Όλα ξεκινούν από ένα ναι, μια έκρηξη σε παρένθεση

Κλαρίσε Λισπέκτορ,
Η ώρα του αστεριού
(μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου),
Αντίποδες, 2017.

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Ας ξεκινήσουμε ανορθόδοξα· από το τέλος, ας πούμε. Στις τελευταίες σελίδες του έργου της Κλαρίσε Λισπέκτορ Η ώρα του αστεριού, ο αφηγητής λακωνικά και ουσιαστικά γράφει: «Ρωτάω: τι είναι; Απάντηση: δεν είναι».[1] Κατά πρώτο λόγο είναι προφανές πως το ερώτημα αφορά στο βίωμα του θανάτου ως αλήθειας της ζωής – τίποτα πρωτότυπο μέχρις εδώ, το αιώνιο υπαρξιακό ερώτημα. Πρόκειται για μια πρόσκληση για την αποτίναξη του φόβου, αφού ο θάνατος είναι μια στιγμή μόνο, είναι ο «αιφνίδιος ρόγχος ενός γλάρου», (σ. 97) αλλά και ο «επίλεκτος χαρακτήρας» (σ. 96) του βιβλίου και της ζωής μας. Η ζωή, από την “άλλη”, είναι «γροθιά στο στομάχι» (σ. 95) και κάποιες στιγμές ο άνθρωπος «έχει ανάγκη έναν τοσοδούλη θάνατο και ούτε που το ξέρει». (σ. 95) Το ερώτημα όμως, όπως όλο το ιδιαίτερο ―εν μέρει αυτοσχολιαζόμενο― έργο απευθύνεται και εις εαυτόν: Είναι/είμαι μελόδραμα, ένα έργο γκροτέσκο, είναι/είμαι άραγε ένα κινηματογραφικό σενάριο μιας κωμωδίας ή ενός δράματος, είναι/είμαι ένα σουρεαλιστικό αφήγημα, ένα δείγμα μαγικού ρεαλισμού, ένα αισθησιακό κείμενο και μάλιστα φεμινιστικής στάσης και οπτικής, είναι/είμαι ένας φόρος τιμής στη συνειδησιακή ροή και στις τεχνικές του μοντερνισμού και της νεωτερικότητας; Τι είμαι/είναι;

Η ώρα του αστεριού (1977) είναι, πρωτοτύπως και (μετα)νεωτερικώς, όλα τα παραπάνω· έτσι, το κείμενο της Λισπέκτορ ξεχύνεται με λόγο ανοίκειο και ζεστό, μεστό και αυθόρμητο, ειρωνικό και ρεαλιστικό. Στο σημείωμα του μεταφραστή τονίζεται εξάλλου ο ανοίκειος λόγος και η σημασία της διατήρησής του στην ελληνική μετάφραση, στόχος που εκπληρώνεται με επιτυχία. Εντούτοις, πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορεί να διαβαστεί με άλλο τρόπο παρά μόνο κυριολεκτικά. Ένα κείμενο που δεν συνάδει με τη σοβαροφάνεια και τις αναγνωστικές αγκυλώσεις είναι ιδιαιτέρως απαιτητικό για τον αναγνώστη – με άλλα λόγια, ή αν το έθετε κανείς αφοριστικά, ίσως να μην είναι για κάθε αναγνώστη, ή έστω ίσως να μην προσφέρεται στον αναγνώστη που δεν είναι έτοιμος για όλα.

Αν πρέπει να μιλήσουμε με συγκεκριμένους όρους, ας σταθούμε στον φεμινιστικό χαρακτήρα του βιβλίου – όχι για πολύ όμως. Διότι το σημαντικό επί τούτου του αδιάσειστου κατά τα άλλα δεδομένου είναι πως αυτό προκύπτει γνήσια και αβίαστα, κατά τον τρόπο που διαπλάθεται ο κεντρικός χαρακτήρας της Μακκαμπέα και κατά τον τρόπο που εύστοχα συνοψίζει η Ελέν Σιξού στο κείμενό της του 1987, το οποίο αποτελεί επίμετρο στην έκδοση: «Το “πρόσωπο” που επέλεξε η Κλαρίσε, αυτή η σχεδόν γυναίκα, είναι μια γυναίκα που μετά βίας είναι γυναίκα. Είναι όμως τόσο μετά βίας γυναίκα που είναι ίσως πιο γυναίκα από κάθε γυναίκα, είναι πιο άμεση γυναίκα. Είναι τόσο μικρή, τόσο άσημη που βρίσκεται στο όριο της ύπαρξης, σαν να συγγενεύει σχεδόν με την πρωταρχική εκδήλωση της ζωής πάνω στη γη […]»[2]. Η Μακκαμπέα, την οποία ο άντρας αφηγητής ενίοτε αρνείται ότι εφηύρε (σ. 33) και ορίζεται κατά την πρώτη του αναφορά ως «ανίκανη για ζωή», (σ. 27) απουσιάζει από τη δουλειά της για να χορέψει (με δικαιολογία την εξαγωγή δοντιού), έχει παροιμιώδη συνέπεια στη μία και μοναδική πολυτέλειά της, να βάφει τα νύχια της με κατακόκκινο κραγιόν, τρελαίνεται για την κόκα-κόλα και λέει απανωτές προσευχές, όταν βλέπει ανεξήγητα σεξουαλικά όνειρα. Είναι μια γυναίκα απαρατήρητη, που μάλλον κανείς δεν θα θεωρούσε όμορφη, η οποία όμως δεν χρειάστηκε ποτέ να αποδείξει με λόγια ή φτιασίδια τη φύση της ύπαρξής της:

Η Μακκαμπέα, ξέχασα να πω, είχε μια δυστυχία: ήταν αισθησιακή. Πώς γίνεται σ’ ένα τόσο σαρακοφαγωμένο σώμα όπως το δικό της να χωρά τόση λαγνεία, εν αγνοία της; Μυστήριο. Τον πρώτο καιρό της σχέσης τους, είχε ζητήσει από τον Ολίμπικο μια φωτογραφία 3×4 όπου είχε βγει γελώντας για να δείξει το χρυσό δόντι και εκείνη ερεθιζόταν τόσο που έλεγε τρία Πάτερ ημών και δύο Άβε Μαρία για να συνέλθει.

Όταν ο Ολίμπικο την ξαπόστειλε, η αντίδρασή της (έκρηξη) ήρθε ξαφνική και απρόσμενη: έβαλε ούτε λίγο ούτε πολύ τα γέλια. Γελούσε γιατί δεν θυμόταν πώς να κλάψει. Έκπληκτος ο Ολίμπικο, δίχως να καταλαβαίνει, έμπηξε μερικά χαχανητά. (σ. 69)

Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και φαινομενική αφέλεια η Μακκαμπέα είχε ρωτήσει προηγουμένως αθώα τον Ολίμπικο: «Είναι που μόνο απίθανη ξέρω να είμαι, δεν ξέρω τίποτε άλλο. Τι να κάνω για να γίνω πιθανή;». (σ. 55) Με την ίδια ειλικρίνεια, πάρα την αρχική αμηχανία και ανία του, μη αρνούμενος την αμφίθυμη στάση του απέναντι στο κείμενο και την πρωταγωνίστρια μιας δήθεν «βαρετής ιστορίας», (σ. 75) ο άντρας αφηγητής ―ο οποίος είναι κατασκεύασμα μιας γυναίκας συγγραφέως και εμφανίζεται μέσω παρενθέσεων στην αφήγηση, θέτοντας εν αμφιβόλω τον ρυθμιστικό ή κυρίαρχό του ρόλο στην κειμενική ή άλλη δημιουργία― αδυνατεί να κρύψει τη συμπάθειά του για τον χαρακτήρα που ζωντανεύει εμπρός του και μέσα του: «(Είναι το πάθος μου να είμαι ο άλλος. Εν προκειμένω η άλλη. Αναριγώ ρακένδυτος όπως εκείνη.)». (σ. 33) Ο αφηγητής εν τέλει θα στρέψει τον φακό προς τη δική του ιστορία, καθώς οι παύσεις καθίστανται απαραίτητες και εποικοδομητικές:

Και όπως ειπώθηκε ή δεν ειπώθηκε η Μακκαμπέα είχε μαραζωμένες ωοθήκες, σαν μανιτάρι νερόβραστο. Αχ, και να μπορούσα να πάρω τη Μακκαμπέα, να της κάνω ένα καλό μπάνιο, να της δώσω ένα πιάτο ζεστή σούπα, ένα φιλί στο μέτωπο ενώ θα τη σκέπαζα με μια κουβέρτα. Και να ’κανα ότι πέρναγε από το χέρι μου ώστε ξυπνώντας να συναντούσε απλώς τη μεγάλη πολυτέλεια του να ζεις.

Ο Ολίμπικο στην πραγματικότητα δεν αντλούσε καμιά ικανοποίηση από τη σχέση με τη Μακκαμπέα – τώρα το ανακαλύπτω. (σ. 67)

Στον “προσωπικό” λόγο του αφηγητή οι εκρήξεις μέσα σε παρένθεση (όπως στο προτελευταίο παράθεμα) πληθαίνουν, όσο η ιστορία της Μακκαμπέα φαίνεται να φτάνει σε μια κορύφωση που δεν είναι δυνατόν ούτε ο ίδιος να γνωρίζει, καθώς, όσο ξετυλίγεται το νήμα, ο αφηγητής μοιάζει να μετατρέπεται σε ακόλουθο ή προστάτη ή φύλακα άγιο της Μακκαμπέα. Οι εκρήξεις που λαμβάνουν χώρα ενώπιον του (ή μέσα του) καθώς παρακολουθεί την ηρωίδα γίνονται τα προεόρτια της πιο μεγάλης ώρας, της ώρας του αστεριού. Ενός αστεριού που φέγγει και λάμπει περισσότερο λίγο πριν πέσει και σβήσει. Ή ενός κινηματογραφικού (ή λογοτεχνικού) αστεριού που λάμπει για πάντα στις οθόνες (και στις σελίδες). Το χάρισμα της Μακκαμπέα να μαγεύεται, η δίψα της και η πίστη της για ζωή χωρίς πολλές εξηγήσεις και δύσκολες θεωρίες (σε ένα κείμενο το οποίο εντούτοις διόλου τυχαία προσφέρει γόνιμο έδαφος για εφαρμογή ποικίλων λογοτεχνικών, αισθητικών και πολιτικών θεωριών) αντικρούουν την αρχική εντύπωση του αφηγητή-προσωπείου και βεβαιώνουν πως «όλα στον κόσμο ξεκίνησαν από ένα ναι», (σ. 11) μια γενεσιουργό έκρηξη σε παρένθεση μέσα στο κείμενο-ζωή.

Ας κλείσουμε το παρόν σημείωμα με την αρχή του έργου, ας πούμε. Η ανοίκεια ―θεματικά και αφηγηματολογικά― δόμηση του έργου/κειμένου διακρίνεται από νωρίς. Ο τίτλος παραδίδεται με άλλους δώδεκα εναλλακτικούς τίτλους, οι οποίοι, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, αφορούν σε διαφορετικές ενότητες της ιστορίας και θα μπορούσαν να δώσουν το όνομά τους στο βιβλίο. Ακολούθως, η «Αφιέρωση του συγγραφέα», με “επεξηγηματική” παρένθεση «(Στην πραγματικότητα Κλαρίσε Λισπέκτορ)», αποτελεί έναν πρόλογο-εισαγωγή, μια εισαγωγή-πρόταξη, μια πρόταξη-δήλωση της συγγραφέως, στην οποία η συγγραφέας-αφηγήτρια θα ομολογήσει με δισημία, όπως και ο αφηγητής-προσωπείο του έργου που ακολουθεί, πως «αυτό που μου αναστατώνει τη ζωή είναι το γράψιμο». (σ. 10) Και θα συμπληρώσει, ορίζοντας τον στόχο του κειμένου-ζωής με ύφος που όσο περισσότερο το διαβάζει κάνεις τόσο περισσότερο μοιάζει με την αθωότητα και την αυθεντικότητα της Μακκαμπέα και με τον κοφτό και στακάτο λόγο του αφηγητή:

Και – και να μην ξεχνάμε πως η δομή του ατόμου δεν είναι ορατή μα τη γνωρίζουμε Ξέρω πολλά που δεν τα έχω δει. Κι εσείς το ίδιο. Δεν γίνεται να δοθούν πειστήρια ύπαρξης γι’ αυτό που είναι πιο αληθινό, το ουσιώδες είναι να πιστεύεις. Να πιστεύεις κλαίγοντας.

Αυτή η ιστορία λαμβάνει χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δημόσιας συμφοράς. Πρόκειται για βιβλίο ατελείωτο γιατί του λείπει η απάντηση. Απάντηση που ελπίζω κάποιος στον κόσμο να μου δώσει. Εσείς; Είναι μια ιστορία σε τεχνικόλορ ώστε να έχει μια κάποια χλιδή που, για τον Θεό, την έχω κι εγώ ανάγκη. Αμήν για όλους μας. (σ. 10)

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ


[1] Κλαρίσε Λισπέκτορ, Η ώρα του αστεριού (μτφρ.: Μάριος Χατζηπροκοπίου), Αθήνα, Αντίποδες, 2017, σ. 97. [στη συνέχεια, οι αναφορές σε σελίδες του έργου τοποθετούνται ενδοκειμενικά εντός παρενθέσεων]

[2] Ελέν Σιξού, «Ο συγγραφέας και η αλήθεια» (1989) – επίμετρο στο: Κλαρίσε Λισπέκτορ, Η ώρα του αστεριού, ό.π., 107.