Μία άλλη Αμοργός

Τοπίο της Αμοργού στον Χρυσόστομο στα Κάψαλα, κοντά στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας. (Φωτογραφία του συγγραφέα).

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συστηθεί κανείς με έναν τόπο τον οποίο επισκέπτεται για πρώτη φορά — ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για ένα εμβληματικό νησί των Κυκλάδων, όπως η Αμοργός. Το διαδίκτυο προσφέρει δεκάδες σελίδες με πληροφορίες, συνήθως ρηχές και επιπόλαιες. Οι έντυποι ταξιδιωτικοί οδηγοί παραμένουν πιο αξιόπιστοι, παρόλο που  συχνά είναι άνισοι σε ποιότητα. Αν και σχετικά δυσεύρετη, η ταξιδιωτική γραμματεία μπορεί να κατευθύνει την προσοχή του επισκέπτη και να προετοιμάσει το βλέμμα του — όπως το Ελληνικό Καλοκαίρι του Ζακ Λακαρριέρ. Τα δε κείμενα των παλαιότερων, ξένων περιηγητών παρέχουν πάντοτε πλούσια ερεθίσματα.

Ξεκινώντας για ένα μικρό ταξίδι στην Αμοργό, επέλεξα μία άλλη πηγή, ένα από τα Ὑπομνήματα περιγραφικὰ τῶν Κυκλάδων Νήσων κατὰ μέρος, που δημοσίευε στα τέλη του 19ου αιώνα ο γεωγράφος και ιστορικός Αντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905). Το αφιερωμένο στην Αμοργό υπόμνημα, έκτασης 92 σελίδων, εκδόθηκε το 1884 στην Αθήνα από το τυπογραφείο των αδελφών Περρή και κυκλοφορεί σήμερα σε αναστατική επανέκδοση του βιβλιοπωλείου του Διονυσίου Νότη Καραβία. Επρόκειτο για το δεύτερο έργο αυτού του είδους του Μηλιαράκη, μετά το τομίδιο Άνδρος – Κέως που είχε εκδοθεί το 1880· ακολούθησε ένα ακόμη, το 1901, αφιερωμένο στην Κίμωλο.

Η Αμοργός του Μηλιαράκη αποτυπώνει την κατάσταση του νησιού στα χρόνια της παλαιάς Ελλάδας, όταν αυτό αποτελούσε το ανατολικότερο άκρο του βασιλείου και μόλις έβγαινε από την απομόνωση του, αφού το 1882 απέκτησε για πρώτη φορά τακτική εβδομαδιαία επικοινωνία με ατμόπλοιο. Ο συγγραφέας περιόδευσε την Αμοργό τον Ιούνιο του 1883 και συνομίλησε με πολλούς κατοίκους του, παρατηρώντας και συγκεντρώνοντας επί τόπου την περισσότερη ύλη του μικρού του βιβλίου. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κείμενο που γοητεύει τον αναγνώστη του: δεινός και διεισδυτικός παρατηρητής, ο Μηλιαράκης οργανώνει το υλικό του συστηματικά, είναι ακριβολόγος στις περιγραφές του, διακρίνει το μείζον από το δευτερεύον, επικρίνει καταστάσεις και προτείνει λύσεις, και όλα αυτά με εργαλείο μία λιτή αλλά χυμώδη και ρέουσα καθαρεύουσα, με μεγάλη οικονομία λόγου.

Το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται στη γεωγραφία του νησιού, την οποία παρουσιάζει διεξοδικά. Οι περιγραφές του τοπίου είναι σύντομες και περιεκτικές, όπως για παράδειγμα εκείνη του όρμου των Καταπόλων: «Ἡ κοιλὰς αὕτη παρέχει τῷ εἰσπλέοντι εἰς τὸν λιμένα Ἀμοργοῦ ἱκανῶς τερπνὴν θέαν διὰ τῆς χλοερότητος αὐτῇς, τῶν διεσπαρμένων ἀγροκατοικιῶν καὶ τῶν κυματοειδῶν γραμμῶν τῶν περὶ αὐτὴν βουνῶν». Αλλού, με αφορμή το άνυδρο του τόπου, γράφει: «Μὴ ἔχουσα ὄρη ὑψηλὰ καὶ ὀροπέδια ἐκτενῆ, ἀλλ’ ἀποτελουμένη τὸ πλεῖστον ἐκ βουνῶν κωνοειδῶν, ἐχόντων κατωφερείας ἐπικλινεῖς καὶ ἀδένδρους, καὶ σχηματιζόντων βαθυτάτας μισγαγκείας, καὶ ρεύματα παρασύροντα ἀκωλύτως τὸ ὄμβριον ὕδωρ πρὸς τὴν θάλασσαν, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχῃ καὶ πηγὰς ἀφθόνου ὕδατος». Και όμως, προ πενήντα ετών, ως το 1835, το βόρειο μέρος του νησιού, με το όρος Κρίκελας, καλυπτόταν από «ἀρχαιότατον καὶ πυκνότατον δάσος ἐκ δρυῶν, πρίνων καὶ ἀγριοκυπαρίσσων (φειδῶν καλουμένων ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων)», το οποίο κάηκε σε μια πυρκαγιά που κράτησε είκοσι μέρες· την καταστροφή  ανέλαβαν να συνεχίσουν οι ντόπιοι βοσκοί, που έκαιγαν κάθε χρόνο μεγάλες εκτάσεις για να φυτρώσει νέο χορτάρι για τα κοπάδια τους.

Η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή της Αμοργού απασχολεί τον Μηλιαράκη σε όλο το δεύτερο κεφάλαιο. Το φημισμένο κρασί, το άριστο λάδι και η τοπική ποικιλία της φάβας, το κατσούνι, ήταν τα κύρια προϊόντα της γης, που κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων του νησιού και σπάνια περίσσευαν για εξαγωγή. Ο συγγραφέας καταγράφει λεπτομερώς τις ποικιλίες των ντόπιων αμπελιών, έναν μικρό γλωσσικό θησαυρό: «τὸ βουδόμματο, ἡ μαντηλαριά, ἡ μαύρη, … τὸ στρευλιώτικο, τὸ φωκιανό, τὸ κρητικό, τὸ σιρίκι (μαύρα), … ὁ σιδερίτης, τὸ ἀχλάδι, τὸ νυχάτον, ὅπερ καὶ ἀετονύχι καλεῖται, καὶ ψωλάτον (κόκκινα)·  τὸ ἀθύρι, ἡ φλάσκα, ἡ σουπιά, τὸ ἀδάνι, τὸ πατινιώτικο, τὸ μοσχάτο, τὸ ροζακί, ἡ βελανιά, ἡ γαδουριά, ἡ ἀσπροῦδα καὶ ἡ σαχλιὰ (λευκά)». Για να έχουν κρέας όλο τον χρόνο, οι Αμοργίνοι έφτιαχναν ένα είδος παστουρμά από αιγοπρόβατα, το οποίο κατόπιν ξαρμύριζαν και μαγείρευαν με λάχανα.

Το επόμενο κεφάλαιο έχει περισσότερο ανθρωπολογικό χαρακτήρα, αναφερόμενο στους κατοίκους και τα χαρακτηριστικά τους. «Οἱ Ἀμοργίνοι … εἶνε δὲ τὸ ἦθος ἀρειμάνιοι, φιλότιμοι καὶ φιλοξενώτατοι· ἔχουν ἀνάστημα ὑψηλὸν καὶ ρωμαλέον. Αἱ γυναῖκες δὲ φημίζονται διά τε τὴν καλλονήν, τὸ ἀνάστημα, τὴν χάριν, καὶ τὴν εὐγένειαν τοῦ ἤθους καὶ τῶν τρόπων». Οι γυναίκες φορούσαν πάντοτε γάντια που ύφαιναν οι ίδιες, ακόμα και όταν συμμετείχαν σε αγροτικές εργασίες. Ανάμεσα στα ονόματά τους, υπήρχαν μερικά περίεργα: Πλητώ, Καλλιώ, Ποθιώ, Δουκαινώ. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού —3.893 ψυχές τότε, μαζί με τους λιγοστούς κατοίκους των κοντινών νησίδων— διέμεναν κατά μεγάλο μέρος του χρόνου σε αγροικίες στην ύπαιθρο, συνήθεια που κατακρίνει ο Μηλιαράκης, διότι έτσι ο νησιώτης έμενε μακριά από το σχολείο και την εκκλησία, με αποτέλεσμα να «ἀποκτηνοῦται καὶ μαραίνεται».

Η σπουδαία αρχιτεκτονική της Χώρας και των πολλών εκκλησιών του νησιού άφησε τον συγγραφέα ασυγκίνητο: «Ἡ κωμόπολις τῆς Ἀμοργοῦ πλήν τῆς ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ Κάστρου γραφικῆς θέας αὐτῆς ἐν συνόλῳ … οὐδὲν ἔχει τὸ ἄξιον ἐπισκέψεως»· «… οὐδεὶς ἐκ τῶν ναῶν τῆς νήσου διακρίνεται ἐπὶ ἀρχιτεκτονικῇ τέχνῃ καὶ διακοσμήσει, ἀξία προσοχῆς». Οι αφορισμοί αυτοί είναι αναμενόμενοι κατά την εποχή που γράφει ο Μηλιαράκης, όταν η παραδοσιακή κυκλαδίτικη αλλά και η βυζαντινή αρχιτεκτονική ήταν εντελώς ανυπόληπτες και δεν νοούνταν ως στοιχεία που έχρηζαν προσοχής και προστασίας. Δεν θα μπορούσε βέβαια να μείνει αδιάφορος απέναντι στην περίφημη μονή της Χοζοβιώτισσας, που βρίσκεται προσκολλημένη στην πλευρά πελώριων κατακόρυφων βράχων πάνω από τη θάλασσα, στα νοτιοανατολικά της Χώρας.

Η ιστορία της Χοζοβιώτισσας, τα κειμήλια της αλλά και οι περί αυτήν θρύλοι, απασχολούν εκτενώς το κείμενο. Σύμφωνος με το αντιμοναχικό πνεύμα που κυριαρχούσε τότε στην παλαιά Ελλάδα, ο συγγραφέας σημειώνει ότι η διατήρηση της μονής δεν συντελούσε σε τίποτε, καθώς μάλιστα είχε τότε υπό την ιδιοκτησία της το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Αμοργού και τις νησίδες Νικουριά, Γραμπονήσι, Κέρος, Σχοινούσα και Ηρακλειά, πράγμα που δεν επέτρεπε, κατά τον ίδιο, να προοδεύσει η γεωργία στο νησί. Από τις άλλες εκκλησίες της Αμοργού ξεχώρισε τον Άγιο Γεώργιο τον Βαρσαμίτη, ένα μετόχι της Χοζοβιώτισσας, μέσα στον ναό του οποίου ανέβλυζε αγίασμα. Η πηγή αυτή υπήρξε ως τον 19ο αιώνα τόπος άσκησης μίας ιδιότυπης υδρομαντείας από τους ιερείς, με μεγάλη απήχηση στο νησί και ευρύτερα στο Αιγαίο, ιδίως ανάμεσα στους ναυτικούς. Ο Μηλιαράκης περιγράφει διεξοδικά τη σχετική πρακτική, αρχίζοντας από τους περιηγητές που πρώτοι την κατέγραψαν, και διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι στις μέρες του πλέον φθίνει, καθώς οι Αμοργίνοι «ὀσημέραι ἀναπτυσσόμενοι κατανοοῦσι τὸ ἄσκοπον τῶν τοιούτων ἐρωτήσεων, καὶ συμβουλῶν, καὶ τὸ ἄτοπον τῆς ἐγκαταμίξεως τοῦ θείου εἰς ἀνθρωπίνας χρείας».

Αφού αναφερθεί σε άλλα θρησκευτικά έθιμα των κατοίκων, ο Μηλιαράκης κλείνει το Υπόμνημα με ένα εκτενές κεφάλαιο αφιερωμένο στις τρεις αρχαίες πόλεις του νησιού —την Αρκεσίνη, τη Μινώα και την Αιγιάλη— το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα χρήσιμο στους πολλούς και σημαντικούς μελετητές της ιστορίας και της αρχαιολογίας της Αμοργού, τομείς όπου έχει σημειωθεί έκτοτε μεγάλη πρόοδος. Στο τέλος παραθέτει μία σειρά από προσθήκες με ποικίλα θέματα — τους αρχαίους αμοργίνους χιτώνες, τα επώνυμα των κατοίκων, μαρτυρίες για μια επιδρομή μανιατών πειρατών,  διάφορα έγγραφα, κατάλογο χειρογράφων της Χοζοβιώτισσας κ.ά.

Η Αμοργός του Αντωνίου Μηλιαράκη δεν είναι μία απονεκρωμένη μαρτυρία κατάλληλη μόνο για σκονισμένες βιβλιοθήκες και ερευνητές που ασχολούνται με το παρελθόν του νησιού. Απεναντίας, αποτελεί ένα μεστό κείμενο, γραμμένο σε απολαυστική γλώσσα και γεμάτο ερεθίσματα για τον σημερινό επισκέπτη, τον οποίο προσκαλεί, μεταξύ άλλων, να διαπιστώσει τί άλλαξε στην Αμοργό από τον καιρό της παλαιάς Ελλάδας —που δεν είναι καθόλου μακριά— μέχρι σήμερα. Και όντως, οι αλλαγές είναι πολλές, άλλοτε προς το καλό και άλλοτε προς το κακό. Για παράδειγμα, τα κτήματα της Χοζοβιώτισσας απαλλοτριώθηκαν μεν το 1952, αλλά είναι πολύ λίγοι πια οι Αμοργίνοι που καλλιεργούν τη γη τους· οι κάτοικοι έχουν μειωθεί, ο τουρισμός απασχολεί τα περισσότερα χέρια και η ανομβρία έχει αποξηράνει τη γη — ακόμα και η κάποτε μαντική πηγή του Βαρσαμίτη στέρεψε κατά τα τελευταία χρόνια. Η εγκατάλειψη της αγροτικής υπαίθρου είναι κάτι το πρωτοφανές στην ιστορία του νησιού —όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας— και έρχεται σε αντίθεση με την ακμή της ανοικοδόμησης, χάριν της τουριστικής ανάπτυξης. Ευτυχώς, για την ώρα υπάρχει μία ισορροπία, με κάποιες εξαιρέσεις, και ο ταξιδιώτης μπορεί ακόμη να χαρεί αρκετά σημεία του τοπίου της Αμοργού «ἐν μέσῳ ἐρημίας καὶ φύσεως σιγηλής».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

*