της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Νίκος Κωσταγιόλας,
Σαν άλλος Σαούλ (ένα σατυρικό δράμα),
Εκάτη, 2023
Ο παράξενος τίτλος της πρώτης συλλογής του Ν. Κωσταγιόλα προαναγγέλλει ένα παράδοξο συνθετικό αφήγημα που θέλει να είναι πολλά πράγματα μαζί. Πρώτον, μια μυθιστορία επιστροφής στη ρίζα της καταγωγής που ισούται με πηγή αυτοπροσδιορισμού και αφετηρία επανεφεύρεσης μιας αυθεντικής ταυτότητας. Πράγματι, ως άλλος Σαούλ, το κύριο πρόσωπο του έργου αναβλέπει κάτω από το αποκαλυπτικό φως της ελληνικής γης μετά από την άγονη περιπλάνηση σε ξένα χώματα. Ταυτόχρονα, είναι και αυτοβιογραφία. Πίσω από τα διάφορα προσωπεία βρίσκεται ο ίδιος ο ποιητής που αυτοβιογραφείται αφηγούμενος την προσωπική πορεία προς μια αυτεπίγνωση αναγκαία για την επιβίωση. Τρίτον, αποτελεί ένα δοξαστικό στο μυθοποιημένο χώρο της πνευματικής αφετηρίας που ορίζεται από τη θάλασσα, τον ήλιο, την ηθική παρακαταθήκη του γενέθλιου κόσμου. Τέλος, τη σύνθεση διατρέχει και μια ερωτική ιστορία που συμπλέει με την υπαρξιακή καταβύθιση. Καταβύθιση που θέλει να αποβεί ανάδυση, ανάταση, μύηση, κάθαρση.
Η πολλαπλή αυτή στόχευση αντικατοπτρίζεται, αρχικά, στην περίπλοκη δομή του έργου. Το κείμενο μιμείται χαλαρά τη μορφική σύμβαση του αρχαίου δράματος και αυτό αποτυπώνεται και στην τιτλοφόρηση κάποιων επιμέρους ενοτήτων (π.χ. πάροδος, στάσιμα, παράβαση, έξοδος). Δεύτερον, στον επιμερισμό του λόγου σε τέσσερις φωνές: ενός αφηγητή, και τριών άλλων συμβολικών μορφών, του «Εφήμερου», του Σειληνού και του Χορού των Σατύρων. Η σκυτάλη περνά –όχι πάντοτε με τακτή σειρά– από την αποστασιοποιημένη και εν πολλοίς ρεαλιστική διήγηση του αφηγητή, στον πεζότροπο λόγο του Εφήμερου για να απογειωθεί στη λυρική φωνή του Σειληνού και στα χορωδιακά στάσιμα του Χορού των Σατύρων, που πλαισιώνει τα παραπάνω, άλλοτε σε λυρική ύψωση άλλοτε σε απόπειρα σκωπτικού σχολιασμού. Η πολλαπλότητα, τρίτον, αποτυπώνεται και στην συνύπαρξη χριστιανικών, παγανιστικών, λογοτεχνικών και αρχαιοελληνικών συμβολισμών. Ο Εφήμερος προέρχεται από τον «αυτόχειρα ένοικο μιας βελανιδιάς στον έβδομο κύκλο της Κόλασης» του Δάντη, εκεί που μεταξύ άλλων κολάζονται μεταμορφωμένοι σε δέντρα όσοι αφαίρεσαν οι ίδιοι τη ζωή τους. Ο Σειληνός είναι ταυτόχρονα και ένα είδος δαντικού Βιργιλίου που εδώ δεν ξεναγεί τον ποιητή στην κόλαση αλλά στην περιδιάβαση στον κόσμο των θνητών. Το διονυσιακό, το ιερό, το υπερβατικό και το εμπράγματο καλούνται να συνδράμουν στην υπαρξιακή κρίση του αφηγητή-ποιητή.
Το ερώτημα είναι τι παράγει αυτό το πληθωρικό υλικό ως ποιητική πραγμάτωση. Ένα, ομολογουμένως ενδιαφέρον πρώτο βιβλίο αλλά και σε πολλά σημεία ανώριμο. Η ανωριμότητα έγκειται στην βεβιασμένη ενορχήστρωση αυτού του υλικού και στην συνεπακόλουθη διένεξη μεταξύ των διαφόρων τάσεων, άρα και στην ακαταστάλακτη φωνή που αμφιρρέπει μεταξύ της λυρικής έξαρσης και της γειωμένης εμπειρίας.
Ο ποιητής ενημερώνει στην πρώτη σελίδα τον αναγνώστη ότι στη στενή συνθήκη της τετραετούς διαμονής του στην Ελβετία ετοίμαζε εξαρχής τις αποσκευές για την επιστροφή του γεμάτες από ετερόκλητα υλικά, «Ένα μαδέρι από την Ευρυδίκη ξεφτισμένο σμαραγδί», «δυο τρεις γαλάζιες Μινωίτισσες […]», «κάποιο παγκάκι ρημαγμένο». Ετοιμάζει δηλ. έναν νόστο με τη συνδρομή ενός φασματικού θιάσου που τελεί ένα ψυχόδραμα. Σε αυτό το ψυχόδραμα οι χώροι, οι χρόνοι και τα πρόσωπα συνείρονται ονειρικά σε πολλαπλά επίπεδα. Σε ένα ρεαλιστικό επίπεδο έχουμε την επιστροφή του ξένου στην πατρώα γη, την Κέρκυρα και το διάλογο με τον τόπο, το πατρικό σπίτι, τους ανθρώπους. Σε ένα υπερβατικό πεδίο αυτή η επιστροφή είναι και ένα ψυχικό ταξίδι προκειμένου να επιτευχθεί η αυτοαποδοχή. Ο ποιητής – αφηγητής – Εφήμερος είναι όχι τόσο ένας ανανήψας Σαούλ όσο ένας Οδυσσέας που παρέμεινε Τηλέμαχος, ένας πολύπλαγκτος που καλείται επιστρέφοντας να αντιμετωπίσει την ανηλικιότητά του και τις αντιμαχόμενες δυνάμεις της ρευστής ψυχής του.
Αυτή τον ανοιχτό διάλογο αντικατοπτρίζουν οι ποικίλες τροπικότητες του λόγου οι οποίες ενσαρκώνουν τις ποικίλες εκδοχές βίωσης και μετάδοσης της εμπειρίας. Ένα παράδειγμα:
Αφηγητής:
[Χάραμα – η ώρα που συνήθως έρχονται ή φεύγουν απ’ τον κόσμο οι άνθρωποι. Έκανε να πασπατέψει μηχανικά για το κινητό του στο κομοδίνο, μα γρήγορα το μετάνιωσε, ίσως μη θέλοντας να μαγαρίσει εκείνο το ευφρόσυνο συναίσθημα που χάριζε η συνειδητοποίηση, έπειτ’ από χρόνια, της μαγείας που επιφυλάσσουν στην ακοή οι ήχοι του χωριού που ξυπνούσε: το ραγισμένο λάλημα του γερο – κόκορα ͘ το σύρσιμο απ’ τα λάστιχα αγροτικού, αγκομαχώντας στον καρόδρομο προς τα κτήματα [….] Βαθμιαία […] τα χέρια του αποδίδονται στο φως, πρώτα το περίγραμμά τους κι ύστερα οι λεπτομέρειες, τ’ αυλάκια και οι άκακες ρυτίδες των τριάντα. Χασομερά για λίγη ώρα με το βλέμμα στυλωμένο στο ταβάνι, μαντεύοντας τους καθαρούς τόνους της αυγής, το κατρακύλισμα των πρώτων ηλιαχτίδων στο ελενίτ ͘με τα πολλά, καταφέρνει και πιάνει το κινητό του κι ελέγχει την ώρα. Ύστερα, τίποτα. Μονάχα φάσματα ηχητικά, χαρισμένα από τον λήθαργο.]
Εφήμερος:
Εωθινό με ρόδα και φτερώματα
— Έξω θα πρέπει να έχει ένα σκληρό φως
— Κι εκείνες οι φωνές που τον καλούσαν;
Κάθε πρωί ξυπνώ με τα κρωξίματα των γλάρων να κρέμονται αρμαθιές απ’ τον μικρό φεγγίτη. Κατόπιν και τσιτώνοντας τ’ αυτιά μου διακρίνω ανάμεσα στα λόγια τους, πότε χαρούμενα πότε μετανιωμένα, ένα «έλα» να επαναλαμβάνεται – κι ευθύς ανθίζουν στην καρδιά μου χιλιάδες πολύχρωμα, σουβλερά τριαντάφυλλα.
39 ͦ 32΄51,2΄΄ Ν, 19 ͦ 54΄45.7΄΄Ε
Σειληνός
Ανεκπλήρωτο
Λειμώνες των φυκιών πλεγμένοι μ’ άστρα
που σύναξα και χάραξα κάποια πανσέληνο
στην άμμο τ’ όνομά σου που ξεθώριασε
εκεί που τώρα κείτονται τα ερειπωμένα
κάστρα των ξυπόλητων παιδιών
αυτών που βγήκαν στ’ ανοιχτά
να λύσουν το αίνιγμά σου
Τώρα τα χαλκευμένα μπράτσα τους
κοσμούνε άγκυρες σταυρωμένες
τώρα αρμενίζουνε τα πλοία τους
μ’ ακρόπρωρο την πεθυμιά
με δίχως μπούσουλα, με δίχως ειμαρμένη
κι επάνω στις πεταλιδόστιχτες καρένες τους
γράφει μ’ ολόφλογη μελάνη
«Τ’ ανεξίτηλο»
[…]
Εδώ βλέπουμε την υφολογική ποικιλότητα από τον πεζό ρεαλισμό στην πρωτοπρόσωπη λιτή «αφήγηση» και εν συνεχεία στον ελεγειακό λυρισμό. Αυτές οι διαδοχικές οπτικές άλλοτε ενισχύουν η μία την άλλη και άλλοτε τείνουν να αλληλοϋπονομευτούν, ιδίως σε τμήματα του λόγου όπου υπεισέρχεται ένας ανάλαφρος ή σκωπτικός τόνος.
Τα πιο επιτυχημένα μέρη της σύνθεσης, όπως δείχνουν τα αποσπάσματα που παρέθεσα, είναι αυτά του αφηγητή και του Εφήμερου, γιατί σε αυτά η γλώσσα έχει την ισορροπία, το μέτρο και την εσωτερικότητα που χρειάζεται. Ο λόγος είναι, κατά κύριο λόγο, λιτός, καθώς η βατή αφηγηματική του επιφάνεια φορτίζεται λελογισμένα, σε καίρια σημεία, από τον αιφνιδιασμό μιας πρωτότυπης εικόνας ή μεταφοράς. Τα λιγότερο λειτουργικά είναι τα λυρικά μέρη του Σειληνού και του Χορού, παρ’ όλο που εκεί, σε επιμέρους ρυθμικές μονάδες, κυρίως τις πιο ολιγόστιχες, διακρίνεται η πηγαία φλέβα μιας εύρωστης γλώσσας και μια γήινη, ευφρόσυνη αισθησιοκρατία.
Σε πολλές όμως περιπτώσεις αυτά τα μέρη αποπνέουν μια παλαιομοδίτικη ηχώ που προέρχεται από γλωσσικούς αυτοματισμούς ή την καθ’ υπερβολή μίμηση παλαιών λυρικών τρόπων. Και αναφέρομαι σε μίμηση, γιατί σε αυτά τα μέρη μιλά ο Σειληνός, ο οποίος ενσαρκώνει τον εξωστρεφή και πληθωρικό λόγο του γήινου ενστίκτου, ενταγμένο στις λυρικές συμβάσεις του χορικού άσματος, σε αντίθεση με την καρτεσιανή ιδιοσυγκρασία του αφηγητή. Η συχνή όμως επιστράτευση λέξεων και φράσεων παλαιοποιητικής ή λόγιας κοπής ή κάποια βαρύγδουπα συντάγματα στίχων κουράζουν. Μερικά παραδείγματα: «πεθυμιά», «μπόρεση», «γύραθε», «οι ανταρτεμένοι αέρηδες / του Αιόλου μενεστρέλοι», «κι έρχεται ο Τρυγητάρης / του Θέρω εάλω η επικράτεια / σποδός δρεπανηφόρων» ή στην ενότητα: «Μονάχα εσένα, Ήλιε μου, θα σου κρατώ αμάχη / που ανέκαθεν πιστός στη χλεύη σου για τα φαιά / θα κρέμεσαι ακατάλυτος με δίχως χαλινά / μα και μ’ ανθούς παράφορα γλαυκούς στεφανωμένους / μες στις καρδιές αλλοτερών ανθρώπων θα τρυπώνεις / όταν εγώ από δω θ’ αποχωρώ / με τη σκηναία θανή που λαχταρώ / αείποτε ακατάβλητη».
Συχνά μέσα στην ίδια στροφική ενότητα συνυπάρχουν όμορφοι και πρωτότυποι στίχοι με τυποποιημένες ή αναμενόμενες φράσεις. Κι αυτό γιατί ο στίχος συχνά είναι φορτωμένος, ενώ αν ελάφρωνε θα γινόταν πολύ πιο δυνατός. Είναι αντιφατικό το ότι αυτό που αποτελεί μια πηγαία δύναμη του ποιητή αποβαίνει αδυναμία λόγω της κατάχρησης και της φραστικής δαψίλειας. Ο στίχος θα γινόταν πιο ισορροπημένος, αν εφαρμοζόταν περισσότερο μέτρο όχι μόνο στο χειρισμό του γλωσσικού υλικού αλλά της ποιητικής στόχευσης. Η πρόθεση να σχεδιαστεί μια πολυεπίπεδη, καλειδοσκοπική σύνθεση που φιλοδοξεί να χωρέσει ένα πλήθος τάσεων και να αρθρωθεί η τελική λέξη στην πνευματική περιπέτεια του υποκειμένου βαραίνει το ποιητικό αποτέλεσμα και επισκιάζει τις αρετές του έργου. Ο γλωσσικός πλούτος, οι υφολογικοί πειραματισμοί, οι τολμηρές μεταφορές, η πεπειραμένη όραση του φυσικού κόσμου είναι αδιαμφισβήτητες αρετές που για να αναδειχτούν χρειάζεται περισσότερη οικονομία και αφαίρεση. Νομίζω ότι ο τριαντάχρονος ποιητής πρέπει να δουλέψει σε αυτή την κατεύθυνση διαλέγοντας από την πανσπερμία του διαθέσιμου υλικού την ευκαρπία του γόνιμου σπόρου.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
*
*
