Ένα μεταβαλλόμενο στάσιμο υποκείμενο

Ζορζ Περέκ
Ένας άνθρωπος που κοιμάται
Μτφρ.-σημ.: Αχιλλέας Κυριακίδης
Επίμ.: Λίζυ Τσιριμώκου
Αθήνα: ύψιλον/βιβλία, 2021

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Το μεταβαλλόμενο υποκείμενο εντοπίζεται σε αναγνωστικούς τόπους πρόσληψης, όπως επεσήμανε ο Ντερριντά,[1] χωρίς να καταργείται ποτέ. Στο Ένας άνθρωπος που κοιμάται, ο Περέκ κατασκευάζει το υποκείμενο σε απόσυρση και όμως διαρκώς εκεί. Είναι γνωστό πως κάθε κείμενο διαβάζεται με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τις εκάστοτε τοποθετήσεις και ανάγκες του αναγνώστη, αλλά και σε συνάρτηση με τις ιστορικές συνθήκες που επικρατούν τη στιγμή που διαβάζεται το βιβλίο. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου στα γαλλικά, η ―για άλλη μια φορά― περίτεχνη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη έρχεται να δώσει φωνή στο παροντικό συναισθηματικό τοπίο της πανδημίας και του εγκλεισμού, στη διασάλευση της έννοιας του χρόνου και στην αίσθηση μιας πραγματικότητας που αλλάζει, παραμένοντας εκεί, χωρίς όμως να καταργείται ή να αποδέχεται οποιαδήποτε πιθανότητα αποσύνδεσης του ανθρώπου από όσα συμβαίνουν.

Δεν έχεις όρεξη να δεις κανέναν, ούτε να μιλήσεις, να σκεφτείς, να βγεις, να κοιμηθείς. (σ. 18)

Κάτι έσπαγε, κάτι έσπασε. Δε νιώθεις πια… πώς να το πω… να σε συγκρατεί τίποτα: κάτι που νόμιζες, που νομίζεις, ότι ως τότε σε ανακούφιζε, σου ζέσταινε την καρδιά, η αίσθηση της ύπαρξής σου, για να μην πω και της σπουδαιότητάς σου, η εντύπωση ότι ανήκες, ότι ήσουν βουτηγμένος στον κόσμο, αρχίζει να σ’ εγκαταλείπει […] Το παρελθόν σου, το παρόν σου και το μέλλον σου συγχέονται: τώρα είναι απλώς το βάρος στα χέρια και στα πόδια σου, η επίμονη ημικρανία σου, η ανία σου, η ζέστη, η πικράδα του χλιαρού νεσκαφέ. (σ. 19)

Εντελώς ξαφνικά ένας εικοσιπεντάχρονος φοιτητής αποσύρεται από τις κοινωνικές διεργασίες και αφήνεται σε μια λεπτομερή καταγραφή της απόσυρσης αυτής που κρατάει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και περιλαμβάνει διάφορες φάσεις. Στις σελίδες του κειμένου καταγράφεται ένα «περίεργο μάγμα ύπνου και ξύπνιου […] όπου η απραξία και η νέκρωση του χρόνου δημιουργούν την αίσθηση μιας φούσκας διάφανης στην οποία εγκλείεται αυτός που μιλά».[2]

Στην αρχή είναι κάτι σαν μπάφιασμα, σαν κόπωση, σαν να αντιλήφθηκες ξαφνικά ότι εδώ και πολλή ώρα, εδώ και πολλές ώρες, είσαι υπό το κράτος μιας ύπουλης, χαυνωτικής δυσφορίας, διόλου επώδυνης κι ωστόσο αφόρητης, υπό το κράτος μιας γλυκερής και πνιγηρής αίσθησης ότι δεν έχεις μυς, δεν έχεις κόκκαλα, ότι είσαι ένα σακί πατάτες ανάμεσα σε σακιά πατάτες (σ. 15).

Ίσως αν η έκδοση του βιβλίου του Περέκ συνέβαινε πριν την έλευση του Covid-19 και των αλλαγών που έφερε παγκόσμια, ο άνθρωπος που κοιμάται να αντιμετωπίζονταν ως ψυχολογικοποιημένη περιγραφή ενός ανθρώπου σε κατάθλιψη που ανηδονικά και με επιμονή αποσύρεται από τον κόσμο για να επανεγγραφεί σε αυτόν στο τέλος του βιβλίου, περιμένοντας τη βροχή να σταματήσει. Αυτό που ωστόσο ανακινείται διαρκώς είναι ότι τα συναισθήματα είναι σύνθετες πολιτικές πρακτικές διαχείρισης του καθημερινού, θέσεις στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο, και τροπικότητες υποκειμενικοτήτων που αντιμάχονται η μία την άλλη. Όσα νιώθουμε είναι αδύνατον να περιοριστούν σε κάτι απόλυτα προσωπικό και τελικά ορίζονται γλωσσικά και πολυμορφικά με ερμηνείες, επανατοποθετήσεις και επανερχόμενα διλήμματα για τον εαυτό, τον κοινωνικό χώρο και τα πεδία διεκδικήσεων της επιθυμίας στις σχέσεις με τους άλλους.

Πρέπει να ξεσυνηθίσεις τα πάντα: να βγαίνεις για να συναντήσεις αυτούς με τους οποίους έκανες παρέα τόσον καιρό, να γευματίζεις και να πίνεις τον καφέ σου κάθε μέρα στη θέση που άλλοι την κράτησαν για σένα, να μαραζώνεις μέσα σε νερόβραστες φιλίες που δε λένε να πεθάνουν, μέσα στην οπορτουνιστική και λιπόψυχη μνησικακία σχέσεων που ξεφτίζουν (σ. 41)

Η οικειοθελής αποχώρηση του πρωταγωνιστή από τις δράσεις του πραγματικού συνοδεύονται από την κριτική επισκόπηση της κοινωνικής επιταγής για συνεχόμενη δράση, σε ένα αέναο κυνήγι επαγγελματικής, κοινωνικής ερωτικής, καταξίωσης, όπου ο καθένας συμμετέχει στην επιτελεστικότητα της κοινωνικής πραγμάτωσης. Έτσι, “ο άνθρωπος που κοιμάται” διαπιστώνει:

Κατά κανόνα, μια τέτοια στάση ζωής δεν είναι και πολύ αποδεκτή στις μέρες μας: παντού τριγύρω σου, όλη σου τη ζωή, έχεις δει να προέχουν η δράση, τα μεγαλόπνοα σχέδια, ο ενθουσιασμός: άνθρωποι που τραβούν το δρόμο τους, άνθρωποι που κοιτούν μπροστά (σ. 21)

Η απόσυρση από την εν εξελίξει ροή του καθημερινού οικοδομεί έναν άλλο τρόπο θέασης του κόσμου, όπου ο πρωταγωνιστής στις περιπλανήσεις του, εσωτερικές ή πραγματικές, βρίσκεται κοντά σε μια θεώρηση απομάγευσης του κόσμου από τις σύνθετες μεταφυσικές διαστάσεις του και που βρίσκεται σε συμφωνία με τον Βιτγκενστάιν. Βλέπει το δέντρο ως δέντρο.

Κι αν η ζωή σου χρειαζόταν ένα σκηνικό, αυτό δεν θα ‘ταν η μεγαλόπρεπη σπιανάδα (κατά κανόνα φαντασμαγορική οφθαλμαπάτη) όπου ξεδίνουν και χοροπηδούν τα φουσκομάγουλα παιδάκια της αγέρωχης ανθρωπότητας, αλλά μάλλον, όσο κι αν προσπαθήσεις, όσες ψευδαισθήσεις κι αν τρέφεις ακόμα, θα ’ταν αυτό το πατάρι που περνάει για κάμαρά σου, αυτή η σοφίτα δύο κι ενενήντα δύο επί ένα κι εβδομήντα τρία… (σ. 19)

Η οργάνωση των περιγραφών του ανθρώπου που κοιμάται πολιτικοποιεί τα απόκοσμα συναισθήματα αυτής της διασαλεμένης κρίσης, τα οποία ακόμα δεν μπορούν να μιληθούν με διαύγεια, αλλά κατηγοριοποιούνται στον ψυχολογικοποιημένο λόγο με παθολογικούς όρους ως αγχώδης διαταραχή, αίσθηση αποπροσανατολισμού, εξάντληση, και κατάθλιψη. Οι λόγοι της ψυχολογίας ως κανονικοποιημένες αρθρώσεις/συμμορφώσεις του συναισθηματικού κόσμου και της διαχείρισής του επιτελούνται με τον ορισμό νέων κανονικοτήτων, ορίζοντας τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Στο πλαίσιο αυτό, η ατομική ευθύνη διαχείρισης της πολυεπίπεδης κρίσης προτάσσει την προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Κατασκευάζεται έτσι η δημιουργία ενός νέου “κοινωνικού συμβολαίου” που απαιτεί από τους ανθρώπους να συμβιβαστούν, φροντίζοντας να συνεχίσουν την αναζήτηση της ευτυχίας και την τελειοποίηση των λειτουργιών βελτίωσης εαυτού με πίστη και υπομονή στις δυνατότητες επιβολής της ανθρώπινης βούλησης. Για o,τι κι αν συμβαίνει ο καθένας οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες του και να αντιδράσει “λειτουργικά” και “φυσιολογικά”. Στην εκτύλιξη του κειμένου αμφισβητείται, λοιπόν, η κοινώς αποδεκτή έννοια της λειτουργικότητας, ενώ παράλληλα τίθεται κριτικά η θεωρία των κινήτρων.

Όχι ότι όλα αυτά τα στοχεύεις εν πλήρει αθωότητι, αφού η αθωότητα είναι τόσο βαριά λέξη ̇ απλώς, αν αυτό το “απλώς” μπορεί να ΄χει κάποιο νόημα, επιδιώκεις να τ’ αφήσεις σε ένα έδαφος ουδέτερο, έκδηλο, απαλλαγμένο από κάθε αξία και μη λειτουργικό, προπαντός αυτό, γιατί η λειτουργικότητα είναι η χειρότερη από τις αξίες, η πιο ύπουλη, η πιο επισφαλής, αλλά περίοπτο, πραγματικό, απαραμοίωτο… (σ. 50)

 Το διαρκές κυνήγι της λειτουργικότητας και της κοινωνικής ευθύνης απομακρύνει παράλληλα τον Περέκ από κάθε τύπο επίδοξων “σωτήρων” της ανθρωπότητας. Όλα αυτά συνομιλούν με τις σύγχρονες πρακτικές διαχείρισης του παρόντος, οι οποίες προσπαθούν να αποπολιτικοποιήσουν τη διαχείριση της πανδημίας, αποσιωπώντας τις επιδράσεις της βιοπολιτικής στα ανθρώπινα και παραγνωρίζοντας ότι είναι αδύνατον να φιμωθεί η απόκοσμη αίσθηση αλλοτριότητας που εντείνεται μέρα με τη μέρα και δεν μπορεί να εκφραστεί εύκολα. Με αυτούς τους όρους το Ένας άνθρωπος που κοιμάται είναι ένα εγχειρίδιο αντίστασης απέναντι σε όσα συμβαίνουν και όσα αισθανόμαστε, θέτοντας επιπλέον ανοιχτά ερωτήματα για το πώς θα μιληθεί το συναίσθημα των ανθρώπων πριν και μετά τον κορονοϊό, με ποιους όρους και ποιες συνέπειες πολιτικές, υλικές, σχεσιακές και συναισθηματικές.

Σταμάτησες να μιλάς, και μόνο η σιωπή σού αποκρίθηκε. Αυτές τις λέξεις, όμως, αυτές τις χιλιάδες, τα εκατομμύρια λέξεις που σταμάτησαν στο λαρύγγι σου, τις ασυνάρτητες λέξεις, τις κραυγές χαράς, τα λόγια αγάπης, τα χαζά γελάκια, πότε θα τα ξαναβρεις; (σ. 82)

Στην παρούσα αναγνωστική προσέγγιση, το βιβλίο του Περέκ εντάσσεται στην ιστορία της υποκειμενικότητας. Για να ακολουθήσει τη διαπίστωση του Ντερριντά ότι «παρά τις όποιες ηχηρές διακηρύξεις περί σβησίματος (effacement) της μορφής του ανθρώπου» ο,τι ορίζεται ως υποκείμενο «σίγουρα δεν συνίστατο στην “εξάλειψη”».[3] Στις διαρκείς μεταβολές της ιστορικότητας και σε όλες τις πολιτικές εκφάνσεις της το υποκείμενο επανεγγράφεται και επανατοποθετείται διαρκώς, αλλά δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Καθώς το υποκείμενο λειτουργεί ως μυθολογία σε εξέλιξη, μυθολογία λογοτεχνική ή ερμηνευτική, ο Περέκ συμμετέχει στη διερεύνηση της υποκειμενικότητας, αναζητώντας και αυτός «τα στοιχεία ομιλίας (parole) και συμπεφωνημένης μυθοπλασίας που ένας τέτοιος μύθος προϋποθέτει…».[4] Η οριακή κατάσταση του πρωταγωνιστή του βιβλίου μετασχηματίζει με όρους κοινωνικούς, ιστορικούς και πολιτικούς τον χρόνο, τον χώρο και τις κατασκευές ταυτότητας σε ένα «κράμα εαυτότητας και ετερότητας»[5].

Η αδιαφορία διαλύει τη γλώσσα, μπερδεύει τα σημάδια. Είσαι υπομονετικός, αλλά δεν περιμένεις, είσαι ελεύθερος αλλά δεν επιλέγεις, είσαι διαθέσιμος αλλά δε σε κινητοποιεί τίποτα. Ακούς δίχως να προσέχεις, βλέπεις δίχως να κοιτάζεις: τις ρωγμές στα ταβάνια, τις σανίδες στα παρκέ, τα σχέδια στα πλακάκια, τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια σου, τα δέντρα, το νερό, τις πέτρες , τ΄αυτοκίνητα που περνούν, τα σύννεφα που ζωγραφίζουν σύννεφα στον ουρανό (σ. 67)

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου θυμίζει την κάμπια που καπνίζει ναργιλέ πάνω σε ένα μανιτάρι, από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, με τη διαφορά ότι δεν μιλάει σε κανέναν, θεωρώντας ότι είναι «απροσπέλαστος», «αυτός που δεν τον επηρεάζει η Ιστορία», ζώντας «απρόσιτος», «διαυγής» και «διαφανής». (σ. 106) Ο χαρακτήρας του Περέκ διατέμνει το κοινωνικό σε όλες του τις εκφάνσεις, παρατηρεί τις εκτυλίξεις της υλικότητας του σώματος, τις εκτάσεις των υποκειμενικοτήτων. Από τον τίτλο του και σε κάθε σελίδα που απαρτίζεται από τις γνωστές εξαντλητικές λεπτομέρειες του Περέκ το βιβλίο διαλογικά συνομιλεί με τον Προυστ, όπως εύστοχα επισημαίνει στο επίμετρο η Λίζυ Τσιριμώκου. Για να καταλήξει, μετατοπίζοντας τη δράση και την απόφαση στους αναγνώστες του, ότι στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου είναι αδύνατον να βρεθεί ο ξανακερδισμένος χρόνος και πως τελικά κανείς δεν μένει στάσιμος στον χώρο και τον χρόνο. Κανένας δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από την ιστορία και επομένως ίσως τελικά ο φόβος και η λύπη ενδέχεται να λειτουργούν στις υπάρχουσες συνθήκες ως σηματωροί μιας αποδοχής για όλα όσα παραμένουν ανεξέλεγκτα και συγκεχυμένα.

ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ


[1] Derrida, J. (2018) «Πρέπει κάλλιστα να τρώμε» ή Ο Υπολογισμός του Υποκειμένου. Μια συζήτηση με τον Jean-Luc Nancy. Μτφρ.: Μ. Λάμπρου, Αθήνα: Πλέθρον/Μικρόκοσμος.

[2] Από το επίμετρο της Λίζυς Τσιριμώκου, σ. 117.

[3] Derrida, J. (2018), ό.π., σ. 12.

[4] ο.π., σ. 26.

[5] Από το επίμετρο της Λίζυς Τσιριμώκου, σ. 118.