Ύδρα

Τὸ φῶς, ἡ θάλασσα καὶ ἡ πέτρα

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒ Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἑλληνικὴ γωνιὰ ἡ Ὕδρα εἶν’ ἡ δόξα τῆς πέτρας. Μιᾶς πέτρας γυμνῆς, σκληρῆς σταχτόχρωμης. Κατηφορίζει ἀπὸ τὶς κορφὲς γιὰ νὰ βουτήξει ἀπότομα στὴ θάλασσα, κυρίαρχη ὁλάκερου τοῦ νησιοῦ, δίχως καμιὰ παραχώρηση στὸ χῶμα ἢ στὴν ἄμμο. Ὅλο τὸ κορμὶ τῆς Ὕδρας εἶναι τραχὺς βράχος.

Τόνε βλέπεις ἀπὸ τὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου νά ’ρχεται πρὸς τὸ μέρος σου κατάξερος κι ἀγέλαστος, πελώριο πέτρινο μνημεῖο κάποιας παλιᾶς γεωλογικῆς καταστροφῆς, κι ἀπογοητεύεσαι. Τόση γύμνια, στοχάζεσαι, τόση φυτικὴ πενιχρότητα εἶν’ άδύνατο νά ’χει κάποιο στοιχεῖο ὀμορφιᾶς.

Ὥσπου ἀντικρύζεις τὸ πανόραμα τῆς μικρῆς πολιτείας.

Ἡ πρώτη σου ἐντύπωση εἶν’ ἕνα ξάφνιασμα. Ὅ,τι βλέπεις μπροστά σου καὶ γύρω σου εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενες. Ἕνα θέαμα ἀσυνήθιστο στὸ μάτι σου. Δὲν ξέρεις ἀκόμη ἂν εἶν’ ὄμορφο, ὅμως σίγουρα δὲ σ’ ἀφήνει ἀδιάφορο.

Βρίσκεσαι μέσα σὲ μιὰ μικρογραφία λιμανιοῦ. Ἴσως νὰ τὸ κάνουνε νὰ φαίνεται μικρότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι τὰ σταχτιὰ ὑψώματα ποὺ τὸ περικλείνουε. Σηκώνονται ἀπότομα κατὰ τὸν οὐρανό, ὁλόιδια τείχη.

Στὴν πλαγιά τους στέκονται τὰ σπίτια τῆς πολιτείας μὲ στυλωμένα ὅλα τους τὰ παράθυρα, σὰν ἀμέτρητα μάτια, πάνω σου. Στέκονται ἥσυχα ἥσυχα μέσα στὸ καλοκαιριάτικο φῶς καθένα στὴ θέση του, ὅμως τὸ νιώθεις πὼς πολὺ παλέψανε ὥσπου νὰ βροῦνε τούτη τὴ θέση καὶ νὰ γαντζωθοῦνε στὸ γερτὸ ἀφιλόξενο βράχο. Τὰ πιὸ πολλὰ εἶν’ ἄσπρα καὶ μικρά, σκεπασμένα μὲ μιὰ κεραμιδένια στέγη στὸ χρῶμα τῆς σκουριᾶς. Εἶν’ ὅμως καὶ κάτι ἄλλα μεγάλα, πολυώροφα, γεμᾶτα παράθυρα, χτισμένα μὲ τὴ σταχτιὰ πέτρα τοῦ νησιοῦ ποὺ θαρρεῖς κι ἐβγήκανε πρὶν ἀπὸ λίγο μέσ’ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ βράχου καὶ πήρανε μοναχά τους ἐκείνη τὴν ἁπλὴ κι αὐστηρὴ γραμμὴ πού ’χουνε. Εἶναι τ’ ἀρχοντικὰ τῶν παλιῶν πλουσίων καπεταναίων, ἐμπόρων καὶ θαλασσομάχων: Τῶν Κουντουριώτηδων, τῶν Τσαμαδῶν, τῶν Τομπάζηδων, τῶν Ὀρλάνδων. Στέκονται ξέχωρ’ ἀπὸ τ’ ἄλλα, σὲ μιὰ μοναξιὰ περήφανη κι ἀκατάδεχτη, σιωπηλὰ καὶ κατάκλειστα. (περισσότερα…)