Χονγκ Σανγκ-Σου

Linguaphone αλά γαλλοκορεατικά

*

του BΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Mια Γαλλίδα, κατά τα φαινόμενα αλλά και κατά λεγόμενα, έχει απομείνει στη Σεούλ της Νότιας Κορέας. Το πρόβλημά της είναι ότι έχει ξεμείνει από χρήματα, χωρίς να ξέρουμε πώς και γιατί ακριβώς, και έτσι, αρχίζει μια σειρά από συναντήσεις με ντόπιους με σκοπό να τους διδάξει γαλλικά. Δεν έχει καμιά διδακτική πείρα, και δεν έχει πρόβλημα να το δηλώσει. Δεν εφαρμόζει κάποια πεπατημένη μέθοδο εκμάθησης· εντελώς εμπειρικά και διαισθητικά υιοθετεί μια δική της βιωματική και καταστασιακή προσέγγιση που θέλει να συνδέσει τη γλωσσική έκφραση με τη συναισθηματική εμπειρία ως μιαν ασφαλή βάση για την εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Διαισθητικά καταλαβαίνει ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο μια στεγνή εγκεφαλική λειτουργία αλλά σχετίζεται με το σώμα, με τη θέση και τη στάση του μέσα στον κόσμο, μέσα στην κοινωνία, καθώς συνδυάζεται πάντα με τις συναισθηματικές ροές που το διαπερνούν. Χρησιμοποιεί μιαν αυτοσχέδια, εμπειροτεχνική μέθοδο που δεν στηρίζεται σε κάποιες θεωρητικές προδιαγραφές. Δεν χρησιμοποιεί καν κάποιο διδακτικό εγχειρίδιο με μικροκειμενικές κοινοτοπίες του στυλ «θα ήθελα, παρακαλώ, ένα εισιτήριο», που μπορούν αβίαστα να καταλήξουν στο ιονεσκικό «το ταβάνι είναι πάνω από το πάτωμα», στον παραλογισμό της κοινοτοπίας δηλαδή που κρύβει η καθημερινή συμβατική επικοινωνία.

Είναι μια επιλογή που, στην Ταξιδιώτισσα του Χονγκ Σανγκ-σου, την ταινία στην οποία αναφερόμαστε, γίνεται συνειδητά ή γίνεται από οκνηρία και ερασιτεχνισμό; Δεν θα το μάθουμε, όπως δεν θα μάθουμε πολλά για το υπόβαθρο της συγκεκριμένης Γαλλίδας. Όπως δεν θα μάθουμε εξάλλου για την επιτυχία ή την αποτυχία της μεθόδου της. Μπορεί οι πρώτες κρούσεις κατά τη διάρκεια των μαθημάτων της να είναι ενθαρρυντικές και να προμηνύουν μια αίσια έκβαση αυτών των διδακτικών επαφών, στηρίζονται όμως κυρίως στην καλή προαίρεση της πρώτης συνάντησης, στην προσήνεια που επιβάλλει η προσέγγιση μεταξύ αγνώστων, μεταξύ ξένων, αλλά και επιπλέον μεταξύ πολιτισμικά αλλοδαπών. Η ταινία θα τελειώσει χωρίς να μας δώσει κάποια πληροφορία για τη συνέχεια των μαθημάτων, για την τύχη τής εν λόγω διδακτικής μεθόδου. Το «άνοιγμα» της πρώτης επικοινωνίας θα μείνει εκκρεμές, θέτοντας τα ζητήματά του, αλλά χωρίς να συνεχίζει ή να επιλύει κανένα.

Δύο πολιτισμοί, δύο νοοτροπίες συμπλησιάζουν χωρίς όμως να προκαλείται η σπίθα της δραματικής σύγκρουσης· οι αντιθέσεις διαφαίνονται κάτω από την επιφάνειά τους όπως οι ύφαλοι κάτω από το νερό. Δεν επιβάλλουν καμιά καθοριστική παρουσία, ακόμη και όταν οι ενήλικοι κορεάτες μαθητές της Γαλλίδας καθηγήτριας, της Ιρίς (Ιζαμπέλ Υπέρ) εκφράζουν απορίες και δισταγμούς για τη μέθοδο της δασκάλας τους, και εμμέσως για τη διδακτική της πείρα και επάρκεια. Εκείνο που κάνει το εμπόδιο αυτό να ξεπεραστεί είναι η αυθεντική ιθαγένεια της ομιλήτριας, που χρησιμοποιεί τη μητρική της γλώσσα, και άρα την κατέχει στο καταδηλωτικό και στο συνδηλωτικό επίπεδο, και επιπλέον ότι είναι φορέας μιας φυσικής και αβίαστης γλωσσικής ταυτότητας που μέσω της ξενότητάς της εγγυάται την αυθεντικότητα της γλωσσικής μάθησης. (περισσότερα…)

Από τον Ρομέρ στον Χονγκ Σανγκ-Σου

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Ο Ερίκ Ρομέρ δεν ανήκει, σίγουρα, στο κλασικό ή στο κυρίαρχο ρεύμα κινηματογραφικής αφήγησης. Δεν είναι ένας εικονοκλάστης, βέβαια, όπως ο σύγχρονός του Γκοντάρ. Οι ταινίες του, παρότι δεν καταστρέφουν την αφήγηση, στέκονται σε μια λοξή θέση σε σχέση με τις προσδοκίες του μέσου, ακόμη και του μη ανυποψίαστου, θεατή: διάλογοι πληθωρικοί, όπου φαίνεται η υπερβολική πίστη των ηρώων στην αναλυτική τους ικανότητα απέναντι σε χαρακτήρες και στη μυθοπλαστική πραγματικότητα, πίστη γενικά στον ορθό λόγο και στην ικανότητά του να τιθασεύει τα συναισθήματα ηρώων που ανήκουν σε μια τέτοια κοινωνική τάξη η οποία έχει την ευχέρεια και την πολυτέλεια να αυτοαναλύεται και να στέκει κριτικά απέναντι στα στοιχειά της λογικής· αβρά πρωτόκολλα συζήτησης και συμπεριφοράς ενός καθωσπρεπισμού τον οποίο οι ήρωες ασπάζονται ενώ ασφυκτιούν μέσα του, αλλαγές και ανατροπές που δεν αποτελούν φερτά υλικά κάποιου ψυχικού πάθους αλλά εκφράζουν την ειρωνεία του δημιουργού Ρομέρ απέναντι στο διάκενο του είναι και του φαίνεσθαι, την ειρωνεία του απέναντι στα μοιραία απρόβλεπτα της ζωής. Αυτή η ειρωνεία παραφυλά, στις καλύτερες στιγμές του σκηνοθέτη, ώστε να ελαφρώσει τους ήρωες και τις ιστορίες από το φιλολογικό και λoγολαγνικό τους άχθος, ενώ οδηγεί τον θεατή να εγκαταλείψει την πεπατημένη της δραματικής έντασης βάσει μιας άλγεβρας των ανθρώπινων σχέσεων που καταλήγει σε εκβάσεις με έναν αυστηρά υπολογισμένο τρόπο.

Ο Ρομέρ δεν ανατρέπει την καθιερωμένη κινηματογραφική αφήγηση, την οδηγεί όμως σε «εξωκινηματογραφικές» περιοχές, σε έναν ακαδημαϊσμό και σε έναν ψυχολογισμό που δεν φοβάται να πει το όνομά του, ενώ με αυτές του τις εμμονές διεκδικεί ένα είδος αφηγηματικής ανανέωσης.

Έτσι, αυτός ο κινηματογράφος με τις εικόνες που δεν μυρίζουν, σίγουρα, ποπ-κορν ξένισε και εξακολουθεί να ξενίζει πολλούς, που στην καλύτερη περίπτωση τον θεωρούν «αντικινηματογραφικό», «εγκεφαλικό» και «νοησιαρχικό» ενώ στη χειρότερη αποκρουστικά κοινότοπο και βαρετό. (περισσότερα…)