Χέγκελ

Ἡ παρουσία τοῦ Ζάκ Ντερριντά καί ἡ ἀπουσία τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη

*

τοῦ ΤΕΤΟΥ ΣΟΥΡΔΟΥ

~.~ 

Εἰσαγωγή

Ντερριντά καί Κονδύλης. Καί οἱ δύο ὑποβάλλουν σέ αὐστηρό ἔλεγχο τό κοσμοθεωρητικό σχέδιο, μοναδικό στό εἶδος του, πού τεχνούργησε ὁ ἄνθρωπος καί χάρις στό ὁποῖο διαρρύθμισε τήν ἀχανῆ ποικιλία τῶν ἀνθρώπινων ἐκδηλώσεων ὑπάγοντάς τες καθησυχαστικά σέ λίγες παραδεγμένες ἀρχές. Ὁ ἕνας, ὡς οἰονεί μεταφυσικός, ὀπισθοχωρεῖ μέχρι τή διαφωρά, ὁ ἄλλος, ἀφανής καί σκιώδης, διακοσμητικό (;) πρόσωπο σέ ὅλες τίς κεφαλαιώδεις σκηνοθετημένες σημασίες, σχεδόν ἀνώνυμος, εἰσόρμησε στόν διευθετημένο μας κόσμο διασπείροντας ἀνηλεῶς τίς κακές εἰδήσεις του. Πιάνουν τά δυό ἄκρα. Τό εὕρημα τοῦ ἑνός εἶναι γιά τόν ἄλλον ὁριστικός ἀποχαιρετισμός. Ὡστόσο καί οἱ δύο, ὁ ἕνας πρός στιγμήν καί ὁ ἄλλος μόνιμα, συμφώνησαν χωρίς νά φιλιώσουν σέ κάτι: τοῦτος ὁ κόσμος πού ζοῦμε, δέν φυλάσσεται… «Τίποτα δέν συνέβη πρίν ἀπό τό δευτερεῦον». Ἡ ἐν λόγῳ ντερρινταϊκή βραχυλογία θίγει τό οὐσιῶδες μέρος τῆς ὑποθέσεως. Δέν προηγήθηκε καμιά πληρότητα παρουσίας πρίν ἀπό τήν ἔλλειψη. Τό παρόν δέν εἶναι ποτέ πλήρως παρόν, γι’ αὐτό καί εἶναι πάντοτε ἀναγκαία ἡ ἐπανιδιοποίηση ἐκείνου πού ἡ παρουσία στέρησε. Καμιά παρουσία, ἀληθῶς καί πρωτοτύπως, δέν προηγήθηκε∙ καμιά ἐξοχότητα δέν προπορεύτηκε∙ «πάντα ὅμως τήν ὀνειρεύτηκαν καί πάντα τήν ἀναδιπλασίασαν», τήν παρήγαγαν ἐξαλείφοντας τή διαφορά. Ἄν τωόντι κάτι συνέβη πρίν τό δευτερεῦον, τότε θά μποροῦσε κανείς –λ.χ. ὁ Σάφτσμπουρυ ἤ o Χάτσεσον– νά ὑποστηρίξει τήν ἔφεση τῆς ψυχῆς πρός τήν καλοσύνη. Νά δεῖ τόν κόσμο μέ ἄλλα μάτια. Καί ἀντίστροφα: νά θεμελιώσει ἀδιεκδίκητα καί ὁμόφωνα τήν ἠθική ἀξιολόγηση στήν προσαγωγή τοῦ ζῶντος κόσμου σέ αὐτό πού ὄντως τοῦ συνέβη. Στόν Θεό, στή Φύση, στήν Τάξη, στήν Ἰδέα, στό Λόγο ἤ στήν Ἱστορία.

Οἱ πληρεξούσιοι τοῦ πρωτεύοντος κόσμου στομφάζουν ἀδιάκοπα, ἐπειδή πρέπει νά ἀσφαλίσουν τίς κινήσεις τοῦ δευτερεύοντος κόσμου. Νά κλειδώσουν τό ἀπρονόητο σέ οὐρανοκατέβατες πολιτεῖες. Ἄς πάρουμε στήν τύχη τήν «Τάξη»: Ἡ πίστη στήν ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό καλό προϋποθέτει τήν ὕπαρξη μιᾶς προνοιακῆς τάξης. Ἕνα καλοῆθες σκοπούμενο διοργανώνει λάθρα τόν κόσμο κατασταίνοντας τόν ἄνθρωπο ὑπηρέτη του. Ὁ Ντερριντά, ἀπολύοντας ἕνα δευτερεῦον χωρίς πρωτεῦον, θραύει the great chain of Being. Δέν συνάπτει τή σωτηρία μέ κανένα ἀξίωμα ἤ ὑπούργημα. Ὡστόσο, ὡς γνήσιος μεταφυσικός, ἐλαύνεται ἀπό θεμελιωτικές ἐπί τῆς πορείας τοῦ κόσμου φιλοδοξίες: τό δευτερεῦον, λυτό, χωρίς πρωτότυπο, ἐρημικό θνητό στόν κόσμο, δέν θά τό ἀφήσει ἐν τέλει ἔρμο καί ἀπόξενο – ἂν καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀκριβῶς εἶναι. Ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Κονδύλη θά διαφύγει τή σύλληψη, καθώς θά τοῦ ἐπιφυλάξει θερμή ἐντός τῆς φιλοσοφίας ὑποδοχή καί θά τό κατευοδώσει μέ ἕνα σωρό σπάνιας καλοσύνης λέξεις, σχεδιασμένες στό φιλοσοφικό ἐργαστήριο, παντελῶς ἀδέσμευτες ἀπό τό βάρος τῶν κοινωνικῶν φαινομένων καί χωρίς καμιά ἐμπειρική ἰσχύ. Καταλήγει νά γίνει ἕνας σωτηριώδης καί ὠφέλιμος φιλόσοφος.

Θεωρητικά, Κονδύλης καί Ντερριντά θά μποροῦσαν νά εἶχαν συναντηθεῖ γιά μιά στιγμή, ἄν ἀποκόπταμε ἀπό τό ἔργο τοῦ Ντερριντά τά γεροντικά μεσσιανικά κείμενα (ποιός θά ἔκανε, ὅμως, κάτι τέτοιο;) καθώς καί αὐτές τίς προστάτιδες ἀπό τό κονδυλικό κακό «ἀρχι-έννοιες» (ἀρχι-ίχνος, ἀρχι-βία κτλ.), ἄν, δηλαδή, τόν στενεύαμε στό μισό κείμενο τοῦ 1967 – annus mirabilis μιᾶς ὁρισμένης, μεγαλώνυμης, γαλλικῆς διανόησης, ἡ ἐναντιωματική πρόθεση τῆς ὁποίας ἄσκησε σέ ὅσους ἐνασμενίζονταν σέ νεαρή ἡλικία τόν ἀρνητισμό ἀπαράμιλλη γοητεία. Μιά τέτοια θεωρητική στιγμή παρώθησε ἐν μέρει τίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν. (περισσότερα…)

Όλα ή τίποτα; Τέλος ή αρχή; Η φιλοσοφική κριτική της τέχνης σήμερα

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Β. ΠΡΩΙΜΟΥ

Το ερώτημα για το νόημα της τέχνης είναι ένα μέλημα το οποίο κινητοποιεί όλους τους κοινωνούς της τέχνης και ακόμα περισσότερο τους κριτικούς τέχνης. Η κριτική τέχνης είναι στην ουσία της η αναζήτηση του νοήματος και η απόδοση ή συζήτηση του εικαστικού έργου στη γλώσσα. Αλλά για να μπορέσει κανείς να βρει το νόημα του έργου τέχνης, θα πρέπει πρώτα να ξέρει πού να ψάξει, να έχει δηλαδή μια γενική ιδέα για το τι είναι τέχνη και ορισμένα κριτήρια που θα τον καθοδηγήσουν να ψάξει στο συγκεκριμένο έργο τέχνης που μελετά, την τέχνη για την οποία ξέρει. Η κριτική τέχνης εξαρτά την αφήγηση ή τη μετάφρασή της από μια προϋπάρχουσα έννοια της τέχνης που ήδη κατέχει.

Όλοι φυσικά γνωρίζουν ότι σήμερα μιλάμε για έννοιες της τέχνης παρά για μια έννοια της τέχνης. Το τοπίο της σύγχρονης τέχνης είναι ιδιαίτερα πλουραλιστικό και υπάρχει έντονος ατομικισμός σε κάθε μορφή τέχνης και ιδιαίτερα στις εικαστικές τέχνες. Κάθε καλλιτέχνης έχει μια συγκεκριμένη οπτική και προοπτική για το τι είναι τέχνη και η μία προοπτική του ενός δεν είναι απαραίτητα συμβατή με αυτή του άλλου. Το πλουραλιστικό αυτό τοπίο της σύγχρονης τέχνης απαιτεί από τους κριτικούς τέχνης ένα βάθος και μια διεπιστημονική προσέγγιση η οποία απαντά τόσο στο τι είναι τέχνη γενικά όσο και στο νόημα του έργου τέχνης ειδικά.

Προς την παραπάνω κατεύθυνση βαίνει και ο Ντέηβιντ Κέρριερ στο μικρό του βιβλίο με τίτλο Rosalind Krauss and American Philosophical Art Criticism.[1] O Κέρριερ θεωρεί ότι η Ρόζαλιν Κράους είναι η πιο σημαντική κριτικός τέχνης στις ΗΠΑ μετά τον Κλέμεν Γκρήνμπεργκ[2] και η επιρροή της προσέγγισής της στη σύγχρονη τέχνη της εποχής της και ειδικά στον μινιμαλισμό, είναι εκτεταμένη και εκτός των συνόρων των ΗΠΑ. Αυτό που ονομάζει ο Κέρριερ φιλοσοφική κριτική τέχνης, τονίζει το γεγονός ότι ο σημερινός κριτικός τέχνης οφείλει συχνά, λόγω της φύσης της δουλειάς του, να ασχοληθεί και με τη φιλοσοφία, με την αισθητική και με την ιστοριογραφία, προκειμένου να περιγράψει και να αξιολογήσει το έργο τέχνης. Θεωρεί επίσης ο Κέρριερ ότι η φιλοσοφική κριτική τέχνης δεν είναι ένα φαινόμενο που απαντάται μόνο στη σύγχρονη τέχνη λόγω της πλουραλιστικής της συνθήκης. Είναι ένα παλιό φαινόμενο και συγκαταλέγει στους φιλοσοφικούς κριτικούς τέχνης τους Τζιόρτζιο Βασάρι, Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Έργουιν Πανόφσκι, Τζων Ράσκιν, Ουώλτερ Πέητερ, Ερνστ Γκόμπριχ, Μάικλ Φριντ, Άρθουρ Ντάντο και άλλους. (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Προδημοσίευση)

*

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.

~.~

Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.

Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.

Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.

Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς. (περισσότερα…)