τους καί τήν υἱοθέτηση τῆς ἐπίσημης γλώσσας τῆς αὐτοκρατορίας. Παρόμοια τακτική ἤπιας ἀφομοίωσης ἀκολούθησαν τά ἑλληνιστικά κράτη τῶν Διαδόχων ἀλλά καί ὁ νεώτερος ἑλληνισμός ἀπέναντι στούς ἀλλόγλωσσους πληθυσμούς πού ἀπορρόφησε στή διάρκεια τῶν τελευταίων τριῶν αἰώνων, τῶν Βλάχων, τῶν Ἀρβανιτῶν, τῶν σλαβόφωνων. Τό ἑλληνικό ἐκπαιδευτικό σύστημα σέ συνδυασμό μέ τήν ἀκτινοβολία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας λειτούργησαν ὡς μηχανισμός διπλά ἀφομοιωτικός, γλωσσικά καί ἐθνικά, ὥς τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἄλλοτε πάλι, ἡ ἀφομοίωση προχωρεῖ βίαια καί ταχύρρυθμα: τά τοπωνύμια ἀναβαπτίζονται μέ ἐπίσημη διοικητική πράξη, οἱ τοπικές γλῶσσες ἀποκλείονται ἀπό τήν ἐκπαίδευση, στιγματίζονται ἤ καί ἀπαγορεύονται: ἡ περίπτωση τῆς ἰρλανδικῆς, τῆς κουρδικῆς ἀλλά καί πλείστων ὅσων μειονοτικῶν γλωσσῶν ὅπου γῆς.

Ἀναλόγως τώρα τῶν πολιτικῶν συμφραζομένων, ἡ ἐπιβολή τῆς ἰσχυρῆς γλώσσας στίς ἀσθενεῖς λαμβάνει καί τό ἰδεολογικό της ἐπίχρισμα. Ἡ κυρίαρχη ἐθνική γλώσσα προσαρτᾷ τίς μειονοτικές γλῶσσες, ἀλλά καί τίς διαλέκτους της, στό ὄνομα τῆς ἐθνικῆς ἰδέας, τῆς πολιτιστικῆς ὁμογενοποίησης δηλαδή πού ἕπεται ἤ καί προηγεῖται τῆς συγκρότησης τῶν ἑνιαίων ἐθνικῶν κρατῶν. Τά πολυεθνικά μορφώματα, πάλι, ἀσκοῦν τόν γλωσσικό ἐπεκτατισμό τους συνήθως ὑπό τό ἔμβλημα τοῦ ἀνεκτικοῦ κοσμοπολιτισμοῦ. Χωρίς νά λαμβάνουν μέτρα διοικητικά κατά τῶν τοπικῶν γλωσσῶν δηλαδή, ἀλλά ὑποβαθμίζοντας καί δορυφοροποιώντας τες στήν πράξη καί προωθώντας μιά μορφή πολιτιστικῆς σύμμιξης πού ἐνῷ ἔχει στοιχεῖα ἐκλεκτικιστικά, στό τέλος ἀποδεικνύεται ἐξίσου μονόγλωσση. Τό μεγάλο πλῆθος τῶν γλωσσῶν πού ὁμιλοῦντο στή λεκάνη τῆς Μεσογείου κατά τήν Ἀρχαιότητα λ.χ., γύρω στό 1000 μ.Χ., καί μετά τίς ἐπάλληλες ἤ παράλληλες αὐτοκρατορίες πού κυβέρνησαν ἐπί αἰῶνες τήν περιοχή, συρρικνώνεται οὐσιαστικά σέ τρεῖς μόνο: ἑλληνικά, λατινικά καί ἀραβικά.

* * *

Στίς χιλιετίες τῆς ὕπαρξής της, ἡ ἑλληνική γλώσσα ὑπῆρξε καί ἰσχυρή καί ἀσθενής γλώσσα, ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή καί τά πολιτικά της συμφραζόμενα. Ἄλλοτε ὑπῆρξε γλώσσα πού ἄσκησε ἐπεκτατισμό καί ἄλλοτε τόν ὑπέστη. Στόν ἐξελληνισμό ἑκατομμυρίων ἀλλόγλωσσων τῆς Πρόσω Ἀσίας, τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς καί τῆς Ἰνδικῆς κατά τήν ἀλεξανδρινή περίοδο, μπορεῖ νά ἀντιπαρατεθεῖ ὁ μαζικός ἀφελληνισμός τῶν πληθυσμῶν τῆς Αἰγύπτου, τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μετά τό 642, τό 831 καί τό 1071 ἀντίστοιχα. Ὡς lingua franca, ὡς Kultursprache, ὡς ἱερή γλώσσα τῶν Εὐαγγελίων καί τοῦ χριστιανισμοῦ ἡ ἑλληνική ἄσκησε ἐπί χιλιετίες καί ἕως ἐντελῶς πρόσφατα τεράστια, ἐνίοτε καί καταπιεστική, ἐπιρροή σέ ὅλες τίς κατά καιρούς γειτνιάζουσες μέ ἐκείνην γλῶσσες καί πολύ πέραν αὐτῶν. Ὡς γλώσσα πάλι ταυτισμένη μέ ὁρισμένο θρήσκευμα καί κράτος (Βυζάντιο, Σύγχρονη Ἑλλάδα) μοιράστηκε μέ τόν μέσο καί νεώτερο ἑλληνισμό τίς ἱστορικές του περιπέτειες.

Σήμερα, εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἑλληνική γλώσσα δέν ἀνήκει στίς γλῶσσες ἐκεῖνες πού βρίσκονται σέ πορεία ἐκδίπλωσης καί ἐπέκτασης ἀλλά, ἀντίθετα, σέ ὅσες τελοῦν ὑπό καθεστώς ἀναδίπλωσης ἤ καί ἀποδρομῆς. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, διαδιδόμενες γλῶσσες αὐτή τή στιγμή στόν πλανήτη εἶναι ἐλάχιστες, πράγμα ἀναμενόμενο ἄν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἡ πλανητική οἰκονομική ὁλοκλήρωση, ἡ λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, δέν εἶναι μιά διεργασία ἐθνικά ἄχρωμη, ὅπως παρουσιάζεται κάποτε, ἀλλά συμβαδίζει ἀναγκαῖα μέ τήν ἀναδιανομή τῆς ἰσχύος μεταξύ τῶν ὑπαρκτῶν πολιτικῶν ὑποκειμένων, πού εἶναι ἀκριβῶς ἐθνικά κράτη. Μολονότι τό κίνημα τῆς ἐθνικῆς αὐτοδιάθεσης δέν ἔχει κοπάσει, ἀντιθέτως ὅλο καί περισσότερα ἔθνη διεκδικοῦν καί ἐπιβάλλουν τήν παρουσία τους στόν πολιτικό χάρτη, στίς συνθῆκες τῶν νέων ἀνταγωνισμῶν ἡ κρατική κυριαρχία ὁρισμένων χωρῶν ὑποχωρεῖ ἐνῷ ἄλλων ἀναβαθμίζεται.

Λόγῳ τῆς πύκνωσης τῶν διεθνῶν ἐπαφῶν καί ἀλληλεξαρτήσεων, ὑποστηρίζεται συχνά ὅτι βρισκόμαστε ἱστορικά στό πέρας τῆς ἐποχῆς τῶν ἐθνοκρατικῶν μορφωμάτων καί στήν ἀπαρχή μιᾶς καινούργιας, ὅπου προώρισται νά ἐπικρατήσουν ὑπερεθνικά ὑβρίδια. Ἡ ἐκτίμηση αὐτή πάσχει κατά τήν ἔννοια ὅτι ἐκλαμβάνει τή διεθνιστική ρητορική ὡς πραγματικότητα, παραθεωρεῖ δηλαδή ὅτι ὑπό τόν μανδύα τοῦ διεθνισμοῦ δροῦν συχνά ἁπτά ἐθνικά κρατικά συμφέροντα. Καί ὅμως, μόλις πρόσφατη εἶναι ἡ κατάρρευση πολυεθνικῶν κρατῶν, ὅπως ἡ ΕΣΣΔ, ἡ Τσεχοσλοβακία, ἡ πρώην Γιουγκοσλαβία. Μόνο ἡ πτώση τοῦ Τείχους καί τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ συνοδεύτηκε ἀπό τήν ἵδρυση εἴκοσι πέντε νέων ἐθνικῶν κρατῶν. Σέ κάθε περίπτωση, ἡ ἄνοδος τῶν αὐτονομιστικῶν τάσεων ἤ τῶν κινημάτων ἀνεξαρτησίας σέ μιά σειρά κρατῶν, ἀπό τό Βέλγιο ὥς τήν Τουρκία, ἀπό τήν Σκωτία ὥς τόν Καύκασο καί ἀπό τόν Καναδᾶ ὥς τήν Κίνα, καταδεικνύει ἐναργῶς ὅτι τό ἰδεῶδες της ἐθνικῆς αὐτοδιάθεσης παραμένει ἡ κύρια κινητήρια δύναμη τοῦ σύγχρονου κόσμου.

Στίς ἀμέσως προσεχεῖς δεκαετίες εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἐπιρροή τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν καί τῆς μεγάλης πλειονότητας τῶν ἐθνικῶν τους γλωσσῶν θά βαίνει μειούμενη. Μέ τήν ἐξαίρεση τῆς ἀγγλικῆς, τίς ἱσπανικῆς, ἴσως καί τῆς πορτογαλικῆς, πού ὅμως ἀντλοῦν τό σφρίγος τους ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁμιλοῦνται σέ ἀνερχόμενες χῶρες, ἐκτός τῆς Εὐρώπης, ἤδη, ἀκόμη καί γλῶσσες πάλαι ποτέ μεγάλων δυνάμεων ὅπως ἡ γερμανική καί ἡ ἰταλική βρίσκονται σέ διαρκῆ ὑποχώρηση, ἡ γαλλική καί ἡ ρωσσική στά διεθνῆ φόρα εἶναι πλέον περιθωριακές, γιά νά μή μιλήσουμε γιά τίς γλῶσσες τῶν μικρότερων κρατῶν. Ὅσο γιά τίς γλῶσσες πού δέν ἔχουν καθεστώς ἐπίσημης ἤ ἀναγνωρισμένης γλώσσας ἤ ὁ ἀριθμός τῶν ὁμιλητῶν τους εἶναι ἰδιαίτερα μικρός, τό μέλλον προβλέπεται ἐξαιρετικά δυσοίωνο. Σύμφωνα μέ τήν Unesco ἀπό τίς 6.000 περίπου γλῶσσες πού ὁμιλοῦνται αὐτή τή στιγμή στόν πλανήτη, σχεδόν οἱ μισές, περίπου 2.500, ἀπειλοῦνται μέ ἐξαφάνιση.

Ἀνεξάρτητα ἀπό τή γενική αὐτή εὐρωπαϊκή ὑποχώρηση, ἡ ἑλληνική γλώσσα βρίσκεται σέ φάση ἀναδίπλωσης καί ἀποδρομῆς κατά τρεῖς τουλάχιστον τρόπους: γεωγραφικά, ποσοτικά καί ποιοτικά. Γεωγραφικά, ἡ συρρίκνωση τοῦ ἑλληνόφωνου κόσμου μετά τό 1922 εἶναι συνεχής καί ἀναντίστρεπτη. Τελευταία ἐπεισόδιά της, ἡ ἀπώλεια τῆς Βόρειας Κύπρου τό 1974 καί ἡ ἐγκατάσταση στήν Ἑλλάδα τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ πάλαι ποτέ σοβιετικοῦ Πόντου καί τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἀπό τή δεκαετία τοῦ ’90 καί ἐφεξῆς. Σ’ αὐτά πρέπει νά προσθέσει κανείς τήν προϊοῦσα συρρίκνωση τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων τῆς Διασπορᾶς, ἰδίως τῆς ὑπερπόντιας, καί τήν ἀφομοίωσή τους ἀπό τήν κρατοῦσα γλώσσα τῶν χωρῶν ὑποδοχῆς. Ἐπίσης, τήν ὑποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν στό ἐξωτερικό, ἰδίως τῆς διδασκαλίας τῆς νέας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἀλλά καί τή γενική παρακμή τῶν κλασσικῶν σπουδῶν.

Ποσοτικά, τό ποσοστό τῶν ἑλληνόφωνων στόν παγκόσμιο πληθυσμό, ὅπως καί ἐκεῖνο τῶν ὁμιλητῶν τῶν περισσότερων εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν ἄλλωστε, μειώνεται ραγδαῖα λόγῳ τῆς δημογραφικῆς κάμψης, τήν ὁποία ἡ ἐγκατάσταση νέων ἐπήλυδων μεταναστῶν δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ἀναπληρώσει, ἀκόμη καί ἄν θεωρούσαμε ὅτι ὁ γλωσσικός ἐξελληνισμός τους εἶναι δυνατός καί ἀναμενόμενος. Αὐτό ἔχει σημαντικές ἐπιπτώσεις, οἰκονομικές καί πολιτιστικές, συμβαδίζει δέ μέ τήν μετατόπιση τῆς πολιτικῆς καί οἰκονομικῆς ἰσχύος ἀπό τόν εὐρωατλαντικό χῶρο στήν Ἀσία καί τόν ἀναπτυσσόμενο πάλαι ποτέ Τρίτο κόσμο.

Ὅμως ἡ κατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἀποτυπώνεται καλύτερα στούς ποιοτικούς δεῖκτες πού ἀφοροῦν τήν κατάστασή της στό ἐσωτερικό τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Κύπρου. Ἀπό μόνη της, ἡ γεωγραφική καί ἀριθμητική συρρίκνωση μιᾶς γλώσσας μπορεῖ νά ἀντισταθμιστεῖ ἄν οἱ συνθῆκες στίς ἐναπομείνασες κοιτίδες της, μεταξύ τοῦ σκληροῦ πυρῆνα τῶν ὁμιλητῶν της δηλαδή, παραμένουν κατά βάση ὑγιεῖς. Σε ό,τι αφορά την ελληνική, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ἡ καλύτερη πρόσφατη περιγραφή της πού διαθέτουμε γράφτηκε πρίν ἀπό τριάντα περίπου χρόνια. Ἐννοῶ τόν Γλωσσικὸ ἀφελληνισμὸ τοῦ Γιάννη Καλλιόρη. Μέ ἐλάχιστες ἑξαιρέσεις, οἱ διαπιστώσεις τοῦ συγγραφέα σ’ ἐκεῖνο τό βιβλίο διατηροῦν πλήρως τήν ἐπικαιρότητά τους. Στήν πραγματικότητα, ἡ ἐπιδείνωση πού γνωρίσαμε ἔκτοτε εἶναι ραγδαία.

* * *

Ὅλα τά ἐπεισόδια τῆς γλωσσικῆς μας ἐξέλιξης τῶν ἔσχατων δεκαετιῶν αὐτό μαρτυροῦν. Ἡ κατάργηση τοῦ ἱστορικοῦ τονισμοῦ, πρῶτα πρῶτα. Μολονότι βασίστηκε σέ προεργασία δεκαετιῶν καί ἀξιοπρόσεκτα ἐπιχειρήματα, ἡ εἰσαγωγή τοῦ μονοτονικοῦ ὑπῆρξε κατά τήν συγκυρία της φαινόμενο συνοδό τῆς λαϊκιστικῆς στροφῆς στήν ἐκπαιδευτική καί πολιτιστική πολιτική τῆς χώρας, τῆς ὁποίας τίς συνέπειες ἕως σήμερα παλεύουμε σπασμωδικά νά ἀποτινάξουμε. Στά κοινωνικά συμφραζόμενα τῆς δεκαετίας τοῦ ’80, τό πραγματικό μήνυμα πού ἡ κατάργηση τῶν τόνων κόμιζε δέν ἦταν αὐτό τοῦ ὀρθογραφικοῦ ἐξορθολογισμοῦ ἤ τῆς χειραφέτησης τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ἀπό τήν ἀρχαιομανία αἰώνων, ὅπως οἱ εἰλικρινέστεροι θιασῶτες της ἐπεδίωκαν. Ἀλλά ἀντίθετα, τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τόν μόχθο τῆς ὅποιας γλωσσικῆς μέριμνας, τῆς δημοκρατικῷ τῷ τρόπω ἀποδέσμευσης ἀπό τό φορτικό βάρος μιᾶς ἀριστοκρατικῆς, καί γι’ αὐτό ἀπαιτητικῆς καί δύσβατης, παιδαγωγικῆς καί γραμματειακῆς παράδοσης. Κατά εἴρωνα τρόπο, ἡ κατάργηση τοῦ ἱστορικοῦ τονισμοῦ, ὡς πράξη ὑψηλά συμβολική, ἐπέφερε τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα ἀπό ὅ,τι οἱ προσδοκίες τῶν σοβαρῶν εἰσηγητῶν της διακήρυτταν. Ὄχι τήν ἐνηλικίωση τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς καί τήν ἐκφραστική της ὡρίμαση, ἀλλά τήν ἐκ νέου ὑποχώρησή της στό παλιμπαιδικό στάδιο τῆς ἐξάρτησης, αὐτή τή φορά ἀπό ξένο κηδεμόνα. Ὄχι τήν προαγωγή τῆς καλλιέργειάς της, ἀλλά τήν ἐπισφράγιση τῆς παραμέλησής της, τήν ἐπιβράβευση ἐντέλει τῆς ἥσσονος προσπάθειας καί τῆς βολικῆς παράκαμψης τῶν ὅποιων δυσκολιῶν.

Ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ ἱστορικοῦ τονισμοῦ ὁδήγησε στήν ἔκπτωση τῆς γλωσσικῆς ἀγωγῆς, φαίνεται ἀπό τίς ὀρθογραφικές ἐξελίξεις πού ἔκτοτε ἀκολούθησαν. Ἡ πάσῃ θυσίᾳ διευκόλυνση, στήν οὐσία ἡ κολάκευση τοῦ ἡμιμαθοῦς, εἶναι τό αἴτημα πού ὑποκρύπτεται λ.χ. πίσω ἀπό τήν ἁπλογράφηση, τή φωνητική δηλαδή μεταγραφή τῶν νεώτερων δάνειων λέξεων καί ὀνομάτων, φαινόμενο μαζικό τῆς τελευταίας ἰδίως δεκαετίας. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή οὐσιαστικά καταργεῖ εὐθέως γιά μιά ὁλόκληρη κατηγορία λέξεων τήν ἱστορική ὀρθογράφηση, ἀνοίγοντας τόν δρόμο γιά ἀνάλογες παρεμβάσεις μελλοντικά. Ἐκτός τοῦ ὅτι ἀθετεῖ τόν κανόνα τῆς ἀντιστρεψιμότητας, ἄρα τῆς ἀναγνωρισιμότητας τῶν ὀνομάτων κατά τή μεταγραφή τους ἀπό ἀλφάβητο σέ ἀλφάβητο, εἶναι τό λιγότερο δυσλειτουργική, ἀφοῦ ἀπαιτεῖ ἀπό τόν γράφοντα νά γνωρίζει τήν χρονολογία εἰσαγωγῆς μιᾶς ξένης λέξης προκειμένου νά τήν ὀρθογραφήσει ἱστορικά ἤ φωνητικά. Στήν πράξη ὁδηγεῖ στόν ἐκφωνητισμό τῆς ὀρθογραφίας ἀκόμη καί λέξεων παμπάλαιων καί στερεῖ ἀπό τή γραφή μας χρήσιμες διακριτικές δυνατότητες[1]. Ἀνάλογα ἰσχύουν γιά τήν ἁπλουστευμένη, φωνητική ὑποτίθεται, μεταγραφή τῶν νεοελληνικῶν λέξεων στό λατινικό ἀλφάβητο, μέ τήν ὁποία διευρύνεται καί ὀπτικά τό χάσμα τῆς νεώτερης ἀπό τή βυζαντινή καί ἀρχαία προέλευσή της[2].

Τήν ἴδια στιγμή, ἡ γενικευμένη ἀπροσαρμοσία τῶν ξένων λέξεων στήν ἑλληνική ἔφτασε στό σημεῖο νά μᾶς ἀποτρέπει νά κλίνουμε ἀκόμη καί ἀρχαιόθεν ἑλληνικά ὀνόματα μέ φαιδρά συχνά ἀποτελέσματα[3]. Ὁ κανόνας πού τείνει νά σχηματιστεῖ πρακτικά ἀπαιτεῖ ἀπό τόν ὁμιλητή τῆς ἑλληνικῆς νά γνωρίζει τήν καταγωγή μιᾶς λέξης προκειμένου νά τήν κλίνει ὀρθά. Μάλιστα, ἡ προσαρμογή ἑνός δάνειου ὅρου στό κλιτικό σύστημα τῆς ἑλληνικῆς στήν πράξη θεωρεῖται πλέον ταμπού καί ἀποφευκτέα, ἐνῷ ἡ κλίση της κατά τούς κανόνες τῆς γλώσσας προέλευσης ἐνθαρρύνεται, ἄν δέν ἐκλαμβάνεται κιόλας ὡς ἐπιβεβλημένη[4].

Ἀπό τήν ἀκλισία καί τήν ξενοκλισία ὥς τήν ἐξ ἀρχῆς λατινογράφηση τῶν ξενογενῶν ὅρων, ἡ ἀπόσταση εἶναι μικρή[5]. Μάλιστα, ἡ λατινογράφηση ἐπεκτείνεται καί σέ λέξεις ἤ ὀνόματα ἀπό γλῶσσες πού δέν γράφονται κἄν στό λατινικό ἀλφάβητο, τῆς ρωσσικῆς, τῆς ἀραβικῆς ἤ τῆς κινεζικῆς γιά παράδειγμα, πολλές φορές χωρίς νά γίνεται κἄν ἀντιληπτό ὅτι οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Γερμανοί κ.λπ. μεταγράφουν τίς λέξεις αὐτές ὁ καθένας στή γλώσσα του φωνητικά, μέ διαφορετικούς δηλαδή τρόπους.

Εὔκολα παρατηρεῖ κανείς τήν ἀντίφαση: ἐνῷ ἡ ἁπλογράφηση τῶν ξένων λέξεων ἐπιβλήθηκε μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τόν κόπο νά γνωρίζουμε τήν καταγωγή καί τήν πρωτότυπη ὀρθογραφία τους, ἡ κλίση τους καί ἡ λατινογράφησή τους στά ἑλληνικά ἀπαιτοῦν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο! Ἐνῷ ὑποτίθεται ὅτι ζητούμενο εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό περιττούς κανόνες, στήν πράξη εἰσάγονται περισσότεροι καί ἀλληλοσυγκρουόμενοι.

Παράλληλο εἶναι τό φαινόμενο πού ἀποκαλῶ «ὑποτιτλοποίηση» τῆς ἑλληνικῆς. Τίτλοι, μεσότιτλοι καί ἐπικεφαλίδες γράφονται στά ἀγγλικά, καί τό ἑλληνικό κείμενο ἐπέχει θέση ἐπεξηγηματικῆς λεζάντας, φαινόμενο συνηθέστατο στόν ἀθλητικό τύπο καί τά ἔντυπα τῆς μόδας καί τοῦ λάιφ στάυλ. Βασικό ὀρθογραφικό ζητούμενο μοιάζει νά εἶναι ὄχι ἡ ἐνσωμάτωση τῶν ξένων δανείων στήν ἑλληνική, ἀλλά ἡ εὕρεση τρόπων ὥστε νά ὑπογραμμίζεται ἀκριβῶς τό γεγονός τῆς ξενότητάς τους. Ἔχουμε πλήρη ἀντιστροφή ἑπομένως τῆς παλαιᾶς καθαρολογικῆς ξενηλασίας καί μετάπτωσή της σέ συστηματική ξενοζηλία, ἐνῷ ἡ ἰσοτέλεια πού ζητοῦσε ὁ Τριανταφυλλίδης ἐκφυλίζεται πλέον σέ ἀνοιχτή ὑποτέλεια.

Ἡ λίστα τῶν συμπτωμάτων πού συνιστοῦν τήν σημερινή κρίση τῆς ἑλληνικῆς θά μποροῦσε νά μακρύνει πολύ. Σ’ αὐτήν ἀνήκει αὐτοδικαίως ἡ «μετάφραση» στήν καθομιλουμένη κλασσικῶν ἔργων τῆς καθαρεύουσας ἤ καί τῆς δημοτικῆς (!), ὅπως τοῦ Σολωμοῦ καί τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ συνεχιζόμενη ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στή Μέση ἐκπαίδευση. Ἡ κατάρρευση στήν οὐσία τῆς διοικητικῆς καί οἰκονομικῆς μας γλώσσας ὑπό τόν ὄγκο τῆς εἰσαγόμενης ξενόγλωσσης, κοινοτικῆς, νομοθεσίας, ὄγκο πού καμμιά μεταφραστική ὑπηρεσία, ὁσοδήποτε φιλότιμη καί ἐπαρκής, δέν εἶναι δυνατόν νά δαμάσει[6]. Τέλος, ἡ ἀναρριπιζόμενη κατά καιρούς συζήτηση γιά ἁπλούστευση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ἀκόμη καί πρός τήν κατεύθυνση τῆς φωνητικῆς της ἐξαλλαγῆς ἤ τῆς υἱοθέτησης τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου.

* * *

Ἡ ξενοζηλία, γιά νά παραφράσω καί πάλι τόν Τριανταφυλλίδη, ἑκατό τόσα χρόνια μετά, δέν εἶναι δυνατόν παρά νά πηγαίνει χέρι χέρι μέ τήν ὑποτέλεια. Δήλωνε δέ ἀνέκαθεν δύο τινά. Τό σύμπλεγμα τοῦ φτωχοῦ συγγενοῦς, πού μασκαρεύεται στά μεγάλα σαλόνια γιά νά κρύψει τόν ἀληθινό του ἑαυτό. Καί τήν ξιπασιά τοῦ δῆθεν κοσμοπολίτη, πού μέ μιά πόζα φερμένη ἀπ’ τά ξένα νομίζει πώς θ’ ἀποσβολώσει τούς ἰθαγενεῖς.

Ὡστόσο, καί οἱ ἐπισημάνσεις αὐτές δέν ἀρκοῦν. Εἶπα στήν ἀρχή ὅτι ἡ γλωσσική κρίση εἶναι τμῆμα μόνο τῆς γενικῆς ἑλληνικῆς κρίσης πού διερχόμαστε. Ὅπως παρατηροῦσε ὁ Νῖκος Φωκᾶς παλαιότερα, τό γλωσσικό μας πρόβλημα εἶναι πρόβλημα κατά βάση ἐξωγλωσσικό. Τό τερατῶδες ἐξωτερικό μας χρέος ἔχει τό ἀντίστοιχό του σέ ὅλα τά μεγέθη τῆς συλλογικῆς μας ζωῆς. Χώρα μέ ἀσήμαντη θέση στόν διεθνῆ καταμερισμό τῆς ὑλικῆς καί πνευματικῆς ἐργασίας, καί ἐπιπλέον ἀντιπαραγωγική καί χρονίως ἐξαρτημένη ἀπό τήν ξένη προστασία, ἡ Ἑλλάδα ἦταν ἑπόμενο νά διολισθήσει στόν παρασιτισμό. Ἀκόμη καί ἡ νεοελληνική ἰδεολογία, ὁ τρόπος δηλαδή πού κατανοοῦμε τόν ἑαυτό μας, εἶναι ἐν μερει προϊόν εἰσαγωγῆς.

Ὁ καταναλωτικά παράσιτος, γιά τόν ὁποῖο μᾶς μίλησε ὁ Κονδύλης, εἶναι καί ἠθικά καί πνευματικά καί γλωσσικά παράσιτος. Ὁ δανειοδίαιτος  εἶναι ἑπόμενο νά πιθηκίζει. Εἶναι συνεπές νά ὑποκρίνεται αὐτό πού δέν εἶναι. Καί εἶναι ἑπόμενο νά ντρέπεται γι’ αὐτό πού ὑπῆρξε. Γιά τόν παράσιτο, ἀκόμη καί τά ἀπομεινάρια τοῦ κληρονομημένου του πλούτου ἀποτελοῦν ἄχθος. Δηλωμένα ἤ ἄρρητα, ἐπιδιώκει νά τά ἀποτινάξει καί νά τά ἀρνηθεῖ. Στόν ξεπεσμένο, πάντα ἡ σύγκριση μέ τό παρελθόν προξενεῖ ἄγχος, ἀφοῦ φέρνει στό φῶς τήν τωρινή του ἀθλιότητα. Ὅπου μπορεῖ, τό ἀποφεύγει λοιπόν.

Κατ’ αὐτή τήν ἔννοια, οἱ ποικίλες ὄψεις τῆς γλωσσικῆς μας κρίσης συνέχονται. Εἴτε ὡς τυφλός πιθηκισμός τοῦ ἑκάστοτε ἀλλότριου, εἴτε ὡς ἀπάρνηση τοῦ ὅποιου οἰκείου καί δικοῦ, ἡ γλωσσική ξενοζηλία μας, ἡ ἀρνησιγλωσσία μας καλύτερα, εἶναι τό ἐξωτερικό σύμπτωμα μιᾶς βαθύτατα διαταραγμένης σχέσης μέ τόν ἑαυτό.

Τή σχέση αὐτή θά ἦταν δίκαιο ὡστόσο νά μήν τήν περιορίσουμε στίς τελευταῖες δεκαετίες. Στήν πραγματικότητα, ὁ σημερινός γλωσσικός ἀφελληνισμός τῶν yappies καί τῶν life stylists ἀποτελεῖ ὀργανική συνέχεια τοῦ φανατικοῦ ὑπερελληνισμοῦ τῶν σοφολογιώτατων καί τῶν ἀρχαϊστῶν. Ὅπως αὐτοί οἱ δεύτεροι ἔπνιγαν ἐν τῇ γενέσει του ὅ,τι δυναμικότερο καί αὐθεντικότερο διέθετε ὁ νεώτερος ἑλληνισμός, καί πάσχιζαν νά τό ὑποκαταστήσουν μέ ἕνα σκέλεθρο τοῦ παρελθόντος, ἁπλῶς καί μόνο γιά ν’ ἀποσπάσουν ἀπό κάποιους φιλέλληνες τό εὖγε, ἔτσι καί ἐμεῖς σήμερα κρυβόμαστε πίσω ἀπό ἕνα γλωσσικό προσωπεῖο πού δέν μᾶς ἀνήκει, γιά τόν ἴδιο σκοπό, γιά νά ὑφαρπάξουμε τήν ἐπιδοκιμασία τῶν ἄλλων. Τέτοια καί τόση δυσθυμία καί αἰδῶ μᾶς προξενεῖ ὁ ἀληθινός μας ἑαυτός. Οἱ καθαρολόγοι πιθήκιζαν τά ἀρχαῖα ὄχι γιατί τά καταλάβαιναν καί τά ἀγαποῦσαν, ἀλλά γιατί οἱ Εὐρωπαῖοι τά εἶχαν περί πολλοῦ, σ’ αὐτούς ζητοῦσαν νά κάνουν ἐντύπωση. Γιά τόν ἴδιο λόγο σήμερα, τί πιό φυσικό, ψελλίζουμε τά ἀγγλοαμερικάνικα. Ὁ Μιχαήλ Μητσάκης, στό ἔβγα τοῦ 19ου αἰώνα, κάγχαζε. Τό γλωσσικό μας ζήτημα, ἔγραφε, ὁσονούπω θά λυθεῖ: «ἅπαντες θά ὁμιλοῦμεν τήν γαλλικήν». Εἶχε δίκιο.

Θά κλείσω ὅπως ἄρχισα. Ἡ χώρα διέρχεται μιά κρίση ὁλοκληρωτική. Τίποτα δέν μαρτυρεῖ ὅτι αὐτή θά ξεπεραστεῖ σύντομα. Ὅταν ἄλλα, στοιχειωδέστερα, διακυβεύονται, οἱ συζητήσεις γιά τά ἑλληνικά καί τήν ὀρθογραφία τους μποροῦν νά περιμένουν. Ἐρωτηματικό.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ομιλία στην ημερίδα «Η ιστορική ορθογραφία στη νέα εποχή»,
Ανοιχτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο, Αθήνα, 28. 5. 2011
[1] Ἀφοῦ μᾶς ἀπαγορεύει νά διακρίνουμε τόν (Χάινερ) Μύλλερ ἀπό τόν (Χένρυ) Μίλλερ λ.χ., γιά νά θυμηθῶ τό βιβλίο τοῦ Κ. Γεωργουσόπουλου, ἤ τό τζίν πού πίνουμε ἀπό τό τζήν πού φορᾶμε.
[2] Στή σήμανση OlimpiaMikonos π.χ. δέν περισώζεται κἄν τό y graecum, τό ypsilon τῶν Γερμανῶν, προκαλώντας ἀχρείαστη σύγχυση πρῶτα ἀπ’ ὅλα στούς ἴδιους τούς ξένους.
[3] Λ.χ. ἡ Άνα (sic), γενική: τῆς Άνα Ἀχμάτοβα. Ἀλήθεια, πῶς σχηματίζεται ἡ γενική τῶν λέξεων τρόικα, Καλιφόρνια, Ἀγγόλα, Μαρία Κάλλας, Ἀνόβερο, Νάπολη; Κλίνονται οἱ λέξεις τσάι, παλτό, τζαμί, σκάκι καί ἀναρίθμητα ἄλλα; Προτοῦ κανείς βιαστεῖ νά ἀπαντήσει, καλό θά ἦταν νά κάνει μιά ἔρευνα στό διαδίκτυο.
[4] Ἔχουμε ἔτσι τά σετς, τά μπαρς, τίς παμπς, τά στάνταρντς κ.ο.κ.
[5] Φτάσαμε ἔτσι νά διαβάζουμε γιά goal σέ ἀνακριτικά πορίσματα, ὅπου goal ἴσον γκόλ, τό ποδοσφαιρικό τέρμα!
[6] Ὁ «ἐκμεταφραστισμός» τῆς γραφόμενης ἑλληνικῆς, ἤγουν τό ἐκφραστικό της ξέφτισμα καί ἡ τυφλή υἱοθέτηση κάθε λογῆς κακόζηλων ξενισμῶν, φαίνεται ἀκόμη στό ἐντυπωσιακά ὑψηλό ποσοστό ξενόγλωσσων βιβλίων πού ἐκδίδονται στήν Ἑλλάδα, τό ὁποῖο πλησιάζει ἐνίοτε τό 50%. Δεδομένης τῆς χαμηλῆς ποιότητας τῶν μεταφράσεων (οἱ πραγματικά ἐπαρκεῖς μεταφραστές εἶναι μέν περισσότεροι ἀπό ἄλλες ἐποχές ἀλλά ἀποθαρρυντικά λίγοι ἐμπρός στή ζήτηση…), τό κοινό οὐσιαστικά ἐθίζεται νά θεωρεῖ ἀποδεκτό ἑλληνικό λόγο τήν προχειρογραφία, τήν ἀκυρολεξία, τήν ἐκφραστική δυσκαμψία καί τή ρηχότητα, ὅλα γνωρίσματα τῶν κακῶν μεταφράσεων.
*