ποιητικοί διαγωνισμοί

Ποιητική ἀτμοσφαίρα

*

Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)

γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

///
Κεφάλαιο 3

Ποιητική ἀτμοσφαίρα

Ὁ Ἄγγελος Βλάχος ἀποκαλεῖ τόν Ροΐδη, στή διαμάχη πού εἶχε μαζί του, νέο κριτικό, νεοφώτιστο, νεοσκευή, νεότευχο καί ὄψιμο. Τίνι τρόπω εἶναι παλαιός ὁ Ἄγγελος Βλάχος; Τό μῆλον τῆς ἔριδος εἶναι ὡς γνωστόν ἡ ἀκόλουθη, ἀπό τήν περιώνυμη εἰσήγηση τῆς 19/3/1877 στήν αἴθουσα τοῦ Παρνασσοῦ, γνωμοδότηση:

«Ἀδύνατον φαίνεται ἡμῖν ποιητής νά γεννηθῇ καί νά ὑπάρξῃ ἐκτός μιᾶς οἱασδήποτε [«περιρρεούσης αὐτόν»] ποιητικῆς ἀτμοσφαίρας∙ τοιαύτην δέ σήμερον δέν ἔχομεν ἐν Ἑλλάδι, ἀφοῦ τά μέν πάτρια ἤθη ἀπηρνήθημεν, τοῦ δέ διανοητικοῦ βίου τῶν ἐθνῶν τῆς Δύσεως δέν μετέχομεν εἰσέτι, οὐδέ τήν ἐμπνέουσαν τούς ἑσπερίους ποιητάς νόσον τοῦ αἰῶνος νοσοῦμεν».[1]

Ὁλοστρόγγυλος φράσις! Δέν ἀφήνει τίποτα ἀπ’ ἔξω∙ συνάγονται, χωρίς νά συμφύρονται, ἅπαντες. Πολύτιμη καί ἀσυναγώνιστη φράση, ἀπό τίς κεφαλαιωδέστερες πού διατυπώθηκαν στόν αἰῶνα καί ἔχουσα τέλεια ἐφαρμογή μέ τή φορά τῶν περιστάσεων στή σύγχρονη Ἑλλάδα.[2] Πρός ὄφελος τῆς ταχύτερης ἀντίληψης τῶν πραγμάτων ἀξίζει νά συμπληρωθεῖ μέ ὀλίγες σειρές ἀπό τό μεταγενέστερο, καί ὁπωσδήποτε ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς διαμάχης, μελέτημα τοῦ Ροΐδη Περί συγχρόνου ἑλληνικῆς ποιήσεως. Διακρίνει δύο εἰδῶν ποιήσεως, τήν ἀντικειμενικήν, τήν πρός τά ἔξω στραφεῖσα, καί τήν ὑποκειμενικήν, «τήν ἐξετάζουσα τά μύχια αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς».[3]

Ὁ Ἄγγελος Βλάχος δηλώνει πώς δέν κατανοεῖ τή διάκριση∙ στήν πραγματικότητα ὅμως δέν κατανοεῖ τίποτα, γιά λόγους δικῆς του ψυχικῆς οἰκονομίας, ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ Ροΐδη. Δέν δουλεύει, ἔστω, μέ ἔννοιες, δηλαδή ἀπό ἀνάγκη πνεύματος, ἀλλά μέ πολυτέλειες, τίς συνιστώμενες ἀπό τά νεοελληνικά ἰδανικά. Πρησκομάγουλος, διαρκῶς, μέ τά ρήματα μιᾶς ἀβαθοῦς ἑλληνοπρέπειας, ὑποδύεται κι αὐτός, μέ παντοίους ἐθνωφελεῖς ἀκκισμούς, τό γνήσιο τέκνο τῆς Ἑλλάδος. Δέν ἀποκηρύττει ὁ Ροΐδης τόσο εὔκολα, ὅσο ὁ Ἄγγελος Βλάχος, τή «νόσον τοῦ αἰῶνος» καί ἀναφέρεται ἐν συνεχεία στούς παράγοντες πού προάγουν τήν ποίηση στήν Ἑσπερία καί παρατηρεῖ ἐξ ἀποστάσεως καί μέ κάποιο θαυμασμό τή διαμόρφωση στήν ἀλλοδαπή ἑνός ἐνδιαφερόμενου κοινοῦ προικισμένου μέ τό κατάλληλο γιά τήν ποίηση αἴσθημα. Ἀντιλαμβάνεται ἐν συμπεράσματι τή νεωτέρα Ἑλλάδα «ὡς μή φιλοσοφήσασα», ὥστε καί «οὐδέ φιλοσοφικούς μώλωπας  [ἐνν. τούς μηδενιστάς] ἠδύνατο νά πάθῃ».[4] «Ἄξιον δέ ἐξετάσεως ἤθελεν εἶναι μόνο τοῦτο, ἄν πρός ἀποφυγήν μηδενιστῶν συμφέρῃ τῷ ὄντι νά μένῃ ὅλως ξένη τοῦ διανοητικοῦ βίου τῶν ἄλλων ἐθνῶν».[5] Πορίζεται, ἐν τέλει, τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἕλλην ἀπέχει τοῦ ὁποιουδήποτε πνεύματος: «Δέν λέγει τίποτα [!]».[6] (περισσότερα…)

Σεβαστή ὁμήγυρις!

*

Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)

γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

///
Κεφάλαιο 2

Σεβαστή ὁμήγυρις!

Ἄς θυμηθοῦμε πώς «στήν πολιτεία τοῦ 1850 κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὄντως ὁ ποιητής»[1] καί ἄς ἐπανέλθουμε στούς κριτές καί στούς κρινόμενους, στούς διαγωνισμούς καί στούς ἀγωνοθέτες. Τόν θεμέλιον λίθον ἔθεσαν οἱ πανεπιστημιακοί ἀθηναϊκοί διαγωνισμοί. Μέ αὐτούς ἔγινε ἡ πρωταρχή. Ὅλοι σχεδόν οἱ κριτές ὑπῆρξαν καί κρινόμενοι. Κουμανούδης, Παπαρρηγόπουλος, Ραγκαβῆς, Ὀρφανίδης, Βερναρδάκης κ.ἄ. «Ἕνας ἔμπορος τῆς Τεργέστης, ὁ Ἀμβρόσιος Ράλλης, ἀναθέτει στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τή διεξαγωγή ποιητικῶν διαγωνισμῶν».[2] Τό ἀριστεῖο τοῦ διαγωνισμοῦ θά συνοδεύεται ἀπό χρηματικό ἔπαθλο 1.000 δραχμῶν. Ὑπό τήν προϋπόθεση, βεβαίως, πώς ὁ συντάξας «ἄξιον τί λόγου ποίημα» θά ἐπωμίζεται ὑπόθεση «μή ἀπαδούσης πρός τήν θρησκείαν καί ἐν γένει πρός τήν ἠθικήν».[3] Καί ὅσον ἀφορᾶ τή γλῶσσα, αὐτή πρέπει νά εἶναι «πάντοτε κοσμία καί εὐφραδής».[4] Τουτέστιν, ὁ ποιητής θά μεταχειρίζεται γιά τήν ὑπόθεσίν του ἀποκλειστικά τήν καθαρεύουσα γλῶσσα. Ἡ τελετή τοῦ διαγωνισμοῦ θά λαμβάνει χώρα «τήν 25ην Μαρτίου μηνός, ἡμέραν τῆς Ἑλληνικῆς ἀναστάσεως».[5]

Αὐτοί εἶναι οἱ σημαντικότεροι ἀπό τούς ἑπτά ὄρους πού ὑπαγόρευσε ὁ Ράλλης. Τοιουτοτρόπως, ἡ ποίηση «καθιερώνεται μέ τούς διαγωνισμούς ὡς ἐπίσημος καί ἐθνωφελής θεσμός».[6] Ἐντός τοῦ θεσμοῦ καταλαμβάνουν θέση οἱ πανεπιστημιακοί, δηλαδή οἱ κριτές καί οἱ εἰσηγητές, ὑποστηρίζοντας συνήθως τήν ἀρχαΐζουσα γλῶσσα καί διορθώνοντας τά ὑποβαλλόμενα ποιήματα «ὅπως διορθώνουν τά ἀνορθόγραφα γραπτά τῶν φοιτητῶν τους».[7] Εἰς κάποιαν ἀπόστασιν διατρίβουν οἱ δεκάδες νεαροί ὑποψήφιοι ποιητές ἀνεμίζοντες «προκλητικά τή σημαία τοῦ βυρωνισμού».[8] Ἡ προβαλλόμενη ἀρχικά ἀντίρρηση τοῦ Σπ. Πήλληκα στίς ἀρχαϊστικές γλωσσικές πεποιθήσεις τοῦ ἀγωνοθέτη γρήγορα παίρνει τέλος, ὁ ἴδιος συμβιβάζεται, καί στόν πρυτανικό του λόγο στίς 28/2/1852 ἀνακοινώνει τήν ἐπιστολή τοῦ Ράλλη:

«Ἡ καθαρεύουσα [ἀποκρίνεται ὁ Ράλλης στόν Πήλληκα] δέν εἶναι αὐθαίρετον τί καί νεκρόν ἰδίωμα […] τοῦτο λαλοῦσιν ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν ἅπαντες οἱ ὁπωσοῦν παιδεύσεως μετέχοντες».[9]

Πολλές οἱ ἐξαρτήσεις τῶν πανεπιστημιακῶν μέ τούς ἀγωνοθέτες. Ἡ χρονική διάρκεια τοῦ Ράλλειου εἶναι: 1851-1860. Ὁ ἀγωνοθέτης Βουτσινάς, ἀπό τήν Ὀδησσό, ἦταν 27 χρονῶν ὅταν ἀντικατέστησε τόν Ράλλη στούς διαγωνισμούς. «Il avait le mècènat dans le sang».[10] Ἡ χρονική διάρκεια τοῦ Βουτσιναίου ἦταν: 1862-1877. Ἄν θυμᾶμαι καλά, ἀπό τό 1859 προστέθηκαν κι ἄλλοι τρεῖς διαγωνισμοί: τοῦ Τσόκανου, τοῦ Μελά καί τοῦ Ροδοκανάκη. (περισσότερα…)

Ἐπιστολή πρός τούς κριτάς

*

Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)

γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

///
Κεφάλαιο 1

Ἐπιστολή πρός τούς κριτάς

Τό 1891 ἔλαβε μέρος στόν Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό ὁ εἰκοσιπεντάχρονος (;) Μιχαήλ Μητσάκης – ποιητής ἑλληνιστί καί κυρίως γαλλιστί, δημοσιογράφος, πεζογράφος, ταξιδιώτης, μετέπειτα τρόφιμος, κι αὐτός, τοῦ Δρομοκαΐτειου Πνευματικοῦ Ἱδρύματος, ἰδιόρρυθμος, ἀντιφατικός καί πλάνης – μέ τήν ὑπ’ ἀριθμόν 23, φέρουσα δέ τίτλο: Στίχοι Ἐλεύθεροι, ποιητική του συλλογή. Τό δέ πρῶτο, τιθέμενο ἐπικεφαλῆς, ποίημα τῆς ἐν λόγω συλλογῆς ἐπιγράφεται: Ἐπιστολή πρός τούς κριτάς (!) Τί ἀκριβῶς ἀπέστειλε, ὁ ἀθεόφοβος, πρός κρίσιν στήν ἐπιτροπή; Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ βαρύτιμος καί λόγιος Ἄγγ. Βλάχος, ἐξέχουσα φυσιογνωμία τοῦ ἀθηναϊκοῦ ἑλληνίζειν τήν ἐποχή ἐκείνη, εἰσηγητής ἐν τῷ Ζαππείῳ Μεγάρῳ τῆς Ἔκθεσης τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἀγωνοδικῶν, ἀποφαίνεται πώς «ὀλίγοι μόνον [ἀπό τούς ἀποδυθέντες εἰς τόν συγκεκριμένο ἀγῶνα ποιητάς] δύνανται νά καταστῶσι λεπτομεροῦς λόγου ὑποκείμενον»[1]. Στούς ὀλίγους δέν συμπεριλαμβάνεται βεβαίως ὁ Μιχαήλ Μητσάκης. Δέν συγκαταριθμείται ὡστόσο σιωπηρῶς οὔτε καί σέ ἐκείνους, τούς πολλούς, πού τά προϊόντα τῆς ἐμμέτρου ποιήσεώς των κρίθηκαν, διά τό λόγον ἴσως ὅτι ἦταν κατάφορτα μέ κοινούς τόπους καί ἀνιαρές πεζολογίες, ἀνάξια νά λάβουν ἔγκριση βραβείου ἤ νά ἀνταμειφθοῦν ἔστω μέ ἔπαινο. Τουναντίον, ἡ ἔκθεση τῆς ἐπιτροπῆς, καί προσωπικά εἰκοτολογῶ τοῦ Ἄγγ. Βλάχου, ἐπιδαψίλευσε μέ ξεχωριστή μνεία στόν Μιχαήλ Μητσάκη τό βραβεῖο τοῦ χειρίστου συμμετέχοντος. Ἔλασσον βεβαίως λογοτεχνικό ζήτημα, χωρίς «ἐνδόξους θανάτους στρατηγῶν στό πεδίο τῆς μάχης»[2] ἀποτελεῖ, στά τέλη τῆς ΙΘ΄ ἑκατονταετηρίδος, ἡ ἀπόρριψη ἀπό τόν ἐρίτιμο Ἄγγ. Βλάχο τοῦ σχετικώς νεαροῦ ποιητή Μιχαήλ Μητσάκη. Δέν ἔχω ὡστόσο ὑπ’ ὄψιν μου, ἐδῶ, ἐπί τοῦ παρόντος, στά γραφεῖα τῆς πολυεθνικῆς ἐπί τῆς Μιχαλακοπούλου ὅπου ἐργάζομαι, κάποιο ἄλλο θέμα πού θά προσπόριζε περισσότερη δόξα. Προσβλέπουμε ἄλλωστε μόνο σέ ἀφορμές ὥστε νά παρεισάγουμε ἐντός κειμένου φράσεις ἀπό τή θεματική μονοτονία τοῦ δικοῦ μας χαρακτήρα.

Μέ τά ἀκόλουθα, ἅπαξ διά παντός λόγια, ἀφαιρεῖ ὁ ἑλλανοδίκης Ἄγγ. Βλάχος τά θριαμβικά διάσημα ἀπό τόν θώρακα τοῦ εὐσταλοῦς Μητσάκη: «Ὁ αναγιγνώσκων τούς στίχους του ἀμφιβάλλει πολλάκις ἄν ἔχει ἐνώπιόν του προϊόντα ἐντελῶς ὑγιοῦς καί νηφούσης διανοίας· τοσοῦτον εἶνε παραπαῖον μέν τό νόημα, χυδαία δέ πολλαχοῦ καί ἀσχήμων ἡ φράσις. Τήν γλῶσσαν τῶν Ἐλευθέρων Στίχων αποτελοῦσιν οἰκτρά σπαράγματα τῆς καθαρευούσης, ἀνάμικτα μετά λέξεων καί φράσεων οὐ μόνον τῆς δημοτικῆς ἀλλά καί αὐτῆς τῆς χυδαίας, ἐν πάσῃ δυνατῇ ἀκολασίᾳ μᾶλλον ἤ ἐλευθερίᾳ»[3]. «Εἰς ἀπόδειξιν τῶν εἰρημένων ἔστω τό ἑξῆς μικρόν ἀπόσπασμα ἐκ τῆς Πρός τούς Κριτάς Ἐπιστολῆς τοῦ ποιητοῦ, ἐν ᾧ ἐξηγεῖ οὗτος πρός αὐτούς τί θα ἦσαν ἀν δέν εἶχον ἐκλεχθῆ κριταί:

…ἀλληῶς –λέγει–
…δέν θά κρατούσατε στά χέρια αὐτή τήν ὥρα
τοῦ Πνεύματος τῆς γῆς αὐτῆς τή δοξασμένη τύχη,
μά θά δουλεύατε σιγά, κρυμμένοι σέ μιάν ἄκρη,
δίχως ἐάν ὑπάρχετε κανένας νά τό ξέρῃ,
δίχως σέ ὅ,τι κάνετε βλέμμα νά μή γυρίζῃ,
[…]
γιά ποιό [τέλος πάντων] σκοπό νομίσατε πώς ἤρθατε ’ς τόν κόσμο;
[ἀφοῦ ὅλοι γνωρίζουν…] δέν σᾶς εἵλκυσε ποτέ, οὐδέ θά σᾶς ἑλκύσῃ,
τοῦ Δρόμου ἡ φήμη ἡ πορνική καί τῆς στιγμῆς ἡ δόξα,
[…]”».[4] (περισσότερα…)