ουμανισμός

Φίλιππος Μελάγχθων, Ευγλωττίας εγκώμιο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Ευγλωττίας εγκώμιο παρουσιάστηκε το 1523 από τον Φίλιππο Μελάγχθωνα, στενό συνεργάτη του Λούθηρου, στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, όπου δίδασκε Ελληνικά από το 1518. Στην παράδοση του αντισχολαστικού ανθρωπισμού του Βάλλα, του Αγκρίκολα και του Έρασμου, η declamatio του Μελάγχθωνα εξαίρει τον ρόλο των ανθρωπιστικών σπουδών, και ιδιαιτέρως της ρητορικής, στην κατάκτηση της καλλιέργειας και τη διασφάλιση του πολιτισμένου βίου.

Ο Μελάγχθων αρχικά αμφισβητεί τον δογματικό διαχωρισμό ευγλωττίας και ορθής έκφρασης. Το να εκφράζεται κανείς σωστά δεν είναι η βάση στην οποία επιστοιβάζεται απλώς, ως πολυτέλεια σχεδόν, η δεινότητα λόγου, η «ευγλωττία». Τουναντίον, το να εκφράζεται κανείς σωστά συνδέεται άρρηκτα με την ευγλωττία, την ουσία της οποίας ο Μελάγχθων συνοψίζει στον όρο elegantia, ήτοι τη μεθοδική και έντεχνη καλαισθησία γλώσσας και νοήματος.

Την κατάκτηση της καλαισθησίας καθιστούν δυνατή η μελέτη, η μίμηση και η κριτική κατανόηση του λόγου των κλασικών συγγραφέων. Ύψιστα πρότυπα λόγου θεωρεί ο Μελάγχθων τους ποιητές (πρωτίστως) μα και τους ιστορικούς της αρχαιότητας. Εξυμνεί μάλιστα ιδιαιτέρως την πρακτική εξάσκηση στην παραγωγή λόγου, έναντι της παθητικής υπαγόρευσης και απομνημόνευσης.

Η αμέλεια των ανθρωπιστικών σπουδών και η άγνοια της αρχαίας γραμματείας σηματοδοτούν γενικευμένη αμάθεια και πρωτογονισμό. Τα βέλη του στρέφει ο Μελάγχθων κυρίως στον σχολαστικισμό, ο οποίος ευνόησε την παρανόηση των αυθεντικών νοημάτων του Ευαγγελίου και τη διαστροφή της θεολογίας σε ανυπόφορη τιποτολογία. Με την αναζωογόνηση της μελέτης της υψηλής γραμματείας, δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να αποκατασταθεί η ενδεδειγμένη τάξη (ordo) της μάθησης: στην ευγλωττία θα στηριχθούν αξιόπιστα οι δεσπόζουσες επιστήμες της φιλοσοφίας, της νομικής και της θεολογίας.

~.~

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΕΛΑΓΧΘΩΝ

Ευγλωττίας εγκώμιο  [1]

Ακριβώς όπως ο Ησίοδος θρηνεί που οι θνητοί αγνοούν πόση ωφέλεια μπορεί να κρύβουν η μολόχα και ο ασφόδελος[2] –ωσάν να ήταν άχρηστα βότανα– έτσι θρηνούμε κι εμείς, κι όχι για πρώτη φορά, που οι νέοι αγνοούν πόση σημασία έχουν οι τέχνες του λόγου στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης καλλιέργειας. Τούτες, βέβαια, φαινομενικά δεν παρέχουν καμία ωφέλεια από εκείνες τις οποίες είθισται να επικροτούν τα πλήθη, κι όμως, η χρησιμότητά τους για τους ανθρώπους ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα, πουθενά, στο σύνολο των πραγμάτων, που να προσφέρει μεγαλύτερη ευεργεσία στους θνητούς από αυτήν την κατηγορία τεχνών. Ωστόσο, καθώς οι νέοι αγνοούν τη σπουδαιότητά τους, το αποτέλεσμα είναι να τις περιφρονούν και να τις απαξιώνουν, χάνοντας το κίνητρο να αφιερώσουν τον κόπο που απαιτείται για να εκπαιδευθούν κατάλληλα σε αυτές. Είναι εξαιρετικό να σε αποκαλούν φιλόσοφο, υπέροχο να ακούς έναν νομομαθή, και αυτές τις μέρες κανένας τίτλος δεν προκαλεί περισσότερο τον έπαινο του πλήθος από εκείνον του θεολόγου· αλλά τις τέχνες του λόγου όλοι τις καταφρονούν, όπως καταφρονούσαν άλλοτε τους Μεγαρείς[3]. (περισσότερα…)

Έρασμος του Ρόττερνταμ, Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον Παράδεισο [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τον Φεβρουάριο του 1513 πεθαίνει ο πάπας Ιούλιος Β΄, ο πιο διαβόητος και κακόφημος ποντίφικας μιας εποχής περικλεούς παπικής παντοκρατορίας. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του αρειμάνιου πάπα, άρχισαν να κυκλοφορούν στα κρυφά, χειρόγραφα αντίτυπα ενός ανώνυμου διαλόγου πρωτοφανούς ανευλάβειας απέναντι στο πρόσωπο του. Ο ξεκαρδιστικός διάλογος κατέληξε να φέρει παραδοσιακά τον τίτλο «Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον παράδεισο». Στο έργο, ο Ιούλιος λογομαχεί με τον Άγιο Πέτρο μπροστά στις πύλες του παραδείσου, διότι ο πρώτος βικάριος του Χριστού δεν είναι ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένος να επιτρέψει σε έναν τόσο διεφθαρμένο διάδοχό του να εισέλθει στους ουρανούς. […]

Η συνέχεια του εισαγωγικού σημειώματος και το Α΄ Μέρος της μετάφρασης εδώ.

~.~

ΕΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΡΟΤΤΕΡΝΤΑΜ

Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον Παράδεισο

 

Μέρος Β΄

Πέτρος. Αλλά αν ο Χριστός είχε κάνει το ίδιο, τότε αυτή η εκκλησία, για την οποία είσαι τόσο περήφανος που την κυβέρνησες, δεν θα υπήρχε τώρα. Και δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ο άνδρας που χαίρεται να αποκαλείται Βικάριος του Χριστού να βαδίζει σε τόσο διαφορετικά μονοπάτια από εκείνον. Εξήγησέ μου, τώρα, με ποιο τέχνασμα κατάφερες να αποτρέψεις εκείνη τη «σχισματική» -όπως την αποκάλεσες- σύνοδο.

Ιούλιος. Πολύ καλά, λοιπόν, θα σου πω. Μόνον φρόντισε να με ακούσεις προσεκτικά. Παρόλο που ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός (αυτό είναι το όνομά του, αν και στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αυτός με έχει δυσκολέψει ελάχιστα[1], και λιγότερο από κάθε άλλον) είχε συγκαλέσει με κάθε επισημότητα τη σύνοδο, εντούτοις τον κατάφερα να υποχωρήσει -δεν θα σου πω τι μεθόδους χρησιμοποίησα. Πάντως παρόμοιες μεθόδους χρησιμοποίησα για να μεταπείσω ορισμένους καρδιναλίους. Τούτοι είχαν θέσει σε ισχύ τη σύνοδο με δημόσια πρακτικά, ωστόσο εγώ τους έκανα να τα ανακαλέσουν με τη βοήθεια δικηγόρων και μαρτύρων.

Πέτρος. Μα γίνεται αυτό;

Ιούλιος. Γιατί να μην γίνεται, αφού το εγκρίνει ο ανώτατος ποντίφικας; Αν το θέλει αυτός, ο όρκος δεν είναι όρκος, μιας και έχει όλη τη δύναμη να απαλλάξει κάποιον από τη δέσμευσή του. Βέβαια, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, στην προκειμένη περίπτωση το παρατράβηξα, αλλά δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Αντιλαμβανόμουν ξεκάθαρα τι θα γινόταν: θα βρίσκονταν ορισμένοι να πουν ότι αντιμετώπιζα κακόπιστα τη σύνοδο, ιδίως αφού τούτη είχε συγκληθεί κατά τρόπο που δεν με απέκλειε. Άλλωστε, με είχαν προσκαλέσει και μου είχαν ζητήσει να προεδρεύσω. Άκου, λοιπόν, τι τέχνασμα χρησιμοποίησα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των προκατόχων μου, ανήγγειλα με τη σειρά μου σύνοδο, προφασιζόμενος ότι ο χρόνος και ο τόπος που είχαν επιλεγεί ήταν ακατάλληλοι. Συγκάλεσα άρον άρον σύνοδο στη Ρώμη[2], θεωρώντας ότι δεν θα ερχόταν κανείς που να μην ήταν φιλικά διακείμενος προς τον Ιούλιο, ή, τουλάχιστον κανείς που θα του εναντιωνόταν (τους το είχα διαμηνύσει αυτό με πολλούς τρόπους) και ευθύς όρισα νέους καρδιναλίους που θα συμβάδιζαν με τα σχέδιά μου.

Πνεύμα. …μιλάμε για τα μεγαλύτερα λαμόγια… (περισσότερα…)

Έρασμος του Ρόττερνταμ, Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον Παράδεισο [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τον Φεβρουάριο του 1513 πεθαίνει ο πάπας Ιούλιος Β΄, ο πιο διαβόητος και κακόφημος ποντίφικας μιας εποχής περικλεούς παπικής παντοκρατορίας. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του αρειμάνιου πάπα, άρχισαν να κυκλοφορούν στα κρυφά, χειρόγραφα αντίτυπα ενός ανώνυμου διαλόγου πρωτοφανούς ανευλάβειας απέναντι στο πρόσωπο του. Ο ξεκαρδιστικός διάλογος κατέληξε να φέρει παραδοσιακά τον τίτλο «Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον παράδεισο». Στο έργο, ο Ιούλιος λογομαχεί με τον Άγιο Πέτρο μπροστά στις πύλες του παραδείσου, διότι ο πρώτος βικάριος του Χριστού δεν είναι ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένος να επιτρέψει σε έναν τόσο διεφθαρμένο διάδοχό του να εισέλθει στους ουρανούς.

Το 1517 εμφανίζεται η editio princeps, και το έργο γνωρίζει έντεκα εκδόσεις μέσα σε διάστημα μόλις τριών ετών. Για το έργο μιλά σύσσωμη η ανθρωπιστική Ευρώπη και οι εικασίες, φυσικά, για την ταυτότητα του συγγραφέα πληθαίνουν. Το ευρύ αναγνωστικό κοινό, όμως, υιοθετεί σχεδόν άμεσα την πιο εύλογη υπόθεση. Ο συγγραφέας δεν ήταν άλλος από τον πιο πολυδιαβασμένο και επιδραστικό διανοούμενο της εποχής: τον Έρασμο του Ρόττερνταμ. Ο ίδιος ο Έρασμος, πάντως, αποκηρύσσει επανειλημμένως και δημοσίως το έργο και διατυμπανίζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι δεν το έχει συντάξει εκείνος. Σε χρόνους κατά τους οποίους η dictio erasmica αποτελούσε το απόλυτο πρότυπο πρόζας σε όλη την Ευρώπη, θα ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς ότι το έργο γράφτηκε κατά μίμηση του Έρασμου, και όχι από την ίδια την πένα του Ολλανδού ανθρωπιστή. Ωστόσο, αν και η συζήτηση περί της πατρότητας του έργου συνεχίζεται έως και σήμερα, ελάχιστοι είναι πια εκείνοι που αμφισβητούν -ιδίως μετά την κριτική έκδοση του 2013- ότι η διαίσθηση των πρώτων αναγνωστών ήταν απολύτως ορθή: το έργο το συνέταξε πράγματι ο Έρασμος από το 1513 έως το 1514 στην Αγγλία, προορίζοντάς το για έναν πολύ στενό και έμπιστο κύκλο φίλων ανθρωπιστών. Eίναι δε βέβαιο ότι δεν επιμελήθηκε ο ίδιος την πρώτη του έκδοση, τρία χρόνια αργότερα. Το διάστημα πάντως αυτό ήταν αρκετό για να μεταβάλει ριζικά την πρόσληψη και ερμηνεία του διαλόγου. Ένα έργο που γράφτηκε με εμφανώς κωμική διάθεση και με σκοπό να αποτυπώσει ανάγλυφα -και ακραία- τα ιδεώδη του χριστιανικού ανθρωπισμού και της επιστροφής στην ecclesia primitiva, τυπώνεται τελικά όταν άρχεται η άνοδος του προτεσταντισμού και φθάνει να ερμηνεύεται και να αξιοποιείται ως ανελέητο σφυροκόπημα της Ρώμης και του παπισμού.

Στον διάλογο λαμβάνουν μέρος τρεις μορφές: ο Πέτρος, ο Ιούλιος και το «Πνεύμα»-προστάτης του Ιουλίου. Το Πνεύμα παρεμβάλλει κυρίως σκωπτικά σχόλια εναντίον του Ιουλίου, αλλά δεν μετέχει ουσιαστικά στον διάλογο. Τούτος αναπτύσσεται ως αυστηρός «έλεγχος» του Ιουλίου από τον Πέτρο, με τον Έρασμο να μας χαρίζει μια πρώτης τάξης ανάλυση των κινήτρων και των ενεργειών ενός πάπα που οδήγησε όλη την Ευρώπη σε πόλεμο. Η αναπαράσταση των διαφορών των δύο ανδρών μέσα στον διάλογο είναι ανεπανάληπτη και καταλήγει στο μόνο δυνατό αποτέλεσμα: την απολάκτιση του Ιουλίου από τη βασιλεία των ουρανών.

Η μετάφραση του έργου θα δημοσιευθεί στο ΝΠ σε δύο συναπτές αναρτήσεις, στις 7 και 8 Δεκεμβρίου.

(περισσότερα…)

Προχωρούμε ανάποδα

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

«Κάναμε ό, τι μπορούσαμε στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, για να καταστρέψουμε το μυθικό, να παραχωρήσουμε το μη λογικό στις «καλές τέχνες», τις οποίες διαφοροποιήσαμε από την σοβαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι κατα­στρέψαμε την κοσμοθεωρία (η έμφαση στήν λέξη κόσμος), την κατανόηση του κόσμου, στον οποίο ζούμε, ως μυστηρίου, ως ιερής πραγματικότητας πολύ πιο ευρύτερης από ό, τι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συλλάβει ή να περιλάβει, ως μιας κοσμικής λειτουργίας, όπως περιγράφει τον κόσμο ό Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον έβδομο αιώνα.»

Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, Η Κτίση ως Ευχαριστία, Ακρίτας, σ. 43.

«[…] υψώθηκε ενας ουμανισμός, ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάν­των καί η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στό εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστή­μη θα προσφέρει την εξουσία […] για να γίνει δύ­ναμη και αναγγελία της βασιλείας του ανθρώπου, βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφα­ση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει».

Κώστα Παπαϊώάννου, Η αποθέωση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σ. 110-111.

«Οι δύο τελευταίοι πόλεμοι δεν ήσαν παγκόσμιοι∙ ήσαν ευρωπαϊκοί. Όχι μόνον επειδή είχαν γενέθλιο τόπο και επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και διότι συνέβαλαν στην αυτοκτονία της Ευρώπης. Αυτό το έβλεπε με καθαρό μάτι ο Μαλαπάρτε, όταν παρακολουθούσε τα πεδία των μαχών στις στέπες της Ρωσίας. Την αυτοκτονία δεν την είδε στον φόνο των τέκνων της Ευρώπης. Καθώς υποχωρούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα, οι χωρικοί έσπευδαν να μετατρέψουν σε εκκλησίες τις αποθήκες των κολχόζ, που ήσαν πρώην εκκλησίες. Ύστερα έρχονταν οι Γερμανοί και εστάβλιζαν εκεί τα άλογά τους. Εδώ είναι που είδε την αυτοκτονία της ψυχής της Ευρώπης: ότι ο πολιτισμός αυτός πλέον εξήντλησε τα περιθώρια του πνεύματός του».

Χρήστου Μαλεβίτση, «Πολιτεία και ερημιά», Άπαντα, τόμ. 3, Αρμός, σ. 227.

Από χρόνια μου κάνει εντύπωση ένα πράγμα: αφού υπάρχουν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες κείμενα σπουδαία, κείμενα που αποκαλύπτουν όχι μονάχα τις όψεις της ζωής αλλά και τις παραμορφώσεις της, γιατί δεν ασχολούμαστε με αυτά, γιατί ψάχνουμε ολοένα κάτι άλλο και γιατί στο τέλος παραμερίζουμε όλα αυτά –αυτό κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος– για να βάλουμε στη θέση τους ποιο πράγμα; Τις έξυπνες μηχανές;

Μου φαίνεται ότι ένας λόγος είναι ότι δεν ξέρουμε ανάγνωση! Συν τω χρόνω ό τρόπος που διαβάζουν οι άνθρωποι άρχισε να κάνει νερά, χανόταν η συγκέντρωση στο συγκεκριμένο, προωθούσαν αφηρημένο λόγο και αφηρημένες καταστάσεις με αποτέλεσμα μαζί με την εισβολή θετικισμού και θετικών επιστημών, μαζί δηλαδή με τη γενική μαθηματικοποίηση να χάσουμε το νόημα των λέξεων, των φράσεων, των στίχων, των συλλογισμών, προπαντός των συνθέσεων και να παραδοθούμε σε ένα είδος διογκωμένου παρόντος που στραμμένο εντελώς στο μέλλον θέλει ο άνθρωπος να ζει τη στιγμή χωρίς μνήμη και χωρίς διάρκεια. (περισσότερα…)