*
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Σέ μιά πρώτη ματιά, ἡ σημερινή μας συνάντηση φαντάζει πράγμα ἀταίριαστο. Ἡ κρίση πού διέρχεται ἡ χώρα εἶναι ὁλοκληρωτική. Τίποτε δέν μαρτυρεῖ ὅτι θά ξεπεραστεῖ σύντομα. Τί θέλουν λοιπόν οἱ συζητήσεις γιά τά ἑλληνικά καί τήν ὀρθογραφία τους αὐτή τή στιγμή πού ἄλλα, στοιχειωδέστερα, διακυβεύονται;
Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ συζήτησή μας μοιάζει, εἰδικά αὐτή τή στιγμή, ὡς ἀπολύτως προσήκουσα – θά ἔλεγε κανείς ἀναγκαία. Στό μέτρο πού τούς ἀναλογεῖ, οἱ περιπέτειες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελοῦν κι αὐτές μέρος τῆς γενικῆς κακοδαιμονίας μας, συνιστοῦν μιά ὄψη, μιά πλευρά τῆς πολυεδρικῆς μας κρίσης. Δίπλα στήν οἰκονομική καί τήν κοινωνική, δίπλα στή θεσμική καί τήν ἠθική, ὑπάρχει δηλαδή καί ἡ γλωσσική κρίση, καί αὐτή δέν εἶναι διόλου ἀμελητέα.
Μιλῶ γιά γλωσσική κρίση, προσοχή, ὄχι γιά γλωσσικό ζήτημα ἤ γλωσσικό πρόβλημα. Οἱ ὅροι αὐτοί, οἱ ἐπιβεβαρημένοι ἀπό τό παρελθόν, εἶναι παντελῶς ἀκατάλληλοι γιά νά περιγράψουν τή σημερινή μας κατάσταση. Συντελοῦν στή συσκότιση, ὄχι στόν φωτισμό της. Ὅταν φέρ’ εἰπεῖν κάνουμε λόγο γιά τίς τύχες τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας σήμερα, ειδικότερα τοῦ ἱστορικοῦ τονισμοῦ, καί ἐπιχειρηματολογοῦμε ὡσάν νά ἐπρόκειτο γιά συνέχεια τῆς διαμάχης μεταξύ καθαρολόγων καί δημοτικιστῶν, χάνουμε ἐντελῶς ἀπό τό ὀπτικό μας πεδίο τήν εἰδοποιό διαφορά τῆς σημερινῆς κρίσης ἀπό τά προβλήματα πού μᾶς ταλάνισαν κατά τό παρελθόν. Ὡστόσο, εἶναι σαφές. Ἡ δισχιλιετής ἔριδα ἀττικιστῶν καί ὀπαδῶν τῆς δημώδους ἔχει ὁριστικά λήξει. Ὅσοι τή διατηροῦν στή ζωή, ἀναρριπίζοντας σκουριασμένα ἐπιχειρήματα ἤ ἐφευρίσκοντας φανταστικούς ἀντιπάλους, λ.χ. τήν τάση τοῦ λεγόμενου «νεοκαθαρευουσιανισμοῦ», τό κάνουν συνήθως ἀπό κεκτημένη ταχύτητα – ἤ καί ὑπολογισμένη ἰδιοτέλεια. Βλέπετε, τό ἀντικείμενο τοῦ παλαιοῦ διαξιφισμοῦ ἐξέλιπε, μερικοί ὅμως ἀπό τούς πάλαι ποτέ ξιφομάχους μακροημερεύουν καί ἐξακολουθοῦν νά διεκδικοῦν τήν προσοχή τῆς δημοσιότητας.
Ἐπιπλέον, στό διχαστικό αὐτό σχῆμα πού κληρονομήσαμε ἔχει προστεθεῖ τελευταῖα καί ἕνα ἄλλο, εἰσαγόμενο καί ἐξίσου ἄσχετο, τό δίπολο ἐθνικιστῶν καί ἀντεθνικιστῶν. Κατά τή γνώμη τῶν πιό μονολιθικῶν ἀπ’ αὐτούς τούς δεύτερους, ὅποιος σήμερα διατυπώνει ἀνησυχία γιά τό μέλλον τῆς ἑλληνικῆς, εἶναι φανερός ἤ κρυφός θιασώτης τοῦ ἐθνικισμοῦ. Καί ἐνῷ οἱ ἴδιοι κόπτονται, καί ὀρθά, γιά τήν ἐξαφάνιση τῶν μειονοτικῶν γλωσσῶν καί ἰδιωμάτων, τούς κινδύνους πού ἀφοροῦν τίς ἐθνικές γλῶσσες τούς ἀποσιωποῦν. Τήν ἴδια στιγμή ἀντιμετωπίζουν τήν ἐπέλαση τῆς ἀγγλικῆς στήν καλύτερη περίπτωση μέ συγκαταβατική ἀπάθεια, ἄν ὄχι μέ διεθνιστική χαιρεκακία. Ὅσο γιά τούς πρώτους, τούς «ἐθνικόφρονες», γραφικοί καί ἀσόβαροι ὅπως εἶναι στήν πλειονότητά τους, μόνο στό νά κρατοῦν ζωντανή τήν κινδυνολογία καί τόν φανατισμό τῶν σταυροφόρων τοῦ ἀντεθνικισμοῦ χρησιμεύουν. (περισσότερα…)
