Τηλοψίας εγκώμιον

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Μέσα εκφραστικά στη διάθεσή του ο άνθρωπος είχε ανέκαθεν πάμπολλα. Άλλα φυσικά, προέκταση του σώματός του στον χώρο, και άλλα τεχνητά, μεσολαβημένα από τη σκέψη και την επινοητική φαντασία. Απ’ όλα όμως τα μέσα, όσα αναφάνηκαν στο δρόμο της ιστορίας, ποτέ δεν υπήρξε κάποιο που να δίνει, και να κρίνει ταυτόχρονα, με τόση σαφήνεια, τόση ειλικρίνεια, τέτοια ανελέητη ευθύτητα αυτό το παράδοξο ον που ονομάζουμε άνθρωπο. Το μέσο αυτό είναι η Τηλεόραση.

Δεν εννοώ βέβαια τη λεγόμενη ποιοτική τηλεόραση, δημόσια ή άλλη. Αυτή η λέξη τώρα εικονογραφεί ένα άλλοθι. Εννοώ την άλλη, την στην ουσία μόνη υπαρκτή: την τηλεόραση των ιδιωτικών παθημάτων και των εμπορικών παθών, την τηλεόραση τη φτηνή, τη συμφεροντολόγα, την κατ’ εξοχήν και όντως ούσα τηλεόραση, την trash tv. Μπροστά στο χθαμαλό μεγαλείο της, όλες οι άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, και η πιο επώδυνη τέχνη, και η πιο υψηλόφρων πολιτική, και η πιο μεγάθυμη ιδέα, μοιάζουν με κούκλες άπνοες και φτιασιδωμένες. Κυνηγώντας δήθεν το άπιαστο, απαιτούν ιεραρχίες, σέβονται προσχήματα, προβάλλουν αρχές. Ποθώντας τάχα το βέλτιστο, ψεύδονται κατ’ επάγγελμα, αποκρύπτουν καθ’ έξιν, λιαίνουν, στιλβώνουν, πλαστογραφούν.

Όμως η Τηλεόραση! Η Τηλεόραση, οιστρηλατημένη απ’ την ανάσα των μετρητών της θεαματικότητας, δεν καταλαβαίνει από μεγάλα λόγια. Πληβεία από καταγωγή, ερωμένη του όχλου από απόφαση, δυσπιστεί στα «μεγέθη». Τα σπουδαία έργα τη θλίβουν. Όσο περισσότερο περίφημα, τόσο λιγότεροι θεατές βρίσκονται να τα δουν. Οι πολιτικοί και οι ρήτορες την κουράζουν. Αν είναι επιτυχημένοι, ξέρουν να καλύπτουν τα νώτα τους, όμως αυτά ακριβώς ζητάει να αποκαλύψει εκείνη. Και όχι μόνο νώτα και πισινούς, το δυνατόν ευειδείς, αλλά και εσώρουχα, όσο πιο άπλυτα τόσο το καλύτερο, και εσώψυχα, από αυτά που αιώνες καθωσπρεπισμού μας έκρυβαν ζηλότυπα. Επιθυμίες ανείπωτες, ανεκδήλωτα πάθη, εκείνο το βεβιασμένο χασκόγελο που μόλις κρύβει την απέχθεια και το μίσος, τη φιλεκδικία του υποταγμένου όπου καιροφυλακτώντας γλείφει με πειστικότητα τα πόδια που λογαριάζει να μαχαιρώσει.

Η Τηλεόραση δεν υπόσχεται. Στα ευαγγέλια της πολιτικής ρητορείας, στα προγράμματα και στα μανιφέστα εκείνη αντιτάσσει τον απτό τύπο της πράξης. Εκεί που οι άλλοι μιλούν για τομές, για ανατροπές, για επαναστάσεις, εκείνη τις φέρνει σε πέρας. Στην επικράτειά της, ανά πάσα στιγμή, κάθε μέρα, οι έσχατοι έσονται πρώτοι. Στον σκοτεινό της κόσμο, προϋποθέσεις δεν χωρούν, προϋπηρεσία δεν αναγνωρίζεται, οι πάντες έχουν το δικαίωμα να μιλούν και να κρίνουν πανταχόθεν τα πάντα, δίνοντας έτσι σάρκα και οστά στη μεγαλύτερη κατάκτηση της πολυφωνικής εποχής μας: το διάλογο. Ανίδεοι ειδήμονες να εγκαλούν τους γνώστες· παραθυρόβιοι άεργοι να κατακεραυνώνουν εκείνους που εργάστηκαν· άνοες να νουθετούν τους νουνεχείς: ποιος ριζοσπάστης οραματιστής, ποιος αγωνιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαντάστηκε ποτέ ότι τόση δημοκρατία, τόση ισότητα είναι εφικτή;

Η Τηλεόραση δεν ηθικολογεί. Διδάσκει. Το μόνο δίδαγμα. Τη μόνη αλήθεια. Ότι το μόνο που μετράει είναι η επιτυχία, ότι το μόνο που έχει αξία είναι η δύναμη. Αλλά η δύναμη η ωμή, η γυμνή, η μετρήσιμη, όχι εκείνη η απωθημένη και μεταμορφωμένη και εξιδανικευμένη που τα στερημένα μας ήθη ακόμη δοξάζουν. Η δύναμη η πρωτογενής που πηγάζει από ένα καμπύλο κορμί. Ένα ευτραφές πορτοφόλι. Ένα επίφοβο σκήπτρο. Αυτής της δύναμης φέρνει εμπρός μας τους κόσμους. Για τούτης της δύναμης την απόκτηση δικαιολογεί κάθε θυσία, κάθε θύμα. Δολώνοντας έτσι τους ακόρεστους πόθους μας, δίνει κίνητρο στην ακινησία, χαράσσει οδούς προς την πρόοδο, προτείνει αγωγούς στην παραγωγικότητά μας. Κεντρίζοντας ματαιοδοξίες, συδαυλίζοντας μόνιμους φθόνους, σπάζει την κρούστα της οκνηρίας, της απάθειας, του «καλά είμαι εδώ». Έτσι, παραδειγματίζοντας, χτίζει το Μέλλον.

Η Τηλεόραση δεν είναι τέχνη, κι όμως είναι από τις τέχνες η μέγιστη, η πλέον σύνθετη και συνάμα η πιο δραστική. Είναι το Gesamtkunstwerk που οραματίστηκε ο Βάγκνερ. Είναι η κατάργηση του φραγμού μεταξύ τέχνης και ζωής, μεταξύ μορφής και περιεχομένου που πόθησαν οι μοντερνιστές. Είναι η απόλυτη opera aperta του μετανεωτερισμού μας. Εμπρός στο αχαλίνωτο ζάπιγκ, στο αείρροο κολλάζ που κατασκευάζουν ενώπιόν μας τα τηλεχειριστήρια, τα έργα και του πιο προικισμένου εικαστικού καλλιτέχνη φαντάζουν τέκνα χλωμά πελιδνής φαντασίας. Δίπλα στον θόρυβο που υφαίνουν αενάως οι τηλεοπτικές συσκευές, ακόμη και οι πιο τολμητίες συνθέτες ακούγονται περίπου τραυλοί αναχαράκτες. Ποιος ποιητής αξιώθηκε να γράψει ποίημα λυρικότερο από τις διαφημίσεις των αιθέριων μπιζού και αρωμάτων; Ποια Λάουρα, ποια Βεατρίκη υμνήθηκε πλαστικότερα απ’ ό,τι οι πλαγγόνες της μόδας στα κρυστάλλινα πλατώ της οθόνης; Ποια «Κωμωδία», θεία είτε ανθρώπινη, μπορεί να συναγωνιστεί σε αποκαλυπτική εμβρίθεια την αβυσσαλέα πλοκή ενός reality;

Η Τηλεόραση δεν εξηγεί, γνωρίζει. Ότι τα πάντα ρει. Ότι anything goes. Ότι όλα είναι συγγνωστά, γιατί όλα είναι εξίσου ασήμαντα και κενά. Ότι η μόνη αθωότητα είναι η ενοχή. Ότι, ακόμη, η ενοχή είναι η μόνη αρετή. Η Τηλεόραση δεν ρωτάει ποτέ, γιατί ξέρει, και ξέρει καλά. Ότι ο Παράδεισος είναι η Κόλαση. Και ότι η Κόλαση είναι –για όλους μας– η μόνη ζωή.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ\

*

*

*