Χάινριχ Χάινε

Αμφιγαμία

*

ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΜΕΝΑ

γράφει ο Ηρακλής Δ. Λογοθέτης

Ξελογιάστρα εκ φύσεως, η λογοτεχνία γνωρίζει καλά πως λέγε-λέγε το κοπέλι κάνει την κυρά και θέλει, γι’ αυτό και προσφεύγει τόσο συχνά στα γλυκόλογα. Φυλάει τα δικά της βάζα σε παραπειστικές κρύπτες, ενίοτε μάλιστα δεν επιτρέπει στον ήρωα να βάλει το δάχτυλο σε μέλι προσφάτου εσοδείας αν δεν εξυμνήσει τις αρετές μίας παρελθούσας. Στην περίπτωση αυτή η αφήγηση αναλαμβάνει, ως καταλυτικά μεσιτεύουσα δύναμη, τη διακίνηση της αισθηματικής συνάφειας δύο προσώπων με την παρένθετη εμβολή ενός τρίτου. Έτσι, στις Φλωρεντινές νύχτες (Florentinische Nächte, 1836) του Χάινε, ο Μαξιμιλιανός, παραιτούμενος της αμέσου προσεγγίσεως, εξομολογείται τα αισθήματά του πλαγίως. Διηγείται στη Μαρία μία παλαιότερη ερωτική του περιπέτεια με τη Λωράνς με σκοπό να υποκινήσει τη μιμητική της συμπάθεια και γνωρίζοντας ότι στη δεύτερη από της αληθείας αφήγηση δεν χωρά τρίτο ενεργό πρόσωπο, μνημονεύει την απελθούσα ερωμένη από την απόσταση ασφαλείας που του επιτρέπει να ελπίζει στην εύνοια της παρούσας ακροάτριας. Σ’ αυτόν άλλωστε τον συνδυασμό μίας αισθηματικής αποδρομής και της παραινετικής της υποκαταστάσεως, οφείλεται το ότι επέλεξα τις Φλωρεντινές νύχτες ως βάση της εργασίας μου για την αφηγηματική αποπλάνηση, το σκεπτικό της οποίας σας εξέθεσα πολύ συνοπτικά — κατέληξα απευθυνόμενος στην κυρία Μάρτα Γουόλπολ, πρόεδρο του Institute for Advanced Study στο Χάρβαρντ, αλλά βολιδοσκοπώντας παραλλήλως με κλεφτές ματιές τη νεότερη, ιδιαιτέρως ελκυστική υφισταμένη της, την κυρία Γκουέντολιν Χαμ.

Υπέκυψα δηλαδή στον πειρασμό της διπλής στοχεύσεως, ευελπιστώντας αφενός σ΄ ένα πρώτο θετικό σήμα της κ. Γουόλπολ απέναντι στο αίτημα της υποτροφίας μου και αφετέρου ερευνώντας εάν οι διαθέσεις της κ. Χαμ θα καθιστούσαν την ολοκλήρωση της μελέτης μου στο εν λόγω ινστιτούτο όχι μόνο ανέξοδη αλλά και ευχάριστη. Μοιραίο, καθώς αποδείχθηκε, σφάλμα νεανικής υπεροψίας που υπερτιμώντας τη συνάφεια μεταξύ βλέψεως και βλήματος, προεκτείνει τη γραμμή του ελληνικού ημαρτημένου κάπως ανορθόδοξα, ισοφαρίζοντας την αστοχία των προθέσεων με την ορθή ανάγνωση του τιμήματος. Διότι η κ. Γουόλπολ αντιλαμβανόμενη τα βλέμματά μου προς την υφισταμένη της αντέδρασε μ’ ένα σαφώς ζηλοτυπικό εφέ αφού όταν έσπρωξα τον φάκελο με το σχεδίασμα της εργασίας μου προς το μέρος της, εκείνη επιχειρώντας να τον πάρει έριξε πάνω του με μία νευρική χειρονομία την κούπα του καφέ της. Η κυρία Χαμ πετάχτηκε και, κοιτάζοντάς με απολογητικά, μάζεψε ό,τι μπορούσε να μαζευτεί απλώνοντας μερικά χαρτομάντηλα στο γραφείο αλλά η ζημιά είχε γίνει. Ελπίζω να μη λερωθήκατε, είπε ουδέτερα, αντί συγγνώμης, η πρόεδρος και το ατυχές επεισόδιο έληξε, αν όχι αδιάβροχα πάντως αναίμακτα. (περισσότερα…)

Χάινριχ Χάινε, Δώδεκα ποιήματα

 

*

Μπουρλέσκο σονέτο

Πώς στη μιζέρια θα ’βαζα τελεία
αν ήμουν δεξιοτέχνης στα πινέλα
και στον καμβά μου ηρώων μεγαλεία
ζωγράφιζα και καλλονές με βέλα.

Πώς πακτωλός σωστός θα μ’ ελεούσε
αν γνώριζα βιολί καλό ή πιάνο
κι ο πάσα εις που μ’ άκουγε επαινούσε
το παίξιμό μου το γλυκό και πλάνο.

Μα αλίμονο, στο δρόμο αυτόν που πήρα
τον Μαμωνά ποτέ δεν θα πετύχω,
μιας κι απ’ τις τέχνες όλες την πιο στείρα
διάλεξα για την τσέπη μου – τον στίχο !

Το θείο ποτό του Βάκχου άλλοι πίνουν,
διψώ, επαιτώ κι εγώ, μα δε μου δίνουν.

~.~

Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα…

Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα
κι όλο λέγαν για τα ερωτικά,
δεσποσύνες με αμφίεση ωραία,
καβαλιέροι με ήθη λεπτά.

«Ένας Έρως υπάρχει : ο αγνός»,
ο βαρώνος με ύφος δηλώνει.
Και (με στόνο κρυφό…) η βαρώνη
του πετάει σκωπτικά : «Ασφαλώς !»

«Α, η πείρα», λέει ο δούξ, «συμβουλεύει
η συνεύρεσις να ’ναι πραεία,
διότι βλάπτεται ειδάλλως η υγεία !»
Κι η μαμζέλ –που απορεί– : «Μα αληθεύει ;» (περισσότερα…)