*
1.
Τίποτα δεν θέτει σε μεγαλύτερη δοκιμασία τη δύναμή μας να ζήσουμε, όσο ο θάνατος – και τούτο, πάνω απ’ όλα, εξαιτίας της οδύνης μας για το ότι πρέπει να ζήσουμε δίχως εκείνους που φεύγουν πριν από μας.
Λένε ότι ο θάνατος όλους μας εξισώνει. Ίσως αυτό να παρηγορεί κάπως όσους υποφέρουν από τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Πράγμα που ενίοτε συμβαίνει στον καθένα. Επειδή ωστόσο είναι πάντα και οι διαφορές των ανθρώπων που μας επιτρέπουν να ζούμε και να ελπίζουμε, η παραμυθία από τούτη την ισότητα ενώπιον του θανάτου έχει τα όριά της. Καθώς ο καθένας οφείλει να ζήσει τη δική του ζωή, η υπαρξιακή ανομοιότητα των ανθρώπων δεν απαλλάσσει κανέναν. Όποιος όμως δεν παραδέχεται καμμιά απολύτως διαφορά, από την παραμυθία δημιουργεί μια προκατάληψη, που τελικά καταστρέφει κάθε αξία.
Στην πραγματικότητα ακόμη και ο ίδιος ο θάνατος επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα της ύπαρξης. Διότι μας διδάσκει κατά τρόπο ανέκκλητο ότι καθένας μας έχει τη δική του μοίρα. Η μοναδικότητα, που γίνεται πρόδηλη με τη γέννηση[1] και της οποίας την ευθύνη επωμίζεται –παραδόξως– ο ίδιος ο άνθρωπος κατά την πορεία της ζωής του, επισφραγίζεται από τον θάνατό του σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένο χρόνο. Ακόμα κι αν υπάρχουν γενικοί νόμοι που διέπουν το σώμα, ακόμα κι αν ο καθένας μετέχει στο πεπρωμένο της δικής του εποχής, του δικού του λαού, της δικής του οικογένειας, του δικού του επαγγέλματος και –κυρίως– του δικού του χαρακτήρα, με τον θάνατο κλείνει ο βιοτικός κύκλος ενός ατόμου. Είναι γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο που ο θάνατος των άλλων μάς προειδοποιεί ανέκκλητα ότι κι εμείς θα πεθάνουμε. Τι θα μπορούσε να καταφέρει δεινότερο πλήγμα στη γοητευτική μοναδικότητα της ύπαρξής μας απ’ όσο η θέα ενός νεκρού;
Ακόμα και η προηγούμενη εικόνα για τον φόβο του θανάτου είναι αναντικατάστατης ατομικότητας: εγώ o ίδιος πρέπει να ανακαλέσω στη μνήμη μου την οδύνη, την ανείπωτη φρίκη, την απόλυτη ανημπόρια μου ενώπιον του θανάτου ώστε να τον φοβηθώ. Πρέπει να φέρω προ οφθαλμών τη δική μου αδυναμία, τη δική μου α-πορία ή ακόμη το ενδεχόμενο τέλος της δικής μου ύπαρξης, για να μπορέσω να συλλάβω τον θάνατο ως λύτρωση. Και τέλος πρέπει να γνωρίζω ήδη για τον δικό μου θάνατο, ώστε να μπορέσω να ανακαλύψω σ’ αυτόν το πεπρωμένο του Άλλου. (περισσότερα…)

