Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Β΄: Ρωμανός ο Μελωδός | 3. Οι αποδόσεις του Κυριάκου Χαραλαμπίδη (1/2)

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~ 

ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

3. Οι αποδόσεις του Κυριάκου Χαραλαμπίδη (1/2) 

Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes.
Για ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς εδώ.

~.~

Σχεδόν οι μισοί από τους σωζόμενους ύμνους του Ρωμανού σχετίζονται με γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού. Όντας δε αυτοί οι ύμνοι λειτουργικά κείμενα, διόλου ακατανόητα, αφενός μεν, εντός του χριστολογικού πλαισίου αναφοράς τους εκφράζουν με ενάργεια τις θεολογικές αντιλήψεις του Ρωμανού (και/ή της Εκκλησίας), αλλά και αφετέρου αποτέλεσαν και τον κύριο όγκο των μεταφραστικών αποδόσεων των ρωμανικών κοντακίων στα νεοελληνικά.

Τη σύναψη ποιητικού λόγου και θεολογίας στο έργο του Ρωμανού επισημαίνει κι ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης στην εισαγωγή της μεταφραστικής του απόπειρας των τριών ύμνων του Ρωμανού: «βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο η θεολογία να διατυπώνεται ποιητικά και κατά τούτο ακριβώς μετάγεται σε υψηλή θεολογική λειτουργία, καθώς η ποίηση υπερέχει του άκαμπτου δογματικού λόγου». Και χωρίς να λησμονά «πως μεταφράζουμε κείμενο λειτουργικό (εκκλησιαστικό), συγκεκριμένης μάλιστα εποχής», εξηγεί και αιτιολογεί ευκρινέστερα τον τρόπο που εργάστηκε: «Σ’ αυτή μου την προσπάθεια χειρίστηκα τις λέξεις ως μουσικό όργανο διαμορφωμένο από την αδιάσπαστη ενότητα της γλώσσας μας. Σε μερικά σημεία της μετάφρασης αφήνω αυτούσιο το κείμενο του Ρωμανού […] Ήθελα να προσδώσω με την τεχνική του κολλάζ ένα άλλο άρωμα στα κείμενα και κείνη τη χρωματική πολυφωνία, που να κυμαίνεται ανάμεσα στη νεοελληνική και τη βυζαντινή εκδοχή της γλώσσας μας, ώστε να φέρνει κοντύτερα στη θρησκευτική ατμόσφαιρα των κοντακίων […] Το κείμενο του Ρωμανού αποζητεί ένα ευρύτερο άνοιγμα της γλώσσας, δημιουργεί την προοπτική για μια διαπίδυση στοιχείων, που αντλούνται από τις ποικίλες φάσεις της γλώσσας μας. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση της γλωσσικής τυπολατρίας και την κατάργηση των στεγανών που διαχωρίζουν την αρχαία ελληνική από τη βυζαντινή και τη νεότερη». Κι υπογραμμίζει καταληκτικά πως στόχος του σταθερός, παραμένει «βέβαια να μεταφράζουμε ως εάν να γράφουμε ένα ποίημα: ένα δικό μας ποίημα. Το κείμενο που μεταφράζουμε να γίνει δικό μας, να περάσει στο αίμα μας, να πάρει πνοή. Ύστερα να βγει στην επιφάνεια και ν’ αποδοθεί στον κύριό του ― το συγγραφέα από τον οποίο προέρχεται».

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης δημοσίευσε μεταφρασμένους αρχικά δύο ύμνους του Ρωμανού το 1988 και στη συνέχεια, με την προσθήκη ενός επιπλέον, τους επανέκδωσε το 1997.  Με γνώμονα τη γνωριμία του κοινού με το μεγαλύτερο θεματικό εύρος της ποίησης του Ρωμανού, επιλέγουμε για την ανθολόγησή μας δύο από αυτούς, με την ευγενική και εγκάρδια συναίνεση του ίδιου του ποιητή, τον οποίο και από εδώ θερμά ευχαριστούμε.

~.~

 

~.~

ΥΜΝΟΣ ΛΣΤ´
( «κοντάκιον εἰς τὴν ἁγίαν γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» XI-2)

Αὐτὸς ποὺ πρὶν ὁ κόσμος γεννηθεῖ γεννιόταν
αἰώνια ἐκ πατρὸς χωρὶς μητέρα
στὴ γῆ χωρὶς πατέρα σήμερα σαρκώθηκε ἀπὸ σένα·
γι’ αὐτὸ τ’ ἀστέρι εὐαγγελίζεται σὲ μάγους
κι ἄγγελοι μὲ ποιμένες ἀνυμνοῦν
τὴν ἄφραστή σου γέννηση,
ἡ κεχαριτωμένη.

α΄
Τὸν ἀγεώργητο βότρυ βλασταίνοντας ἡ ἄμπελος
σὰν πάνω σὲ κλαριῶ ἀγκαλιὰ βαστοῦσε κι ἔλεγε:
«Εἶσαι ὁ καρπός μου καὶ ἡ ζωή μου κι ἀπὸ σένα γνώρισα
κεῖνο ποὺ ἤμουν καὶ εἶμαι· εἶσαι μου ὁ Θεός.
Θωρώντας τὴν παρθενικὴ σφραγίδα μου ἀνάλλαχτη
σὲ λέγω ἀμετάβλητο Λόγο ποὺ ἐγίνης σάρκα·
δὲ γνώρισα τὸν ἄντρα· σένα γνώρισα
τὸν καταλύτη τῆς φθορᾶς·
εἶμαι ἁγνή, γιατί βλασταίνεις ἀπὸ μένα·
ὅπως τὴ μήτρα μου εὕρηκες τὴν ἄφησες
καὶ σώα τὴ διαφύλαξες. Γιὰ τοῦτο
ἡ φύσις ὅλη συγχορεύει κράζοντας
ἡ κεχαριτωμένη.

β΄
Δὲν ἀθετῶ τη χάρη σου, πείρᾳ της ἔχω δέσποτα·
οὐδὲ ἀμαυρώνω τὴν ἀξία, ποὺ μοῦ ᾽λαχε
νὰ σὲ γεννήσω· ἔτσι στὸν κόσμο βασιλεύω·
τὸ κράτος τὸ δικό μου βάστασα στὴ γαστέρα μου,
γι᾽ αὐτὸ κι ἐγὼ τὰ πάντα ἐξουσιάζω.
Τὴ φτώχεια μου μετέβαλες μὲ συγκατάβασή σου·
μόνος σου ταπεινώθηκες καὶ τὸ γένος μου ὕψωσες.
Ὥρα λοιπὸν νὰ εὐφραίνεσθε ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός,
γιατὶ τὸν ποιητή σας στὰ δυὸ βαστάζω χέρια μου.
Οἱ γηγενεῖς ξεχάστε τὰ λυπηρὰ κι ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὴ χαρά,
ποὺ βλάστησε ἀπὸ κόλπους ἀμιάντους καὶ ἄκουσα
ἡ κεχαριτωμένη».

γ΄
Καθὼς ἡ Θεοτόκος τὸ βλαστάρι της
ὑμνολογοῦσε καὶ κανάκευε τὸ βρέφος
ποὺ μόνη ἔφερε στὸν κόσμο, τὴν ἀγροίκησε
ἡ Εὔα ποὺ μ’ ὀδύνες γέννησε τὰ τέκνα της
καὶ κράζει στὸν Ἀδὰμ καταχαρούμενη:
«Ποιά στὰ καλά μου αὐτιὰ φωνὴ γυναίκας ἤχησε
τώρα ἀπὸ κείνη, ποὺ τῆς εἶχα τὴν ἐλπίδα μου,
παρθένο ποὺ γεννάει τῆς κατάρας τὴ λύτρωση
κι ἄρκεσεν ἡ φωνή της νὰ μοῦ λύσει
τὰ φοβερὰ δεινὰ κι ὁ γόνος της πληγώνει
ἐκεῖνον ποὺ μὲ πλήγωσε, αὐτὴν
ποὺ ἔχει ὁ Ἠσαΐας προαναγγείλει,
ἡ ράβδος τοῦ Ἰεσσαί, ποὺ βλάστησε γιὰ μένα
κλαδί, ποὺ ἅμα τὸ φάγω δὲν πεθαίνω,
ἡ κεχαριτωμένη.

δ΄
Ἄκου τῆς χελιδόνας τ᾽ ὀρθρινὸ γιὰ μὲ γλυκοκελάδημα,
τὸν ἰσοθάνατο ὕπνο σου ἄφησε, Ἀδάμ, κι ἐγείρου·
ἄκουσ᾽ ἐμὲ τὸ ταίρι σου. Ἐγὼ ποὺ παλαιά
πτώση προξένησα στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων τώρα τ᾽ ἀνορθῶ.
Αὐτὰ ποὺ γίνονται ἀπὸ θάμα κατανόησε·
δὲς τὴ γυναίκα ποὺ δὲ γνώρισε ἄντρα
πῶς σὲ θεράπευσε ἀπ᾽ τὸ τραῦμα μὲ τὴ γέννα της·
κάποτε μὲ κατάφερεν ὁ ὄφις καὶ παινιόνταν,
μὰ τώρα βλέποντας αὐτοὺς πού ᾽ναι ἀπὸ μᾶς, φεύγει συρτά.
Ἐνάντιά μου σήκωσε κεφάλι, τώρα ταπεινὰ
καλοκρατεί, δὲν περιπαίζει, τρέμει αὐτὸν ποὺ γέννησε
ἡ κεχαριτωμένη».

ε΄
Ὁ Ἀδὰμ τοὺς λόγους ἄκουσε ποὺ ἔπλεξε ἡ γυναίκα του,
τινάζει ἀπὸ τὰ βλέφαρα γοργὰ τὸ βάρος,
συνέρχεται ἀπ᾽ τὸν ὕπνο καὶ τ᾽ αὐτί του ἀνοίγοντας,
ποὺ τό ᾽φραξε ἡ παρακοή, αὐτὰ τῆς κρένει:
«Λιγυροῦ ἀκούω κελαδήματος, τερπνοῦ δὲ μινυρίσματος,
αλλὰ τοῦ μελίσματος νῦν ὁ φθόγγος οὐ τέρπει με·
γυνὴ γάρ ἐστιν, ἧς καὶ φοβοῦμαι τὴν φωνήν·
ἔχω πικρή της πείρα· φοβοῦμαι τὴ γυναίκα·
ὁ ἦχος της μὲ θέλγει ὁ λιγυρός, τ’ ὄργανο μὲ κραδαίνει,
μὴ καὶ παραπλανήσει με ὅπως τότε
καὶ τὴν ντροπὴ ἐπιφέρει
στὴν κεχαριτωμένη».

ς΄
«Ἄντρα, λογάριασε σωστὰ τὰ λόγια τῆς γυναίκας σου·
πικρὲς δὲ θὰ μὲ βρίσκεις νὰ δίνω συμβουλές·
κυλήσανε τ᾽ ἀρχαῖα καὶ τὰ πάντα νέα
τὰ φανερώνει ὁ γόνος τῆς Μαρίας Χριστός.
Πιὲς ἀπὸ τὴ δροσιά του κι ἀμέσως ἐξανθίζεις·
ἀναστυλώσου ὡς στάχυς· ἡ ἄνοιξη σ᾽ ἀγγίζει,
Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ πνέει ὡς γλυκυτάτη αὔρα.
Τὴν ἄγριαν ἀποφεύγα λάβρα ποὺ σὲ τυλίγει,
ἔλα μαζὶ νὰ πᾶμε στὴ Μαριὰμ
καὶ τ᾽ ἄχραντα ν᾽ ἀγγίσουμε ποδάρια
κι εὐτὺς θὰ σπλαχνιστεῖ
ἡ κεχαριτωμένη».

ζ΄
«Κατάλαβα, γυναίκα, τὸ βαθὺ τῆς ἄνοιξης
καὶ τῆς χαμένης παραδείσου τὴν ἀπόλαυση·
τώρα θωρῶ παράδεισον νέον ἄλλον,
τὴν Παρθένο νὰ κρατᾷ στὴν ἀγκαλιά της
αὐτὸ τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ποὺ κάποτ᾽ ἕνα χερουβίμ
ξάγρυπνο φύλαγε νὰ μὴν τὸ ἀγγίσω.
Τώρα λοιπὸν ἀνέγγιχτο θωρῶ το νὰ βλασταίνει
κι ἔνιωσα, σύντροφέ μου, τὴν πνοή
τὴ ζωογόνα, ποὺ ἐμένα πού ᾽μουν σκόνη
καὶ ἄψυχος πηλός, ψυχή μοῦ δίνει.
Δυναμωμένος ἀπ᾽ τὴν εὐωδιά της
θὰ πορευθῶ πρὸς τὴν ἀνθοῦσα τὸν καρπὸ τῆς ζωῆς μας,
τὴν κεχαριτωμένη».

η΄
«Νά με μπροστὰ στὰ πόδια σου, Παρθένε, μῆτερ, ἄμωμε,
κι ὁ κόσμος ὅλος μέσῳ μου στὰ πόδια σου εἶναι.
Μὴν ἀποστρέφεσαι τὴν Εὔα την τεκούσα,
γιατὶ ὁ δικός σου τώρα τόκος ἀναγέννησε
ἐκείνους ποὺ βουλιάξανε στὴν ἁμαρτία
καὶ ρίχτηκαν στὸν Ἅδη ἕνεκα τοῦ Ἀδάμ·
λυπήσου, θυγατέρα, τοῦ πατέρα σου τοὺς στεναγμούς·
τὰ δάκρυά μου βλέποντας σπλαχνίσου,
κλίνε τ᾽ αὐτί σου μαλακὰ στοὺς ὀδυρμούς μου·
τὰ ράκη αὐτὰ ποὺ βλέπεις νὰ φορῶ μοῦ τὰ ὕφανεν
ὁ ὄφις· τὴν πενία μου ἄμειψε
μπροστὰ σ᾽ αὐτὸν ποὺ γέννησες
ἡ κεχαριτωμένη».

θ΄
«Ἐλπίδα τῆς ψυχῆς μου, κι ἐμὲ τῆς Εὔας ἄκουσε
τώρα, κι ἀπὸ τὸ μίασμα νὰ λυτρώσεις
ἐκείνην ποὺ γεννᾶ μέσ᾽ ἀπὸ λύπες,
γιατὶ τὸ ξέρεις πὼς ἐγὼ πιὸ ἀπ᾽ ὅλους
βαθιὰ μὲς στὴν ψυχή μου ὑποφέρω
ἀπὸ τοὺς ὀδυρμοὺς τοῦ Ἀδάμ· ὅταν θυμᾶται
τὴ γλύκα της παράδεισος, μαζί μου τά ᾽χει,
μὲ κατακρίνει λέγοντας “εἴθε μὴ τῆς πλευρᾶς μου
ἐβλάστησας·
καλὸν ἦν μὴ λαβεῖν σὲ εἰς βοήθειάν μου·
οὐκ ἔπιπτον γὰρ νῦν εἰς τοιοῦτον βυθόν”.
Κι ἐγὼ λοιπὸν μὴ ἀντέχοντας τὸν ἔλεγχο
καὶ τὸν κατακριμὸ σκύβω κεφάλι,
ὅσο νὰ τὸ θελήσεις ν᾽ ἀνορθώσεις με,
ἡ κεχαριτωμένη».

ι΄
Οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Μαρίας τὴν Εὔα θωρώντας
καὶ τὸν Ἀδὰμ κοιτώντας νὰ δακρύζει προστρέχουν·
μὰ συγκρατεῖται καὶ μαθαίνει νὰ νικᾶ τὴ φύση,
αὐτὴ ποὺ ὑπὲρ τὴν φύσιν τὸν Χριστὸ εἶχε γιό·
ἀλλὰ τὰ σπλάχνα της δὲν ἠσυχάζαν
γιατὶ συνέπασχε μὲ τοὺς γονεῖς·
στὸν ἐλεήμονα μητέρα σπλαχνικὴ
ταίριαζε, καὶ γιὰ τοῦτο τοὺς λαλεῖ:
«Παύσασθε τὸν θρῆνον ὑμῶν
καὶ πρέσβυς ὑμῶν γίνομαι πρὸς τὸν ἐξ ἐμοῦ·
σεῖς δὲ νὰ διώξετε τὴ συμφορά
γιατὶ ἔχω γεννήσει τὴ χαρά·
γιὰ τοῦτο φτάνω τώρα νὰ ἐκπορθήσω
τὰ σχετικὰ τῆς λύπης,
ἡ κεχαριτωμένη.

ια΄
Υἱὸν οἰκτίρμονα ἔχω καὶ λίαν ἐλεήμονα,
ἐξ ὅσων ξέρω ἐκ πείρας. Προσέχω πόσο γνοιάζεται.
Τὸ πῦρ κατοίκησέ μου τὴ γαστέρα
καὶ δὲν κατέκαψε τὴν ταπεινὴν ἐμένα.
Ὅπως συγκατανεύει στὰ τέκνα του ὁ πατέρας,
συγκατανεύει ὁ γόνος μου σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν φοβοῦνται,
καθὼς τὸ προφητεύει καὶ ὁ Δαβίδ·
δεχτεῖτε μὲ λοιπὸν καὶ μὴ δακρύζετε
νὰ γίνω ἐγὼ μεσίτρια πρός τὸν ἐξ ἐμοῦ,
γιατὶ ᾽ναι αἰτία χαρᾶς ὁ γεννηθείς,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Ἡσυχασμὸ νὰ ἔχετε, ὄχι λύπη·
τὶ πρὸς αὐτὸν εἰσέρχομαι
ἡ κεχαριτωμένη».

ιγ΄
Ὡς τὶς δεήσεις ἔφερεν ἡ ἄμωμος
στὸ βασιλέα Θεὸ ποὺ κείτονταν σὲ φάτνη,
τίς πῆρε αὐτὸς εὐτὺς αὐτὲς καὶ ὑπέγραφεν
κι ὅσα γινῆκαν ἔσχατα ἑρμηνεύει λέγοντας:
«Ὦ μῆτερ καὶ διὰ σὲ καὶ διὰ σοῦ σώζω αὐτούς.
Γιατὶ ἂν δὲν ἦρθα νὰ τοὺς σώσω, δὲ θὰ κατοικοῦσα
μέσα σου, δὲ θ᾽ ἀνέλαμπα στὴ γέννηση,
δὲ θὰ μὲ ἄκουγες μάνα νὰ σὲ φωνάζω.
Γιὰ τὸ δικό σου γένος τὴ φάτνη κατοικῶ,
τὰ στήθη τὰ δικά σου θέλω καὶ βυζαίνω.
Μ᾽ ἔχεις στὴν ἀγκαλιά σου γιὰ χατίρι τους·
τὸν ποὺ δὲν βλέπει μήτε ἀγγέλου μάτι,
ἰδοὺ θωρεῖς, βαστάζεις καὶ χαϊδεύεις με,
ἡ κεχαριτωμένη.

ιδ΄
Σὲ διάλεξα μητέρα ὁ πλαστουργὸς τῆς κτίσης,
σὰν βρέφος μεγαλώνω ὁ τέλειος ἐκ τελείου·
στὰ σπάργανα τυλίγομαι γιὰ ἐκείνους ποὺ παλαιὰ
δερμάτινους φορέσαν ἀπὸ τὰ ζῶα χιτῶνες,
κι ἀγαπητὸ σὲ μένα εἶναι τὸ σπήλαιο
γιὰ χάρη ὅσων μισῆσαν τὴν τρυφή
καί τὴν παράδεισο καὶ τὴ φθορὰ ἀγαπῆσαν
καὶ παραβῆκαν τὴ ζωηφόρα ἐντολή.
Κατέβηκα στὴ γῆ γιὰ νά ᾽χουν ἄφθαρτη ζωή·
κι ἂν μάθεις πὼς θὰ σταυρωθῶ, σεμνή, καὶ θανατώθηκα
γι᾽ αὐτούς, θὰ δονηθεῖς καὶ θὰ θρηνήσεις
μαζὶ μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης
ἡ κεχαριτωμένη».

ιε΄
Ἀλλὰ σὰν εἶπε αὐτὰ ὁ πλάστης κάθε γλώσσας
καὶ τῆς μητέρας του γοργὰ ὑπογράφει
τὴ δέηση, τοῦ εἶπε καὶ ἡ Μαρία:
«Ἐὰν λαλήσω, μὴ ὀργισθῇς μοι τῇ πηλῷ,
ὦ πλαστουργέ·
μιλῶ ἀνοιχτὰ στὸ τέκνο μου· παίρνω τὸ θάρρος
ὡς μάνα σου, γιατί σὲ μένα ἡ γέννα σου
δίνει κάθε δικαίωμα νὰ καυχῶμαι.
Αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ κάνεις, τί εἶναι, θέλω νὰ τὸ μάθω·
μὴ μοῦ ἀποκρύψεις τὴ βουλὴ ποὺ πῆρες
ἀπὸ αἰῶνες· ἄνθρωπο σὲ γέννησα ὅλον·
τὸ σχέδιό σου πὲς πού ᾽χεις γιὰ μᾶς,
ἵνα μάθω καὶ ἐκ τούτου οἵας ἔτυχον χάριτος
ἡ κεχαριτωμένη».

ις΄
«Νικῶμαι διὰ τὸν πόθον ὃν ἔχω πρὸς τὸν ἄνθρωπον,
εἶπε ὁ ποιητής. Ἐγώ, δούλη καὶ μῆτερ μου,
δὲ θὰ σοῦ δώσω λύπη, θὰ σοῦ μάθω
ὅσα θέλω νὰ πράξω, τὴν ψυχή σου
θὰ θεραπεύσω, Μαριάμ.
Αὐτὸν ποὺ σὺ στὰ χέρια σου κρατεῖς
σὲ λίγο χρόνο θὰ μὲ δεῖς μὲ τὰ καρφιὰ
στὰ χέρια, ἀπ᾽ ἀγάπη γιὰ τὸ γένος σου·
ὃν σὺ γαλουχεῖς, ἄλλοι ποτίσουσι χολήν·
ὃν καταφιλεῖς, μέλλει πληροῦσθαι ἐμπτυσμῶν·
ὃν ζωὴν ἐκάλεσας, ἔχεις ἰδεῖν κρεμάμενον ἐν σταυρῷ
καὶ δακρύσεις ὡς θανόντα, ἀλλ᾽ ἀσπάσῃ μὲ ἀναστάντα
ἡ κεχαριτωμένη.

ιζ΄
Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ θέληση δική μου
θὰ δοκιμάσω, γιὰ ὅλα ἐτοῦτα αἰτία θὰ εἶναι
ἡ θεϊκὴ διάθεση ποὺ παλαιόθεν
ἴσαμε τώρα δείχνω στοὺς ἀνθρώπους
ζητώντας νὰ τοὺς σώσω».
Ἡ Μαριὰμ μόλις ἀκούει αὐτὰ βαθιὰ στενάζει
καὶ κράζει: «Ὦ βότρυς μου, μὴ σὲ συνθλίψουν
στὸ πατητήρι οἱ ἄνομοι! Ἐβλάστησά σε·
νὰ μὴν ἀντικρίσω τοῦ παιδιοῦ μου τὴ σφαγή!»
Αὐτὸς δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπε αὐτά:
«Πάψε νὰ κλαῖς, μητέρα, γιὰ κεῖνο ποὺ ἀγνοεῖς·
ἂν δὲν συντελεστεῖ τὸ πράγμα, θὰ χαθοῦν
ὅλοι αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους μὲ ἱκετεύεις
ἡ κεχαριτωμένη.

ιη΄
Το θάνατο, μητέρα μου, θεώρησέ τον ὕπνο,
Γιατὶ μὲ θέλησή μου ἐγὼ θὰ μείνω
τρεῖς μέρες μὲς στὸ μνῆμα, κι ὕστερα θὰ μὲ δεῖς
ν᾽ ἀναβιώνω ἀνακαινίζοντας τὴ γῆ καὶ τοὺς ἐκ γῆς.
Αὐτά, μητέρα, σ᾽ ὅλους ν᾽ ἀναγγείλεις•
Σ᾽ αὐτὰ νὰ σ᾽ εὕρει πλησμονή, σὲ τοῦτα νὰ στηρίξεις
τὴ βασιλεία σου, μ᾽ αὐτὰ ν᾽ ἀγαλλιάσεις».
Βγῆκεν εὐτὺς ἡ Μαριὰμ καὶ βρῆκε τὸν Ἀδάμ
κι ἔφερεν τὴν καλὴ στὴν Εὔαν ἀγγελία·
τοὺς λέει: «Ἐγγίζει πιὰ ὁ καιρός, ὡς τότε νὰ ἡσυχάζετε·
γιατί ἀκούσατε ἀπ᾽ αὐτὸν τὰ ὅσα θὰ ὑπομείνει
γιὰ σᾶς ποὺ μὲ φωνάζετε
ἡ κεχαριτωμένη».

Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, Τρεῖς ὕμνοι, Εἰσαγωγή-μτφρ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Άγρα, Αθήνα 1997, σ. 25-41.

~.~

ΥΜΝΟΣ ΛΣΤ´
κοντάκιον εἰς τὴν ἁγίαν γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» XI-2)

Ἕτερον κοντάκιον εἰς τὴν ἁγίαν γέννησιν
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
τ ο ῦ  τ α π ε ι ν ο ῦ  Ῥ ω μ α ν ο ῦ
ἦχος πλ. β΄, ἰδιόμελον.

Π ρ ο ο ί μ ι ο ν

Ὁ πρὸ ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθεὶς
ἐπὶ γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη σήμερον ἐκ σοῦ·
ὅθεν ἀστὴρ εὐαγγελίζεται μάγοις,
ἄγγελοι δὲ μετὰ ποιμένων ὑμνοῦσι
τὸν ἄσπορον τόκον σου, ἡ κεχαριτωμένη.

(1) Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα ἡ ἄμπελος
ὡς ἐπὶ κλάδων ἀγκάλαις ἐβάσταζε καὶ ἔλεγεν·
«Σὺ καρπός μου, σὺ ζωή μου,
<σὺ> ἀφ’ οὗ ἔγνων ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός,
τὴν σφραγῖδα τῆς παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον,
κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον σάρκα γενόμενον.
Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς·
ἁγνὴ γάρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ·
ὡς γὰρ εὗρες ἔλιπες μήτραν ἐμήν,
φυλάξας σώαν αὐτήν· διὰ τοῦτο συγχορεύει
πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Ἡ κεχαριτωμένη.

(2) Οὐκ ἀθετῶ σου τὴν χάριν ἧς ἔχω πεῖραν, δέσποτα·
οὐκ ἀμαυρῶ τὴν ἀξίαν ἧς ἔτυχον τεκοῦσά σε·
τοῦ γὰρ κόσμου βασιλεύω·
ἐπειδὴ κράτος τὸ σὸν ἐβάστασα γαστρί, πάντων κρατῶ·
μετεποίησας τὴν πτωχείαν μου τῇ συγκαταβάσει σου,
σαυτὸν ἐταπείνωσας καὶ τὸ γένος μου ὕψωσας.
Εὐφράνθητέ μοι νῦν ἅμα, γῆ καὶ οὐρανός·
τὸν γὰρ ποιητὴν ὑμῶν βαστάζω ἐν χερσί·
γηγενεῖς, ἀπόθεσθε τὰ λυπηρά,
θεώμενοι τὴν χαρὰν ἣν ἐβλάστησα ἐκ κόλπων
ἀμιάντων, καὶ ἤκουσα· Ἡ κεχαριτωμένη.»

(3) μνολογούσης δὲ τότε Μαρίας ὃν ἐγέννησε,
κολακευούσης δὲ βρέφος ὃ μόνη ἀπεκύησεν,
ἤκουσεν ἡ ἐν ὀδύναις
τεκοῦσα τέκνα, καὶ γηθομένη τῷ Ἀδὰμ Εὔα βοᾷ•
«Τίς ἐν τοῖς ὠσί μου νῦν ἤχησεν ἐκεῖνο ὃ ἤλπιζον;
Παρθένον τὴν τίκτουσαν τῆς κατάρας τὴν λύτρωσιν,
ἧς μόνη φωνὴ ἔλυσέ μου τὰ δυσχερῆ
καὶ ταύτης γονὴ ἔτρωσε τὸν τρώσαντά με·
ταύτην ἣν προέγραψεν υἱὸς Ἀμώς,
ἡ ῥάβδος τοῦ Ἰεσσαὶ ἡ βλαστήσασά μοι κλάδον
οὗ φαγοῦσα οὐ θνήξομαι, ἡ κεχαριτωμένη.

(4) Τῆς χελιδόνος ἀκούσας κατ’ ὄρθρον κελαδούσης μοι,
τὸν ἰσοθάνατον ὕπνον, Ἀδάμ, ἀφεὶς ἀνάστηθι·
ἄκουσόν μου τῆς συζύγου·
ἐγὼ ἡ πάλαι πτῶμα προξενήσασα βροτοῖς νῦν ἀνιστῶ.
Κατανόησον τὰ θαυμάσια, ἰδὲ τὴν ἀπείρανδρον
διὰ τοῦ γεννήματος ἰωμένην τοῦ τραύματος·
ἐμὲ γάρ ποτε εἷλεν ὁ ὄφις καὶ σκιρτᾷ,
ἀλλ’ ἄρτι ὁρῶν τοὺς ἐξ ἡμῶν φεύγει συρτῶς·
κατ’ ἐμοῦ μὲν ὕψωσε τὴν κεφαλήν,
νυνὶ δὲ ταπεινωθεὶς κολακεύει, οὐ χλευάζει,
δειλιῶν ὃν ἐγέννησεν ἡ κεχαριτωμένη.»

(5) δὰμ ἀκούσας τοὺς λόγους οὓς ὕφανεν ἡ σύζυγος,
ἐκ τῶν βλεφάρων τὸ βάρος εὐθέως ἀποθέμενος
ἀνανεύει ὡς ἐξ ὕπνου
καὶ οὖς ἀνοίξας ὃ ἔφραξε παρακοὴ οὕτως βοᾷ·
«Γλυκεροῦ ἀκούω κελαδήματος, τερπνοῦ μινυρίσματος,
ἀλλὰ τοῦ μελίζοντος νῦν ὁ φθόγγος οὐ τέρπει με·
γυνὴ γάρ ἐστιν, ἧς καὶ φοβοῦμαι τὴν φωνήν·
ἐν πείρᾳ εἰμί, ὅθεν τὸ θῆλυ δειλιῶ·
ὁ μὲν ἦχος θέλγει με ὡς λιγυρός,
τὸ ὄργανον δὲ δονεῖ μὴ ὡς πάλαι με πλανήσῃ
ἐπιφέρουσα ὄνειδος ἡ κεχαριτωμένη.

(6) —Πληροφορήθητι, ἄνερ, τοῖς λόγοις τῆς συζύγου σου·
οὐ γὰρ εὑρήσεις με πάλιν πικρά σοι συμβουλεύουσαν·
τὰ ἀρχαῖα γὰρ παρῆλθε
καὶ νέα πάντα δείκνυσιν ὁ τῆς Μαριὰμ γόνος Χριστός.
Τούτου τῆς νοτίδος ὀσφράνθητι καὶ εὐθέως ἐξάνθησον,
ὡς στάχυς ὀρθώθητι· τὸ γὰρ ἔαρ σε ἔφθασεν,
Ἰησοῦς Χριστὸς πνέει ὡς αὔρα γλυκερά·
τὸν καύσωνα ᾧ ἦς ἀποφυγὼν τὸν αὐστηρόν,
δεῦρο ἀκολούθει μοι πρὸς Μαριάμ,
καὶ αὐτῆς πρὸ τῶν ποδῶν ἐρριμένους θεωροῦσα
εὐθέως σπλαγχνισθήσεται ἡ κεχαριτωμένη.

(7) —γνων, ὦ γύναι, τὸ ἔαρ καὶ τῆς τρυφῆς ὀσφραίνομαι
ἧς ἐξεπέσαμεν πάλαι· καὶ γὰρ ὁρῶ παράδεισον
νέον, ἄλλον, τὴν παρθένον
φέρουσαν κόλποις αὐτὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ὅπερ ποτὲ
Χερουβὶμ ἐτήρει τὸ ἅγιον πρὸς τὸ μὴ ψαῦσαι <ἐ>μέ·
τοῦτο τοίνυν ἄψαυστον ἐγὼ βλέπων φυόμενον,
ᾐσθόμην πνοῆς, σύζυγε, τῆς ζωοποιοῦ
τῆς κόνιν ἐμὲ ὄντα καὶ ἄψυχον πηλὸν
ποιησάσης ἔμψυχον· ταύτης νυνὶ
τῇ εὐοσμίᾳ ῥωσθείς, πορευθῶ πρὸς τὴν ἀνθοῦσαν
τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν, τὴν κεχαριτωμένην.

(8) δού εἰμι πρὸ ποδῶν σου, παρθένε, μῆτερ ἄμωμε,
καὶ δι’ ἐμοῦ πᾶν τὸ γένος τοῖς ἴχνεσί σου πρόσκειται.
Μὴ παρίδῃς τοὺς τεκόντας,
ἐπειδὴ τόκος ὁ σὸς ἀνεγέννησε νῦν τοὺς ἐν φθορᾷ·
τὸν ἐν Ἅιδῃ παλαιωθέντα με, Ἀδὰμ τὸν πρωτόπλαστον
οἰκτείρησον, θύγατερ, τὸν πατέρα σου στένοντα·
τὰ δάκρυά μου βλέπουσα, σπλαγχνίσθητί μοι
καὶ τοῖς ὀδυρμοῖς κλῖνον τὸ οὖς σου εὐμενῶς·
τὰ δὲ ῥάκη βλέπεις μου ἅπερ φορῶ,
ἃ ὄφις ὕφανέ μοι· ἄμειψόν μου τὴν πενίαν
ἐνώπιον οὗ ἔτεκες, ἡ κεχαριτωμένη.

(9) —Ναί, ἡ ἐλπὶς τῆς ψυχῆς μου, κἀμοῦ τῆς Εὔας ἄκουσον
καὶ τῆς ἐν λύπαις τεκούσης τὸ αἶσχος ἀποσόβησον,
ὡς ἰδοῦσα ὅτι πλέον
ἐγὼ ἡ τλήμων τοῖς ὀδυρμοῖς τοῦ Ἀδὰμ τήκω τὴν ψυχήν·
τῆς τρυφῆς γὰρ οὗτος μνησκόμενος ἐμοὶ ἐπανίσταται
κραυγάζων ὡς· Εἴθε μὴ τῆς πλευρᾶς μου ἐβλάστησας·
καλὸν ἦν μή σε λαβεῖν εἰς βοήθειάν μου·
οὐκ ἔπιπτον γὰρ νυνὶ εἰς τοῦτον τὸν βυθόν.
Καὶ λοιπὸν μὴ φέρουσα τοὺς ἐλεγμοὺς
μηδὲ τὸν ὀνειδισμόν, κατακάμπτω τὸν αὐχένα
ἕως οὗ ἀνορθώσῃς με, ἡ κεχαριτωμένη.»

(10) Οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ Μαρίας τὴν Εὔαν θεωρήσαντες
καὶ τὸν Ἀδὰμ κατιδόντες δακρύειν κατηπείγοντο·
ὅμως στέγει καὶ σπουδάζει
νικᾶν τὴν φύσιν ἡ παρὰ φύσιν τὸν Χριστὸν σχοῦσα υἱόν·
ἀλλὰ τὰ σπλάγχνα ἐταράττετο γονεῦσι συμπάσχουσα·
τῷ γὰρ ἐλεήμονι μήτηρ ἔπρεπεν εὔσπλαγχνος.
Διὸ πρὸς αὐτούς· «Παύσασθε τῶν θρήνων ὑμῶν,
καὶ πρέσβις ὑμῖν γίνομαι πρὸς τὸν ἐξ ἐμοῦ·
ὑμεῖς δὲ ἀπώσασθε τὴν συμφοράν,
τεκούσης μου τὴν χαράν· διὰ τοῦτο τὰ τῆς λύπης
ἐκπορθήσουσα ἥκω νῦν ἡ κεχαριτωμένη.

(11) Υἱὸν οἰκτίρμονα ἔχω καὶ λίαν ἐλεήμονα,
ἐξ ὧν τῇ πείρᾳ ἐπέγνων· προσέχω ὅπως φείδεται·
πῦρ ὑπάρχων, ᾤκησέ με
τὴν ἀκανθώδη καὶ οὐ κατέφλεξεν ἐμὲ τὴν ταπεινήν·
ὡς πατὴρ οἰκτείρει υἱοὺς αὐτοῦ, οἰκτείρει ὁ γόνος μου
τοὺς φοβουμένους αὐτόν, ὡς Δαυὶδ προεφήτευσε.
Τὰ δάκρυα οὖν στείλαντες, ἐκδέξασθέ με
μεσῖτιν ὑμῶν γενέσθαι πρὸς τὸν ἐξ ἐμοῦ·
χαρᾶς γὰρ παραίτιος ὁ γεννηθεὶς
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός· ἡσυχάσατε ἀλύπως,
πρὸς αὐτὸν γὰρ εἰσέρχομαι ἡ κεχαριτωμένη.»

(12) ήμασι τούτοις Μαρία καὶ ἄλλοις δὲ τοῖς πλείοσι
παρακαλέσασα Εὔαν καὶ ταύτης τὸν ὁμόζυγα,
εἰσελθοῦσα πρὸς τὴν φάτνην,
αὐχένα κάμπτει καὶ δυσωποῦσα τὸν υἱὸν οὕτω φησί·
«Ἐπειδή με, ὦ τέκνον, ὕψωσας τῇ συγκαταβάσει σου,
τὸ πενιχρὸν γένος μου δι’ ἐμοῦ νῦν σοῦ δέεται.
Ἀδὰμ γὰρ πρός με ἤλυθε στενάζων πικρῶς·
Εὔα δὲ αὐτῷ ὀδυνωμένη συνθρηνεῖ·
ὁ δὲ τούτων αἴτιος ὄφις ἐστὶν
τιμῆς γυμνώσας αὐτούς· διὰ τοῦτο σκεπασθῆναι
ἐξαιτοῦσι βοῶντές μοι· Ἡ κεχαριτωμένη.»

(13) ς δὲ τοιαύτας δεήσεις προσήγαγεν ἡ ἄμωμος
Θεῷ κειμένῳ ἐν φάτνῃ, λαβὼν εὐθὺς ὑπέγραφεν·
ἑρμηνεύων τὰ ἐσχάτως,
φησίν· «Ὦ μῆτερ, καὶ διὰ σὲ καὶ διὰ σοῦ σῴζω αὐτούς.
Εἰ μὴ σῶσαι τούτους ἠθέλησα, οὐκ ἂν ἐν σοὶ ᾤκησα,
οὐκ ἂν ἐκ σοῦ ἔλαμψα, οὐκ ἂν μήτηρ μου ἤκουσας·
τὴν φάτνην ἐγὼ διὰ τὸ γένος σου οἰκῶ,
μαζῶν δὲ τῶν σῶν βουλόμενος νῦν γαλουχῶ,
ἐν ἀγκάλαις φέρεις με χάριν αὐτῶν·
ὃν οὐχ ὁρᾷ Χερουβὶμ ἰδοὺ βλέπεις καὶ βαστάζεις
καὶ ὡς υἱὸν κολακεύεις με, ἡ κεχαριτωμένη.

(14) Μητέρα σε ἐκτησάμην ὁ πλαστουργὸς τῆς κτίσεως
καὶ ὥσπερ βρέφος αὐξάνω ὁ ἐκ τελείου τέλειος·
τοῖς σπαργάνοις ἐνειλοῦμαι
διὰ τοὺς πάλαι χιτῶνας δερματίνους φορέσαντας,
καὶ τὸ σπήλαιόν μοι ἐράσμιον διὰ τοὺς μισήσαντας
τρυφὴν καὶ παράδεισον καὶ φθορὰν ἀγαπήσαντας·
παρέβησάν μου τὴν ζωηφόρον ἐντολήν·
κατέβην εἰς γῆν ἵνα ἔχουσι τὴν ζωήν.
Ἂν δὲ καὶ τὸ ἕτερον μάθῃς, σεμνή,
ὃ μέλλω δρᾶν δι’ αὐτούς, μετὰ πάντων τῶν στοιχείων
σὲ δονεῖ τὸ γενόμενον, ἡ κεχαριτωμένη.»

(15) λλὰ τοιαῦτα εἰπόντος τοῦ πᾶσαν γλῶσσαν πλάσαντος
καὶ τῆς μητρὸς τῇ δεήσει ταχέως ὑπογράψαντος,
ἔτι εἶπεν ἡ Μαρία·
«Ἐὰν λαλήσω, μὴ ὀργισθῇς μοι τῇ πηλῷ, ὦ πλαστουργέ·
ὡς πρὸς τέκνον παρρησιάσομαι· θαρρῶ ὡς σὲ γεννήσασα·
σύ μοι γὰρ τῷ τόκῳ σου πᾶσαν καύχησιν δέδωκας.
Ὃ μέλλεις τελεῖν τί ἐστι θέλω νῦν μαθεῖν·
μὴ κρύψῃς ἐμοὶ τὴν ἀπ’ αἰῶνός σου βουλήν·
ὅλον σε ἐγέννησα· φράσον τὸν νοῦν
ὃν ἔχεις περὶ ἡμᾶς, ἵνα μάθω καὶ ἐκ τούτου
ὅσης ἔτυχον χάριτος ἡ κεχαριτωμένη.

(16) —Νικῶμαι διὰ τὸν πόθον ὃν ἔχω πρὸς τὸν ἄνθρωπον»,
ὁ ποιητὴς ἀπεκρίθη. «Ἐγώ, δούλη καὶ μῆτερ μου,
οὐ λυπῶ σε· γνωριῶ σοι
ἃ θέλω πράττειν καὶ θεραπεύσω σου ψυχήν, ὦ Μαριάμ.
Τὸν ἐν ταῖς χερσί σου φερόμενον τὰς χεῖρας ἡλούμενον
μετὰ μικρὸν ὄψει με, ὅτι στέργω τὸ γένος σου·
ὃν σὺ γαλουχεῖς ἄλλοι ποτίσουσι χολήν·
ὃν καταφιλεῖς μέλλει πληροῦσθαι ἐμπτυσμῶν·
ὃν ζωὴν ἐκάλεσας, ἔχεις ἰδεῖν
κρεμάμενον ἐν σταυρῷ καὶ δακρύσεις ὡς θανόντα,
ἀλλ’ ἀσπάσει με ἀναστάντα, ἡ κεχαριτωμένη.

(17) λων δὲ τούτων ἐν πείρᾳ βουλήσει μου γενήσομαι,
καὶ πάντων τούτων αἰτία διάθεσις γενήσεται
ἣν ἐκ πάλαι ἕως ἄρτι
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐπεδειξάμην ὡς Θεός, σῶσαι ζητῶν.»
Μαριὰμ δὲ τούτων ὡς ἤκουσεν ἐκ βάθους ἐστέναξε
βοῶσα· «Ὦ βότρυς μου, μὴ ἐκθλίψωσί σε ἄνομοι·
βλαστήσαντός σου μὴ ὄψωμαι τέκνου σφαγήν.»
Ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν ἔφησεν οὕτως εἰπών·
«Παῦσαι, μῆτερ, κλαίουσα ὃ ἀγνοεῖς·
ἐὰν γὰρ μὴ τελεσθῇ, ἀπολοῦνται οὗτοι πάντες
ὑπὲρ ὧν ἱκετεύεις με, ἡ κεχαριτωμένη.

(18) πνον δὲ νόμισον εἶναι τὸν θάνατόν μου, μῆτερ μου·
τρεῖς γὰρ ἡμέρας τελέσας ἐν μνήματι θελήματι,
μετὰ ταῦτα σοὶ ὁρῶμαι
ἀναβιώσας καὶ ἀνακαινίσας τὴν γῆν καὶ τοὺς ἐκ γῆς.
Ταῦτα, μῆτερ, πᾶσιν ἀνάγγειλον, ἐν τούτοις πλουτίσθητι,
ἐκ τούτων βασίλευσον, διὰ τούτων εὐφράνθητι.»
Ἐξῆλθεν εὐθὺς ἡ Μαριὰμ πρὸς τὸν Ἀδάμ,
εὐαγγελισμὸν φέρουσα τῇ Εὔᾳ φησί·
«Τέως ἡσυχάσατε ὅσον μικρόν·
ἠκούσατε γὰρ αὐτοῦ ἅπερ εἶπεν ὑπομεῖναι
δι’ ὑμᾶς τοὺς βοῶντάς μοι· Ἡ κεχαριτωμένη.»

~•~