Αθανάσιος Β. Γαλανάκης: Σονέτα

Schrodinger's cat, illustration

~ . ~ 

Ι

Πάει καιρὸς ποὺ τὸ ἀπρόβλεπτο λησμόνησα.
Μιὰ βόλτα ἔκτακτη, μιὰ τρέλα, ἕνα γήπεδο…
Μοιάζω μὲ κώνους σταθεροὺς ποὺ στέκουν μόνοι σὰ
φυλακισμένους πλαστουργούς. Κι ἀκόμη εἶμ’ ἐδῶ

μὲ μιὰ καρδιὰ πού ’ναι γιὰ πάντα χαλασμένη.
Τὸ πρῶτο ἔμφραγμα στὰ εἴκοσι καὶ δύο.
Μοιάζω μὲ διάττοντες ἀστέρες· σαστισμένοι,
προτοῦ νὰ ποῦνε «ἀνατέλλω» λένε «δύω».

Εἶν’ ἡ ζωή μου σὰν τοῦ Schrödinger τὴ γάτα
πάνω ποὺ λέω πὼς ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει!
Τρέμω τὴν ὧρα ποὺ τὰ ὡραῖα μου τὰ νιάτα

θὰ μοῦ ζητήσουνε τὸ λόγο τῆς ταφῆς τους.
Μὰ ὅ,τι θ’ ἀφήσω πιὰ στὴ μνήμη τῆς ἀφῆς τους
ἡ αἴσθηση εἶναι τῆς μ(π)ανιέρας τοῦ Πετράρχη.

~ . ~

ΙΙ

Καπνοί, σκόνη, γραφεῖα, κονδυλοφόροι
τὸ λάθος γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει.
Λέξεις, νωθροὶ κομπάρσοι, ἀχθοφόροι.
Ρουτίνα ζοφερή, ποὺ ἔχει ἀλλάξει.

Στοὺς ὤμους, τὸ φεγγάρι πανωφόρι.
Μὲ διαφορὰ περίπου μία τάξη.
Μᾶς τσάκισαν ξανὰ τοῦ Θεοῦ οἱ φόροι.
Τὸ πανωφόρι πού ’πα πρίν· μετάξι.

Σονέτο γράφω γιὰ ἐσὲ Ὥραία.
Μὲ χασμωδία μὴ λειτουργική.
Τὸ μέτρο τὸ ἐρωτικὸ ἴσως θά ’ναι

γιὰ μένα τῆς ζωής μου ἡ αὐλαία.
Μιὰ πάλη μὲ τὴ λέξη ταξική.
Ὁ ἐραστής σου νά ’μαι Ἔμμα κᾶνε.

~ . ~

ΙΙΙ

Πῆγα νὰ γράψω δύο σὲ μιὰ νύχτα
καὶ εἶδα πὼς ἡ ἔμπνευση ἐχάθη.
Δὲν εἶναι τὰ σονέτα ζάρια· ρίχ’ τα!
Θέλουν δουλειά, ἐπιμονὴ καὶ πάθη.

Στὶς τέσσερις καὶ δέκα τὶς ἀράδες
τὸ «διόλου» πρέπει «μάλιστα» νὰ γίνει.
Δὲν εἶναι σὰν τοῦ Κάλβου τὶς δορκάδες·
Εἶναι τοῦ πόθου ὁ στίχος ναφθαλίνη.

Ὅλο σκουπίδια μάζεψε ἡ ὁκτάβα
καὶ ἦρθε ἡ ὥρα ἐδῶ νὰ σταματήσει
ἡ ἀπόπειρα αὐτὴ γιὰ ἕνα ποίημα.

Μᾶλλον πρέπει νὰ ξαναπάω στὴν κάβα
νὰ φτάσω στὸ ὑπέρτατο μεθύσι.
Μὴν εἶναι τὸ σονέτο ἄλλο ἕνα θύμα.

~ . ~

IV

Κάτι σὰν «Summertime sadness» γιὰ ἀγόρια
Κάτι σὰν αἴσθημα ἀπώλειας μὲ δονεῖ.
Κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἀτόφια στεναχώρια
Κάτι ποὺ μοιάζει μ’ ἕνα «μὴ» χωρὶς τὸ νί.

Κάτι σὰν κρέας σὲ ταβερνεῖο στὰ ψαροχώρια
Κάτι σὰν ἕνα βρώμικο καὶ γκρὶ χωνί.
Κάτι ποὺ δὲ ζεσταίνει σὰν τὰ πανωφόρια
Κάτι ποὺ μοιάζει μ’ ἕνα δόντι ποὺ πονεῖ.

Σὰν ὅλ’ αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα κι ἄλλα τόσα
Ὅπως κατάλογοι φθηνῆς patisserie
Σὰν μιὰ προσπάθεια νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ γλώσσα

Σὰν τὰ τσιγάρα σου· – Καρέλια θέλω. – Πόσα;
Ὅπως μιὰ νύχτα ποὺ τὴν τράβηξες σερί.
Ἔτσι μικρὸς θὰ γράφω πάντα μπρὸς στὴ Λόσα.

~ . ~

V

Τοῦ αἰδοίου τοῦ ἐρυθροῦ σου τὸ χεῖλος,
τριαντάφυλλο μυριστικό.
Σὰν προβάλλω νερὸ βγάζει – Νεῖλος·
τὸ βυζαίνω σὰν θηλαστικό.

Τοῦ πρωκτοῦ ἡ ὠπὴ σὰν στολίδι
θὰ ζηλεύει τὰ τόσα φιλιά.
Τοῦ σφιγκτήρα τὸ σθένος σὰ στρείδι
θὰ ἀνοίξω τὴν πρωταπριλιά.

Σὲ σονέτο τὰ τόσα βρωμόλογα
εὐτελίζουν τὴν φόρμα τὴν πρώτη.
Μᾶλλον πρέπει νὰ μπεῖ στὸ συρτάρι.

Θά ’ταν ὄμορφα ἀντὶ νὰ σοῦ τό ’λεγα
νὰ σὲ ξάπλωνα ὅπως οἱ πιερότοι.
Στάλες σπέρμα σὰν μαργαριτάρι.

~ . ~

VI

Κι ἂν δὲν εἶναι ὁ μύθος φενάκη;
Κι ἂν τὸν ἔζησε ὁ ποιητής;
Κι ἂν τὸ εὐχάριστο παραμυθάκι
εἶναι ἀπαύγασμα βίου-εἰρκτῆς;

Ποιός μπορεῖ μὲ μιὰ σίγουρη γνώμη
τοῦ ἀναγνώστη ποὺ θέλει νὰ βρεῖ
ἂν τῆς ζήσης οἱ αἰώνιοι νόμοι
εἶναι βίωμα κάποιου ποὺ βρί-

θει ἐμπειρίας καὶ οἴησης θεϊκῆς;
Στὸ πεντάστιχο ποὺ άπομένει
θὰ τελειώσω τὸ ποίημα γλυκὰ

σὰν ποιητής ζαχαροπλαστικῆς.
Τὸ σονέτο μου νά!, πῶς πεθαίνει
σὰν τὴ λάμψη ἀπὸ βεγγαλικά.

~ . ~

VII

Μὲ τὴ βάρκα μου πλέω στὸ διάστημα
τῆς σελίδας ποὺ γράφω καὶ σβήνω.
Γιὰ τὴν ποίηση μοῦ λέν’ ὅλοι «ἄσ’ τη» μὰ
ἔχω χρέος νὰ γράφω γιὰ κεῖνο

τὸ χαμόγελο. Γιὰ μιὰ χλωρόφθαλμη
κορασίδα ποὺ ὀνόμασα Μούσα.
Ὅσο σκέφτομαι ρίμες οἱ ὀφθαλμοί
μου διαστέλλονται ὡς ν’ ἀγαποῦσα.

Ὅσο κι ἄν προσπαθήσω τὸ ἀνείπωτο
τοῦ μοντέρνου μοῦ φέρνει τὴ θλίψη.
Κι ἂν ἡ ποίηση μιὰ μέρα ἐκλείψει

σὰν μπουκάλι στὸ σπίτι ἀπὸ ἡδύποτο
θά ’χω χάσει τὴ Μούσα γιὰ πάντα.
Ν’ ἀποφεύγονται τέτοια συμβάντα.