Η διαφθορά στον δημόσιο βίο

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Η διαφθορά αποτελεί γενική έννοια στην οποία μπορούν να συμπεριληφθούν όλες εκείνες οι συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται ως μορφές κατάχρησης εξουσίας είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Αφορά σε επιλογές που πραγματοποιούνται όχι στη βάση ενός θεσμοθετημένου και νομιμοποιημένου κοινωνικού πλαισίου, αλλά στη βάση εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων, ατόμων ή ομάδων, που έχουν τη δυνατότητα (λόγω της θέσης τους στην ιεραρχία ενός δημόσιου ή ιδιωτικού θεσμού) να λάβουν τη συγκεκριμένη απόφαση. Εξυπακούεται ότι τέτοιου είδους αποφάσεις έρχονται ευθέως σε σύγκρουση με το «δημόσιο συμφέρον» με οποιοδήποτε τρόπο αυτό νοείται σε κάθε εποχή. Συνήθως οι πρακτικές της διαφθοράς γίνονται εμφανείς σε περιόδους κρίσεων των κριτηρίων νομιμότητας όταν και καθίσταται επιτακτική η ανάγκη επαναξιολόγησης τους και πιθανώς η υιοθέτηση νέων.

Η παραβίαση των κανόνων της συλλογικής ζωής και η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά ανάλογα με το υφιστάμενο νομιμοποιητικό πλαίσιο καθορισμού του δημοσίου συμφέροντος καθορίζει και το εννοιολογικό περιεχόμενο της διαφθοράς. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η διαφθορά αποτελεί διεθνές και ταυτόχρονα διαχρονικό φαινόμενο. Υπάρχει με διάφορες μορφές, εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, εμφανίζει πάμπολλα χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα να είναι σχετικά δύσκολο να ευρεθεί ένας κατάλληλος ορισμός που να καλύπτει το σύνολο των διαχρονικών του πτυχών.

Παράλληλα η διαχρονικότητα του, η χωρική του εξάπλωση, αλλά και η παρουσία του σχεδόν στο σύνολο των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, σηματοδοτεί μια συνεχή εξέλιξη και μεταβολή του φαινομένου καθιστώντας δυσκολότερη τη σύλληψη των εκφάνσεών του στην καθημερινότητα. Παρ’ όλα αυτά όμως ουσιαστικά πρόκειται για ένα φαινόμενο σχετικά προβλέψιμο αν όχι ως προς την έκτασή του τουλάχιστον ως προς τις βασικές του εκδηλώσεις.

Η προσέγγιση του ζητήματος της διαφθοράς στον κοινωνικό βίο απαιτεί συνεπώς, την ανάδυση των ειδικών χαρακτηριστικών της συγκυρίας του πολιτικοοικονομικού σχηματισμού εντός του οποίου εκδηλώνεται. Τούτο σηματοδοτεί την ανάγκη αναφοράς στα βασικά χαρακτηριστικά της σημερινής φάσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Αν παραμείνουμε στο πλαίσιο του σημερινού κυρίαρχου και μοναδικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, του καπιταλιστικού και ανατρέξουμε στις απαρχές της δημιουργίας του, οι πράξεις διαφθοράς με τη σημερινή μορφή είναι ορατές από τα μέσα του 18ου αιώνα, δηλαδή την περίοδο όπου επήλθε η σύγκρουση μεταξύ των ανερχομένων αστικών στρωμάτων ως φορέων της νέας οικονομικής νομιμότητας και των ολιγαρχικών στρωμάτων της αριστοκρατίας και των βασιλέων ως φορέων της μέχρι τότε πολιτικής νομιμότητας. (Π. Κονδύλης)

Παρότι αμφισβητούνται ιστορικά οι επιπτώσεις που είχε η διαφθορά των αριστοκρατικών και μοναρχικών θεσμών στην ανάπτυξη των τότε επαναστατικών κινημάτων (Π. Λασκούμ) είναι απολύτως βέβαιη η ύπαρξη της και μάλιστα σε συνεχώς διευρυνόμενο βαθμό. Παρότι ο οποιοσδήποτε συσχετισμός διαφορετικών ιστορικών περιόδων ενέχει κινδύνους, μπορούμε να υποστηρίξουμε τον παραλληλισμό ανάμεσα σε περιόδους όπου όχι μόνον τίθενται τα ζητήματα της νομιμότητας των τρόπων απόκτησης πλούτου αλλά και του τρόπου υποστήριξης που παρέχει η εκάστοτε πολιτική εξουσία στην επιχειρηματική τάξη με διάφορους αδιαφανείς τρόπους.

Η παρατηρούμενη διαχρονική ύπαρξη του φαινομένου της διαφθοράς, αποτελεί επί πλέον μια εμπειρική απόδειξη ότι η υποστηριζόμενη από την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση διχοτομία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας αποτελεί μια απροκάλυπτη ιδεολογική κατασκευή (Κ. Μελάς). Η οικονομία στην ιστορική διαδρομή της στο καπιταλιστικό σύστημα, είναι γνωστό τοις πάσι ότι συνυφάνθηκε ουσιωδώς με παράγοντες συναφείς με την ισχύ και την εξουσία και άρα με την πολιτική.

Χρειάζεται να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι η αστική τάξη, με επί μέρους διαφοροποιήσεις σε εθνικό επίπεδο υποστήριζε μετά μανίας την άποψη της αυτονόμησης της οικονομίας από την πολιτική στα αρχικά στάδια της οικονομικής κυριαρχίας της . Σήμερα παρατηρούμε ότι επανέρχεται στην ίδια θέση σε μια περίοδο όπου παρατηρείται προχωρημένη γήρανση του καπιταλιστικού συστήματος. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η παραπάνω άποψη αποτελούσε ένα απροκάλυπτο μύθευμα. Η ιστορία της πολιτικής διαχείρισης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή η ιστορία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, είτε στην κλασική φιλελεύθερη εκδοχή του, τον 19ο αιώνα, είτε στην αντίστοιχη μαζικοδημοκρατική, μετά κυρίως την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 βρίθει γεγονότων διαφθοράς. Φτάνει κανείς να ενσκύψει με στοιχειώδη προσοχή στην πληθώρα των εξειδικευμένων εργασιών που έχουν δημοσιευθεί αλλά και στις σελίδες του ημερήσιου τύπου της εποχής. Αναφέρω άκρως επιλεκτικά, σταχυολογώντας από αναρίθμητες περιπτώσεις μόνον όσες αφορούν στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού ώστε να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί το επιχείρημα ότι όλα αυτά οφείλονται σε υπολείμματα προκαπιταλιστικών κοινωνικών δομών.

Την απροσμέτρητη διαφθορά του κλασσικού βρετανικού κοινοβουλευτισμού καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι γνωστό ότι στις αρχές του συγκεκριμένου αιώνα οι κυβερνήσεις της Αυτού Μεγαλειότητας διένειμαν τα εύστοχα ονομαζόμενα « κερδοφόρα αξιώματα υπό το Στέμμα » καθώς και διάφορες επικερδείς αργομισθίες μεταξύ των συγγενών τους και των εξαρτημένων από αυτές ατόμων (Ε. Χόμπσμπωμ). Σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς ξεσπούσαν μεταξύ των αυτοδημιούργητων πολιτικών που εξαργύρωναν, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, την αξία της υποστήριξης ή αντίθεσης τους προς τους επιχειρηματίες ή άλλες ομάδες συμφερόντων.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Λόυντ Τζωρτζ (μετέπειτα πρωθυπουργού) και του Ρούφους Άιζαακς (αργότερα προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και Αντιβασιλέως των Ινδιών). Σκάνδαλα ξεσπούσαν επίσης εντός του συνεκτικού ηγετικού στρώματος της άρχουσας τάξης : «όταν πέθανε το 1895 ο Λόρδος Ράντολφ Τσώρτσιλ, πατέρας του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε χρηματίσει υπουργός των Οικονομικών, χρωστούσε γύρω στις 60.000 λίρες στον Ρώτσιλντ. Για να κατανοήσουμε σήμερα το ύψος αυτού του χρέους αρκεί να πούμε ότι το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο 0,4% του συνολικού ποσού που εισέπραξε το βρετανικό κράτος εκείνη την χρονιά από φόρους εισοδήματος (Ε. Χόμπσμπωμ).

Αναφορικά με τις Η.Π.Α. αναφέρω την περίπτωση των αμερικανών τυχοδιωκτών μεγαλοεπιχειρηματιών, μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, οι οποίοι έμειναν στην Ιστορία με το παρατσούκλι «ληστοβαρώνοι». Οι Κορνήλιος Βάντερμπιλτ, Τζιμ Φισκ, Τζέι Γκούλντ, Κόλλινς Π. Χάντιγκτον, Λήλαντ Στάντφορντ, Τσάρλς Κρόκερ, Μαρκ Χόπκινς, Φίλιπ Αρμωρ, Άντριου Κάρνεγκκ, Τζων Ντ. Ροκφέλλερ, Τζων Π. Μόργκαν κ.ά. ήταν άνθρωποι κερδοσκόποι και πρόθυμοι να κυνηγήσουν το πολύ χρήμα οπουδήποτε. Κανένας τους δεν είχε ιδιαίτερους ενδοιασμούς ούτε μπορούσε να έχει σε μια οικονομία και σε μια εποχή όπου η απάτη, η δωροδοκία, η συκοφαντία και τα όπλα αποτελούσαν συνηθισμένες μορφές ανταγωνισμού (Ε. Χόμπσμπωμ).

Τα ίδια και χειρότερα μπορούν να αναφερθούν για χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάδα κ.τ.λ. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε καθ’ όλη την διάρκεια του 20ού αιώνα με αυξομειούμενο ρυθμό. Υιοθετήθηκαν πολλές θεωρίες για να αναλυθεί το φαινόμενο της διαφθοράς (Π. Λασκούμ, Α. Χαιντενχάιμερ, Παγκόσμια Τράπεζα). Όμως η θεωρία που φαίνεται ότι αγγίζει τον πυρήνα της αλήθειας και την οποία υιοθετούμε υποστηρίζει ότι η διαφθορά είναι εγγενές χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου συστήματος, βασίζεται σε τεράστια δίκτυα όπου διαπλέκονται οι δραστηριότητες των εκλεγμένων ή όχι πολιτικών με εκείνες των εγκληματιών, οι δραστηριότητες των ανθρώπων του περιθωρίου με εκείνες των δημοσίων λειτουργών, των επιχειρηματιών με τους θεσμούς της κοινωνίας.

Υπάρχει μια απόλυτη διαπλοκή ανάμεσα στις σύννομες και παρεμβατικές πρακτικές με σκοπό την εξυπηρέτηση μιας κοινωνικής κυριαρχίας. Η εποχή μας αποτελεί το πλέον ορατό παράδειγμα που επιβεβαιώνει την αλήθεια της θεωρητικής αυτής προσέγγισης. Ζούμε σε μια εποχή όπου πραγματοποιούνται τεράστιες αναδιαρθρώσεις των κοινωνικών δομών, σε μεγάλα τμήματα της ανθρωπότητας, με διαφορετικούς βεβαίως ρυθμούς αναλόγως στην περιοχή. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές, γνωστές με την ονομασία παγκοσμιοποίηση είναι απόρροια, σε αντίθεση με το ότι γενικά υποστηρίζεται, ενός πολιτικού σχεδίου που αποσκοπεί στην συνολική υπαγωγή του πλανήτη στη λογική των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Σε αντίθεση με ό,τι μας λένε περί απόλυτης φιλελευθεροποίησης και «ολοκληρωτικής αγοράς», ο «νόμος της αγοράς» δεν καθιερώνεται αυτομάτως με το ελεύθερο παιγνίδι της οικονομίας. Η παγκοσμιοποίηση, η οποία αποτελεί σύγχρονη εκδοχή του ιμπεριαλισμού, στηρίζεται σε δομές αυταρχικής επέμβασης οι οποίες δρουν σε παγκόσμια κλίμακα. Υπάρχει ένα σαφέστατο σύστημα κυριαρχίας που εκπορεύεται από την ισχύ των Η.Π.Α., ως μοναδικής υπερδύναμης, το οποίο υποτάσσει τις θελήσεις του πλανήτη στην πολιτική του βούληση, νομιμοποιούμενο από τους μύθους περί ελεύθερης αγοράς, δημοκρατίας της αγοράς και άλλα τέτοιου είδους μυθεύματα.

Το «Διευθυντήριο των επτά περισσότερο εκβιομηχανισμένων χωρών του Κόσμου», τα πρότυπα «δομικής αναπροσαρμογής» του Δ.Ν.Τ., η «ρυθμιστική δράση της Παγκόσμιας Τράπεζας», οι απροκάλυπτες παρεμβάσεις του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου σε πλανητικό επίπεδο αποτελούν τα μέσα εφαρμογής των πολιτικών σχεδίων των Η.Π.Α. Οι οργανισμοί αυτοί χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, αφού προηγουμένως έχουν απροκάλυπτα εξανδραποδισθεί όλα τα δικαιοαπονεμητικά τους εργαλεία.

Oι νεοεμφανιζόμενες δομές εξουσίας προδιαγράφουν μια οργάνωση του κόσμου κυριαρχούμενη από νέες ολιγαρχίες, στηριγμένες σε κοινωνικές ομάδες και ελίτ, οι οποίες έχουν αποκτήσει μια ισχύ ελέγχου και λήψεων αποφάσεων έξω από το πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των εθνικών κρατών. Η δυναμική αυτών των ολιγαρχιών υπακούει σε μια καθαρά κατακτητική λογική (τον εξαναγκασμό του διεθνούς ανταγωνισμού, ο οποίος αποβαίνει πλέον ηθική επιταγή), έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε για την πρόσφατη ιστορία του κόσμου ως την ιστορία της επιστροφής των κατακτητών.

Δημόσια και ανοικτά ομολογείται ότι προς όφελος ακριβώς αυτών των εξουσιών, στο τελευταίο τέταρτο του προηγουμένου αιώνα αναδομήθηκαν οι οικονομίες και τροποποιήθηκαν οι εθνικές νομοθεσίες και το διεθνές δίκαιο. Η αποκήρυξη του πολιτικού ως φορέα και εγγυητή του γενικού συμφέροντος είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Ποτέ άλλοτε οι κυρίαρχοι του κόσμου δεν ήταν τόσο ολιγάριθμοι, ενώ παράλληλα καμία, προς το παρόν, κοινωνική ή πολιτική δύναμη δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αντισταθεί στις επιδιώξεις τους, τις οποίες συμμερίζεται πλήρως ένας πολιτικός κόσμος που δεν έχει τον ελάχιστο ενδοιασμό να προσαρμοσθεί στα κελεύσματα των καιρών.

Στο σύνολό τους οι κυβερνήσεις των χωρών της Δύσης, ανεξάρτητα των «ιδεολογικών τους» προκηρύξεων καθώς και των κοινωνικών στρωμάτων που επικαλούνται ότι εκπροσωπούν, είτε ονομάζονται χριστιανοδημοκρατικές, συντηρητικές, σοσιαλδημοκρατικές, σοσιαλιστικές είτε όπως αλλιώς, έχουν απολύτως αποδεχθεί την κυριαρχία των Η.Π.Α., συρρικνούμενες στη διαχείριση δημοσιοϊδιωτικών υποθέσεων. Ομοιάζουν περισσότερο με επιχειρήσεις ιδιωτικών συμφερόντων οι οποίες συνάπτουν κοινοπραξίες με ολιγοπωλιακά συγκροτήματα. Η διάβρωση των θεσμών στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες από τα επιχειρηματικά συμφέροντα, ακολουθεί βήμα-βήμα την πρωταρχική διάβρωση των πολιτικών κομμάτων, τα οποία συρρικνούμενα ιδεολογικά στο όνομα του μεσαίου χώρου, αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών βουλήσεων. Η ιδεολογία του νεόκοπου νεοφιλελευθερισμού εφαρμοσμένη στο καθεστώς της μαζικής δημοκρατίας (Π. Κονδύλης) έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα πολιτικής και επιχειρηματικής απάτης που τείνει να εξαπλωθεί στο σύνολο του πλανήτη. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου ο νεοφιλελεύθερος χρηματιστικός και γερασμένος καπιταλισμός της Δύσης και το Νομικό του Δημιούργημα, η κοινοβουλευτική του δημοκρατία βρίσκονται σε έντονη και συνεχή αντιπαλότητα προκαλώντας βασικές ρωγμές στο συνολικό καπιταλιστικό οικοδόμημα όπως το γνωρίσαμε τα τελευταία τριάντα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ανεπιφύλακτος νικητής σ’ αυτή την αντιπαλότητα, βγαίνει ο φονταμενταλισμός της αγοράς. Καταπατάει, διαλύει, αγνοεί, περιφρονεί όσα ο ίδιος διακήρυττε στο πρόσφατο παρελθόν, αναφορικά με το νομικό δικαιϊκό του οικοδόμημα. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση ριζικής υποτίμησης του παραδοσιακού ρόλου της πολιτικής, ο οποίος επικεντρωνόταν στο χειρισμό της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλλά και στον τρόπο αντιπροσώπευσης, και ακόμα περισσότερο, της νομιμοποίησης της πολιτικής δύναμης. «Η κατάργηση των ορίων της πολιτικής συνδέεται με την καθιέρωση νέων κέντρων και πεδίων υποπολιτικής, τα οποία βρίσκονται –πέρα από τους θεσμούς και τις συμβολικές μορφές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– αφ’ ενός στα κέντρα εξουσίας του οικονομικού και επιστημονικού συστήματος και αφ’ ετέρου στα πεδία της αντίστασης και της διαμαρτυρίας των νέων κοινωνικών κινημάτων» (Φ. Ντέππε).

Πλάι στους κυβερνητικούς μηχανισμούς και στα πολιτικά κόμματα που υπηρετούν τους Νέους Ολιγάρχες έχουν επιστρατευθεί τρομακτικού μεγέθους μηχανισμοί, αφενός για να ενσωματώσουν τις συνειδήσεις σ’ ένα σύστημα που εμφανίζεται σαν το μοναδικό ευκταίο ή και εφικτό και αφετέρου για να διαπεράσουν την εμπορευσιμότητα ως τις πιο μύχιες πτυχές της ζωής μας. Οι κοινωνικές ομάδες που αποτελούν τους κύριους μηχανισμούς προώθησης των σχεδίων της νέας ολιγαρχίας είναι: τα στελέχη της τεχνοεπιστήμης (επιστήμονες, ερευνητές, μηχανικοί, διανοούμενοι κ.ά.) οι οποίοι στο όνομα των τεχνολογικών εξελίξεων επιταχύνουν την επικράτηση και την κυριαρχία των πολυεθνικών εταιρειών, η εθνική και διεθνής τεχνογραφειοκρατία, οι υψηλού επιπέδου μάνατζερ του δημοσίου, που η αρμοδιότητα τους είναι να προσδιορίζουν τους κανόνες λειτουργίας και ελέγχου των εφαρμοζομένων μέσων, οι κατασκευαστές ιδεών, συμβόλων, ρητορικής, οι εκπρόσωποι των Μ.Μ.Ε. και της εκπαίδευσης. Επίσης οι χρηματιστές, η λογική των οποίων χαρακτηρίζεται ως λογική αρπαγής. Η παγκόσμια αγορά επιτρέπει στην ομάδα αυτή να δρα με κινήσεις αρπακτικού. Το κράτος σαν οργάνωση κυριαρχίας ορισμένων ομάδων ανθρώπων περιμένει από αυτούς κατευθυντήριες γραμμές για την οικονομική και πολιτική συμπεριφορά του, καθώς και την υποστήριξη των μέτρων του. Και επειδή οι ίδιοι οι ερευνητές ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη και μάλιστα στην πλειοψηφία τους είναι τρόφιμοι του κράτους, το συμφέρον τους φυσικά βρίσκεται σε μια τάξη πραγμάτων που τους καθιστά προνομιούχους. «Κυρίαρχοι σε κυριαρχούμενη θέση, οι οποίοι, κάτω από ειδικούς συσχετισμούς, αγωνίζονται ενάντια στους κυρίαρχους, στηριζόμενοι πάνω στους εντελώς κυριαρχημένους, δηλαδή στους εργαζόμενους και γίνονται οι αρχηγοί του λόγου τους».

Ποιο λοιπόν είναι το συμπέρασμα από όλα όσα αναφέρθηκαν; Το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα των τελευταίων τριών αιώνων γεννά διαρκώς και αενάως τη διαφθορά προφανώς για λόγους που έχουν να κάνουν με τον τρόπο λειτουργίας του. Στην ιστορική του διαδρομή διακρίνονται χρονικές περίοδοι που σηματοδοτούν καταστάσεις κρίσεως, μεταβάσεων, χρηματιστηριακών ευφοριών ή σύγκρουση συμφερόντων όπου τα φαινόμενα της διαφθοράς, νοούμενη ως παραβατική συμπεριφορά του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, αυξάνονται ή μειώνονται. Ουδέποτε βεβαίως εξαλείφονται. Η διερεύνηση, ή ανάδυση και η τιμωρία των φαινομένων της διαφθοράς όταν γίνεται, αντιμετωπίζεται ουσιαστικά ως επί μέρους τμήμα μιας πολιτικής ρύθμισης, στο βαθμό που οργανώνουν την απεικόνιση της κοινωνικής καταισχύνης επιβάλλοντας μια παραδειγματική τιμωρία σε αποδιοπομπαίους τράγους επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την διατήρηση των υφιστάμενων δομών εξουσίας (Π. Λασκούμ).

Ουσιαστικά τα όποια προγράμματα καταπολέμησης της διαφθοράς στοχεύουν στην νομιμοποίηση των υφισταμένων θεσμών και άρα στην διατήρηση τους χωρίς καθόλου να τους αμφισβητούν επιχειρώντας να τους αλλάξουν. Εκείνο όμως που πραγματικά δικαιώνει την παραπάνω άποψη αφορά σ’ αυτό που ονομάζεται «παρανομία των δικαιωμάτων» (Μ. Φουκώ), ή στις μέρες μας υπό μια ευρεία ερμηνεία του όρου, αυτό που ονομάζεται διαπλοκή. Πρόκειται για εκείνες τις παραβατικές συμπεριφορές των κυρίαρχων ελίτ σε συνεργασία με τους ευρισκόμενους σε διατεταγμένη υπηρεσία υπόδουλων σφουγγοκωλάριων της δημόσιας και ιδιωτικής γραφειοκρατίας που καταστρατηγούν τους νόμους που οι ίδιες έχουν θεσπίσει με τεχνάσματα που ανήκουν στα περιθώρια της νομοθεσίας, περιθώρια προβλεπόμενα από τη σιωπηρή τους συγκατάθεση ή που διαμορφώνονται χάρη σε μια έμπρακτη ανεκτικότητα. Οι στημένοι διαγωνισμοί για τα δημόσια έργα, η ψήφιση νόμων που φωτογραφίζουν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, οι διάφορες ομάδες πίεσης, οι δημόσιοι λειτουργοί που μεταπηδούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και αντιστρόφως, η υπεράσπιση ιδιωτικών συμφερόντων με το πρόσχημα δημοσίων δραστηριοτήτων, οι τρόποι χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και κάθε είδους πολιτικών προσώπων καθώς και άλλες πολλές τέτοιου είδους δραστηριότητες, αποτελούν χτυπητά παραδείγματα παραβατικών συμπεριφορών.

Καταλήγοντας πέρα από οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί καλοπροαίρετα στην πάταξη της διαφθοράς η οποία βεβαίως είναι αποδεκτή, το πρόβλημα όπως τουλάχιστον προσπάθησα να δείξω έχει βαθιές ρίζες στα σπλάχνα αυτής της κοινωνίας. Πιστεύω χωρίς δισταγμό ότι χρειάζεται να σκεφθούμε πολύ σοβαρά μέχρι πού φθάνουν τα όρια αυτού του πολιτικοοικονομικού σχηματισμού και των μηχανισμών κυριαρχίας που έχει εγκαθιδρύσει. Είναι πασιφανές ότι η σημερινή κατάσταση αποσύνθεσης των δυτικών κοινωνιών επιβάλλει την αναδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ
(2005)

*