σύγχρονο ελληνικό διήγημα

Στα νύχια του αιμοδιψούς Εϊ-ά-ι

*

Ι

Τσιγάρο, καμπαρντίνα, μισόκλειστα βλέφαρα. Νουάρ καταστάσεις, παρότι μέρα μεσημέρι. Μου είχαν πει για το φοβερό και τρομερό τέρας που σκορπούσε πανικό στους φιλήσυχους κατοίκους των γειτονιών μας. Την πρώτη ηλικιωμένη –πάντα ηλικιωμένη!– την είχα βρει κουλουριασμένη σε μια γωνιά και μόνο παραμιλούσε, επαναλαμβάνοντας πρωτόγονα: «Εϊ-ά-ι! Εϊ-ά-ι!» Η δεύτερη περίπτωση ήταν μία ευκατάστατη νεαρή κυρία, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα προσπαθούσε να με χαστουκίσει κι εγώ θα την απαντούσα ακινητοποιώντας τη: «Βρε, βρε, η γατούλα έχει πολύ μακριά νύχια!» αλλά τώρα δεν γινόταν. Είχε χώσει το όμορφο προσωπάκι της μέσα στις παλάμες με τα πάλλευκα δάχτυλα, μα η πλάτη της έμοιαζε με παρένθεση, παρά με ραχοκοκαλιά λεοπάρδαλης. Την ανασήκωσα απαλά και τα χαμένα μάτια της μόνο έλεγαν και ξανάλεγαν: «Εϊ-ά-ι! Εϊ-ά-ι!» Χμ, αρχή πανδημίας;

«Μην το πεις παραέξω, Μαρλίδη, αλλά αρχίζει να διασπείρεται διαολεμένος πανικός».

«Μείνε ήσυχος, αρχηγέ. Δεν μιλάω μέχρι να δούμε τι διάολο γίνεται».

«Χρειάζεσαι κάποιον ειδικό μήπως; Αν βέβαια ξέρεις τι διάολο ψάχνουμε…».

«Νομίζω πως ξέρω πού πρέπει να απευθυνθώ, διάολε!» (περισσότερα…)

Ο Εσταυρωμένος

*

Στο άλλοτε εγκαταλελειμμένο οικόπεδο, πλάι στην παλιά εργατική κατοικία που της είχε κληροδοτήσει ο οικοδόμος σύζυγος, ξεφύτρωσε μια μεζονέτα. Ήρθε και κόλλησε στον ανατολικό τοίχο του σπιτιού της και της έκλεψε τον ήλιο. Από την ημέρα που ξεκίνησαν οι εργασίες, μέχρι που κατοικήθηκε και ως σήμερα, ησυχία δεν είχε βρει. Αρχικά οι εργάτες, με τις αγριοφωνάρες, τα σκεπάρνια, τις μπετονιέρες και τα ανεβατόρια τους, χάλαγαν την ηρεμία της κυρά Μαρίκας. Αργότερα οι ένοικοι. Ο ιδιοκτήτης της μεζονέτας, μετανάστης από τη δεκαετία του ’60 στη Γερμανία, δεκάρα δεν έδινε, όσο κι αν του γκρίνιαζε η Μαρίκα στο τηλέφωνο. Συχνά πυκνά τον καλούσε να παραπονεθεί για τη φασαρία από τα καμώματα του ενοικιαστή του, που έπλητταν την ψυχική της γαλήνη. Αλλά εκείνου του έφτανε να μπαίνουν τα νοίκια στην τράπεζα.

Στο ισόγειο της διώροφης κατοικίας είχε αφήσει μια μονόχωρη γκαρσονιέρα για φοιτητές, και όλη την υπόλοιπη την νοίκιαζε σε ένα νεαρό ζευγάρι. Το δωμάτιο ήταν όλο κι όλο τριάντα τετραγωνικά και το έδινε επιπλωμένο. Εκεί μέσα ήταν στριμωγμένα: ένα κρεβάτι, το ψυγείο, το πλυντήριο, το πετρογκάζ και η σόμπα. Σε μια γωνιά είχε φτιάξει με γυψοσανίδα έναν χώρο, κυριολεκτικά δύο μέτρα επί δύο – κι αυτό ήταν το μπάνιο, όπου χωρούσαν μετά βίας ο νιπτήρας και η λεκάνη με το καζανάκι.

Μία ωραία πρωία, αντί για φοιτητής, αριβάρισε ο αιωνόβιος μπάρμπα Γεστάς. Ο «Εσταυρωμένος», όπως τον βάφτισε η Μαρίκα. Είχε τόσο καιρό να μιλήσει για την ηλικία του, (περισσότερα…)

Εφήμερη σχέση

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

~.~

Η ιστορία της σχέσης μου με τη Χρυσάνθη θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα αλλά μπορεί το ίδιο άνετα να χωρέσει και σε λίγες σελίδες. Εξάλλου, ακόμα και αν ήθελα να την κάνω μυθιστόρημα, το αποτέλεσμα θα ήταν τουλάχιστον βαρετό: δεν διαθέτω τις αρετές για να γράψω εκατοντάδες σελίδες χωρίς να χάσω την ουσία της υπόθεσης και χωρίς να παρασυρθώ σε ακατάσχετη λογοδιάρροια.

Με εξαίρεση κάποιες λεπτομέρειες που ίσως είναι μοναδικές, γενικά η σχέση μου με τη Χρυσάνθη ήταν μια τυπική, συνηθισμένη ιστορία, όμοια με εκατομμύρια άλλες: μια περίπτωση γάμου δυο ανθρώπων που, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό τους και τους όρκους ισόβιας αγάπης, δεν μπορούσαν τελικά να συνυπάρξουν και να ανθίσουν ο ένας δίπλα στον άλλον καθώς έψαχναν τελείως διαφορετικά πράγματα.

Η Χρυσάνθη ήταν μια ελκυστική γυναίκα, ποθητή, με εύρωστο σώμα, ιδανικές καμπύλες, κοντά καστανά μαλλιά, προσωπάκι μάλλον μικρό σε σχέση με το σώμα της, χαριτωμένο σαν ξωτικό, βγαλμένο από τα παραμύθια που διάβαζε. Ακτινοβολούσε θηλυκότητα, ζωντάνια, καλή διάθεση και αγάπη για τη ζωή. Aυτά αγάπησα πάνω της  από την πρώτη μας συνάντηση. Γνωριστήκαμε στην παρουσίαση ενός βιβλίου. Ήμουν τριάντα έξι, εκείνη τριάντα δύο. Το διάβασμα και η αγάπη για τα βιβλία ήταν ένας πρόσθετος λόγος που με είχε κάνει να ελπίζω σε μια σχέση βαθιά και με διάρκεια. Της άρεσαν τα παραμύθια και τα ιστορικά μυθιστορήματα. Μια φορά το μήνα πήγαινε σε βιβλιοπωλεία για να αγοράσει ή να παραγγείλει βιβλία. Παρότι θεωρούσε «σκληρές» ή «ενοχλητικές» τις δικές μου αναγνωστικές προτιμήσεις, ξεφύλλιζε συχνά τα βιβλία που διάβαζα και δεν ήταν λίγες οι φορές που έμπαινε στον πειρασμό και διάβαζε αποσπάσματα.

Η μόνη καλή περίοδος ήταν οι μήνες πριν τον γάμο. Μάλλον η λέξη «καλή» δεν είναι αρκετή για να περιγράψει εκείνο το διάστημα. Η σχέση μας ήταν ιδανική σωματικά και πνευματικά. Κάναμε έρωτα σαν τρελοί, χωρίς αναστολές, χωρίς προκαταλήψεις, δοκιμάζοντας πηγές ηδονής που ακόμα και τώρα μου προκαλούν εξίσου νοσταλγία και ντροπή. (περισσότερα…)

Υπέρ νοσούντων

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται.

ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ AΠΟΣΤΟΛΟΥ, Προς Κορινθίους Β΄, ιβ΄ 9

Τι θα γίνει αν κοιμηθείς και ονειρευτείς
πως πήγες στον παράδεισο κι εκεί
έκοψες ένα παράξενο και πανέμορφο λουλούδι
και τι θα γίνει αν όταν ξυπνήσεις
κρατάς το λουλούδι αυτό στο χέρι σου;

SAMUEL TAYLOR COLERIDGE

Βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο. Την γάζωνε ο καρκίνος. Δεν έμεινε πλέον τίποτα, ούτε σάρκα, ούτε μαλλιά, ούτε κουράγιο. Απόψε ήταν η τελευταία της νύχτα. Το ήξερε. Μύριζε τον θάνατο στο δωμάτιο. Ένιωθε την γεύση του στο στόμα της. Τα φώτα στον θάλαμο χαμηλωμένα. Είχαν φύγει όλοι. «Πρέπει ν’ αναπαυθείς», της είπαν, λες και δεν θ’ αναπαύονταν σε λίγο για πάντα. Τα παιδιά της δεν τα είδε τις τελευταίες μέρες. Φοβήθηκαν να της τα πάνε μήπως τρομάξουν, αν αντικρίσουν κάτι κόκαλα σταυρωμένα αντί για την μάνα τους. Λείψανο κατάντησε. Η ανάσα της λιγοστή, όπως η φλόγα στο καντήλι που τρεμοσβήνει πριν σβήσει, ενώ το λάδι έχει πλέον σωθεί. Σώθηκε το λάδι της. Μα πόσο μπόρεσε να κάψει; Είκοσι επτά μόνον χρονών, τι πρόλαβε να ζήσει;

Παντρεύτηκε μικρή, λες και το ’ξερε. Έγινε μάνα. Ευτυχώς για κείνη. Δυστυχώς για τα παιδιά της: θα ορφανέψουνε νωρίς. Άντρα τής διάλεξε ο πατέρας της. Δεν είπε «όχι». Έναν άντρα θα ’παιρνε, ας ήταν αυτός. Προκαθορισμένη ζωή: μαγκανοπήγαδο. Εκείνος στην δουλειά, εκείνη στο σπίτι. Κάθε δεύτερο Σάββατο σε καμιά ταβέρνα. Την Κυριακή στην εκκλησία. Ο άντρας της ήταν θρήσκος. Της έβαλε μια εικονίτσα των Αγίων Αναργύρων κάτω από το μαξιλάρι φεύγοντας. Εκείνη στράβωσε τα μούτρα της, δεν πίστευε και πολύ: «Άμα πεθάνεις, βράστα! Όσο ζεις, κοίτα να χαρείς». Πολύ που χάρηκε… Μήπως τον έρωτα; Πφ! Σανίδες μέτραγε στο ταβάνι. Μήπως ταξίδια; Τώρα θα τα κάνει μαζεμένα, ένα και μακρινό. Τι χάρηκε; Πάντα την πλήγωνε αυτή η λέξη, ακόμα και στην προφορά της: «Χαρά!» Εκείνο το «Χ», στην αρχή, σαν διαγραφή της φαίνονταν. Σαν διασταυρωμένα ξίφη. Σαν ήχος λάμας που της έσκιζε το λαρύγγι.

Βήχας συγκλόνισε το στέρνο της. Ένας κόμπος αίματος ανέβηκε στο στόμα και τον έφτυσε στο σεντόνι. Ο λεκές απλώθηκε στο ύφασμα σαν ανθισμένο τριαντάφυλλο στο χιόνι. Ο αέρας λιγόστευε, λες και κάποιος τον έκοβε με μαχαίρι. Πήρε κοφτές ανάσες και πετάρισε τα βλέφαρα. Δεν έβλεπε καλά. Σαν να κοίταζε πίσω από θολωμένα τζάμια. Μόνον σκιές ξεχώριζε. Σκιές ακαθόριστες. Μία την πλησίασε κι έπιασε τον σφυγμό της. Θα ’ταν ο γιατρός, ήταν η ώρα του.

«Δεν μπορώ ν’ ανασάνω, γιατρέ!» ψιθύρισε με κόπο. (περισσότερα…)

Μικρή σπουδή εις γέλωτα Μείζονα

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΛΑΦΡΟΥ

~.~

Σ’ εκείνη τη διάσημη πρότασή του ο Έγελος γράφει πως η γλαύκα της Αθηνάς ξεκινά το πέταγμά της μόνο κατά το σούρουπο. Τώρα, ο ίδιος ο Έγελος εννοούσε κάτι είτε πολύ συγκεκριμένο είτε το εξαιρετικά ασαφές, όμως ούτως ή άλλως εμένα οπωσδήποτε μου διαφεύγει το καθαρό νόημα της σκέψης του στα ορθά της συμφραζόμενα. Υποπτεύομαι πως δεν είμαι ο μόνος. Την πρόταση του τη σκέφτομαι όλο και συχνότερα –έρχεται και μου καρφώνεται στον νου, σαν να θέλει κανείς να μου υπενθυμίσει πως την όποια σοφία διαθέτω την κατέκτησα πολύ αργά, έτσι που μόνο στην κατανόηση του παρελθόντος με ωφελεί, δίχως να με προφυλάσσει από τις κακοτοπιές που μέλλονται να φανούν εμπρός μου. Σε αυτό μου το παρελθόν ωστόσο πολύ θα μου ήταν χρήσιμη λίγη σύνεση παραπάνω, αφού τα όσα θα περιγράψω ακολούθως θα μπορούσαν ευκόλως να αποφευχθούν από κάποιον λίγο πιο πονηρό ή συνετό ή ταπεινό ή, τέλος πάντων, από εκείνον που αντί της ανέμελης υπερηφάνειας του –συνοδευόμενη συνήθως αυτή από μια ανάλαφρη αδιαφορία για τα αισθήματα των γύρω– θα πρόκρινε μια προσεκτικότερη στάση απέναντι τους. Την ελαφρομυαλιά μου την πλήρωσα εν τούτοις σε νόμισμα σκληρό, μάλιστα, έτσι που ο νους μου βάρυνε έκτοτε απότομα και κατέληξα να τον σέρνω αδρανή εδώ κι εκεί, ίδιο κουφάρι δυσκίνητο και άχθος καθαρό.

Κάποτε ζούσα δίχως φορτία: Πέρασα χρόνια παιδικά αμέριμνα, με παιχνίδι, γέλιο και ένα κορμί πάντα ζεστό, ανίδεο έστω και της πλέον ήπιας ασθενείας. Σαν κουραζόμουν απ’ τις τρεχάλες στους δρόμους και στην εξοχή, γυρνούσα πίσω κι ύστερα απ’ το δροσερό μου μπάνιο έπιανα το βιβλίο. Κανείς από τους δικούς μου δεν ήτανε άνθρωπος των γραμμάτων, μα τα βιβλία μού τα πρόσφεραν τόσο απλά όσο τους τα ζητούσα –κι ούτε ποτέ κανείς με πίεσε για να διαβάσω κάτι ή το αντίθετο. Η ελευθερία μου ήταν πλήρης –το ίδιο και η ευδαιμονία μου.

Στον κύκλο μου γίνανε όλοι μηχανικοί ή ακολούθησαν σπουδές διοίκησης και, σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι κατέληξαν στη φιλόξενη αγκαλιά της μεγάλης οικογενειακής επιχείρησης ή (περισσότερα…)

Ένας ασήμαντος άνθρωπος

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

~.~

Είμαι ένας τυχαίος άνθρωπος, ένας ασήμαντος άνθρωπος, εσωτερικά εξαντλημένος, πληγωμένος από πίκρες που έχουν σημασία μόνο για μένα, μετέωρος ανάμεσα στον κυνισμό και τη συμπόνια, επιρρεπής αλλά όχι παραδομένος στη μνησικακία, κουρασμένος απ’ το παιχνίδι των προσδοκιών και της υποκρισίας, εθισμένος σε ορισμένες ιδεοληψίες: να ζήσω την προσωπική μου ιστορία χωρίς διαμαρτυρίες, χωρίς ξεφωνητά, να μην γίνω γελοίος, να κατακτήσω την διαύγεια που μου είναι απαραίτητη για να φτάσω μέχρι το τέλος χωρίς να προδώσω τον εαυτό μου, να διαχειριστώ ψύχραιμα την προοπτική του θανάτου μου, την τελική αποτυχία της επίγειας ύπαρξής μου.

Υπάρχω αυθαίρετα, ανεξήγητα. Δεν ξέρω τι είμαι και γιατί υπάρχω. Δεν ζήτησα να υπάρξω. Ξένες αποφάσεις καθόρισαν την είσοδό μου στη ζωή. Άγνωστες δυνάμεις θα καθορίσουν και την έξοδο μου. Η πορεία καθορισμένη αμετάκλητα, τα μεγάλα ερωτήματα αναπάντητα. Αιχμάλωτος στην ύπαρξη έχω να υποστώ ένα πεπρωμένο, μια σειρά από συμπτώματα και αγωνίες, μια ζωή και έναν θάνατο, χωρίς να ξέρω τι υπερασπίζομαι, αποφασισμένος ωστόσο να βρω ένα νόημα και να εξαντλήσω τα πάντα μέχρι τέλους, συλλογιζόμενος κάθε τόσο ότι όλα αυτά ίσως να μην έχουν τελικά καμιά σημασία, κανένα νόημα, καταδικασμένα όλα σε έναν αθεράπευτο παραλογισμό και σε μια ολοκληρωτική εκμηδένιση.

Κάποτε (μόλις χθες) ήμουν παιδί – τα χρόνια εξαϋλώθηκαν λες και δεν υπήρξαν. Κληρονόμησα μια ορισμένη κατάσταση, αυτό που αφαιρετικά ονομάζουμε «φτώχεια», με καθόρισε, με έκανε αυτό που είμαι. (Θυμάμαι ένα παγωμένο αποχωρητήριο στην άκρη μιας αυλής, θυμάμαι ένα παγωμένο σπίτι, θυμάμαι έναν άντρα που πρέπει να ήταν ο πατέρας μου – δεν έμαθα ποιος ήταν, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Θυμάμαι την απουσία άλλων, τις σπάνιες επισκέψεις κάποιων. Κάπως έτσι μεγάλωσα. Κάπως έτσι διαμόρφωσα τη ντροπή και την περηφάνια μου).

Υπό άλλες συνθήκες θα γινόμουν κάποιος άλλος; Δεν ξέρω. Ίσως ναι, ίσως όχι. (περισσότερα…)

Κραιπάλη

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

 ~.~

Άπαξ και ανάψει, το κερί αρχίζει να σώνεται. Άλλοι
το ανάβουν από τη μια μεριά, άλλοι κι από τις δύο.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, Περί μέθης

1

Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Γ. άρχισε να πίνει. Ερχόταν στο μπαράκι που δούλευα. Τον ήξερα από παλιά, από την εποχή που δούλευα στο καρνάγιο. Κάθε χειμώνα έβγαζαν το οικογενειακό σκάφος για συντήρηση – ένα γιοτ δεκαέξι μέτρα. Κάποιες νύχτες ο Γ. έμενε στο σκάφος, πότε μόνος, πότε με γυναίκα. Τριαντάρης, όμορφος, δεν περνούσε απαρατήρητος. Η ξαφνική απώλεια του πατέρα του τον έφερε αντιμέτωπο με ερωτήματα που δεν τον είχαν απασχολήσει μέχρι τότε. Άβγαλτος στο ποτό, στην αρχή γινόταν λιώμα, σταδιακά βρήκε τις ισορροπίες του. Μεθούσε αλλά δεν κατέρρεε, στεκόταν στα πόδια του. Δοκίμασε χρώματα και γεύσεις. Κατέληξε να πίνει σταθερά Μανχάταν – σκληρό ποτό για τα δικά μου δεδομένα.

Μια νύχτα του έκανα παρέα. Συνήθως καθόταν σε κάποιο τραπέζι, εκείνη τη φορά ήρθε στη μπάρα. Ήπια μαζί του, συγκρατημένα. Μιλήσαμε, για ποτά κυρίως. Το χάραμα με ρώτησε αν μπορούσα να τον μεταφέρω στο σκάφος – εκεί κοιμόταν, δεν άντεχε να πάει στο σπίτι. Είχε πιει παραπάνω από το συνηθισμένο, ήθελε κάποιο στήριγμα. Ένοιωθα εξαντλημένος αλλά  δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Κάλεσα ταξί. Καθίσαμε πίσω. Μετά από λίγο έγειρε στον ώμο μου, αποκοιμήθηκε. Τον κοίταξα. Ένας μεθυσμένος άγγελος. Όπως και άλλες φορές, είχα την αίσθηση ότι αυτές οι πρόσκαιρες γνωριμίες ήταν μοιραίες, αναπόφευκτες, προέκταση ενός παρελθόντος που παιζόταν κάθε φορά σε νέες παραλλαγές. Έκλεισα τα μάτια, θυμήθηκα τα περασμένα. Παλιά ξεχασμένα δωμάτια, γλαρωμένα χαμόγελα, ξένα πάθη που άφησαν μέσα μου ανεξίτηλα τα πένθιμα και σκοτεινά τους ίχνη.

Είχα χρόνια να κατέβω στο καρνάγιο. Ξημέρωνε. Το φεγγάρι μισό, ανεξήγητο. Ο φύλακας ήταν παλιός γνωστός. Φέρθηκε εγκάρδια. Του εξήγησα την κατάσταση. Το ξέρω, μου λέει, κάθε νύχτα τα ίδια. Τον ανεβάσαμε στην καμπίνα και τον βάλαμε στο κρεβάτι. Το εσωτερικό του σκάφους ήταν εντυπωσιακό, άνετο αλλά ακατάστατο. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού υπήρχαν άδεια μπουκάλια κρασί, ένα σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα, χαρτιά, φάκελοι και μια φωτογραφία σε μεγάλη επίχρυση κορνίζα – υπέθεσα πως ήταν ο πατέρας του, τον θυμόμουν αμυδρά. Πήγα να φύγω αλλά ο φύλακας μου ζήτησε να κοιμηθώ εκεί. Ανησυχούσε μη γίνει καμιά στραβή και πάρει φωτιά το σκάφος. Πριν από καιρό ένας μεθυσμένος Ισπανός είχε καεί μαζί με το ιστιοφόρο του από ένα ξεχασμένο τσιγάρο. (περισσότερα…)

Πέτρα

*

Τις νύχτες τα τεισιά τσακρούν σώπα τειχοραΐζουν
Ξεβαίννουσιν φαντάσματα αιώνες ξεκολλούσιν
Ασώματοι ψεματινοί βρίσκουν φωνήν μιλούσιν.

Την Κάντια, την πυργοδέσποινα, τη φρουρούσε ένα σώμα επίλεκτο, κάτι αγέλαστοι βιγλάτορες, που δεν θωρούσαν ποτέ χαμαί. Πρώτοι στη μάχη, μα και στη σύνεση, που, όποτε δέχονταν να μάθουν ο ένας από τον άλλον κι ο καλός τον καλύτερο, κι όλοι τους από εκείνους που πολέμησαν πριν απ’ αυτούς, συνιστούσαν μαζί ένα ακατάβλητο σύνολο. Μ’ ένα νεύμα της θαρρείς πως άνοιγαν πόρτες κρυφές, κάνοντάς τους να μαντεύουν απ’ τον αέρα κάθε της πρόσταγμα. Κι εκείνων που νόμιζαν ότι μπορούσαν να παραβούν τους ορισμούς της ο μικρός, ελάχιστος δισταγμός έμοιαζε να περιέχει κιόλας την απολογία του.

Ήταν οι στιγμές που η όψη της αποσπαζόταν κι αποκτούσε την κόψη του λεπιδιού. Κανείς δεν ήθελε τότε να την ενοχλήσει, κανείς δεν επρόκειτο να της απευθύνει καμία ερώτηση. Κι ας ήξεραν πως δεν υπήρχε ποτέ, στ’ αλήθεια, απάντηση στην ερώτηση· έτσι, μόνο για να ρωτήσουν, στη χάση της. Ν’ ακουστεί μια φωνή.

Σκληρή, άτονη, ανήλεη, απρόσιτη στα μάτια του κόσμου. Κανείς δεν ήξερε πως η καρδιά της κυράς, της Αρσενάλιας, ήταν φτιαγμένη από μαλακά, θερμά πετρώματα, ίδια με τον πυρήνα της γης, που διατηρούσε την υπαρξή της ζωτική και φλογώδη. Τα βράδια το βουνό τη σκέπαζε στην αγκάλη του. Ίσως αυτό να καταλάβαινε.

Στο βλέμμα της, όμως, παρέμενε μια ανεξήγητη έξαρση, τόνοι ανέκφραστοι μιας αμεταμέλητης ομορφιάς. Η αυστηρή περηφάνεια της. Η αντίστασή της στη στενότητα και σ’ εκείνους που μόλυναν την ευπρέπεια του οίκου της. Η αυτοπεποίθησή της, που σκάει σαν ρόδι. Η αδικαίωτη οργή της, το θεμέλιο της ελευθερίας της.

Όταν εκτίζαν το παλάτι, οι δουλευτές της έκαναν γούστο ν’ ανεβαίνουν για χάρη της εκείνα τα τριακόσια-τόσα σκαλοπάτια, τα σκαλισμένα στον βράχο. Κι όταν έφταναν στην κορφή, μιλούσαν μόνο για το παράθυρο της βασίλισσας, κι όλοι στοχάζονταν μέσα τους, χωρίς να τ’ ομολογούν, από ντροπή ή από την περφάνεια του φύλου τους, πως θα ’θελαν να είναι ο βασιλιάς. (περισσότερα…)

Το δάχτυλο της σιωπής

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Να βρεις γυναίκα στην Αθήνα μοιάζει εύκολο, μα λίγα πράγματα είναι εύκολα όταν φαίνονται εύκολα. Εννοώ γυναίκα για σχέση, όχι απλώς για πήδημα. Αν και το «απλώς» δεν είναι καθόλου απλό άμα πρόκειται για γυναίκα, και το «πήδημα» εμπεριέχει την πτώση: απ’ τον παράδεισο, από ύψος, απ’ οπουδήποτε μπορείς να τραυματιστείς, τέλος πάντων – όμως το πήδημα εις βάθος είναι το τρομακτικότερο, αλλά στον τρόμο εμπεριέχεται και η ανατριχίλα, η ξαδέρφη του πόθου και μητέρα της ηδονής. Εκεί, στα άδυτα των αδύτων της γυναίκας, στους κοραλλιογενείς υφάλους των επιθυμιών, δύτης παράτολμος ο άντρας αλιεύει διάπυρα μαργαριτάρια, κλεισμένα στο σαρκοφάγο στρείδι του κορμιού της.

Γυναίκες υπάρχουν πολλές στην Αθήνα, διαλέγεις και παίρνεις. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, το «διαλέγεις». Βασικά παίρνεις ό,τι πιάνει το χέρι σου. Και πιάνει ό,τι φτάνει η τσέπη σου κι ό,τι αξίζει το ταλέντο σου. Γιατί αλλοίμονο αν δεν ήθελε και ταλέντο η κατάκτηση ενός σάρκινου ποιήματος: της γυναίκας, του πολυπλοκότερου μηχανισμού της φύσεως, του άλυτου γρίφου της ζωής, μετά του χάσματος της μάζας στην θεωρία των Yang-Mills και των εξισώσεων Navier-Stokes, που παραμένουν άλυτοι 43 και 150 χρόνια αντίστοιχα.

Η γυναίκα μυρίζει το ταλέντο από μακριά, όπως τα λεφτά, και τα λεφτά όπως τα κεφτεδάκια στην κουζίνα.

Εσύ, αν ήσουν εμπόρευμα, πόσο θα πλήρωνες να σε αποκτήσεις; Κι αν δεν θα πλήρωνες, γιατί να (την) πληρώσει εκείνη; Πιστεύουμε πως αξίζουμε περισσότερο απ’ όσο αξίζουμε. Κι όσοι λένε πως δεν αξίζουν, πιστεύουν πως αξίζουν περισσότερο απ’ όσους πιστεύουν πως αξίζουν. Είμαστε υπερτιμημένα προϊόντα, δεν μας προτιμά το κοινό και βγαίνουμε σε προσφορά στις εκπτώσεις.

Να βρεις γυναίκα είναι δύσκολο, είτε στην Αθήνα είτε στην Ανδρομέδα, που να μην νιώθεις μόνος όταν δεν είσαι μόνος, που ν’ αδημονείς να την συναντήσεις κι όχι ν’ ανυπομονείς να την αφήσεις, που να δένετε σαν κόμπος ναυτικός, να κουμπώνετε σαν παλτό χειμωνιάτικο και να κολλάτε σαν μαγνητάκια στο ψυγείο.

Τέλος πάντων, το κουράσαμε το θέμα.

Ας μείνουμε στην αρχική πρόταση:

«Να βρεις γυναίκα στην Αθήνα μοιάζει εύκολο». Αλλά δεν είναι! Κι επειδή δεν είναι, χρειάζονται διαμεσολαβητές: Να μου γνωρίσεις μια φίλη σου, να σου γνωρίσω έναν φίλο μου και πάει λέγοντας.

Έτσι προέκυψε το ραντεβού που μου ’κλεισε ο Γιάννης με την Τούλα, αλλά με προειδοποίησε:

«Έχει ένα τικ!» (περισσότερα…)

Δεν έγινε

*

Για τον Τιμ που του άρεσε ο Ρέυμοντ Κάρβερ

Στεκόταν σαν σκιάχτρο κι ατένιζε το τίποτα. Θαρρούσε πως είχε στο δεξί χέρι τη βαλίτσα, εκείνη που είχαν αγοράσει σε στιγμές αγάπης στην Καλιφόρνια. Όταν τον ξύπνησε η φωνή της και κοίταξε χαμηλά, είδε ότι στην πραγματικότητα κρατούσε μία τσάντα για τα ψώνια. Από τα χείλη του έτρεξε λίγο σάλιο.

«Την κόλασή μου!» έκανε η γυναίκα. Η αγαπημένη της έκφραση, τόσο σε στιγμές έκπληξης όσο και αγανάκτησης.

«Τζιλ, άκου…»

Ο Μπομπ πάσχισε να δομήσει μία φράση με αρχή, μέση και τέλος, αλλά ύστερα από δεκαπέντε δεύτερα βρισκόταν ακόμα στην αρχή. Το χνότο του απέπνεε, αναμενόμενα πια, αλκοόλ. Το αριστερό του χέρι τιναζόταν πάνω κάτω, τάχα εξηγώντας και τονίζοντας, τελικά με ζωή δική του, ξέχωρη από αυτήν του ανθρώπου στον οποίον ανήκε.

«Άκου…»

Η Τζιλ τέντωσε το αυτί στον ξύλινο χώρο.

«Δεν ακούω τίποτα».

Ο Μπομπ μόρφασε, κάτι μεταξύ πικρίας και ειρωνείας. Δεν ήταν ιδιαιτέρως έξυπνη.

«Φύγε απ’ τη ζωή μου, Μπομπ!» (περισσότερα…)

Η Μάκαινα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Οι τίμιοι άνθρωποι είναι οι αριστοκράτες της εποχής μας.
ERNEST RENAN

Ο αξιωματικός υπηρεσίας βάραγε μύγες εκείνη την μέρα στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκάδας. Ζέστα, κατακαλόκαιρο. Ο ιδρώτας έτρεχε κρουνός απ’ το πρόσωπό του και ράντιζε το χαρτί που μουντζούρωνε μπροστά του αμήχανα. Ο ανεμιστήρας αγκομαχούσε, κάνοντας ένα εκνευριστικό «κρακ-κρακ», που αποκοίμιζε αντί ν’ ανησυχεί τον γλαρωμένο αστυνομικό.

Απ’ έξω έφτανε η φασαρία των διερχόμενων οχημάτων, μυρμηγκιά ολόκληρη, στρατιά παραθεριστών που βούλιαζε το νησί κι ύστερα πάλι βούιζε στους δρόμους και στα στενοσόκακα η ερημιά.

Το «τικ-τακ» του ρολογιού στον τοίχο, συνομιλούσε με το «κρακ-κρακ» του φτηνιάρικου ανεμιστήρα.

«Τικ-τακ: κάποιος έρχεται».

«Κρακ-κρακ: ποιος να είναι;»

Τα βήματα ανέβαιναν γοργά την ξύλινη σκάλα, λες κι ένα σώμα φτιαγμένο από λάστιχο αψηφούσε το θανατερό κάμα και πέταγε σχεδόν προς τα πάνω.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας ξεγλάρωσε για τα καλά όταν ο επισκέπτης μπήκε στο γραφείο του.

«Παρακαλώ…» είπε όσο μπορούσε ευγενέστερα. Ενώ, δίχως να το πει, διαβάζονταν πεντακάθαρα στην φάτσα του: «Τι θέλεις μεσημεριάτικα, ρε γύφτο;»

Ο νεαρός, που σκίαζε με το παράστημά του το δωμάτιο, ήταν ολοφάνερο πως ανήκε στην φυλή των Αθίγγανων. Τα πεντακάθαρα ρούχα του κι οι φινετσάτοι τρόποι του δεν πρόδιδαν κάτι τέτοιο, μα υποδήλωναν έμφυτη αρχοντιά. Ο μαύρος οψιδιανός του δέρματός του, όμως, μιλούσε για λιοπύρια και λιόκρισες, η τυλωμένη φλέβα του λαιμού για το χοχλάτο αίμα του, και οι σπίθες μες στα μάτια που σιγόκαιγαν, μιλούσαν για την μεγάλη φωτιά του καταυλισμού που δεν έσβησε ολότελα. (περισσότερα…)

Το δοκάρι με τα κίτρινα γράμματα

*

Βγαίναμε σαν καλαμιές. Φώναζε ο ένας τον άλλον και τρέχαμε στη μέση. Πεταγόταν από καμιά στροφή κάποιος τρίτος. Σε δέκα λεπτά ήμασταν τσούρμο. Κυνηγιόμασταν μέχρι να μας κοπεί η ανάσα.

Μέναμε στην τελευταία οικοδομή στο αδιέξοδο. Μπροστά είχε χωματόδρομο και ένα στενόμακρο μονοπάτι που τον χειμώνα ήταν μόνιμα λασπωμένο. Σέρνονταν σαν φίδι στις σκοτεινές βατσινιές και έβγαζε στην άλλη μεριά χωρίς τον κύκλο του τετραγώνου. Εκεί είχαμε το παλιόσπιτο για κάστρο. Μπαίναμε από την ετοιμόρροπη σκάλα στο αποθηκάκι και σκάβαμε ώς τα θεμέλια γιατί εκεί είχαν τις λίρες οι Γερμανοί. Ή, τουλάχιστον, έτσι έλεγε ο Φάνης.

Πίσω απ’ τις βατσινιές είχε ένα παλιό ισόγειο αρχοντικό. Όταν γέμισαν φαμίλιες οι καινούριες οικοδομές, του πήραμε τον ακάλυπτο για αλάνα. Είχε μια παλιά συκιά και σκαρφαλώναμε πάνω της για ενέδρα. Του χαλάσαμε την ησυχία και μια μέρα μας έφραξε έξω. Πάει η αλάνα. Από εκεί και μετά ήταν σαν τον κακό στα καουμπόικα. Τα παιδιά είναι σκληρά μα όχι άδικα.

Στην άλλη άκρη ήταν το σχολείο. Πηδούσαμε τη μάντρα για μπάλα στο τσιμέντο. Ξυπνούσαμε τους γείτονες τα μεσημέρια. Σπάγαμε τα τζάμια με αδέσποτες και ματώναμε τα γόνατά μας.

Δεν είχε κίνηση ούτε αμάξια. Στήναμε ολυμπιακούς ή παγκόσμιο στίβου – και μαζεύονταν τα παιδιά από τις γύρω γειτονιές.

Γράφαμε διαδρομές στο χώμα με τουβλόσκονη απ’ το παλιόσπιτο και όταν ήρθε η άσφαλτος, με κιμωλίες που κλέβαμε απ’ τον πίνακα. Εκκίνηση ήταν η διασταύρωση και τέρμα το σπίτι μου. Δεν είχαμε νήμα. Τσαλακώναμε τον φράχτη του κακού. Εκείνος, βαρύς όπως ήταν, έβγαινε ξεφυσώντας με τη φανέλα του και μας πετροβολούσε. (περισσότερα…)