Με το βλέμμα του φιλιού

 

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Άρτεμις Χρυσοστομίδου
Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα
Το Ροδακιό, 2022

Δεν υπήρξαν ποτέ πιο περίεργα μάτια από τα δικά της. Τα λουλούδια που οι άνθρωποι ταξιδεύοντας βλέπουν στο δρόμο είναι τα μάτια της. Μπορεί να αγγίζει, να ακουμπά οπουδήποτε. Όλα είναι ορατά. Βλέπει μέσα από τα πάντα, είναι τα πάντα. Τη στιγμή που θα νομίσει ότι θα πεθάνει θα περάσουν από μπροστά της άνθρωποι των σπηλαίων, μεγάλα κεφάλια, μοναχοί του μεσαίωνα, ο σύγχρονος κόσμος, ένα πλαστικό μαχαίρι. […] Ζωγραφική είναι το αιώνια γυμνό βλέμμα. Από τον ποταμό μπορεί να βγει διαφορετική. Καλό είναι ο άνθρωπος να ανεβοκατεβαίνει. [1]

Αντικρίζοντας κανείς και μόνο τα εξώφυλλα των δύο βιβλίων της Αρτέμιδος Χρυσοστομίδου, ταξιδεύει σε ένα άχρονο σκοτεινό, συννεφιασμένο ή ομιχλώδες σκηνικό, όπου η όραση καλείται να αποκρυπτογραφήσει τι βλέπει πάνω σε μια σκούρα μονοχρωμία: κυπαρισσί το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως Τα σκυλιά δεν γαυγίζουν στη Γαλλία / Γλυπτική (Το Ροδακιό, 2018), γκρι πετρόλ το πιο πρόσφατο Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα (Το Ροδακιό, 2022). Και στις δύο περιπτώσεις οι διπλοί τίτλοι προκρίνουν την αφή, αλλά εξελικτικά, με έναν φόρο τιμής να αποτίνεται στην τέχνη της γλυπτικής και τις δυνατότητες των χεριών, η αφή ταυτίζεται με την όραση, με την οποία «ο άνθρωπος ανεβοκατεβαίνει».

Γενικότερα  η ποίηση της Χρυσοστομίδου στηρίζεται σε ποικίλα δίπολα: διπλοί τίτλοι, διγλωσσία (ελληνικά και αγγλικά/γαλλικά), ποίηση και πεζό, γραφή και φωτογραφία κ.ο.κ. από μία σκηνοθέτρια ποιήτρια. Για την πρώτη ιδιότητα της Χρυσοστομίδου, η οποία μοιάζει να “στήνει” σεναριακά και σκηνοθετικά τα βιβλία της, χαρακτηριστικό είναι, μεταξύ άλλων, το ποίημα «Αυτή δεν είναι μια ρομαντική ιστορία στις Άλπεις»: «Στις κορυφές, βιολιά, άριες και παπούτσια Kappa γλιστρούν στον πάγο. Από το αμφιθέατρο κοιτάζει το καμπαναριό. Τα κοιμητήρια είναι μουσεία σύγχρονης τέχνης που εκθέτουν στην ησυχία των τάφων, ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να μεταμορφωθεί σε τοπίο. Το κορίτσι στην άλλη πλευρά των Άλπεων είναι ένα βουνό που περιμένει να λιώσει το χιόνι για να δει τι κρύβεται αποκάτω. Της γράφει, Αγάπη μου, εμπιστεύου την αγάπη, όχι τα επιχειρήματα, και έλα να με βρεις. […]» (όπ., 22).[2]

Πρόκειται για μια έκδοση που δεν είναι αμιγώς λογοτεχνική (ή κειμενική). Φωτογραφίες, οπτική ποίηση, μονόστιχα και τυπογραφικές ή γραφιστικές παρεμβάσεις διακόπτουν ή επιβραδύνουν τον ρυθμό της λογοτεχνικής ανάγνωσης, ομορφαίνουν σαφώς την αισθητικά άρτια έκδοση, αλλά δεν λειτουργούν πάντα προς όφελός της, καθώς αυτή η “παρένθεση” φαίνεται να γίνεται συσσωρευτικά σε ένα μόνο σημείο του βιβλίου. Ίσως μια διαφορετικού τύπου κατανομή των “εμβόλιμων” κειμένων/φράσεων/επιγραφών να ολοκλήρωνε καλύτερα το εικαστικό σύμπαν. Από την άλλη, αυτές οι σελίδες ανοίγουν ίσως στο βιβλίο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, μια αίθουσα εκθέσεων, όπου περιηγείται ο αναγνώστης:  «Κάθε γραμμή είναι ένας χώρος έκθεσης» (ό.π., 35). Σε αυτό το “εκθεσιακό” πλαίσιο η Χρυσοστομίδου γράφει «στίχο[υς] ανοιχτο[ύς] στη διαστρέβλωση» (ό.π., 48), για μια «Τέχνη βασισμένη στη μοναξιά σας», σε ένα έργο το οποίο ζωντανεύει, μέσα από τη μοναξιά των προσώπων που συναντώνται σε αυτό, το σκοτάδι, τη «Μεταφυσική» «φυσική της ένωσης» (των γυναικών). Το εν λόγω μονόστιχο συνεχίζουν άλλα δύο: «Με θέα τον κόλπο: Θερμός θρίαμβος θάμπους», «Τα αυτιά μας ανοιχτά: Η έκρηξη ως γυναικοκρατία», ό.π., 62).

Το πρώτο ποίημα της συλλογής λειτουργεί για την ποιήτρια προγραμματικά, οντολογικά, αισθητικά. Στο «Αβαθής λίμνη» το γυναικείο σώμα διαγράφει και εγγράφει μία νέα ανατομία ολόκληρου του κόσμου, υγραίνεται και υγραίνει, ξεδιψά τα έτερα σώματα, δίνει στη μήτρα τον κεντρικό ρόλο στη ζωή και τη συνέχεια της ανθρωπότητας, αχρονοποιεί τον έρωτα και απογυμνώνει τα φύλα μόνο με τη χρήση θηλυκών αντωνυμιών, χαρακτηριστικό στοιχείο σε ολόκληρο το βιβλίο, με το οποίο συζητείται ξεκάθαρα το έμφυλο ζήτημα, αλλά υπερβαίνοντάς το.

Αβαθής λίμνη
Έχει μουδιάσει το στόμα,
το γόνατο ανάμεσα στα πόδια της
ξέρει κάθε θερμοκρασία.
Τα δάχτυλα της μιας κοντεύουν
να διαπεράσουν το δέρμα της άλλης,
τα νιώθει μέχρι τα κόκαλα.
Τα χέρια της είναι παντού,
έχουν γίνει πλάτη, ώμος,
μηρός, αβαθής λίμνη,
αναπνέει από αλλού,
τα αυτιά ή τη μήτρα.
Η καρδιά της σε αγώνα ταχύτητας,
αθλητής στίβου,
πιέζει το στήθος της άλλης,
την αισθάνεται δική της,
κι ενώ εγγράφεται μια νέα ανατομία
η ακοή της φτάνει μέχρι τη σπλήνα, το συκώτι,
ακούει τα πάντα,
γίνεται κυτταρική, μοριακή,
ευαίσθητη, παύει,
δεν ακούει παρά κολπικά,
γίνεται ολόκληρη κόλπος,
γιορτή των υδάτων,
πρωτόγονος ηβικός εορτασμός,
μέχρι και τα μάτια της είναι υγρά.
Την κοιτά γελώντας,
ξυπνά απαλά.
Είναι εκεί.
Θέλεις να φιληθούμε; (ό.π., 10-12)

Ως ανώτατη ανθρώπινη φυσική επαφή που συγχρονίζει και τις πέντε αισθήσεις είναι το φιλί, το οποίο επανέρχεται στο βιβλίο σφραγίζοντας τη θνητότητα και τη ζωή: «Θέλω να σε φιλήσω έτσι κι αλλιώς» («Αυτή δεν είναι μια ρομαντική ιστορία στις Άλπεις», ό.π., 22) γράφει η ποιήτρια.[3] Το φιλί, ως η επιτομή σωματικής ένωσης, αίρει το πένθος («Η οικολογία του πένθους, ό.π., 76), ενώ το φιλί σε ένα κορίτσι (από ένα κορίτσι) είναι ο υπέρτατος, επαναληπτικά και ανερυθρίαστα δεδηλωμένος πόθος: «Κάτω ο ρομαντισμός, θέλω να σε κοιτάζω διαρκώς! / What would you like to experience in the Bode-Museum once? Kissing a girl next to each piece» (ό.π., 96-97). Ο ερωτισμός στο Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα είναι αξιοζήλευτα στακάτος και συνάμα, μέσα από τη λιτή έκφρασή του, λυρικός, ξεκάθαρα ομόφυλος, αλλά και οικουμενικός: «Ο άνθρωπος / Χωρίς την κλειτορίδα / Χάνεται στο σκοτάδι («Σε αγαπώ με όλα μου τα δάχτυλα», ό.π., 20).

Τα ποιήματα μοιάζουν να διαλέγονται με αναγεννησιακά αγάλματα, τις μαρμάρινες φιγούρες που αντιστέκονται στον χρόνο και, συχνά, στο φύλο. Γράφει η ποιήτρια: «Αν ερωτευτούμε / ίσως γίνουμε / μάρμαρα / σε αυτό που αποτελεί / το άγαλμα / της ανθρωπότητας» ([Α], ό.π., 68). Και αλλού: «Έδωσαν νέο στήθος στην ελευθερία / και, όπως τα γλυπτά, / η σχέση τους ακούμπησε στα βάθη της ιστορίας» («Τα βάθη της ιστορίας: ό.π., 86). Καθόλου τυχαίος λοιπόν, ο υπότιτλος στο έργο «Ωραία ζωή μέσα σε συντρίμμια». Εντούτοις, τα συντρίμμια της Χρυσοστομίδου δεν λειτουργούν ακριβώς όπως τα ερείπια και τα θρύμματα στον Γιάννη Πατίλη, για παράδειγμα, στα οποία η παρουσία της απουσίας των παρελθόντων επιβεβαιώνει τη ζωή σε όλες της εκφάνσεις της, από την έγνοια της καθεμέρας μέχρι τις μεταφυσικές προεκτάσεις του έρωτα, αλλά αποτελούν μνημεία προς μελέτη και αποκωδικοποίηση των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ωστόσο, σε μια απρόσμενη συνανάγνωση ενός ποιητή της γενιάς του 1970 και μιας σύγχρονης ποιήτριας από την Κύπρο (η οποία, σημειωτέον, δεν ζει και δεν εργάζεται στην Κύπρο), το ίχνος της όρασης πάνω στο μάρμαρο αποτελεί μάλλον ένα απρόσμενα ενδιαφέρον σημείο σύγκλισης των δύο:

Μουσειολογία
Τα έργα έχουν
το βλέμμα των κοριτσιών
που τα κοίταξαν.
Έτσι, κάθε έργο τέχνης
είναι το ίδιο
ένα μουσείο του βλέμματος. (ό.π., 90)

Η Χρυσοστομίδου διαλέγεται με τον εαυτό της με έναν ιδιάζοντα τρόπο, ο οποίος μοιάζει να είναι, τελικά, εγγενής της γραφής της. Αφενός, εκμεταλλεύεται εποικοδομητικά το ρητορικό σχήμα της επανάληψης επανερχόμενη σε (προγραμματικά ή εξελικτικά;) κομβικούς στίχους της, όπως, για παράδειγμα: «μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να μεταμορφωθεί σε τοπίο» (ό.π., 28, 67).[4] Αφετέρου, επιστρέφει συνειδητά και συμβολικά στο πρώτο βιβλίο της, διατηρώντας άρρηκτη τη σχέση ανάμεσα σε όραση και αφή:

Νέα γλυπτική
Μετά τον πόλεμο
έπρεπε να χαραχτούν στα μάτια
όλων των γλυπτών δάκρυα
κάτω και γύρω από τα μάτια
και όχι να παριστάνουν
ότι η λύπη δεν τα άγγιξε πότε
ενώ το κάλλος είναι αιώνες βαθιά πληγωμένο.  (ό.π., 64)

Στο τελευταίο ποίημα «Ανακεφαλαίωση» η Χρυσοστομίδου επιχειρεί μα σύνοψη όλων των προηγούμενων ποιημάτων, πεζών, ολιγόστιχων ποιημάτων και επιγραφών σε ένα κατορθωμένο εκτενές και αυθύπαρκτο διήγημα, το οποίο δίνει ολοκληρωμένη τη μέχρι στιγμής αποσπασματική κινηματογραφική εικόνα και το σκηνικό.  Στο βιβλίο της Χρυσοστομίδου η φυσική επαφή διαμέσου των πέντε αισθήσεων που διαπερνούν η μια την άλλη και ταυτίζονται η μία με την άλλη, υπερκεράζει το φύλο αλλά και τη συζήτηση περί αυτού. Διακύβευμα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ο (θείας υπόστασης, σαφώς) Έρως στην ολότητά του —σαρκική, εγκεφαλική, ψυχική, εννοιολογική— ο οποίος φέρει και φέρεται με το φιλί (της ζωής;). Το ποιητικό υποκείμενο της Χρυσοστομίδου κοιτάζει προς τα πάνω, προς τα υπερμεγέθη αναγεννησιακά αγάλματα, φιλά και φυλάει αυτά τα ανθρώπινα επιτεύγματα που ενεργοποιούν, ανατροφοδοτούν, επιστρέφουν ή διασώζουν την Πίστη μέσα από τα αρχέτυπα δίπολαˑ τέχνη / ζωή, όραση /αφή, γυναίκα / άντρας, θηλυκό / αρσενικό, αυτή / αυτός, θεά / θεός:   «Τέχνη, / η ανοικοδόμηση του βλέμματος. / Όπως τα μαλλιά της. / Γεμάτα Χριστό» («Η ανοικοδόμηση του βλέμματος», ό.π., 82).

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 
[1] «Μια άδεια Βαστίλλη», Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα, Το Ροδακιό, 2022 30.
[2] Βλ. επίσης: «Διαλεκτική της λήθης», ό.π., 66.
[3] Βλ. επίσης: «Σε περίπτωση που κάποιος ερωτευτεί κάποια ζωγράφο» (ό.π., 32).
[4] Βλ. επίσης: «Δεν υπήρχε τίποτα που να ξεχωρίζει το δέρμα της από την άβυσσο των χρωμάτων» (ό.π., 18, 70)ˑ «Έλα να βγάλουμε το πένθος που μας μπήκε στα μάτια», ό.π. 76, 84.

*