Ὁ πρὶν βέβηλος τόπος

Η επιγραφή στο γείσο της εισόδου της Παναγίας των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #4
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Ὁ πρὶν βέβηλος τόπος

Ένα μεγάλο μέρος των μεσαιωνικών βυζαντινών επιγραφών αναφέρεται στην ίδρυση ή την ανακαίνιση ναών από κληρικούς, αξιωματούχους του στρατού και της κρατικής διοίκησης, αλλά και απλούς ιδιώτες. Πρόκειται για τις λεγόμενες κτιτορικές επιγραφές, οι οποίες τοποθετούνταν σε εξέχοντα σημεία των εκκλησιών, με συνηθέστερη θέση το ανώφλι της κύριας εισόδου, εξωτερικά ή εσωτερικά ‒ στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονταν στον ζωγραφικό διάκοσμο. Ορισμένες φορές εμφανίζονταν και επάνω στο τέμπλο, το οποίο ήταν τότε μαρμάρινο. Η γλώσσα τους ποικίλει, από λακωνικές διατυπώσεις με δημώδεις εκφράσεις και πλήθος ορθογραφικών λαθών, ως περίτεχνα επιγράμματα με υψηλές λογοτεχνικές προθέσεις.

Οι κτιτορικές επιγραφές δεν είχαν απλά σκοπό να απαθανατίσουν την πράξη της δωρεάς. Απεναντίας, αποτελούσαν ένα άριστο μέσον, σε προβεβλημένη και μόνιμη θέση, για να προβάλει ο δωρητής την ευσέβειά του αλλά και την κοινωνική του περιωπή, παραθέτοντας αφενός τα κίνητρα της πρωτοβουλίας του και αφετέρου τίτλους, αξιώματα και άλλες ιδιότητες που προσδιόριζαν το προσωπικό του κύρος. Οι επιγραφές δεν απευθύνονταν βέβαια μόνο στους πιστούς που εισέρχονταν στον ναό· παραλήπτης τους ήταν πρωτίστως το ίδιο το θείον, με την προσδοκία —ή σχεδόν την απαίτηση, ορισμένες φορές— να ανταποδώσει την προσφορά. Στο πλαίσιο αυτό, πολλά κείμενα τόνιζαν σκόπιμα και με έμφαση την αντίθεση ανάμεσα στο προσφερόμενο νέο έργο και την προηγούμενη από αυτό κατάσταση, ώστε να αναδειχθούν το μέγεθος και η σημασία της δωρεάς.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής σώζεται στη Θεσσαλονίκη, στην Παναγία των Χαλκέων κοντά στην Εγνατία Οδό, τη μοναδική άρτια σωζόμενη εκκλησία του 11ου αιώνα στην πόλη. Αφού κατεβεί αρκετά σκαλοπάτια από το σημερινό επίπεδο του εδάφους, διασχίζοντας έτσι δέκα αιώνες, ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του ναού και αντικρύζει στο γείσο της το κτιτορικό επίγραμμα που βρίσκεται εκεί από το έτος 1028, χαραγμένο με ιδιαίτερη επιμέλεια και με μεγάλα, περίτεχνα γράμματα:

☩ Ἀφιερώθη ὁ πρὶν βέβηλος τόπος εἰς ναὸν περίβλεπτον τῆς Θεοτόκου παρὰ Χριστοφόρου τοῦ ἐνδοξωτάτου βασιλικοῦ | πρωτοσπαθαρίου καὶ κατεπάνω Λαγουβαρδίας καὶ τῆς συμβίου αὐτοῦ Μαρίας καὶ τῶν τέκνων αὐτῶν Νικηφόρου, Ἄννης καὶ Κατακαλῆς· μηνὶ Σεπτεμβρίῳ ἰνδικτιῶνος ιβ΄ ἔτους ,σφλζ΄

Η επιγραφή μνημονεύει την ίδρυση του ναού της Θεοτόκου χάρις σε οικογενειακή πρωτοβουλία και χορηγία, πράγμα όχι σπάνιο ‒ αντίστοιχη είναι η περίπτωση του Αγίου Ιωάννη του Μαγκούτη στην Αθήνα, από τον οποίο έχουν σωθεί σήμερα δύο επιγραφές. Στην Παναγία των Χαλκέων, τα μέλη της οικογένειας αναφέρονται ονομαστικά, ένα προς ένα. Προηγείται η κεφαλή της, ο Χριστόφορος, ένας ανώτερος αξιωματούχος του στρατού με τον τίτλο του βασιλικού πρωτοσπαθαρίου, ο οποίος είχε αναλάβει τότε κατεπάνω της Λαγουβαρδίας ‒ διοικητής δηλαδή των βυζαντινών κτήσεων στην Κάτω Ιταλία. Ακολουθεί η σύμβιος, η σύζυγός του Μαρία, με την αναφορά του ονόματός της να είναι κάπως σπάνια, καθώς σε πολλές άλλες κτιτορικές επιγραφές η γυναίκα μνημονεύεται ανώνυμα, μόνο με τον πρώτο προσδιορισμό, στοιχείο ενδεικτικό της κοινωνικής της θέσης. Τέλος, παρατίθενται τα ωραία βυζαντινά ονόματα των τριών παιδιών ‒ Νικηφόρος, Άννα, Κατακαλή. Το ζεύγος των κτιτόρων επανεμφανίζεται, άνευ των τέκνων, σε μία δεύτερη, ζωγραφική επιγραφή στο ιερό βήμα του ναού, όπου δέεται «ὑπὲρ λύτρου καὶ ἀφέσεως τῶν ἐγκλημάτων αὐτῶν».

*

*

Ο ναός της Παναγίας των Χαλκέων, του έτους 1028, όπως προβάλλει στο σύγχρονο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης.

*

Ο τρόπος με τον οποίο δηλώνεται ο χρόνος της δωρεάς είναι ο συνήθης για την εποχή εκείνη, αλλά πολύ διαφορετικός από τον σημερινό: το έργο ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο της δωδεκάτης ινδικτιώνος του έτους 6537. Οι Bυζαντινοί χρησιμοποιούσαν το χρονολογικό σύστημα από κτίσεως κόσμου, αντί του από Χριστού γεννήσεως, που υιοθετήθηκε κυρίως μετά την Άλωση. Σύμφωνα με αυτό, η κτίση του κόσμου προσδιοριζόταν στις 21 Μαρτίου του έτους 5508 π.Χ. Το βυζαντινό νέο έτος άρχιζε κάθε 1η Σεπτεμβρίου, οπότε μετρούσε ένας επιπλέον χρόνος σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα Μαρτίου-Αυγούστου. Η μέτρηση του χρόνου συμπληρωνόταν με τη μνεία του έτους της ινδικτιώνος, ενός δεκαπενταετούς φορολογικού κύκλου που είχε καθιερωθεί από τους Ρωμαίους. Η αρχή του έτους τον Σεπτέμβριο και η ινδικτιών εξακολουθούν να είναι σήμερα σε χρήση από την ορθόδοξη εκκλησία.

Στην αρχή του επιγράμματος προβάλλεται η αντίθεση ανάμεσα στον πριν βέβηλον τόπον και τον περίβλεπτον ναόν της δωρεάς. Πρόκειται για ένα θέμα κοινό σε αρκετά κείμενα αυτού του είδους, το οποίο έχει στόχο να αναδείξει το κάλλος και τη αξία της δωρεάς, αντιδιαστέλλοντας την με την προηγούμενη κατάσταση. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα, στους Αγίους Θεοδώρους της πλατείας Κλαυθμώνος, τη μόνη αθηναϊκή βυζαντινή εκκλησία που σώζει την κτιτορική της επιγραφή. Εκεί αναφέρεται ότι ο ναός που προϋπήρχε ήταν παλαιός, μικρός, πήλινος και σαθρός λίαν, σε αντίθεση με τον νέο που έκτισε ο Νικόλαος Καλόμαλος. Είναι προφανές ότι αυτές οι εκφράσεις περιέχουν μία ηθελημένη, ισχυρή δόση υπερβολής. Στην περίπτωση της Παναγίας των Χαλκέων, ο όρος βέβηλος έχει δεχθεί ποικίλες ερμηνείες· νεότερα ευρήματα και μελέτες απορρίπτουν την εκδοχή ότι αναφέρεται σε κατάλοιπα ειδωλολατρικής λατρείας που μπορεί να υπήρχαν στην ίδια θέση και θεωρούν πιθανότερη εκείνη ενός εγκαταλελειμμένου και ρυπαρού σημείου μέσα στην πόλη. Εξάλλου, η αντίληψη ότι κάτω από κάθε βυζαντινή εκκλησία κρύβεται ένας αρχαίος ναός, αποτελεί ένα ευρέως διαδεδομένο σήμερα μύθευμα —και ψόγο κατά του βυζαντινού πολιτισμού— το οποίο όμως καταρρίπτεται επανειλημμένα από την αρχαιολογική έρευνα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ


Η επιγραφή της Παναγίας των Χαλκέων καταγράφηκε και δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1862 από τον Charles Texier. Εδώ χρησιμοποιούμε την πρόσφατη επανέκδοσή της από τον Andreas Rhoby, στο Byzantinische Epigramme auf Stein (Βιέννη 2014), αρ. GR126.

*