Το Τρούμαν Σόου, η Αίγυπτος και οι δικτατορίες στον 21ο αιώνα

001

~.~

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Στη γνωστή και βραβευμένη ταινία The Truman show που σημείωσε θριαμβευτική υποδοχή όταν πρωτοπροβλήθηκε το 1998, ένας νεαρός ενήλικας, ο Τρούμαν, βρίσκεται εν αγνοία του σε μια αλλόκοτη κατάσταση: ολόκληρη η ζωή του, ακόμη και όταν τρώει, ντύνεται ή κοιμάται, είναι ένα ριάλιτι που παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Όλα όσα έζησε, ένιωσε και έκανε, οι φίλοι, οι έρωτες και τα παιδικά του χρόνια, δεν ήταν παρά ένα ψέμα, ένα σόου με σενάριο και τη σκηνοθεσία κάποιου φιλόδοξου και παρανοϊκού σκηνοθέτη. Ώσπου γνωρίζει την Σύλβια, μια κοπέλα που εμφανίζεται στην τεχνητή “ζωή” του αλλά προσπαθεί να του πει όλη την αλήθεια, οπότε την απομακρύνουν γρήγορα από κοντά του. Τελικά, εκείνη αποχωρεί από το ριάλιτι και γίνεται ακτιβίστρια μιας οργάνωσης που επιμένει πως ο Τρούμαν πρέπει να μάθει την αλήθεια, με το σύνθημα «ελευθερώστε τον Τρούμαν». Όταν ο Τρούμαν ανακαλύπτει (σταδιακά) τι του συμβαίνει, ο “σκηνοθέτης” επιχειρεί με κάθε τρόπο να τον πείσει να παραμείνει σε αυτό το σίριαλ, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να δημιουργήσει τεχνητή “θαλασσοταραχή”, ώστε να τον εκφοβίσει, ρισκάροντας ακόμη και την ίδια του τη ζωή (εξάλλου, του έχουν προκαλέσει υδροφοβία). Όταν τελικά βλέπουν ο ένας τον άλλον, ο σκηνοθέτης τον προτρέπει να μείνει μέσα στο τεχνητό και προστατευμένο περιβάλλον που του έχει φτιάξει, διότι είναι πολύ καλύτερο από τον πραγματικό κόσμο. Ωστόσο, ο Τρούμαν γνωρίζει και του είναι πια αδύνατο να έχει την παλιά του “αθωότητα”. Αν όμως ο Τρούμαν γνωρίζει, αυτό δεν σημαίνει ότι κατανοεί τον τρόπο που λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος, ούτε ότι θα μπορούσε να ζήσει σε αυτόν.

Φυσικά, πολλοί παραλληλισμοί της ταινίας έχουν επισημανθεί ώς τώρα: η πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου και η επώδυνη έξοδος από αυτό, ο “θαυμαστός καινούργιος κόσμος” και το επίπονο τίμημα μιας ελεύθερης ζωής, οι ψευδαισθήσεις του μεταπολεμικού “αμερικάνικου ονείρου”, η ανακάλυψη της Αμερικής, τα “χωριά Ποτέμκιν” στην Ρωσία του 18ου αιώνα, η αναγεννησιακή ουτοπία του Τόμας Μορ, καθώς και η δυστοπική κοινωνία του 1984, με κάμερες να καταγράφουν τις κινήσεις μας ανά πάσα στιγμή, είναι μερικοί από αυτούς τους παραλληλισμούς. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι, μερικά χρόνια μετά την ταινία, παρουσιάστηκαν μερικοί πάσχοντες από σχιζοφρένεια που πίστευαν πως βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τον Τρούμαν (ανεπίσημα γνωστό ως “σύνδρομο Τρούμαν”).

Ωστόσο, αυτό που πολλές φορές ξεχνάμε, είναι ότι έτσι είναι η ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε δικτατορίες σήμερα. Σε αυτό στηρίζεται το πρόσφατο δοκίμιο Το σύνδρομο της δικτατορίας (The Dictatorship Syndrome, 2019), του γνωστού Αιγύπτιου μυθιστοριογράφου Αλάα Αλ-Ασουανί από τις εκδόσεις Πατάκη. Αρχικά, σύμφωνα με τη Freedom House (2017), από τις 195 χώρες του κόσμου μας, μόνο οι 87 είναι ελεύθερες (39% των ανθρώπων), ενώ οι 49 είναι μη ελεύθερες (36%) και οι 59 μερικώς μονάχα ελεύθερες (35%).Ο Δυτικός κόσμος σπάνια είχε δικτατορίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (μιας από τις εξαιρέσεις είναι και η χώρα μας). Τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά σε χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής. Μια τέτοια χώρα είναι και η πατρίδα του συγγραφέα, η Αίγυπτος. Όμοια με την Σύλβια, στην ταινία, ο ίδιος έχει στρατευτεί στο επαναστατικό και αντιδικτατορικό κίνημα Κιφάγια, το οποίο δημιουργήθηκε το 2004 ως Αιγυπτιακό Κίνημα Αλλαγής, ενάντια στον τότε πρόεδρο, Χόσνι Μουμπάρακ (1928-2020). Σύμφωνα με τον Αλ-Ασουανί, που είναι και ιατρός (οδοντίατρος), κάθε δικτατορία αποτελεί ένα “σύνδρομο”, μιαν άρρωστη σχέση μεταξύ του λαού και του ηγέτη του. Αυτή η ψυχική ασθένεια τους ωθεί να μη θέλουν πλέον καν να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Το λάιτ-μοτίφ όλων των δικτατοριών είναι ένα «μονομερές όραμα για όλους». Δεν υπάρχει η δυνατότητα να επιλέξει κανείς τα ιδανικά του. Αντίθετα, οφείλει ν προσαρμοστεί στο “κοινό” όραμα, που ο δικτάτορας έχει επιβάλλει για λογαριασμό όλων. Καλός πολίτης μιας δικτατορίας είναι ένας κομφορμιστής, που εμφορείται από τις αξίες του “μικροαστισμού” και θεωρεί απαράδεκτη κάθε επαναστατική πράξη απέναντι στον δικτάτορα. O Αλ-Ασουανί αφηγείται το περιστατικό κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών στην Αίγυπτο (1967), που η νασερική προπαγάνδα παρουσίαζε παντού ένα τεχνητό κλίμα νίκης, τη στιγμή που το Ισραήλ είχε συντρίψει κατά κράτος το αιγυπτιακό κράτος. Μάλιστα, κάθε έξι χρόνια στην Αίγυπτο παίζεται μια σκηνοθετημένη “παράσταση”, κατά την οποία ο πρόεδρος κάνει δημοψήφισμα, το οποίο του δίνει περίπου 99% αποδοχή, και εισπράττει σωρηδόν ευχές και συγχαρητήρια (κάτι σαν την ταινία, που αναφέρθηκε παραπάνω). Η διαφορά ανάμεσα στην “ωριμότητα” των δύο λαών είναι ότι οι Αιγύπτιοι ένιωθαν ανήμποροι δίχως τον Νάσσερ, παρά το γεγονός ότι μόλις τους είχε οδηγήσει σε μια σοβαρή ήττα, ενώ αντίθετα οι Βρετανοί μεταπολεμικά καταψήφισαν τον Τσώρτσιλ παρόλο που τους είχε οδηγήσει στη νίκη ενάντια στον Χίτλερ, από κοινού με τους υπόλοιπους Συμμάχους. Σήμερα, η Αίγυπτος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο “συμπληγάδες” αυταρχισμού: από τη μια μεριά είναι ο στρατός, που έχει την εξουσία, και από την άλλη βρίσκεται το πολιτικό Ισλάμ, που αποπειράται να την καταλάβει. Η δημοκρατία παραμένει ακόμη κάτι απομακρυσμένο και ιδεατό, που ενίοτε περιβάλλεται και από σενάρια συνωμοσίας.

Σύμφωνα με τον Αλ-Ασουανί, δεν υπάρχει δικτάτορας που να μην έχει μεταχειριστεί προς όφελός του κάποιο σενάριο συνωμοσίας. Ο λόγος είναι ότι η συνωμοσιολογία φέρει πολλαπλά οφέλη στους δικτάτορες. Αρχικά, καταστρέφει την εικόνα της αντιπολίτευσης, δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα φόβου, δίνει λευκή επιταγή στον δικτάτορα, δικαιολογεί τον δεσποτισμό και την καταπίεση με το σκεπτικό ότι δεν είναι ακόμη η κατάλληλη στιγμή για δημοκρατία, και τέλος, ευνοεί την απάνθρωπη απεικόνιση και αντιμετώπιση των αντιφρονούντων, δικαιολογώντας οποιαδήποτε πράξη σε βάρος τους “για το κοινό καλό”. Επιπλέον, οι δικτάτορες τείνουν γενικά να προωθούν μεγάλα δημόσια έργα, ώστε να βλέπει όλος ο κόσμος το όνομά τους μέσα από αυτά. Προχωρώντας στην ψυχολογία των δικτατόρων (που ανέκαθεν ήταν άνδρες), ο Αλ-Ασουανί λέει ότι αφενός έχουν ένα τραγικό παρελθόν και αφετέρου χαρακτηρίζονται από μεγαλομανία, ανυπομονησία και ναρκισσισμό: όταν ένας από αυτούς δικτάτορας καταλάβει τελικά την εξουσία, τείνει να ταυτίζει απόλυτα το εθνικό συμφέρον με το πρόσωπό του. Ιστορικά, από τρία διακριτά στάδια περνάει η σταδιοδρομία κάθε δικτάτορα: κατάκτηση απόλυτης εξουσίας, απόκτηση δόξας, και τέλος, πλήρης απομόνωση. Στο τέλος, ο δικτάτορας είναι σχεδόν ανίκανος να εμπιστευτεί κάποιον άλλο, αλλά συγχρόνως είναι και απρόθυμος να μοιραστεί με κάποιον άλλον την εξουσία του. Βάσιμα θα μπορούσε να παρομοιαστεί η ζωή σε μια δικτατορία με τη ζωή του Τρούμαν στην ταινία, με τη διαφορά ότι εκεί το κεντρικό πρόσωπο ήταν το ίδιο που παρακολουθούνταν και ελεγχόταν, αντίθετα με τις δικτατορίες, που το κεντρικό πρόσωπο που προβάλλεται είναι ο μεγαλομανής και νάρκισσος δικτάτορας.

Όσον αφορά τους διανοούμενους, ο δικτάτορας τους αντιμετωπίζει με μια περιφρονητική δυσπιστία, νομίζοντάς τους αφενός αιθεροβάμονες θεωρητικολόγους και αφετέρου φοβούμενος την επίδραση των ιδεών τους στο κοινωνικό σύνολο. Οι διανοούμενοι, ζώντας σε μια δικτατορία, έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν, μετατρεπόμενοι σε υμνητές του δικτάτορα, ή να αντισταθούν με κίνδυνο της φήμης ή και ης ζωής τους. Χώρος για έναν ανεξάρτητο διανοούμενο σε μια δικτατορία, δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση. Γενικότερα, οποιοσδήποτε διαφωνεί με την πολιτική του δικτάτορα, αντιμετωπίζεται όπως ο “άπιστος” από έναν φονταμενταλιστή. Ποιος ο ρόλος της θρησκείας; Σύμφωνα με τον Αλ-Ασουανί, η θρησκεία, με την προβολή των ανθρώπινων ελπίδων σε ένα υπερφυσικό επέκεινα, ευνοεί την παθητικότητα και την υποταγή στον δικτάτορα, οπότε είναι αναγκαίος ο επίσημος διαχωρισμός της από το κράτος, για την έλευση της δημοκρατίας.

Ο συγγραφέας υιοθετεί τη γνωστή διάκριση (βλ. ενδεικτικά το σύντομο βιβλίο της Αν-Κλιμεντίν Λαρόκ, Η γεωπολιτική των ισλαμισμών) ανάμεσα σε “μουσουλμάνους” (πιστοί του Ισλάμ) και “ισλαμιστές” (πολιτικοποιημένοι πιστοί του Ισλάμ που κάνουν ιερό πόλεμο, επιδιώκοντας την ίδρυση ενός παγκόσμιου χαλιφάτου, βασισμένου στις αρχές του Κορανίου όπως τις ερμηνεύουν εκείνοι). Σε γενικές γραμμές, υποστηρίζει, οι μουσουλμάνοι πιστοί όχι απλώς δεν υιοθετούν τον “ισλαμισμό” αλλά είναι και θύματά του. Ο Αλ-Ασουανί δηλώνει ξεκάθαρα πως είναι αντίθετος σε κάθε δικτατορία πρωτίστως για λόγους αρχής. Θεωρεί κάθε δικτατορία ως κατώτερη από μια δημοκρατία, απλώς και μόνον επειδή είναι δικτατορία. Δυστυχώς, παραδέχεται, οι περισσότεροι άνθρωποι δε συμμερίζονται την ίδια στάση και κάθε φορά που ένας δικτάτορας βελτιώνει λίγο το βιοτικό επίπεδο των πολτών του (π.χ. συρρικνώνοντας την ανεργία), πλήθος ατόμων είναι έτοιμα να τον ζητωκραυγάσουν). Το συμπέρασμα του Αλ-Ασουανί είναι απλό και σαφές: η δικτατορία είναι μια ασθένεια για την ανθρωπότητα και η αντιμετώπισή της κρίνεται επείγουσα. Το σύντομο αυτό βιβλίο επιχειρεί να “χτυπήσει το καμπανάκι” για τους πολίτες της Δύσης, που θεωρούν δεδομένες τις στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες. Στον μισό περίπου κόσμο, αυτές οι ελευθερίες παραμένουν ακόμη, για πολλούς ανθρώπους ανά τον κόσμο, τίποτε άλλο από ανεκπλήρωτοι πόθοι. Άραγε θα ακολουθήσουν κι εκείνοι κάποτε την επιλογή του Τρούμαν;

ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ