*
του ΓΙΑΝΝΗ Σ. ΚΑΡΓΑΚΟΥ
Γεώργιος Κ. Τασούδης,
Τα ιδιωτικά για τα… δημόσια
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Διδυμοτείχου,
Διδυμότειχο 2017
Ένα δοκιμιακό έργο, πεζό, με ποιητικό όμως ύφος και ήθος. 50 σελίδες, 9 κεφάλαια. Από τον τίτλο γίνεται αντιληπτό τι προτείνει ο Γεώργιος Κ. Τασούδης: την επιστροφή από την ιδιωτεία στον δημόσιο βίο. Γι’ αυτό γράφει ότι δεν αρκεί η προβολή του παρελθόντος αλλά «να επικεντρωθούμε στην αποκωδικοποίηση και επαναπρόσληψη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς». Στην απορία του αναγνώστη γιατί να επαναπροσλάβουμε την προγονική συμπεριφορά απαντώ με ένα δικό μου παράδειγμα: η συν-περι-φορά των προγόνων είχε ως ιδιοσυστασιακό χαρακτηριστικό της το «συν» και το «περί».
Σαν τον Οδυσσέα που περιτριγύρισε τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν έχασε το «συν» που τον ένωνε με τους συντρόφους του και τη σύζυγό του Πηνελόπη στην Ιθάκη. Γι’ αυτό και οι Έλληνες γράφει ο Τασούδης «κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη στενή ελλαδικότητα καθιστώντας την Ελληνικότητα πρόταση βίου οικουμενική». Έτσι, καταλήγει ο συγγραφέας, οι νέοι θα «ανδρωθούν και θα ανδρειωθούν» και θα αποτινάξουν τη σημερινή «ντροπιοσύνη». Δεν είναι τυχαίο ότι πολεοδομικό αποτύπωμα της Ρωμηοσύνης είναι η «εκκλησία και η πλατεία». Πρώτα ο άνθρωπος -συν Θεῷ- γίνεται άνθρωπος και μετά «διευρύνεται, πλαταίνει» και φτιάχνει πλατείες όπου γίνεται συνάνθρωπος.
Όμως «η γειτονιά αποδυναμώθηκε, όπως και ο ουρανός» παρατηρεί ο συγγραφέας. Έγιναν οι Έλληνες αποδημητικά πουλιά. Θα είναι «καλοί πρέσβεις των δικαίων μας» αναρωτιέται ή θα γίνουν «Ελληνάρες του Αυγούστου» με «φραγκοδυτικίζουσα ιδιοσυστασία»; Κάθεται κάτω από μια ακακία, δέντρο με όνομα συμβολικό. Η ακακία γίνεται για τον συγγραφέα έμπνευση για μια αναδρομή στον τρόπο αντιμετώπισης της κακίας. Θυμάται τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μ. Ασίας από τους Τούρκους. Τον Έλληνα της 28ης Οκτωβρίου του ’40 που «θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη ιδιωτική καλοπέραση έλαβε την απόφαση να γίνει ένας άγνωστος στρατιώτης… λίπασμα για τις επερχόμενες γενεές. Και γι’ αυτήν την ακακία ακόμη». Γι’ αυτό και είναι κατά της καύσης των νεκρών: «θα μείνει αλίπαντη η γης η Ελληνική…». Πρέπει «ο καθείς να κατακρημνίσει το ικρίωμα της μετριότητας και της ποντοπιλάτειας απραξίας, προβάλλοντας την αξιοσύνη σε κοινή, δημόσια θέα». Έτσι θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της ατομικής θεώρησης των πραγμάτων. Να σταματήσουμε να είμαστε πίθηκοι, να συνεννοηθούμε, «να βάλουμε τους ιδιωτικούς μας εγωισμούς στην άκρη, προβάλλοντας το συλλογικό μας τάλαντο», «να ομονοούμε υπό ενός κοινού σκοπού». «Προέχει, καταλήγει ο Τασούδης, το δημόσιο συμφέρον ως προσωπική ανάγκη».
Φαντάζεται αδιάρρηκτη τη συνέχεια του Ελληνισμού στον χρόνο με τον άγνωστο στρατιώτη να περπατά τώρα στο κέντρο της Αθήνας με τον Κολοκοτρώνη. Βλέπει να λειτουργούν ο Γεννάδιος με τον Γρηγόριο Ε΄ και τον Χρυσόστομο Σμύρνης παρέα με τον Βατάτζη. Γύρω τους όλοι οι «άνεργοι και οι αποτρελαμένοι από την προδοσία και οι παρεξηγημένοι των καιρών». Γι’ αυτό ίσως στο επόμενο κεφάλαιο, λέει ότι «σύσσωμη η λαμπρότητα τούτης της αέναης εποχής εγκεντρίζεται στην ψυχή μου». Μιλά βέβαια για την εποχή της άνοιξης, αλλά «άνοιξη» για τον Ελληνισμό είναι η συνέχειά του. Είναι η κοινωνία μεταξύ του «δοτικού του ουρανού με το δεκτικό επίγειο». Αυτά είναι «πίδακες άφθονου κι άφθορου συνεκτικού υλικού». Είναι όμως και υλικό καθαρτήριο, όπως ο ασβέστης: «Η παστρική λαμπρότητα των γειτονιών, οδεύοντας στη Μεγαλοβδομάδα, χάριν στ’ απολυμαντικό της ιδιοσυστασίας μας: τον ασβέστη». Η Μεγάλη Εβδομάδα και ο ασβέστης είναι ένα από τα «βλαστήματα που μας συνέχουν ως όλον». Για κανέναν άλλο λαό ο Επιτάφιος θρήνος και η Ανάσταση δεν είναι τόσο βαθιά συνδεδεμένα με τη ζώσα ιστορία του. Δεν είναι τυχαίο ότι η ανάσταση του Γένους εορτάσθηκε από τους απλούς ανθρώπους και με το ασβέστωμα των σπιτιών, κάτι που οι Τούρκοι απαγόρευαν στους ραγιάδες. Ο ασβέστης είναι και καυστικός αλλά και… α+σβεστός.
Για τον κουρασμένο από τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα άνθρωπο γράφει ο Τασούδης ότι, άμα τα προσεγγίζουμε με την παρά του Θεού αισιοδοξία, θα δοξάζουμε την ύπαρξή τους. Τι θα συνέβαινε αν δεν είχαμε όλες αυτές τις υποχρεώσεις; Αν δεν είχαμε οικογένεια, εργασία; Η σκέψη αυτή του Τασούδη είναι αντίδοτο στην αχαριστία και στην «φιλαυτία την εαυτοκτόνο». Συμφωνώ απόλυτα μαζί του ότι η φιλαυτία ισούται με μίσος. Ο εγωισμός καταστρέφει την αγάπη, άρα αντίθετο της αγάπης είναι ο εγωισμός, όχι το μίσος. Το μίσος είναι παράγωγο του εγωισμού. Κι ο εγωισμός, καταλήγει ο συγγραφέας, θα χαθεί αν όντως αναστηθεί στις καρδιές μας -κι όχι μόνο στις λεκτικές ευχές μας- Αυτός που θυσίασε εαυτόν. Σε επόμενο κεφάλαιο υποστηρίζει τη σημασία της προσωπικότητας στην ιστορία. Είναι οι άνθρωποι που «διαθέτουν τις δυνάμεις εκείνες με τις οποίες μετατρέπονται οι αξίες και τα ιδανικά σε πράγματα, σε πράξεις, σε ευλογημένη καθημερινότητα». Είναι αυτός που «δίνει στο λαό τον οποίο άρχει, ένα ιδανικό, μια κατεύθυνση προκειμένου να βαδίσει προς την κοινωνική, αλλά κυρίως ηθική ολοκλήρωσή του ως σύνολο, ως έθνος». Εξοβελισμένη σήμερα η λέξη «έθνος»… Και κύριες προσωπικότητες για αυτό είναι, όπως γράφει παρακάτω, οι γονείς και οι διδάσκαλοι. Οι πρώτοι με το αγαπητικό τους παράδειγμα και οι δεύτεροι με τον ενθουσιασμό τους θα θέσουν τις «βάσεις μιας υγιούς και ολοκληρωμένης προσωπικότητας, ενώ ξεκινάει να γεννιέται ελπίδα και για κοινωνική ανασυγκρότηση». Προϋπόθεση βέβαια της αγάπης και του ενθουσιασμού είναι «τα εθνικά, ηρωικά και άγια ιδανικά μας».
Μιλά υπέρ της θεονομίας, όπου η ηθική ευθύνη κι όχι μόνο ο νόμος γίνεται ο γνώμονας της συμπεριφοράς. Διότι νόμοι μπορεί να υπάρχουν άδικοι. Και η ηθική μας είναι προϊόν της ελληνορθόδοξης πορείας μας. Γι’ αυτό και επισημαίνει ότι: «Η ηθική συναρμογή, η σύγκραση Ελληνισμού και Ορθόδοξου ηθικού κώδικα» πρέπει να χρωματίζει τη θέσπιση αλλά και την τήρηση των νόμων. Έτσι, για να βάλω ένα δικό μου παράδειγμα, ο όντως Έλλην δεν θα θορυβεί και εκτός ωρών κοινής ησυχίας. Απλά από φιλότιμο.
Φιλότιμος και φιλόπονος εργάτης του πνεύματος και του συναισθήματος ο Γεώργιος Κ. Τασούδης. Αυτό και μόνο αρκεί για να τον διαβάσεις. Εκτός κι αν θεωρείς το φιλότιμο… άτιμο. Επίκαιρος και διαχρονικός έρχεται σε μια αφιλότιμη και άτιμη εποχή να μας δείξει την άνοιξη. Η άνοιξη όμως δεν έρχεται· τη φέρνουμε. Κι αν δεν έρθει, νίκη θα είναι, που έστω προσπαθήσαμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΚΑΡΓΑΚΟΣ
*
